Τέχνες - Πολιτισμός

Μουσική και Ουμανισμός

Πράγματι, η μουσική αρχίζει εκεί πού τελειώνουν τα λόγια. Είναι το μόνο μέσο έκφρασης που μας κάνει να συνειδητοποιούμε τον ωκεανό αυτό της δημιουργίας και της ύπαρξης, μέσα στην απεραντοσύνη της οποίας αποτελούμε κομμάτι, άλλα όχι το απομονωμένο κομμάτι πού θα είμαστε χωρίς τη μουσική. (Συνέντευξη του Γεχούντι Μενουχίν (Yehudi Menuxin) για το ρόλο της μουσικής στην καλλιέργεια και την εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης).

 

1Ο Γεχούντι Μενουχίν, Βαρώνος Μενουχίν ή Μενουΐν (Yehudi Menuhin) ήταν Αμερικανο-Εβραίος, από τους περιφημότερους μουσικούς (βιολονίστας) και στη συνέχεια διευθυντής κλασσικής ορχήστρας. Μέλος του Τάγματος της Αξίας, Ιππότης-Διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1917 στη Νέα Υόρκη από Ρωσο-Εβραίους μετανάστες. Διετέλεσε αρχικά μαθητής του Πέρσιγκερ (Persinger), του Αδόλφου Μπους (Bush) και του Ενέσκου (Enescu). Χαρακτηρίστηκε «παιδί θαύμα» αφού σε ηλικία μόλις 7 ετών ήταν το «πρώτο βιολί» στη συμφωνική ορχήστρα του Σαν Φρανσίσκο. Το 1927 πήγε με τους γονείς του στη Χάβρη και από το 1929 άρχισε να ερμηνεύει έργα των μεγάλων κλασσικών Μπαχ (Bach) και Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (Ludwig van Beethoven) υπό τη διεύθυνση ορχήστρας του Βάλτερ (Valter). Ακολούθησε τότε μια αλματώδη καλλιτεχνική εξέλιξη, οπότε αναδείχθηκε από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες στο είδος του. Το 1959 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγγλία όπου και ίδρυσε τηv περίφημη «Σχολή Γεχούντι Μενουχίν». Έδωσε πολλές διαλέξεις και διηύθυνε συμφωνικές ορχήστρες περισσότερο από 40 χρόνια. Στο έργο του περιλαμβάνεται η συλλογή και μελοποίηση λαϊκών τραγουδιών της Ευρώπης. Αν και παρεξηγημένος στην Ελλάδα, ο σερ Γεχούντι Μενουχίν, ήρθε στη Θεσσαλονίκη καλεσμένος της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας το 1997.

Βαθιά ειρηνιστής που γνώρισε τον πόλεμο από πολύ κοντά. Από το 1942 ως το 1945 έδωσε πάνω από 500 συναυλίες για τους στρατιώτες των Συμμάχων που πήγαιναν στην πρώτη γραμμή. Προς το τέλος της ζωής του υπήρξε οπαδός της ειρήνης στη Μέση Ανατολή. Η αγαπημένη του φράση «κάθε γέννα πρέπει να τη σφραγίζει ένας θάνατος» παραμένει μέχρι σήμερα διφορούμενη, ιδιαίτερα όταν εκλαμβάνεται σε αναφορά διαφορετικών εθνοτήτων.

Ο Γεχούντι Μενουχίν πέθανε στις 12 Μαρτίου του 1999 στο Βερολίνο από καρδιακό επεισόδιο.

 

Η Συνέντευξη

Η μουσική δημιουργεί την τάξη από το χάος γιατί ο ρυθμός επιβάλλει την ομοφωνία πάνω στις διαφορές, η μελωδία επιβάλλει τη συνέχειά της πέρα από τις δυσαρμονίες και η αρμονία επιβάλλει τη δυνατότητα συνύπαρξης στα ετερόκλητα στοιχεία. Έτσι, καθώς η σύγχυση υποτάσσεται στην τάξη και ο παράφωνος θόρυβος στη μουσική, και καθώς μέσω της μουσικής υψωνόμαστε ως το νόημα μιας παγκόσμιας τάξης που στηρίζεται επάνω σε θεμελιώδεις σχέσεις γεωμετρικής και μαθηματικής αναλογίας, ο απλός επαναλαμβανόμενος χρόνος αποκτά νόημα και αξία, ο πολλαπλασιασμός των στοιχείων μια νέα ώθηση και το παιχνίδι των τυχαίων συνδυασμών προσανατολίζεται προς ένα σκοπό.

