Τέχνες - Πολιτισμός

Η Σημασία και ο Ρόλος της Τέχνης στην Παιδαγωγική Waldorf

Παράγοντας τέχνη ο άνθρωπος τοποθετεί ένα καινούργιο δημιούργημα μέσα στην φύση. Σκεπτόμενος τον κόσμο της τέχνης ο άνθρωπος αναγνωρίζει τον εαυτό του ως ένα δημιουργικό πνευματικό όν. Η μονόπλευρη επιστημονική θεώρηση των πραγμάτων κρύβει τον κίνδυνο ότι μπορεί να χάσει τον εσωτερικό του κόσμο και να θεωρηθεί μονάχα ως ένας οργανισμός εγκλωβισμένος στον ορθολογισμό της φύσης.

 Εισαγωγή

«Η παιδαγωγική τέχνη μπορεί να βασιστεί μόνο πάνω σε μια γνήσια γνώση του ανθρώπου. Εάν θελήσουμε να διαπαιδαγωγήσουμε, να διδάξουμε το παιδί, τότε πρέπει αυτή η γνώση του ανθρώπου να μεταδίδεται στην πράξη σαν κάτι το αυτονόητο. Και σ' αυτό το αυτονόητο πρέπει να ζει η αγάπη. Η εκπαίδευση που θα βασιστεί σ΄ αυτήν την γνώση θα παραχωρήσει στην τέχνη τη σωστή θέση και θα φροντίσει να της δώσει και την σωστή της επέκταση. Η τέχνη είναι καρπός της ελεύθερης ανθρώπινης φύσης.»[1] Αυτό το αισθάνθηκε κατά μοναδικό τρόπο ο Σίλλερ (Schiller) και έγραψε στις επιστολές γύρω από την αισθητική του ανθρώπου ότι το πιο σπουδαίο στοιχείο κάθε παιδαγωγικής τέχνης βρίσκεται στην διαπότιση του ανθρώπου με αισθητική ψυχική διάθεση.

«Όταν ο άνθρωπος θαυμάζει κάτι όμορφο ενώνεται με τις δημιουργικές δυνάμεις πού είναι ζωντανές μέσα στην φύση αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Δια μέσου του θαυμασμού για την ομορφιά μπορεί να αναπτυχθεί αληθινή αγάπη για την αλήθεια καθώς και ηθική αποφασιστικότητα. Η ομορφιά αποκαλύπτεται οπουδήποτε και σε οποιονδήποτε. Παρ' όλα αυτά το αισθητήριο όργανο για την αντίληψη της αναπτύσσεται καθώς ο άνθρωπος προσπαθεί να τη καταλάβει.»[2]

 

Τι είναι η Παιδαγωγική Waldorf

Η εκπαίδευση Waldorf ξεκίνησε από τα Γερμανόφωνα κράτη στις αρχές του περασμένου αιώνα από τον φιλόσοφο, φυσικό επιστήμονα και παιδαγωγό Ρούντολφ Στάινερ (Rudolf Steiner) που ανέπτυξε το φιλοσοφικό σύστημα της ανθρωποσοφίας, θεμελιωμένο στην σκέψη του Γκαίτε (Goethe). Το πρώτο σχολείο ιδρύθηκε το 1919 για τα παιδιά εργατών και στελεχών της καπνοβιομηχανίας Waldorf Astoria στην Στουτγάρδη. Η ανάγκη προέκυψε μετά από διαλέξεις που έδωσε ο Στάινερ για το προσωπικό, μετά από αίτηση του βασικού μέτοχου του εργοστασίου Εμίλ Μόλτ (Emil Molt). Ο Στάινερ συμφώνησε να γίνει το σχολείο υπό τους εξής όρους:

• Να είναι ανοιχτό για όλα τα παιδιά δίχως εξαιρέσεις.
• Να είναι μεικτό.
• Να είναι ενοποιημένο δωδεκατάξιο.
• Οι εκπαιδευτικοί που θα έχουν την άμεση ευθύνη και θα έρχονται σε επαφή με τα παιδιά, να είναι αυτοί που θα έχουν τον ηγετικό ρόλο της διοίκησης, δίχως να υπάρχει εξάρτηση από κυβέρνηση ή άλλους οικονομικούς παράγοντες.

Σήμερα, υπάρχουν παντού σε όλο τον κόσμο πάνω από 870 σχολεία και 1800 προσχολικά τμήματα και κάθε χρόνο ιδρύονται καινούρια από πρωτοβουλίες γονέων. Είναι το παγκοσμίως ταχύτερα αναπτυσσόμενο εκπαιδευτικό σύστημα ελεύθερων, αυτόνομων και αυτοδιοικούμενων σχολείων που επιπλέον προστατεύεται από την Unesco.

Η τέχνη της εκπαίδευσης η οποία βασίζεται στην ανθρωποσοφική γνώση έχει ως σκοπό να καλλιεργήσει πάνω από όλα την αρμονική και υγιή ανάπτυξη του παιδικού φυσικού σώματος. Τα παιδιά πρέπει να μάθουν να χρησιμοποιούν όλες τις φυσικές δυνάμεις και δεξιότητες στην μελλοντική τους ζωή. «Η εκπαίδευση Waldorf βασίζεται πάνω στην γνώση και την πίστη ότι η ζωή γενικότερα θα έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να εξελιχθεί εάν της επιτρέψουμε να αναπτυχθεί με ελευθερία και υγεία.»[3] Η εκπαίδευση που μπορεί να καταλάβει και να τροφοδοτήσει τις παιδικές ανάγκες που προέρχονται από την ανάπτυξη του φυσικού, πνευματικού και ψυχικού τους κόσμου, χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες μεθόδους και αρχές, μπορεί να δώσει την ευκαιρία στο παιδί αυτό να εξελιχθεί σ' έναν πραγματικά ελεύθερο άνθρωπο. Αυτός είναι και ο απώτερος σκοπός της εκπαίδευσης Waldorf.

