Δυτική Εσωτερική Παράδοση

Ελευθεροτεκτονισμός: Μυστική Εταιρεία;

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ των τεκτονικών οργανώσεων στην Ευρώπη εντατικοποιήθηκαν. Δημιουργήθηκαν διασυνοριακά δίκτυα, τα οποία γύρω στο 1900 άρχισαν να εδραιώνονται σε διεθνή κινήματα και (υποτυπώδεις) οργανώσεις. Τα διεθνή δίκτυα και τα διεθνή κινήματα επέτρεψαν μόνο περιορισμένες περιπτώσεις «συντονισμένης δράσης» από μια τεκτονική «διεθνή», η οποία σε μεγάλο βαθμό παρέμεινε ουτοπική.

Είναι αλήθεια ότι μπορεί κανείς να ανιχνεύσει ορισμένους μηχανισμούς διεθνισμού στον ευρωπαϊκό ελευθεροτεκτονισμό. Ωστόσο, οι ελευθεροτέκτονες ήταν ακόμη λιγότερο ικανοί σε διεθνές επίπεδο να εφαρμόσουν το ιδανικό ενός προστατευμένου χώρου τελετουργικής «αδελφοσύνης» απαλλαγμένου από χρονικούς δεσμούς από ό, τι ήταν σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο.

Υπήρχαν πιθανώς περίπου 100.000 ελευθεροτέκτονες το 1789[1]. Το 1930, η Μεγάλη Ανατολή και η Μεγάλη Στοά της Γαλλίας μαζί είχαν περίπου 47.000, ενώ οι γερμανικές μεγάλες στοές περίπου 70.000 και η Ηνωμένη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας περίπου 300.000 μέλη[2]. Αυτοί οι αριθμοί δείχνουν τη συνεχιζόμενη ελκυστικότητα τέτοιων μορφών εταιρείας για τα κοινωνικά στρώματα στα οποία απευθύνονταν, δηλαδή μόνον άνδρες, συνήθως επαγγελματικά και κοινωνικά καθιερωμένους. Ο τεκτονισμός ήταν πανευρωπαϊκό και αργότερα παγκόσμια εξαπλωμένο φαινόμενο, ήταν όμως μυστική εταιρεία; Οι κατάλογοι με τα μέλη του ήταν ελεύθερα διαθέσιμα στο ευρύ κοινό, κάτι που συμβαίνει μέχρι και σήμερα και οι τελετουργίες μύησης πολύ γρήγορα έγιναν γνωστές στη διεθνή βιβλιογραφία. Μόνον η εμπλοκή του σε πολιτικές και κοινωνικές εξεγέρσεις, κυρίως μέσω των μυημένων μελών του, θα μπορούσε να θεωρηθεί χαρακτηριστικό μυστικής εταιρείας, με κυρίαρχο παράδειγμα τη γαλλική επανάσταση[3].

Ήδη από τον 18ο αιώνα, ο ευρωπαϊκός τεκτονισμός διακλαδίστηκε σε πολλά διαφορετικά συστήματα[4]. Ένα πλήθος ευρωπαϊκών ελευθεροτεκτονισμών και τελετουργικών συστημάτων εμφανίστηκε οργανωμένα κατά μήκος εθνικών συνόρων.  Αποφασιστικά σημεία διαφοράς ήταν η θέση των στοών για το κράτος και την πολιτική, καθώς και η σχέση μεταξύ τεκτονισμού και θρησκείας[5]. Οι στοές προσέφεραν μια εναλλακτική άποψη του κόσμου και σιωπούσαν για τις εσωτερικές τους υποθέσεις. Αυτό προκάλεσε γρήγορα δυσαρέσκεια για τον τεκτονισμό, πάνω απ’ όλα από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Ο «αντιτεκτονισμός» παρέμεινε υπόγειο ρεύμα ολόκληρης της περιόδου[6] και ενθάρρυνε τον λανθάνοντα ή ανοιχτό αντικληρικαλισμό πολλών ελευθεροτεκτόνων.

Κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού, η αντίληψη που είχαν για τον εαυτό τους οι ενεργές ελίτ συνδυάστηκε με την εικόνα του οικουμενισμού, μιας ένωσης της ανθρωπότητας σε όλο τον κόσμο, της παγκόσμιας τεκτονικής «αλυσίδας αδελφοσύνης»[7]. Ο κοσμοπολιτισμός έγινε το σύνθημα μιας διεθνούς ιδεολογίας, υπό τη σημαία της οποίας οι ελευθεροτέκτονες ήλπιζαν να ανοικοδομήσουν τον Πύργο της Βαβέλ σε αρμονία και ειρήνη. Ωστόσο, υπήρχε πάντα ένταση μεταξύ των οικουμενικών αξιών του τάγματος και των υποχρεώσεων των μεμονωμένων μελών της όποιας στοάς προς τη χώρα τους. Αυτή η ένταση μεγάλωσε ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο οι δομές των εθνικών-κρατικών οργανώσεων των ελευθεροτεκτόνων (οι «μεγάλες στοές» ή «μεγάλες ανατολές») εδραιώθηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Συνεπώς, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι κατά τον 18ο αιώνα, οι καθολικές αξιώσεις των στοών προέβαλλαν μια ελιτίστικη αντίληψη του εαυτού ή την πίστη σε μια μορφή «πνευματικής αριστοκρατίας», που οδήγησε βέβαια σε αποκλειστικές πρακτικές. Αυτό φάνηκε στον επιλεκτικό αποκλεισμό των μη χριστιανών γενικά και των Εβραίων ειδικότερα, των γυναικών και στις αποικίες, εκείνων των ανδρών που δεν ήταν ευρωπαϊκής καταγωγής. Αυτά τα αποκλειστικά στοιχεία είναι επίσης εμφανή σε όλες τις προσπάθειες δημιουργίας δικτύων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

 

Ευρωπαϊκά ελευθεροτεκτονικά δίκτυα

Οι επαφές μεταξύ των ελευθεροτεκτόνων και η δυνατότητά τους να δημιουργούν ευρωπαϊκά δίκτυα είχαν διαφορετικούς βαθμούς μεγέθους και έντασης. Είχαν, επίσης, διαφορετικά διαφορετικό εύρος που κυμαινόταν σε ατομικό, τοπικό και εθνικό επίπεδο. Τα τρία επίπεδα ήταν αλληλένδετα. Οι αξιωματούχοι των μεγάλων στοών δραστηριοποιούνταν επίσης σε τοπικές στοές, ενώ αξιωματούχοι τόσο από τις μεγάλες στοές όσο και από τις τοπικές στοές μπορούσαν να λαμβάνουν μέρος σε ορισμένα διακρατικά φόρα, που δεν οργανώνονταν από τις μεγάλες στοές. Η επικέντρωση εδώ είναι στο τρίτο επίπεδο –τις μεγάλες στοές, τις μεγάλες ανατολές και τα ανώτατα συμβούλια (με τους αξιωματούχους τους) οργανωμένα σύμφωνα με εθνικές και διεθνείς προοπτικές.

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι διεθνείς σχέσεις μεταξύ των μεγάλων στοών επισημοποιήθηκαν, καθώς υιοθέτησαν στοιχεία διεθνών σχέσεων και διπλωματίας. Η αμοιβαία αναγνώριση δύο μεγάλων στοών εκφραζόταν με τη σύναψη επίσημων σχέσεων με την ανταλλαγή αντιπροσώπων ή garants d'amitié (υποσχέσεων φιλίας). Μία μεγάλη στοά επέλεγε ένα μέλος μιας άλλης μεγάλης στοάς που θα ενεργούσε ως εκπρόσωπός της. Οι εκπρόσωποι λάμβαναν τακτικά τα πρακτικά των μεγάλων στοών που αντιπροσώπευαν, από τα οποία ενημερώνονταν για την εσωτερική κατάσταση της στοάς. Ως εκ τούτου, έπρεπε να μιλούν τη σχετική γλώσσα. Επιπλέον, έπρεπε να μεσολαβούν σε τυχόν συγκρούσεις. Αυτοί οι εκπρόσωποι ήταν μαζί με τον Μεγάλο Γραμματέα υπεύθυνοι για την αλληλογραφία της Μεγάλης Στοάς, οι ανθρώπινοι σύνδεσμοι στα διεθνή δίκτυά της. Πολλοί παράγοντες καθόρισαν τον τρόπο με τον οποίο προέκυψαν αυτές οι διασυνδέσεις μεταξύ των μεγάλων στοών. Σε γενικές γραμμές, η Μεγάλη Στοά που αναζητούσε μεγαλύτερο βαθμό αποδοχής, αναλάμβανε την πρωτοβουλία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μέσω εποπτευόμενων άτυπων διαδικασιών κατά τις οποίες και οι δύο μεγάλες στοές γνώριζαν η μία τις τελετουργίες, τα καταστατικά και την ηγεσία της άλλης, προηγούνταν της ανταλλαγής αντιπροσώπων.