Δεν είναι περίεργο το ότι οι αρχαίοι σοφοί διαισθάνονταν την ύπαρξη μουσικής στην κίνηση των ουράνιων σφαιρών. Έτσι, η θεμελιώδης σχέση του ενός προς το ένα, όπως του άνδρα προς τη γυναίκα, η του γιv προς το γιάνγκ, βρίσκει την ακουστική της έκφραση σε μουσική μορφή: έκθεση - ανακεφαλαίωση, ένας τύπος που εκτείνεται γύρω από το σπέρμα του για να παραγάγει και αγκαλιάσει ένα περιεχόμενο, που αποτελεί την ανάπτυξη.

Οι πιο γοργές συχνότητες βρίσκουν το μουσικό τους αντίστοιχο στην παλιρροϊκή, θα λέγαμε, αυξομείωση σε όγκο και στο εναλλασσόμενο παιχνίδι των αντιθέσεων ανάμεσα στα μουσικά στοιχεία που την αποτελούν.

Οι φυσιολογικές συχνότητες της αναπνοής και του σφυγμού, της πίεσης και της χαλάρωσης, της εργασίας και της ανάπαυσης, βρίσκουν το μουσικό τους αντίστοιχο στον βασικό παλμό και στην αντίθεση των ρυθμών, στην άνοδο και την πτώση μιας μουσικής φράσης και στην συνυφασμένη της αντίστιξη, και στην αυξομείωση της έντασης. Οι ταχύτερες συχνότητες τόνου και οι ταυτόχρονοι ήχοι και οι μεταβαλλόμενες σχέσεις στις νότες με διαφορετικούς τόνους μας συγκινούν βαθύτατα καθώς διεισδύουν και αποκαλύπτουν το υποσυνείδητο και το άπιαστο.

Γιατί μόνο ο μουσικός ήχος μπορεί να μεταδώσει το άπιαστο, τους πόθους, τις φιλοδοξίες, τις ψυχικές διαθέσεις, τους τρόπους ύπαρξής μας. Οι άλλες μας αισθήσεις μας αποκαλύπτουν την παρουσία χειροπιαστών αντικειμένων, περιορίζοντας έτσι το πεδίο όρασής μας, εκτός, από τον βαθμό που το πνεύμα και η πείρα μας τα επανερμηνεύουν.

Η μουσική μπορεί να είναι, και κάποτε είναι, μια σχεδόν άμεση αποκάλυψη απαιτώντας μικρή ερμηνευτική προσπάθεια από μέρους του μυημένου ακροατή, που αφήνεται να τον συνεπάρει.

Τα ηχητικά κύματα μπορούν να διεισδύσουν βαθύτερα στο υποσυνείδητό μας, μπορούν να ασκήσουν ισχυρότερη επίδραση στην ευαισθησία μας από οποιεσδήποτε άλλες εντυπώσεις. Το υπέρτατο άλμα του ανθρώπου, η ορμή που τον σπρώχνει προς τον Θεό του, γίνεται με τη μουσική, την υπέρτατη έκφραση της χαράς της ζωής στον άνθρωπο, είτε πρόκειται για τραγούδι είτε για χορό, πάλι μέσα στη μουσική μπορούμε να τη βρούμε, το φοβερό μπουμπουνητό του ταμ-ταμ στις αφρικανικές εκτάσεις και οι ήχοι των πνευστών οργάνων στη Δύση, ρυθμίζουν το βήμα των πολεμιστών.