 

Γενικές Αρχές του Steiner για την Τέχνη και την Παιδαγωγική Αξία της

«O Ρούντολφ Στάινερ είχε συνειδητοποιήσει την έμφυτη ικανότητα που υπάρχει στον άνθρωπο να καταλαβαίνει την τέχνη και η οποία είναι ικανή να επηρεάσει οποιονδήποτε. Ήταν πρόθυμος να καλλιεργήσει το έδαφος για την κατανόηση της τέχνης ειδικά για τους νέους. Μέσα από τα παιδαγωγικά του σεμινάρια έδειξε ότι ο εσωτερικός κόσμος των νέων χρειάζεται να τροφοδοτηθεί με ενθουσιασμό που γεννιέται μέσα από καλλιτεχνικές εμπειρίες, ειδικά κατά την διάρκεια της εφηβείας, περίοδος όπου αναπτύσσεται η κρίση. Η κατανόηση της τέχνης συμβάλλει στην ενδυνάμωση της αξιοπρέπειας και της δημιουργικής δύναμης της ανθρώπινης ύπαρξης.»[4] Μέσα από την τέχνη ο έφηβος θα εκδηλώσει το δημιουργικό και ανεξάρτητο κομμάτι του εαυτού του.

Στα σχολεία Waldorf το θεωρητικό μάθημα που αναφέρεται στην τέχνη ονομάζεται Μελέτη της τέχνης και όχι «Ιστορία της τέχνης». Η ονομασία αυτή υποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για μια απλή εκπαιδευτική παράθεση των αποτελεσμάτων και ερευνών της ιστορίας της τέχνης. 'Αλλωστε μία μερική γνώση των έργων τέχνης, της καταγωγής τους, και των επιρροών τους δεν μορφώνει ουσιαστικά. «Υπάρχει μία προμηθεϊκή σπίθα κρυμμένη σε κάθε αληθινό έργο τέχνης και μονάχα όταν αποκτούμε την εμπειρία της συνάντησης μαζί της, αυτή η κρυμμένη σπίθα που πηδάει μέσα στην ψυχή μας, μας ζεσταίνει, μας φωτίζει, μας συγκινεί, τότε μονάχα το έργο τέχνης θα μας αποκαλυφτεί. Το πλήθος των συλλογισμών που μπορούμε να κάνουμε για ένα έργο τέχνης μπορεί να είναι τεράστιο, όμως ο πραγματικός και προσωπικός του χαραχτήρας θα ξεφεύγει σχεδόν πάντα από την διανοητική σκέψη. Καμιά ιστορία της τέχνης δεν μπορεί το εξηγήσει όπως δεν μπορούμε να εξηγήσουμε την ανθρώπινη ατομικότητα.

Αυτό ακριβώς είναι που κάνει γοητευτικό ένα έργο τέχνης, γιατί μοιάζει να είναι άπειρο ακόμα και όταν οι αισθήσεις μας το ορίζουν πλήρως.»[5] Στις διαλέξεις του ο Στάινερ απέφυγε να αναλύσει συγκεκριμένα έργα τέχνης. Συχνά έδειχνε διαφάνειες χωρίς ο ίδιος να μιλάει καθόλου Περίμενε ότι το κοινό μέσα από τις εισαγωγικές παρατηρήσεις του θα μπορούσε να αποκτήσει μία προσωπική επαφή με το έργο τέχνης. Μονάχα όταν οι προσωπικές δυνάμεις για την απορρόφηση και ευχαρίστηση της τέχνης έχουν διεγερθεί μπορεί να υπάρχει μια πραγματική ενατένιση της τέχνης.

Όποιος έχει παρακολουθήσει μια επαγγελματική ξενάγηση σε ένα μουσείο θα θυμάται πόσο απογοητευμένος ένιωσε ακούγοντας όλες αυτές τις υπερβολικές επεξηγήσεις. Ο Στάινερ κάποτε έδωσε μία παιδαγωγική συμβουλή στους δασκάλους: «Μην κάνετε το μάθημα της φυσικής ιστορίας κατά την διάρκεια ενός περιπάτου. Αν θέλετε να εξηγήσετε κάτι π.χ. για τον κόσμο των φυτών να το κάνετε πρωτύτερα στην τάξη. Όταν βγάζουμε τα παιδιά έξω στην φύση, πρέπει να αφυπνίσουμε μέσα τους την χαρά στην θέα του σκαθαριού, την χαρά για τον τρόπο που τρέχει, για την κωμικότητα του, την χαρά για την σχέση του με την υπόλοιπη φύση. Η επιστημονική περιγραφή του σκαθαριού ανήκει στην τάξη.»[6] Το ίδιο ισχύει και για την απόλαυση της τέχνης: πρέπει να την πλησιάζουμε με μεγάλη προσδοκία. Σημαντικός στόχος στην διδασκαλία της τέχνης είναι να αφυπνίζεται και να εκλεπτύνεται η δύναμη της παρατηρητικότητας.