Αν και οι ανεπίσημες και επίσημες σχέσεις μεταξύ των μεγάλων στοών οριστικοποιήθηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τα σχετικά δίκτυα εδραιώθηκαν αργά και ατελώς. Γύρω στα μέσα του αιώνα, έγιναν δύο αρχικές προσπάθειες για την αύξηση της διεθνούς συνεργασίας. Μια πρώιμη συγκέντρωση Γερμανών, Γάλλων και Ελβετών μελών στοών στο Στρασβούργο (1846) αποσκοπούσε στην εισαγωγή τακτικών συνεδρίων, τα οποία, ωστόσο, σύντομα εξασθένησαν λόγω της έλλειψης οργανωτικής βάσης (και της αναταραχής των επαναστάσεων του 1848). Το επόμενο εγχείρημα έλαβε χώρα σε επίπεδο των μεγάλων στοών. Το 1855, ο Γάλλος μεγάλος διδάσκαλος πρίγκιπας Λυσιέν Μυρά (Lucien Murat) συγκάλεσε παγκόσμιο συνέδριο ελευθεροτεκτόνων στο Παρίσι. Παρά το φιλόδοξο πρόγραμμα, δεν ξεκίνησε, καθώς συμμετείχαν μόνο επτά μεγάλες στοές[8].

 

Πριν και μετά τον Πόλεμο

Κατά τη διάρκεια του πολέμου οποιαδήποτε διεθνής διάσκεψη εξαιτίας των πολιτικών διαιρέσεων της σύγκρουσης ήταν αδιανόητη. Αντ’ αυτού, η Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας συγκάλεσε συνέδριο των ελευθεροτεκτόνων των συμμαχικών εθνών στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1917. Οι εκπρόσωποι των μεγάλων στοών έστειλαν αδελφικούς χαιρετισμούς στους ελευθεροτέκτονες στις ΗΠΑ, καταδίκασαν τα γερμανικά εγκλήματα πολέμου και διακήρυξαν το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση των μικρών εθνοτήτων, πάνω απ’ όλα εκείνων της μοναρχίας των Αψβούργων. Κάλεσαν τους ελευθεροτέκτονες σε ουδέτερα κράτη να συμμετάσχουν σε ένα άλλο συνέδριο στο Παρίσι, τον Ιούνιο του 1917, όπου θα συζητείτο σχέδιο δράσης σχετικά με την ίδρυση μιας Κοινωνίας των Εθνών[9].

Μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο άρχισε να αναπτύσσεται και πάλι κίνημα σε επίπεδο μεγάλων στοών. Εδώ η κινητήρια δύναμη ήταν οι μεγάλες στοές από το «λατινικό» στρατόπεδο. Εκ των πραγμάτων είχε καταστεί σαφές ότι ένα μόνο γραφείο δεν ήταν αρκετό για να αποτελέσει τη βάση διεθνούς οργανισμού. Το 1921 η ατομική προσπάθεια του Bureau international de relations maçonniques (BIRM) αντικαταστάθηκε από την Association maçonnique internationale (AMI) σε διεθνές συνέδριο στη Γενεύη. Οι δομές του ήταν πιο σταθερές και εκτεταμένες από εκείνες του BIRM. Η AMI διέθετε καταστατικό, εκτελεστική επιτροπή και περιοδικό[10].

Οι εκπρόσωποι των μεγάλων στοών μελών έδιναν το παρών τακτικά σε συνέδρια οργανωμένα με τη μορφή τεκτονικών τελετών, που άνοιγαν και έκλειναν με τελετουργίες ειδικά σχεδιασμένες για αυτόν τον σκοπό. Η ένωση επεδίωκε επίσης να μεσολαβεί σε διαφορές μεταξύ των μελών της. Σε αντίθεση με την Κοινωνία των Εθνών σε πολιτειακό επίπεδο, στην οποία οι ΗΠΑ δεν εντάχθηκαν, η οργάνωση των ελευθεροτεκτόνων θα μπορούσε να προσελκύσει τη μεγάλη στοά της Νέας Υόρκης με τα πολλά μέλη της. Ωστόσο, αυτή η προοπτική σύντομα χάθηκε. Η ολλανδική μεγάλη ανατολή, για την οποία η ένωση ήλπιζε ότι θα λειτουργούσε ως γέφυρα προς τις αγγλοσαξονικές και γερμανικές μεγάλες στοές, επίσης αποσύρθηκε[11]. Η πλειοψηφία των αγγλοσαξονικών και σκανδιναβικών στοών αγνόησε την AMI. Στην αγγλική Μεγάλη Στοά υπήρξε ακόμη και προσπάθεια να δημιουργηθεί αντι-κίνημα, μια Τεκτονική Κοινωνία των Εθνών, που θα συγκέντρωνε αγγλόφωνους ελευθεροτέκτονες στη βρετανική αυτοκρατορία και τις πρώην βρετανικές αποικίες, ενώ παράλληλα θα προστάτευε την Ηνωμένη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας από τις ηπειρωτικές ευρωπαϊκές μεγάλες στοές[12].