Η μουσική συντροφεύει τον τσοπάνο στη μοναξιά του και τον βοηθά να επικοινωνεί με άλλους βοσκούς στο βουνό, και αυτή προηγείται στην πομπή του μεγάλου λάμα του Θιβέτ ή της βασίλισσας της Αγγλίας, στις μεγάλες δημόσιες τελετές. Μέσω της μουσικής και χάρη σε αυτή νοιώθουμε τη συμμετοχή μας σε όλες τις γιορτές για τα μεγάλα γεγονότα. Συγχωνευόμαστε σε μια ομάδα μέσα στην οποία ο καθένας μοιράζεται τα αισθήματα λύπης ή χαράς του άλλου.

Τίποτε δεν μας αποκαλύπτει καλύτερα από τη μουσική την εσωτερική φύση των λαών που μας είναι ξένοι σε ό,τι άφορα τη γλώσσα και τα έθιμα. Ό,τι ξέρουμε π.χ. για την αφρικανική ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα προέρχεται πολύ περισσότερο από την επίδραση της μαύρης ηπείρου στη μουσική πού ακούμε κάθε μέρα παρά από οποιαδήποτε πνευματική, κοινωνική ή άλλη επαφή. Πράγματι, η μουσική αρχίζει εκεί που τελειώνουν τα λόγια. Είναι το μόνο μέσω έκφρασης που μας κάνει να συνειδητοποιούμε τον ωκεανό αυτό της δημιουργίας και της ύπαρξης, μέσα στην απεραντοσύνη της οποίας αποτελούμε κομμάτι, άλλα όχι το απομονωμένο κομμάτι πού θα είμαστε χωρίς τη μουσική.

2Καθώς η ανθρωπότητα στρέφεται προς αυτό το άπειρο, με τη μάταιη ελπίδα να το κατανοήσει και, την ασυγχώρητη ίσως, επιθυμία να κυριαρχήσει σε αυτό, βρίσκεται πιασμένη σε μια παγίδα που η ίδια έστησε. Γιατί το λογικό, αυτό ακριβώς το λογικό που μας αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας ενότητας της οποίας αποτελούμε μέρος, είναι αυτό που -όταν δεν υπάρχει μια άλλη αρχή γνώσεως μη συλλογιστική- όπως η πίστη ή η μουσική -θα μπορούσε να μας διαχωρίσει από την ίδια αυτή ενότητα. Γιατί ακόμη και το λογικό, το πιο αντικειμενικό από όλα μας τα χαρίσματα, είναι κι αυτό μόνο ένα μέρος της ζωής και δεν μπορεί να δεσμεύσει ή να υποτάξει στους σκοπούς του τα ζωτικά κίνητρα που βρίσκονται έξω από το πεδίο ενέργειάς του. Όπως έλεγε ο Πασκάλ: «η καρδιά έχει τη λογική της που η λογική δεν τη γνωρίζει» -και η «καρδιά» του Πασκάλ περιλαμβάνει για μας σήμερα όχι μόνο την καρδιά αλλά και την υποσυνείδητη μνήμη κάθε στιγμής της μυστηριώδους εξέλιξής μας και της προσωπικής μας ιστορίας. Η μουσική είναι η κοίτη του ποταμού που μπορεί να περιλάβει και να κατευθύνει το ισχυρό και ορμητικό ρεύμα που αναβλύζει από τα σκοτεινά βάθη της συνείδησης, ένα ρεύμα που μας ενώνει με τον ωκεανό για τον οποίο μίλησα πιο πάνω.

Είναι η ειρωνεία της εποχής μας, της τόσο σπάταλης σε κάθε λογής καρπούς του λογικού (σαν τους πολυάριθμους επιστημονικούς κλάδους, με τα χειροπιαστά πρακτικά αποτελέσματά τους από άποψη ενέργειας, μέσων επικοινωνίας και μεθόδων πολλαπλασιασμού) ότι ο υπέρτατος καρπός του λογικού (και της καρδιάς) φαίνεται να έχει ματαιώσει μέχρι τώρα τις προσπάθειες ολόκληρης της ανθρωπότητας. Εννοώ τις πρoσπάθειες για τη δημιουργία ενός ανθρώπινου όντος που να βρίσκεται σε αρμονία με τον εαυτό του και με την κοινωνία. Δεν θα έπρεπε όμως να απορεί κανείς με αυτό γιατί ακριβώς είναι το ίδιο το λογικό που με την υπεροψία του και την αυταπάτη της παντοδυναμίας του, αρνείται να αναγνωρίσει, να συνδιαλλαγεί και να αγκαλιάσει γνήσια το αντίστοιχό του -την καρδιά όπως την περιγράψαμε.