Κάθε λειτουργία της αντίληψης ενδυναμώνει τις δυνάμεις της ψυχής και του πνεύματος στους νέους ανθρώπους. Η συσσωρευμένη γνώση τους επιβαρύνει. «Ο δάσκαλος θα πρέπει να είναι τόσο πεπεισμένος για την αποστολή της τέχνης στην εξέλιξη της ανθρωπότητας ώστε να είναι ικανός να διεγείρει συνεχώς τον ενθουσιασμό και το ενδιαφέρον τους. Έτσι θα αναπτυχθεί η χαρά της ενατένισης, η υπομονή να ασχοληθούν με τα έργα τέχνης, η ανάγκη να ψυχαγωγηθούν μέσα από αυτά, σχεδιάζοντας ή πλάθοντας έτσι ώστε να διαφωτίσουν τα ανεξάντλητα μυστικά τους.»[7]

Η παρατήρηση όμως από μόνη της ή μια απλή παρουσίαση υλικού ή μία επίσκεψη σε ένα μουσείο δεν αρκεί. Ό,τι έχει δοκιμαστεί με τις αισθήσεις και τα συναισθήματα πρέπει να χωνευθεί και να ενισχυθεί έτσι ώστε η επόμενη επαφή με την τέχνη να γίνει με αυξημένη εγρήγορση. Στα σχολεία Waldorf η τάξη ασχολείται με ένα θέμα τις δύο πρώτες ώρες της ημέρας, για τρεις με τέσσερις συνεχόμενες εβδομάδες. Αυτό ονομάζεται κυρίως μάθημα και κατά την διάρκεια της χρονιάς εναλλάσσονται όλα τα μαθήματα. Ο συγκεκριμένος τρόπος διδασκαλίας δίνει την δυνατότητα να διαμορφωθεί με παιδαγωγικό και ουσιαστικό τρόπο η ενατένηση ενός έργου τέχνης καθώς και η εμβάθυνση της ζωντανής εμπειρίας.

Η συμβουλή που έδωσε ο Στάινερ στους δασκάλους είναι πολύτιμη για κάθε είδους διδασκαλία. «Εάν ο δάσκαλος μια μέρα έχει παρουσιάσει καινούργια στοιχεία δείχνοντας έργα τέχνης και χρησιμοποιώντας όλες τις δυνάμεις από τον εσωτερικό κόσμο των παιδιών, θα ήταν σοφό εκ μέρους του να κάνει μια ανασκόπηση στο τέλος που να απευθύνεται πιο πολύ στα συναισθήματά τους. Θα απευθυνθεί στις εσωτερικές δυνάμεις της φαντασίας και θα αποφύγει να δώσει εξηγήσεις, νόμους ή γενικά συμπεράσματα. Μονάχα το επόμενο πρωί όταν τα παιδιά έχουν πάρει την εμπειρία τους δια μέσου του ύπνου και την έχουν ζωντανέψει μέσα από την πιο βαθιά τους φαντασία, τότε πια μπορούν να αφομοιώσουν μέσα από τις συζητήσεις στη τάξη την εμπειρία της προηγούμενης μέρας που ήταν στην σφαίρα της θεωρητικής αντίληψης. Έτσι οι μαθητές δημιουργούν τις δικές τους ιδέες και αντιλήψεις έχοντας βέβαια και την βοήθεια του δασκάλου.»[8]

Μ' αυτόν τον τρόπο πραγματοποιείται μια γόνιμη συνεργασία μεταξύ δασκάλου και μαθητών όπου ξεπηδούν πολλές ενδιαφέρουσες και αυτόνομες σκέψεις και δίνεται η δυνατότητα στους νέους ανθρώπους να βιώσουν το στοιχείο της ελευθερίας.

 

Ο Κύκλος Σπουδών για την Μελέτη της Τέχνης στην Παιδαγωγική του Steiner

Όταν ο Στάινερ οργάνωσε για πρώτη φορά την Α' Λυκείου στο σχολείο Waldorf το 1921 είπε: «Νομίζω ότι θα χρειαστούμε κάτι σε σχέση με την αισθητική. Ο Δρ Schwebsch θα μπορούσε να το αναλάβει και να εγκαθιδρύσει την αισθητική σχέση μεταξύ γλυπτικής και ζωγραφικής από την μια πλευρά και μουσικής από την άλλη. Ο Erich Schwebsch είχε ασχοληθεί με σπουδές μουσικολογίας. Είχε εκδώσει ένα βιβλίο για τον Anton Bruckner το 1921 το οποίο συνέβαλε πολύ στην κατανόηση του έργου του. Ανέλαβε την διδασκαλία της Μελέτης της τέχνης μαζί με τον φίλο του Ernst Uehli και εργάστηκαν δημιουργικά για πολλά χρόνια.»[9]

«Ο κύκλος σπουδών για την Μελέτη της τέχνης, έτσι όπως την ανέπτυξε ο E. Σβέμπς (Ε. Schwebsch) μέσα από την εμπειρία του, επιχειρεί να γνωρίσει στους μαθητές πώς πραγματοποιήθηκαν τα σπουδαιότερα ανθρώπινα δημιουργήματα. Δεν είχε απλά σκοπό να αυξήσει τις γνώσεις των μαθητών πάνω στην ιστορία της τέχνης ή να διαμορφώσει μια αισθητική κρίση. Παράγοντας τέχνη ο άνθρωπος τοποθετεί ένα καινούργιο δημιούργημα μέσα στην φύση. Σκεπτόμενος τον κόσμο της τέχνης ο άνθρωπος αναγνωρίζει τον εαυτό του ως ένα δημιουργικό πνευματικό όν. Η μονόπλευρη επιστημονική θεώρηση των πραγμάτων κρύβει τον κίνδυνο ότι μπορεί να χάσει τον εσωτερικό του κόσμο και να θεωρηθεί μονάχα ως ένας οργανισμός εγκλωβισμένος στον ορθολογισμό της φύσης. Αλλά έτσι μπορεί να νιώσει εσωτερικά ανίκανος και ανίσχυρος, φοβισμένος και απογοητευμένος.»[10]

Είναι πολύ επικίνδυνο κατά την διάρκεια της εφηβείας, περίοδο όπου ο νέος άνθρωπος κάνει τα πρώτα του βήματα μακριά από την ασφάλεια της οικογένειάς, την αυθεντία των δασκάλων του και που η διανόησή του αναπτύσσεται γρήγορα, να του δώσουμε μία μονόπλευρη επιστημονική και τεχνολογική μάθηση. Ως αντίβαρο χρειάζεται η κατανόηση της τέχνης για να τον βοηθήσει να εκφράσει το δημιουργικό και ανεξάρτητο κομμάτι του, να αναπτύξει την κρίση του και να ενδυναμώσει την αξιοπρέπειά του.