Οι συγκρούσεις, ωστόσο, δεν είχαν μόνο εξωτερικό χαρακτήρα, αλλά και εσωτερικό. Εντός της AMI, επίσης, ξέσπασαν μακροχρόνιες συγκρούσεις σχετικά με τη συμμετοχή μη κανονικών στοών. Ο οργανισμός αποφάσισε να αφήσει στις μεγάλες στοές μέλη του το αν θα διατηρούσαν ή όχι δεσμούς μεταξύ τους. Αυτή η δομή επέτρεπε τόσο στις «κανονικές» όσο και στις «μη κανονικές» μεγάλες στοές να παραμείνουν μέλη. Ωστόσο, μόνο επιφανειακά εξουδετέρωσε τις διαφωνίες σχετικά με τα κριτήρια, ενώ υπονόμευσε τον στόχο της ενοποίησης που είχε αποτελέσει τη βάση της δημιουργίας του οργανισμού. Μια μεγάλη στοά που ήθελε να ενταχθεί δεν χρειαζόταν καν να προσυπογράψει την ιδρυτική διακήρυξη[13]. Αυτός ο συμβιβασμός από το 1927 είχε σκοπό να ενθαρρύνει την ένταξη περισσότερων μεγάλων στοών. Ωστόσο, στην πραγματικότητα περιόρισε τις προοπτικές του οργανισμού να αναπτύξει την εσωτερική του συνοχή, τη δεσμευτική εξουσία και την ικανότητά του να επιτύχει τους στόχους του.

Το πλέον αμφιλεγόμενο ιδεολογικό ζήτημα ήταν η θρησκευτική φύση του τεκτονισμού και η θρησκευτική δέσμευση των μεμονωμένων μελών της στοάς. Το ζήτημα της θρησκευτικότητας είχε προκαλέσει το αγγλογαλλικό σχίσμα του 1878 και τροφοδότησε τις συγκρούσεις για την κανονικότητα εντός της ΑΜΙ. Η ολλανδική μεγάλη ανατολή εγκατέλειψε την οργάνωση κυρίως λόγω της έλλειψης σαφούς δήλωσης πίστης από τις συμμετέχουσες μεγάλες στοές και τα μέλη τους σε ένα υπέρτατο ον. Οι ισπανικές, γαλλικές, βελγικές και ιταλικές μεγάλες στοές, οι οποίες σε διαφορετικό βαθμό περιείχαν αγνωστικιστικά, επιστημονικά και μερικές φορές αθεϊστικά ρεύματα, θεώρησαν τη θρησκευτική δέσμευση παραβίαση της ελευθερίας συνείδησης του ατόμου.

Εντός των μεγάλων στοών που έθεσαν τη θρησκευτική πίστη ως προϋπόθεση για τον τεκτονισμό, υπήρξε συζήτηση σχετικά με το αν το τεκτονικό δόγμα της ανοχής, το οποίο στο πρώτο σύνταγμα του 1723 περιοριζόταν στα μέλη των χριστιανικών ομολογιών, θα έπρεπε να επεκταθεί σε μέλη άλλων θρησκειών. Στην κεντρική και δυτική Ευρώπη το κύριο ζήτημα ήταν η αποδοχή των εβραϊκών στοών[14]. Η αποκαλούμενη «χριστιανική αρχή» χώριζε τις σκανδιναβικές και πρωσικές εθνικές στοές, οι οποίες θεωρούσαν εαυτούς χριστιανικά τάγματα, από τις πνευματικές και ντεϊστικές βρετανικές στοές. Οι Γερμανοί τέκτονες, που αυτοπροσδιορίζονταν ως «ανθρωπιστές», έκλιναν περισσότερο προς την άποψη των βρετανικών στοών. Ωστόσο, ακόμη και μεταξύ των «ανθρωπιστικών» μεγάλων στοών, η επίσημη αποδοχή των Εβραίων στο καταστατικό και οι τοπικές πρακτικές σχετικά με την εισδοχή απέκλιναν. Αυτό το θεμελιώδες ζήτημα άσκησε πίεση στις διεθνείς τεκτονικές σχέσεις καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου[15].