Μόνο εκείνος που ξέρει να χρησιμοποιεί τη μούσα του, και να υπηρετεί τη μουσική (και σήμερα η λέξη αυτή δεν έχει πια μια αποκλειστική σημασία αλλά αγκαλιάζει τη μουσική πολλών διαφορετικών πολιτισμών, παρελθόντων και τωρινών), εκείνος που μπορεί να ερμηνεύσει και να μεταφέρει τον κώδικα μιας βαθιάς μουσικής εμπειρίας στον χώρο της καθημερινής ζωής, στις αντιδράσεις και αντανακλάσεις της καθημερινής ζωής, μόνο αυτός μπορεί να δει τις ίδιες του τις σκέψεις και πράξεις, τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους άλλους, να επηρεάζονται προς την κατεύθυνση της αυτοπειθαρχίας, προς έναν τύπο αισθητικής ηθικής και μια βαθύτερη κατανόηση του εαυτού του. Το να στήσεις την τέχνη ψηλά σε ένα βάθρο, χωρίς να υποφέρεις για αυτήν και από αυτήν, χωρίς να ανήκεις σε αυτήν, είναι από ηθική και κοινωνική άποψη μια εντελώς άχρηστη επιδίωξη.

Σήμερα, ο άνθρωπος -και μαζί με αυτόν και η κοινωνία- διατρέχει τον κίνδυνο να βρεθεί φυλακισμένος σε έναν κόσμο κυριαρχούμενο από απρόσωπους δαίμονες που τους επινόησε ο ίδιος, από δυνάμεις οικονομικές, μηχανικές, κοινωνικές και πνευματικές. Για αυτό είναι όσο ποτέ επιτακτική ανάγκη για την ίδια του την ύπαρξη να αποκτήσει μιαν αυθόρμητη και πλήρη έκφραση της προσωπικότητάς του, κατά προτίμηση μια έκφραση που θα τη διαλέξει ο ίδιος και θα την πραγματώσει με το ίδιο του το σώμα, όπως στο χορό και το τραγούδι. Μια έκφραση προσαρμοσμένη στα μέτρα του, που θα υπηρετεί την ίδια του τη βιολογική οντότητα, πνευματική και σωματική, και που θα τον περιβάλλει, τον άνθρωπο και την κοινότητα των ομοίων του, με ένα προστατευτικό περίβλημα ευεργετικών συγκινήσεων όπως είναι το κουκούλι για τον μεταξοσκώληκα. Για αυτούς ακριβώς τους λόγους η σημερινή μουσική, απελευθερωμένη και αυθόρμητη, είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε μια ελπίδα για την ανθρωπότητα.

Σε καμιά εκατοστή σχολεία της Ουγγαρίας όλα τα παιδιά αρχίζουν τη σχολική τους μέρα τραγουδώντας χορικά του Κόνταλυ (Kodaly) ή του Mπάρτok (Bartok). Η τάξη τραγουδάει διαβάζοντας τις νότες, γράφει μουσική στον πίνακα με υπαγόρευση και τα παιδιά «τονώνονται» κυριολεκτικά με το οξυγόνο αυτό, δυναμώνοντας όλες τους τις ψυχικές, διανοητικές και ψυχολογικές ικανότητες με αυτή την καθημερινή ωριαία ρουτίνα. Ενώ ο Καρλ Όρφ (Karl Orff) στη Γερμανία δίνει στα παιδιά μια σύνθεση μουσικής, χορού, μιμικής και λόγου σε πολύ απλά στοιχεία που και τα πιο μικρά παιδιά μπορούν εύκολα να τα αφομοιώσουν. Και οι δυο αυτές μέθοδοι βρήκαν οπαδούς στην Αγγλία, τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι σπουδαστές εκεί μαθαίνουν πραγματικά να παίζουν το ινδικό σιτάρ και το Ινδονησιακό γκαμελάν με έμπειρους δασκάλους, όπως ακριβώς θα έκαναν με τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και την κουλτούρα μιας ξένης χώρας.