 

Το Τρίπτυχο: Σώμα, Ψυχή, Πνεύμα

Ο άνθρωπος είναι συνυφασμένος μ' ένα τρίπτυχο τρόπο με τον κόσμο. Η μία πτυχή είναι αυτή με την οποία βρίσκει τον κόσμο μπροστά του και τον δέχεται ως μια πραγματικότητα. Η δεύτερη πτυχή είναι όταν κάνει τον κόσμο προσωπική του υπόθεση, κάτι που έχει σημασία για τον εαυτό του. Με την τρίτη θεωρεί ένα στόχο μέσα στον κόσμο προς τον οποίο τείνει ασταμάτητα. Έτσι συνδέεται τριπλά με τα πράγματα του κόσμου, έχει τρεις πλευρές στην οντότητα του: σώμα, ψυχή, πνεύμα. «Δια μέσου του σώματος του φανερώνονται τα πράγματα του κόσμου που τον περιβάλλουν και μπορεί να συνδέεται προσωρινά με τα αντικείμενα. Δια μέσου της ψυχής συνδέει τα πράγματα του περιβάλλοντος με τον ίδιο του τον εαυτό, φυλάει μέσα του τις εντυπώσεις που του προκαλούν αυτά και αισθάνεται ευαρέσκεια, δυσαρέσκεια, επιθυμία και αποστροφή ευχαρίστηση και πόνο. Και ως πνεύμα εννοείται αυτό που του αποκαλύπτεται όταν, σύμφωνα με την έκφραση του Γκαίτε, βλέπει τα πράγματα σαν, κατά κάποιο τρόπο, θεϊκό ον και μπορεί να βλέπει αυτά που κρύβουν τα ίδια τα αντικείμενα.»[11] Μόνο όταν παρατηρούμε τον άνθρωπο και από τις τρεις αυτές πλευρές του μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα καταλάβουμε την οντότητά του, διότι αυτές οι τρεις πλευρές δείχνουν στον άνθρωπο τον τριπλό διαφορετικό τρόπο με τον οποίο συγγενεύει με τον υπόλοιπο κόσμο. Ο δάσκαλος εάν θέλει να εργαστεί με σωστό τρόπο θα πρέπει να λάβει υπ΄ όψη του το τρίπτυχο του οποίου τα μέλη αναπτύσσονται σε διαφορετικές ηλικίες με διαφορετικό τρόπο.

 

Η Αλλαγή της Συνείδησης Μεταξύ 7-14 Ετών

A. 7-9 Χρονών

Την πρώτη επταετία το παιδί είναι εξ' ολοκλήρου ένα «αισθητήριο όργανο». Όλα περνάνε μέσα από το σώμα του και είναι πολύ ευαίσθητο στις εντυπώσεις του εξωτερικού κόσμου. Η κίνηση είναι πολύ σημαντική και η σωστή της εξέλιξη καθορίζει την ανάπτυξη άλλων λειτουργιών όπως της ομιλίας.

Η δεύτερη επταετία χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη συναισθηματικού κόσμου. Ειδικότερα την περίοδο μεταξύ εφτά και εννέα χρόνων ο δάσκαλος θα πρέπει να εστιαστεί στον εξελισσόμενο κόσμο των συναισθημάτων των μαθητών του. Είναι πολύ σημαντικό για τους παιδαγωγούς να αποκτήσουν την ικανότητα να οδηγούν τα παιδιά μέσα από τα τρυφερά μεταβατικά στάδια που χαρακτηρίζουν την περίοδο αυτή.

Στην παιδαγωγική Waldorf λαμβάνεται σοβαρά υπ' όψη η πορεία αυτή της εξέλιξης του παιδιού και για αυτό η διδασκαλία προσαρμόζεται στο εκάστοτε στάδιο της συνείδησής του.

«Όταν το παιδί μπαίνει στο σχολείο αντιλαμβάνεται τα πάντα μέσα από τις αισθήσεις του, αισθάνεται ένα με τον κόσμο. Αυτό μεταφράζεται σε μίμηση και ακούει ό,τι προέρχεται από την φυσική αυθεντία του δασκάλου. Στο στάδιο αυτό η αλήθεια δεν προέρχεται από την κρίση του παιδιού αλλά από την αυθεντία του δασκάλου. Το ίδιο ισχύει και για αυτό που είναι όμορφο ή άσχημο, καλό ή κακό. Τα παιδιά θα μπορέσουν να αναπτύξουν ελεύθερη βούληση όταν ενηλικιωθούν, μονάχα αν είχαν την εμπειρία να δεχτούν την αυθεντία του δασκάλου με απόλυτο σεβασμό. Βέβαια ο Στάινερ αναφέρεται στην αυθεντία η οποία επιβάλλεται από μόνη της φυσιολογικά και όχι δια της βίας.»[12]

Το παιδί πρέπει να αισθάνεται ασφάλεια και να εμπιστεύεται τον δάσκαλό του. Αυτή η τρυφερή σχέση με την αυθεντία είναι πολύ σημαντική για τις ηλικίες των 7-9 χρόνων. Μέχρι την αλλαγή των δοντιών το στοιχείο της θέλησης κυριαρχεί σε ολόκληρο το σώμα του παιδιού. Παραμένει δε ενεργό μέχρι περίπου τα εννέα του χρόνια δηλαδή τις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Το παιδί έχει φαντασία, και αυτήν την φαντασία πρέπει να χρησιμοποιήσουμε. Όλα όσα τα παιδιά λαμβάνουν πρέπει να είναι μια ολότητα. Ο καλύτερος τρόπος για έναν δάσκαλο να αντιμετωπίσει το στοιχείο της θέλησης είναι μέσα από καλλιτεχνική εργασία χωρίς να υπάρχουν όμως νοητικές επεξηγήσεις γιατί το παιδί σ' αυτήν την ηλικία δεν μπορεί να τις ακολουθήσει. Αν ο δάσκαλος προσπαθεί να εξηγεί τα θέματά του το παιδί θα βαρεθεί και θα αδιαφορήσει.