 

Η μεταπολεμική περίοδος

Οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί επικαλύφθηκαν από συγκρούσεις που πέρασαν από την πολιτική σφαίρα στον τεκτονισμό. Ο σημαντικότερος αφορούσε στη σχέση μεταξύ του κράτους και της (καθολικής) εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία το αντιμασονικό στοιχείο στα ρωμαιοκαθολικά κράτη αντικατοπτριζόταν σε ένα ίσο επίπεδο τεκτονικού αντικληρικαλισμού. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών απέκτησαν αυξανόμενη σημασία. Ο πόλεμος του 1870/1871 κατέστησε αδύνατη τη διμερή επικοινωνία μεταξύ Γάλλων και Γερμανών ελευθεροτεκτόνων για τρεις δεκαετίες. Αυτό επηρέασε τις διεθνείς τεκτονικές σχέσεις στην Ευρώπη γενικά. Μαζική δυσαρέσκεια συνόδευσε τις γαλλογερμανικές τεκτονικές συγκεντρώσεις πριν από το 1914, όπως και η δημιουργία σχέσεων μεταξύ της μεγάλης στοάς της Γαλλίας και των γερμανικών μεγάλων στοών το 1907[16]. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο διστακτικά αναδυόμενος τεκτονικός διεθνισμός συγκρούστηκε με πολιτικές και κρατικές αντιπαραθέσεις που πάντα δεν αντιστοιχούσαν στα δίκτυα και τα στρατόπεδα που είχαν αναπτυχθεί. Οι μεγάλες στοές στα κράτη των Κεντρικών Δυνάμεων και της Αντάντ διέκοψαν την επαφή μεταξύ τους. Οι συμμετέχοντες στο συνέδριο του Παρισιού του 1917 και στον εορτασμό των διακοσίων χρόνων της αγγλικής μεγάλης στοάς την ίδια χρονιά, δεν προσπάθησαν καν να διατυπώσουν μία ουδέτερη θέση για τον παγκόσμιο τεκτονισμό, που θα λειτουργούσε πέρα από τα εθνικά κόμματα.

Αυτές οι αντιπαραθέσεις διαμόρφωσαν τη μεταπολεμική περίοδο. Οι μεγάλες στοές της πρώην Αντάντ και των ουδέτερων κρατών, κυρίως της βελγικής μεγάλης ανατολής, απαίτησαν από τις γερμανικές μεγάλες στοές να αναγνωρίσουν ανεπιφύλακτα την ευθύνη για τα γερμανικά εγκλήματα πολέμου κατά των βέλγων αμάχων. Οι Γερμανοί, με τη σειρά τους, συνέδεσαν την επανάληψη των σχέσεων με τους Γάλλους με την αφαίρεση των άρθρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που κατένειμαν την αποκλειστική ευθύνη στη Γερμανία για τον πόλεμο[17]. Όπως και η κυρίαρχη γερμανική κοινωνία γενικά, οι γερμανικές μεγάλες στοές είδαν τον συμβιβασμό με τις νικήτριες δυνάμεις, χωρίς καμία αναθεώρηση της συνθήκης των Βερσαλλιών, ως προδοσία. Επιπλέον, δεν ήθελαν να τροφοδοτήσουν τους συνωμοσιολόγους που αναζητούσαν αποδιοπομπαίο τράγο για την ήττα και προσπάθησαν να στιγματίσουν όλους τους «ελευθεροτέκτονες και τους Εβραίους» ως προδότες της πατρίδας. Η μετατόπιση από τις εκκλησιαστικές στις εθνικιστικές και ενίοτε φυλετικές αντιλήψεις, η οποία ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα, έγινε ισχυρότερη μετά το 1918, και αυτό είχε αντίκτυπο στις αντιπαραθέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών μεγάλων στοών. Στη συνέχεια, οι διεθνείς συναντήσεις, ακόμη και οι διακρατικές οργανώσεις, ήταν ένα εξαιρετικά πολιτικοποιημένο θέμα σε όλα τα τεκτονικά στρατόπεδα, ανεξάρτητα από τα θέματα που συζητήθηκαν σε αυτά.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου, η βασική νοοτροπία της ηγεσίας ορισμένων στοών και μεγάλων στοών παρουσίασε διεθνείς πρωτοβουλίες και διεθνιστικά κινήματα με ένα σημαντικό εμπόδιο, τα ίδια της τα μέλη. Πολλοί θεωρούσαν περιττή την οργανωτική εδραίωση της «αλυσίδας της διεθνούς αδελφοσύνης», επειδή κάθε μεμονωμένος ελευθεροτέκτονας θεωρούσε πως ανήκε σε μια παγκόσμια αδελφότητα μέσω των τελετουργικών τελετών στην τοπική του στοά, χωρίς να χρειάζεται να τη δημιουργήσει «φυσικά»[18].