Στο άλλο άκρο αυτού του ουράνιου τόξου βρίσκουμε την έξαρση της αυθόρμητης έκφρασης σε όλες της τις μορφές, στον αυτοσχεδιασμό, στην τολμηρή σύλληψη, στους παρορμητικούς ήχους και θορύβους που παράγουν τα συγκροτήματα της τζαζ ή της συγκεκριμένης μουσικής χρησιμοποιώντας τα πιο ετερόκλητα όργανα από σαρδελοκούτια μέχρι χαλύβδινα βαρέλια. Όλα αυτά προκάλεσαν αναμφισβήτητα ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για όλες τις μορφές μουσικής που έρχεται απευθείας από την καρδιά και το μυαλό του εκτελεστή χωρίς καμία αναφορά στο έντυπο μουσικό κείμενο, όπως γίνεται με όλη τη μουσική της Ινδίας, της Αφρικής και της Άπω Ανατολής, τους τσιγγάνους, τους λαϊκούς βιολιστές της Νορβηγίας ή της Σκωτίας, τα λαϊκά τραγούδια και τους χορούς που συνοδεύονται από γκάιντες κ.λπ. (τα αυτοσχέδια ιντερλούδια, εξάλλου, αποτελούν παράδειγμα μιας προσπάθειας συνδυασμού της γραπτής και της αυτοσχέδιας μουσικής). Πρόκειται για μια εντελώς νέα εξέλιξη στον δυτικό κόσμο μας. Στο φως της βαθύτερης μελέτης του σκοτεινού παρελθόντος μας και του παρελθόντος των γειτόνων μας, μπορούμε να διαβεβαιώσουμε ότι η εξέλιξη αυτή ανταποκρίνεται σε μια επιθυμία καταπιεζόμενη πολύν καιρό από την τυραννία του έντυπου λόγου, του επιπόλαιου και άκαμπτου, των «ουκάζιονς» και των «φερμπότεν», της βιομηχανικής δουλείας και του αστικού κονφορμισμού των μεσαίων τάξεων.

Δεν μας είναι αρκετό πια να κυνηγάμε και να σκοτώνουμε παράξενα και θαυμάσια ζώα στην Αφρική, δεν γίνεται πια να επιθυμούμε, τόσο κανιβαλικά όσο και συμβολικά, να τρώμε την καρδιά του θύματός μας, ή να την πουλάμε. Σήμερα μάθαμε να εξιδανικεύουμε αυτές τις επιθυμίες, κυνηγώντας με μια κινηματογραφική μηχανή, μαθαίνοντας τις γλώσσες των ιθαγενών και επικοινωνώντας με τα πουλιά και τα δελφίνια. Ταυτίζουμε τον εαυτό μας πνευματικά, ψυχικά και αισθητικά με ανθρώπους που ο τρόπος ζωής τους διαφέρει ολότελα από τον δικό μας και ενθαρρύνουμε ο ένας τον άλλον να εκφράζει ελεύθερα και ανεξάρτητα ό,τι ξεχωριστό έχει, αντί να υπολογίζουμε τα τρόπαια ή να μετράμε τους νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Το ένστικτο είναι ίσως το ίδιο, αλλά εξιδανικευμένο. Παραμένει η περιέργεια, το πνεύμα της κατάκτησης, η απληστία και η πλεονεξία ίσως, άλλα όλα αυτά στραμμένα προς τη ζωή και όχι προς τον θάνατο. Αυτή η εντελώς νέα τάση για τη μουσική στον αιώνα μας πιο ευαίσθητη στην περιοχή αυτή και από τη ζωγραφική π.χ. είναι ασφαλώς ή πιο ελπιδοφόρα λεωφόρος προς μια εξέλιξη του ανθρώπου και του ουμανισμού. Είπα περισσότερο κι από τη ζωγραφική, γιατί η μουσική και ο ήχος μας γεμίζουν κυριολεκτικά, σωματικά και πνευματικά, καθώς γεμίζουν τον ίδιο τον χρόνο: Όπως, ανέφερα και προηγούμενα, καταποντιζόμαστε σε μια ζωντανή θάλασσα ήχου από την οποία δεν υπάρχει καμία διαφυγή και που πρέπει να μας επηρεάζει βαθύτερα από οποιαδήποτε καθαρά εικαστική τέχνη η οποία είναι περισσότερο αντικειμενική.