Το καλλιτεχνικό στοιχείο πρέπει να υπάρχει μέσα σε όλα. Μπορεί να αναπτύξει την γραφή μέσα από την ζωγραφική και να την παρουσιάσει έτσι με καλλιτεχνική μορφή, στην συνέχεια να οδηγήσει με καλλιτεχνικό τρόπο στην διδασκαλία της ανάγνωσης και αφού έχουν συνδεθεί αυτά τα δυο μέσω της τέχνης να γίνει η πρώτη επαφή με την αριθμητική. Όλα αυτά πρέπει να αποτελούν μια ενότητα. Η μουσική και η χειροτεχνία μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο γιατί το παιδί ανταποκρίνεται αυθόρμητα σ' αυτές. Αυτό που πραγματικά ζητούν τα παιδιά την περίοδο αυτή είναι οτιδήποτε μαθαίνουν, ακόμη και αν αυτό αποτελεί μέρος του ανόργανου κόσμου, να παρουσιάζεται μέσα από ανθρώπινους όρους. Μπορούμε να μιλήσουμε π.χ. για φυτά τα οποία φυτρώνουν σαν τα μαλλιά μέσα από την γη.

Β. 9-12 Χρονών

«Μεταξύ 9-12 χρονών το παιδί είναι δεκτικό σε κάθε μορφή εικόνας. Μέχρι περίπου την ηλικία των εννέα θέλει να συμμετέχει στην δημιουργία της – δεν παίζει ακόμη τον ρόλο του θεατή. Μέχρι τότε κάθε δουλειά μέσα στην τάξη, αυτό καθ' εαυτό το μάθημα πρέπει να διαμορφώνει εικόνες.

Και τότε, μεταξύ εννέα και δέκα χρονών το παιδί αναπτύσσει μια καινούργια αίσθηση όπου νιώθει την εικόνα με έναν πιο εξωστρεφή τρόπο. Έχει έρθει η στιγμή να εισαχθεί το μάθημα της βοτανολογίας και της ζωολογίας με τον κατάλληλο τρόπο. Τα συγκεκριμένα δυο θέματα πρέπει να παρουσιαστούν με ζωγραφιές και πολύ φαντασία. Είναι σημαντικό να απεικονιστεί με φαντασία το πλούσιο φυτικό βασίλειο, και για να το καταφέρει κανείς αυτό πρέπει να γίνει συν-δημιουργός.»[13]

Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο είναι να αποφεύγει ο δάσκαλος τις άκαμπτες και παγιωμένες αντιλήψεις. Είναι τρομερό εάν ο δάσκαλος δε μπορεί να έχει ιδέες και αντιλήψεις που να είναι ευέλικτες και ευπροσάρμοστες. «Η επίδραση που μπορούν αυτές να έχουν στην ψυχή του παιδιού είναι ίδια με το να θέλουμε να πιέσουμε τα παιδικά χέρια με ατσάλινα γάντια αποτρέποντάς τα έτσι να μεγαλώσουν φυσιολογικά.»[14] Δεν πρέπει να φυλακίζουμε τη παιδική σκέψη με παγιωμένες αντιλήψεις, αλλά να της προσφέρουμε ιδέες ικανές για περαιτέρω ανάπτυξη και εξέλιξη, δηλαδή ζωντανές ιδέες. Όμως αυτό για να επιτευχθεί χρειάζεται να προσεγγίζουμε όλα τα θέματα με φαντασία. Η περίοδος λοιπόν αυτή, μεταξύ 9-12 χρόνων, προσφέρεται για να δουλέψει ο δάσκαλος μέσω της τέχνης σε όλα τα επίπεδα.

«Στην ηλικία περίπου των δέκα χρόνων, όταν γίνεται η μετάβαση από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού στις μεγαλύτερες, λαμβάνει μέρος μια σημαντική αλλαγή στην ζωή του παιδιού. Κάθε παιδί ενστικτωδώς και ασυνείδητα έρχεται αντιμέτωπο κατά κάποιο τρόπο με το αίνιγμα της ζωής. Αυτή η καινούργια γνώση, ότι ο εαυτός του βρίσκεται περιτριγυρισμένος από έναν εξωτερικό κόσμο, ενόσω μέχρι τότε τα δυο αυτά μέρη αποτελούσαν μια ολότητα, είναι κάτι που το παιδί δεν το βιώνει συνειδητά αλλά συνήθως μέσα από εσωτερικές αμφιβολίες και ανησυχία. Ο δάσκαλος καλείται τώρα να βρει τρόπο να απαντήσει στην ερώτηση: Τι είναι η ζωή; Μέχρι τώρα τα παιδιά ξέρανε ότι τα αστέρια αλλάζουν θέση γιατί ο δάσκαλός τους το ήξερε, τα πράγματα είναι όμορφα ή άσχημα, καλά ή κακά επειδή το είχε κρίνει ο δάσκαλος. Τώρα όμως το παιδί αρχίζει να αναρωτιέται για πρώτη φορά: Πώς γνωρίζει ο δάσκαλος μου όλα αυτά; Θέλει να δει τον κόσμο πέρα από αυτόν. Θα προσπαθήσει λοιπόν να τον δοκιμάσει για να δει αν αξίζει να αντιπροσωπεύει όλον τον κόσμο.»[15]