Λόγω αυτών των συγκρούσεων και των ανταγωνιστικών στρατοπέδων, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η προσπάθεια οικοδόμησης ενός διεθνιστικού κινήματος στη βάση διεθνών δικτύων απέτυχε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των εμπλεκομένων, όσον αφορά τον αντίκτυπό τους τόσο εντός όσο και εκτός του τεκτονισμού. Εκείνοι που συζητούσαν την εφαρμογή της ουτοπίας της παγκόσμιας αδελφοσύνης και της παγκόσμιας ειρήνης, δεν μπορούσαν να αποφύγουν τις αντιπαραθέσεις γύρω από ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα. Αυτό θα μπορούσε, με τη σειρά του, να απορριφθεί ως «μη-τεκτονικό» ή απειλή για την ουσία του τεκτονισμού. Συγκεκριμένα, ήταν αδύνατο να επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με το ζήτημα των στόχων και των μεθόδων της τεκτονικής δραστηριότητας εκτός των τελετών της τελετουργικής στοάς. Μια «τεκτονική διεθνής» που διεξήγαγε συντονισμένες εκστρατείες, τόσο μυστικά όσο και ανοιχτά, υπήρχε μόνο στη φαντασία των συνωμοσιολόγων και των αντιπάλων του τεκτονισμού[19].

 

Τεκτονικός διεθνισμός

Η θεσμοθετημένη εκδοχή του τεκτονικού διεθνισμού δε θα μπορούσε ποτέ να υλοποιήσει τις οικουμενικές αξιώσεις της παγκόσμιας αδελφοσύνης. Από τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, οι απαγορεύσεις των τεκτονικών οργανώσεων στα αυταρχικά και ολοκληρωτικά κράτη της Ευρώπης[20], σε συνδυασμό με τις συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών κρατών, κατέστρεψαν τις φιλόδοξες ευρωπαϊκές διεθνιστικές φιλοδοξίες των τεκτόνων. Επομένως, η ρητή επικέντρωση στην Ευρώπη ερχόταν σε αντίθεση τόσο με τους πνευματικούς όσο και με τους ακτιβιστικούς στόχους τους. Στην πράξη, ωστόσο, ελευθεροτέκτονες και μεγάλες στοές από τη δυτική και νοτιοδυτική ηπειρωτική Ευρώπη οργάνωσαν και χρηματοδότησαν τα συνέδρια της δεκαετίας του 1890 και του 1900, το BIRM και το AMI και τις μασονικές εκδηλώσεις ειρήνης.

Η ανάγνωση στον χάρτη των τοποθεσιών των διεθνών συναντήσεων, αποκαλύπτει τον τεκτονικό «πυρήνα της Ευρώπης», ο οποίος φέρνει στον νου τις διαδικασίες εξευρωπαϊσμού του τεκτονισμού κατά τη δεκαετία του 1950. Μεταξύ των ετών 1889 και 1936, οι τέκτονες συναντήθηκαν, για παράδειγμα, στο Παρίσι, το Στρασβούργο, την Αμβέρσα, τις Βρυξέλλες, το Λουξεμβούργο, το Άμστερνταμ, τη Χάγη, τη Γενεύη, τη Βασιλεία, τη Βέρνη και τη Ρώμη[21]. Πραγματιστικοί λόγοι εξηγούν εν μέρει τη συγκέντρωση σε αυτόν τον χώρο –ήταν πολύ άβολο για την πλειοψηφία των μεγάλων στοών να ταξιδέψουν στην Ιβηρική χερσόνησο, για παράδειγμα. Ωστόσο, αποτελεί επίσης ένδειξη του γεγονότος ότι τα αρχικά διεθνή δίκτυα και τα διεθνικά κινήματα και οργανώσεις που οικοδομήθηκαν πάνω σε αυτά, θα μπορούσαν είτε να προωθήσουν, είτε να αντικατοπτρίσουν τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ένωσης του τεκτονισμού.