Βέβαια, όλα αυτά δε πρέπει να εξηγούνται διότι θα ερμηνευτούν ως αδυναμία από τα παιδιά καθ' ότι στην παρούσα κατάσταση συνείδησης δεν έχουν αναπτύξει αιτιοκρατική αίσθηση. Οτιδήποτε χρειάζεται απόδειξη μπορεί μονάχα να δείξει αδυναμία και αβεβαιότητα. Αυτό το οποίο έχει δυνατά δοκιμαστεί στην ψυχή δεν χρειάζεται αποδείξεις. Επειδή λοιπόν η τέχνη μιλάει απευθείας στη ψυχή, αν ο δάσκαλος την χρησιμοποιήσει σωστά, μπορεί να δώσει τις απαντήσεις που τα παιδιά έχουν ανάγκη και να τα ανακουφίσει.

Γ. 12-14 Χρονών, Είσοδος στην Εφηβεία

Η τρίτη επταετία είναι η περίοδος που αναπτύσσεται η διανόηση. Οτιδήποτε έχει να κάνει με αιτία και αποτέλεσμα μπορεί να αρχίσει να αναφέρεται κοντά στην ηλικία των 12 χρόνων. Αυτά τα δυο είναι άμεσα συνδεδεμένα με την δημιουργία της κρίσης, η οποία αν αρχίσει να λειτουργεί νωρίς μπορεί να γίνει καταστροφική στο μέλλον και να δημιουργήσει δυσπιστία. «Δεν μπορούμε να κάνουμε χειρότερο κακό σ' έναν άνθρωπο από το να του αφυπνίσουμε πολύ νωρίς την ατομική κρίση. Μπορούμε να κρίνουμε σωστά όταν έχουμε αποθηκεύσει μέσα μας υλικό για κρίση και σύγκριση. Εάν σχηματίσουμε πριν αυτόνομες κρίσεις, τότε λείπουν από αυτές τις κρίσεις οι βάσεις. Δεν υπάρχει υγιές σκέπτεσθαι, εάν δεν έχει προηγηθεί μια υγιής αίσθηση για την αλήθεια, που βασίζεται σε μια αυτονόητη αφοσίωση για την αυθεντικότητα. Μια γνώμη, μία κρίση, που δεν σχηματίζεται βασισμένη πάνω στους αποκτημένους θησαυρούς της ψυχής, γίνεται εμπόδιο για την ζωή.»[16]

Αν κανείς καταφέρει να οδηγηθεί από την ίδια την ζωή και όχι από αφηρημένες έννοιες τότε βρίσκει την απάντηση για το πώς να φέρει τα παιδιά σε στενή επαφή με αυτό που είναι ωραίο. Όσο πιο σωστά εκτιμήσουν την ομορφιά, τόσο πιο καλά θα προετοιμασθούν στην περίοδο της εφηβείας να αναλάβουν τις πρακτικές υποχρεώσεις τους, χωρίς να ζημιωθούν για το υπόλοιπο της ζωής τους.

Μονάχα όταν ένας μαθητής εκτιμήσει την αισθητική ενός πίνακα ή ενός γλυπτού στην κατάλληλη ηλικία θα μπορέσει αργότερα να κατανοήσει με ασφάλεια πώς λειτουργεί μια μηχανή ή πώς κινείται ένα αυτοκίνητο.

Στα σχολεία Wardolf τα παιδιά μπαίνοντας στο γυμνάσιο αποκτούν πρακτική εμπειρία πάνω σε τέχνες όπως το γνέσιμο και η ύφανση. Έχουν δε παρακολουθήσει και συμμετέχουν σε όλη την διαδικασία παραγωγής του μαλλιού. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της δουλειάς αποτελεί δυνατό βίωμα το οποίο στο μέλλον οπλίζει τα παιδιά με πρακτικές δεξιότητες και ευελιξία απέναντι στις καταστάσεις που θα συναντήσουν ως ενήλικες.

 

Ο Ρόλος της Ζωγραφικής στις Πρώτες Τάξεις του Δημοτικού

Το παιδί μπαίνοντας στο σχολείο κουβαλάει μαζί του πολλά ανεκδήλωτα χαρίσματα. Βαθιά μέσα του είναι ένας καλλιτέχνης. Μπορούμε να αφήσουμε τα παιδιά να κάνουν ελεύθερα πολλά πράγματα με υγρά χρώματα –όσο και αν είναι άβολο για τον δάσκαλο- και με αυτόν τον τρόπο να τα εισάγουμε στον μαγικό κόσμο των χρωμάτων.

Είναι πραγματικά συναρπαστικό να παρακολουθήσουμε πώς ένα παιδί συνδέεται με το χρώμα όταν το αφήσουμε να καλύψει μια λευκή επιφάνεια. Αυτό που δημιουργεί μέσα από μια τυχαία φαινομενικά διαδικασία δεν είναι καθόλου χωρίς σημασία. Μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι υπάρχει μια αρμονία μεταξύ των χρωμάτων που προκύπτει μέσα από μια ακαλλιέργητη αίσθηση για τα χρώματα. Είναι σημαντικό να χρησιμοποιούνται χρώματα ήδη διαλυμένα σε νερό. Οι μαρκαδόροι και οι ξυλομπογιές είναι ακατάλληλοι για τις πρώτες τάξεις. Όταν το παιδί χρησιμοποιεί αδιάλυτα χρώματα δεν δημιουργεί την βαθιά, ουσιαστική σχέση με το χρώμα. Πως θα καταφέρουμε λοιπόν να μην καταστρέψουμε αυτήν την φυσική αίσθηση που έχει το παιδί για το χρώμα;