Μεταξύ των ετών 1844 και 1932, η γερμανική Μεγάλη Μητρική Στοά της Τεκτονικής Ομοσπονδίας είχε τουλάχιστον 117 μέλη που ενεργούσαν ως εκπρόσωποι 37 ευρωπαϊκών μεγάλων στοών. Σε αντάλλαγμα, 117 ελευθεροτέκτονες διορίστηκαν για να εκπροσωπήσουν τη μεγάλη στοά της Φρανκφούρτης σε αυτές τις 37 ευρωπαϊκές μεγάλες στοές την ίδια περίοδο. Αν υποθέσει κανείς ότι όλες οι μεγάλες στοές είχαν δεσμούς με τις μεγάλες στοές και τα ανώτατα συμβούλια μέσω του ίδιου αριθμού αντιπροσώπων, τότε μεταξύ των ετών 1850 και 1930 θα έπρεπε να υπάρχουν περίπου 8.700 ελευθεροτέκτονες, εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών μεγάλων στοών. Αν συγκρίνει κανείς αυτή την υπερεθνική ελίτ με τον απόλυτο αριθμό των μελών, για παράδειγμα τους 57.000 ελευθεροτέκτονες που εγγράφηκαν στη Μεγάλη Ανατολή της Ιταλίας μεταξύ των ετών 1880 και 1923[22] ή ακόμη και τα 300.000 μέλη που καυχάτο η Ηνωμένη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας μόνο το 1930, τότε αυτός ο αριθμός είναι μικρός.

Ωστόσο, οι εκπρόσωποι ανήκαν στον ευρύτερο κύκλο ηγεσίας εντός των μεγάλων στοών και βοήθησαν στον καθορισμό της πολιτικής τους. Έτσι, ανήκαν στα ηγετικά κλιμάκια του ευρωπαϊκού τεκτονισμού. Έπρεπε τακτικά να ασχολούνται με την αλληλογραφία και τα πρακτικά των αντίστοιχων οργανώσεων-εταίρων τους, τα οποία, με τη σειρά τους, περιείχαν τις εκθέσεις άλλων μεγάλων στοών. Αντιπροσώπευαν τους θεσμικούς δεσμούς εντός του ευρωπαϊκού τεκτονισμού, παρά το γεγονός ότι γενικά ασχολούνταν μόνο με γραπτή επικοινωνία με τους εταίρους τους. Ωστόσο, τα 460 άτομα, που εκπροσωπούσαν 83 ευρωπαϊκές μεγάλες στοές (μερικές από αυτές βραχύβιες), που συμμετείχαν στα 16 διεθνή συνέδρια μεταξύ των ετών 1855 και 1932, ουσιαστικά ζωογόνησαν αυτούς τους δεσμούς.

Πιο σημαντικές από τα συνέδρια ήταν οι διεθνείς εκδηλώσεις ειρήνης και οι διασκέψεις της Τεκτονικής Ένωσης (Allgemeinen Freimaurer-Liga). Εκατοντάδες ελευθεροτέκτονες συγκεντρώνονταν για να παρακολουθήσουν τέτοιες εκδηλώσεις. Παρά τα διάφορα στρατόπεδα και τις διαχωριστικές γραμμές, αυτοί οι συμμετέχοντες ενσάρκωναν τη «ζωντανή» «Ευρώπη των ελευθεροτεκτόνων»[23]. Η τάση προς τον εξευρωπαϊσμό εντός του τεκτονισμού, που προωθήθηκε από την εντατικοποίηση των διμερών σχέσεων και το συνεδριακό κίνημα από τη δεκαετία του 1890, δεν πρέπει να υποτιμάται, αν και δεν μπορεί κανείς σήμερα να την ποσοτικοποιήσει ή να τη συγκρίνει με άλλα κινήματα.

Το ερώτημα αν τα πανευρωπαϊκά δίκτυα που δημιουργήθηκαν από τις επισκέψεις μεμονωμένων τεκτόνων, την ανταλλαγή εκπροσώπων μεταξύ μεγάλων στοών, των διεθνών συνεδρίων και των διακρατικών οργανώσεων είχαν αντίκτυπο στη συνείδηση των ελευθεροτεκτόνων για την ενωμένη τεκτονικά Ευρώπη, είναι μια διαφορετική ιστορία[24], αν το ιδεατό συγκριθεί με τον σύγχρονο κατακερματισμό του τεκτονικού κινήματος, που φαίνεται να επαναλαμβάνει τα λάθη και τις συγκρούσεις του παρελθόντος.

 

Βιβλιογραφία

• Anderson, J. 1723. The constitutions of the free-masons: Containing the history, charges, regulations of that most ancient and right worshipful fraternity: For the use of the lodges, London: Independently Published.
• Baycroft, T. 2010. “Nationalism, National Identity and Freemasonry”, Journal for Research into Freemasonry and Fraternalism 1(1): 10-22.
• Beaurepaire, P-Y. 2002. L'Europe des francs-maçons: XVIIIe–XXIe siècles, Paris: Belin, collection Europe et Histoire.
• Berger, J., and G. Klaus-Jürgen (eds.) 2002. Geheime Gesellschaft: Weimar und die deutsche Freimaurerei, München und Wien: Carl Hanser Verlag.
• Bieberstein, J.R. 2002. “Die These von der freimaurerisch-illuminatischen Verschwörung, in: Joachim Berger et al. (eds.): Geheime Gesellschaft: Weimar und die deutsche Freimaurerei”, 28-39, Munich: Verlag.
• Biedermann, H. 1999. Das verlorene Meisterwort: Bausteine zu einer Kultur- und Geistesgeschichte des Freimaurertums, Wien: H. Böhlau.
• Bulletin A.M.I. 1922–1939, Geneva.
• Combes, A. 1994. “Les relations maçonniques internationales (1877–1940)”, Humanisme, 216: 95-101.
• Conti, F. 2003. Storia della massoneria italiana: Dal Risorgimento al fascismo, Bologna: Il Mulino.
• Ferrer Benimeli, J. A. 1989. “Masoneria y Pacifismo: La Sociedad de Naciones”, in La Masonería y su impacto internacional, edited by José Antonio Ferrer Benimeli, 51-71, Madrid Universidad Complutense.
• Grand Orient de France, Compte-rendu de la manifestation organisée par la Franc-Maçonnerie Universelle pour la paix et le rapprochement des peuples, Belgrade, 11–16 septembre 1926, Paris 1927.
• Harland-Jacobs, J. 2007. Builders of empire: Freemasons and British imperialism, 1717–1927, Chapel Hill: University of North Carolina Press.
• Hoffmann, S.L. 2000. Die Politik der Geselligkeit: Freimaurerlogen in der deutschen Bürgergesellschaft 1840–1918, Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht.
• Lennhoff, E., Posner, O., Binder, D.A. 2006. Internationales Freimaurerlexikon, Munich: Herbig.
• Martin, L.P. 1996. “La Asociación Masónica Internacional (1921–1940) o la utopía pacifista”, in La masonería en la España del siglo XX, edited by José Antonio Ferrer Benimeli, 457-469, Toledo: Universidad de Castilla-La Mancha.
• Melzer, R. 1999, Konflikt und Anpassung: Freimaurerei in der Weimarer Republik und im "Dritten Reich", Vienna: Braumüller.
• Roberts, J.M. 1969. “Freemasonry: Possibilities of a Neglected Topic”, The English Historical Review 84: 323-335.
• Sande, A. 2010. “Monarchy and Aristocracy as International Factors in Freemasonry: The Case of Prince Frederick of the Netherlands, 1816–1881”, Journal for Research into Freemasonry and Fraternalism 1(1): 23-35.
• Τσοπάνης, Κ. 2011. «Άγνωστες πτυχές της Γαλλικής Επανάστασης», Archive, 7: 48-58.

 

 Σημειώσεις

[1] Roberts 1969, 323.
[2] Melzer 1999, 66. Βλ. επίσης Lennhoff et al. 2006, 261, 300
[3] Βλ. Τσοπάνης 2011, 48-58.
[4] Biedermann 1999, 138.
[5] Beaurepaire 2002, 225.
[6] Bieberstein 2002, 28-39.
[7] Biedermann 1999, 46.
[8] Grand Orient de France 1855, 11.
[9] Ferrer Benimeli 1989, 63-66.
[10] Bulletin A.M.I. 1922–1939.
[11] Beaurepaire 2002, 253-257. Βλ. επίσης Combes 1994, 97-101.
[12] Harland-Jacobs 2007, 289.
[13] Beaurepaire 2002, 257.
[14] Anderson 1723, 50.
[15] Sande 2010, 33.
[16] Beaurepaire 2002, 236. Επίσης, Hoffmann 2000, 308.
[17] Μόνο το 1932 τρεις γερμανικές μεγάλες στοές –αυτές του Αμβούργου, του Μπαϊρόιτ και της Φρανκφούρτης- αποκατέστησαν τις σχέσεις τους με την Ηνωμένη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας.
[18] Baycroft 2010, 16.
[19] Hoffmann 2000, 333-342.
[20] Martin 1996, 465-468.
[21] Εκτός δύο εξαιρέσεων, της εκδήλωσης για την ειρήνη το 1926 στο Βελιγράδι και το συνέδριο της ΑΜΙ στην Κωνσταντινούπολη το 1932.
[22] Conti 2003, 340.
[23] Beaurepaire 2002, 10-11.
[24] Berger and Klaus-Jürgen 2002, 36.

 

Κ. Κ. εις μνήμη Π.Μ.