«Στο μάθημα της ζωγραφικής μπορούμε να πούμε στο παιδί: «Αυτό που ζωγράφισες εδώ είναι πραγματικά όμορφο. Έχεις βάλει κόκκινο στο κέντρο και τα υπόλοιπα χρώματα που το περιβάλλουν ταιριάζουν ωραία με το κόκκινο. Τώρα προσπάθησε να κάνεις κάτι διαφορετικό. Εκεί που είχες βάλει το κόκκινο, βάλε το μπλε χρώμα και τα υπόλοιπα χρώματα γύρω του, έτσι θα δούμε ότι θα ταιριάξουν και αυτά όμορφα με το μπλε στην μέση.»[17] Μια άλλη μέρα κάνουμε την εξής άσκηση: Αφού στηρίξουμε μια λευκή επιφάνεια στον πίνακα βουτάμε το πινέλο στο κίτρινο χρώμα και κάνουμε μια κίτρινη μικρή βούλα στην λευκή επιφάνεια. Όταν τελειώσουμε, λέμε στο κάθε παιδί να έρθει στον πίνακα και να ζωγραφίσει μια όμοια μικρή βούλα. Μετά βουτάμε το πινέλο στο μπλε χρώμα και ζωγραφίζουμε μια μπλε βούλα δίπλα στην κίτρινη.

Στην συνέχεια ζητάμε από τα παιδιά να έρθουν και να ζωγραφίσουν με το μπλε χρώμα κατά τον ίδιο τρόπο. Όταν η μισή περίπου τάξη το έχει κάνει λέμε: «Τώρα θα κάνω κάτι άλλο: Θα βουτήξω το πινέλο μου στο πράσινο χρώμα και θα βάλω μια πράσινη βούλα δίπλα σε μια κίτρινη,» Λέμε στα υπόλοιπα παιδιά να βάλουν το πράσινο χρώμα κατά τον ίδιο τρόπο. Όλα αυτά θα πάρουν λίγο χρόνο αλλά τα παιδιά θα το αφομοιώσουν καλά. Είναι βασικό να προχωράμε αργά κάνοντας μικρά βήματα στο μάθημα. Και τότε είναι η κατάλληλη στιγμή να τους πούμε: «Θα σας πω κάτι που ακόμη δεν μπορείτε να το καταλάβετε. Αυτό που κάναμε στο πάνω μέρος, όπου βάλαμε το μπλε δίπλα στο κίτρινο, είναι πιο όμορφο από αυτό που κάναμε στο κάτω μέρος, όπου βάλαμε το πράσινο δίπλα στο κίτρινο.» Αυτό θα μπει βαθιά στην ψυχή του παιδιού. Είναι απαραίτητο να ξαναγυρίζουμε σ' αυτό πολλές φορές επαναλαμβάνοντας το.

Τα παιδιά θα το διαπιστώσουν και από μόνα τους. Δεν θα τους είναι εντελώς αδιάφορο, αλλά θα μάθουν να κατανοούν αρκετά καλά από απλά παραδείγματα πώς να αισθάνονται την διαφορά ανάμεσα σε κάτι όμορφο και κάτι λιγότερο όμορφο.»[18]

Το παιδί θα παρακινηθεί πολύ μέσα από ασκήσεις αυτού του είδους και δουλεύοντας τα χρώματα με αυτό τον τρόπο – ίσως με κάποια βοήθεια από τον δάσκαλο – θα καταφέρει να εγκαθιδρύσει μια σωστή εσωτερική σχέση με τον κόσμο γενικότερα. «Πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά να χρησιμοποιούν τα χρώματα οδηγούμενα από το ένστικτό τους και από την εσωτερική τους ικανοποίηση. Όταν τους δίνεται αυτή η ευκαιρία τα παιδιά αποκαλύπτουν ένα υπέροχο ένστικτο για πανέμορφους χρωματικούς συνδυασμούς, οι οποίοι θα δείξουν στον δάσκαλο πώς να καθοδηγήσει τις προσπάθειές τους προς την ζωγραφική με χρωματιστά μολύβια απ' όπου τελικά θα προκύψει και η γραφή.»[19]

Το παιδί ζει μέσα σ' ένα κόσμο χρωμάτων. Στην ηλικία των εφτά, οχτώ χρόνων μπορεί να βιώσει τα χρώματα μ' έναν διαφορετικό τρόπο: Τον τρόπο που ο Γκαίτε μας παρουσιάζει τα χρώματα στο διδακτικό μέρος της θεωρίας του. «Μ' αυτόν τον τρόπο δίνει έμφαση στην προκλητική φύση του κόκκινου. Τονίζει τη σημασία όχι μόνο όσων βλέπει το μάτι αλλά κι αυτών που αισθάνεται η ψυχή όταν αντικρίζει το κόκκινο. Παρόμοια τονίζει τη χαλάρωση και την αφοσίωση που νιώθει η ψυχή με το μπλε χρώμα. Δίχως να καταστρέψουμε την αγαθότητα του παιδιού, μπορούμε να το οδηγήσουμε μέσα στον κόσμο των χρωμάτων με τέτοιο τρόπο που να δημιουργούνται με ζωντανό τρόπο μέσα του λεπτά συναισθήματα του κόσμου των χρωμάτων.»[20] Βέβαια εάν βάλεις το παιδί να χρωματίζει φωτοτυπίες με μαρκαδόρους ή να αντιγράφει σπιτάκια και δένδρα όλη αυτή η εμπειρία χάνεται. Δυστυχώς η παραπάνω μέθοδος ζωγραφικής χρησιμοποιείται ευρέως από το παρόν εκπαιδευτικό σύστημα. Αν όμως καθοδηγήσουμε το παιδί έτσι ώστε να αισθάνεται αυτό που ζωγραφίζει, «…όπου κουνάω το χέρι μου, το χρώμα ακολουθεί, …ή το χρώμα αληθινά αρχίζει να ζωντανεύει κάτω από τα δάκτυλα μου. Εδώ θέλει να απλωθεί λίγο πιο πέρα…» Μέσα από μια τέτοιου είδους διδασκαλία το παιδί καταλαβαίνει τη προοπτική του χρώματος και προετοιμάζεται το έδαφος για την γραμμική προοπτική που εισάγεται αργότερα.»[21]

 

Επίλογος

Τα παραπάνω θα μπορούσαν να αποτελούν μονάχα μια εισαγωγή για το πόσο σημαντική είναι η τέχνη και ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της μέσα στην εκπαίδευση Waldorf αλλά και γενικότερα στην σημερινή εκπαίδευση. Δυστυχώς ο τρόπος με τον οποίο διδάσκεται η τέχνη σήμερα στα σχολεία και ο ρόλος που της αναλογεί απέχει πολύ από αυτά που μόλις ειπώθηκαν. Τι μπορούμε να κάνουμε; Το ερώτημα γίνεται ακόμη πιο βασανιστικό όταν γνωρίζουμε ότι η φύση του παιδιού απαιτεί την τέχνη η οποία είναι καρπός της ελεύθερης ανθρώπινης φύσης. Ο Στάινερ λέει ότι πρέπει να αγαπήσουμε την τέχνη εάν θέλουμε να κατανοήσουμε την αναγκαιότητά της για ολόκληρη την ανθρώπινη οντότητα. Όμως και αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Πρέπει η τέχνη όχι απλά να συμβαδίζει δίπλα στην υπόλοιπη διαπαιδαγώγηση και διδασκαλία αλλά να ενσωματωθεί σ' αυτήν. Γνώση, μόρφωση ζωής, άσκηση στην πρακτική δεξιοτεχνία, θα έπρεπε να αποδίδονται στην εσωτερική αναγκαιότητα του ανθρώπου για τέχνη. Γιατί η εκπαίδευση έχει τόσο πολύ απομακρυνθεί από τους αληθινούς της στόχους; Είναι πολλά τα ερωτήματα που προκύπτουν και αποτελούν κίνητρο για περαιτέρω μελέτη και προβληματισμό.

 

Σημειώσεις

  [1].  Steiner, Rudolf. Η αγωγή του παιδιού σύμφωνα με την άποψη της επιστήμης του πνεύματος. Ανθρωποσοφία
  [2].  Hildegard Gerbert, Education through art
  [3].  Rudolf Steiner, Soul economy and Waldorf education, Lecture XII
  [4].  Hildegard Gerbert, Education through art
  [5].  Hildegard Gerbert, Education through art
  [6].  Rudolf Steiner, Πραχτική Διδακτική, Διάλεξη ΙΙΙ
  [7].  Hildegard Gerbert, Education through art
  [8].  Waldorf education for adolescence, Lecture of June 14,1921
  [9].  Waldorf Faculty, Meetings, 1962
[10].  Hildegard Gerbert, Education through art
[11].  Rudolf Steiner: H οντότητα του ανθρώπου
[12].  Rudolf Steiner: The child changing consciousness and Waldorf education.
[13].  Rudolf Steiner: The child changing consciousness and Waldorf education.
[14].  Rudolf Steiner: The child changing consciousness and Waldorf education.
[15].  Rudolf Steiner: The child changing consciousness and Wardolf education.
[16].  Rudolf Steiner: Η αγωγή του παιδιού σύμφωνα με την άποψη της επιστήμης του πνεύματος.
[17].  Rudolf Steiner: Soul economy and Waldorf education. Lecture XII.
[18].  Rudolf Steiner: Εφαρμοσμένη Παιδαγωγική, Διάλεξη IV
[19].  Rudolf Steiner: The child changing consciousness and Waldorf education. Lecture V
[20].  Rudolf Steiner: Πραχτική διδακτική, Διάλεξη ΙΙΙ
[21].  Rudolf Steiner: The childs changing consciousness and Waldorf education. Lecture V


Βιβλιογραφία

    • Gerbert, Hildegard.Education through art.
    • Steiner, Rudolf. H οντότητα του ανθρώπου. Dornach:Rudolf Steiner Archives.
    • Steiner, Rudolf. Soul economy and Waldorf education, Lecture XII Dornach: Rudolf Steiner Archives.
    • Steiner, Rudolf. Εφαρμοσμένη παιδαγωγική.Διάλεξη IV Dornach:Rudolf Steiner Archives.
    • Steiner, Rudolf. Η αγωγή του παιδιού σύμφωνα με την άποψη της επιστήμης του πνεύματος. Αθήνα:
      Ανθρωποσοφία, 1991.
    • Steiner, Rudolf. The childµs changing consciousness and Waldorf education, Lecture V. Dornach: Rudolf
      Steiner Archives.
    • Steiner, Rudolf. Πραχτική διδακτική, Διάλεξη ΙΙΙ Dornach:Rudolf Steiner Archives.
    • Steiner, Rudolf. Soul economy and Waldorf education, Lecture XII Dornach:Rudolf Steiner Archives.
    • Waldorf Faculty Meetings, 1962.


Σύνδεσμοι

Τα Ελεύθερα Σχολεία Waldorf: η Πρόταση του R. Steiner, Πηγή: kosmos-zine, Ανακτήθηκε 24 Αυγούστου 2019
Πώς ο Ρούντολφ Στάινερ Έγινε Δάσκαλος, Πηγή: kosmos-zine, Ανακτήθηκε 24 Αυγούστου 2019


Χ.Λ.