Δεν είναι απλή σύμπτωση ότι ο Αϊνστάιν έπαιζε βιολί, γιατί ο «χρόνος», σαν μια τέταρτη διάσταση, δεν είναι απλός ρεμβασμός για έναν μουσικό, αλλά πολύ περισσότερο μια απέραντη βίωση, μια παρορμητική συνέχεια, πολυποίκιλη και ευκίνητη, άλλοτε πυκνή, άλλοτε αβαρής, άλλοτε εκρηκτική, άλλοτε ήρεμη, που οι νόμοι της είναι βασικά ταυτόσημοι με τους νόμους της βαρύτητας, οι όποιοι συνδέουν την ταχύτητα και τη μάζα και που κυβερνούνται διαστημικά φαινόμενα. Δεν είναι περίεργο ότι οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως άκουγαν τη μουσική των ουράνιων σφαιρών. Και θα ήθελα να ξέρω αρκετά για τη φυσική και την αστρονομία για να μπορώ να συσχετίσω με ακρίβεια, π.χ., τις διατονικές αναλογίες με τα διαστημικά αντίστοιχά τους.

Το θαυμάσιο στη μουσική είναι η ικανότητά της να μεταφέρει σε ήχους οποιαδήποτε κατάσταση, οποιοδήποτε γεγονός του έμψυχου ή του άψυχου κόσμου που μπορεί να συλλάβει η φαντασία, από το κλάμα ενός παιδιού ως το μπουμπουνητό του κεραυνού, από τις λύπες του ερωτικού πάθους, όπως σε ένα Λίντ του Σούμπερτ (Schubert) ως τις πνευματικές αγωνίες όπως σε μια φούγκα του Μπάχ. Τα χαρακτηριστικά του ήχου παρομοιάζονται με τις ιδιότητες της αφής και, μιλάμε, πράγματι, για ήχο ζεστό, ψυχρό, μεταξένιο, βελούδινο, τρυφερό ή ξηρό.

Είναι στα αλήθεια εξαιρετικά παράξενο το γεγονός ότι η μουσική ενώ μετακινείται από την πραγματικότητα, η πραγματικότητα επανερμηνεύεται και αντανακλάται στη φαινομενικά άπιαστη διάσταση του ήχου, και ότι ταυτόχρονα μπορεί να είναι τόσο άμεση όσο ένα χαστούκι στο πρόσωπο και τόσο ηδονική και ερωτική όσο η ερωτική πράξη. Μπορεί επίσης να είναι ψυχρή, κλινική και υπολογιστική.

Προπάντων η μουσική είναι ένας θαυμάσιος δάσκαλος και μέντορας. Γιατί είναι αδύνατο να της σκεπάσεις τη φωνή, μας υποχρεώνει οπωσδήποτε να την ακούσουμε. Και καθώς είναι αυτή καθεαυτή μια αγνή, άσκηση, έχει σαν αποτέλεσμα να εξευγενίζει τα πιο πρωτόγονα ένστικτά μας που μας σπρώχνουν σε άμεση υλική εκδήλωση. Συγχρόνως όμως μπορεί να ενυπάρχει σε αυτήν και η επικίνδυνη πλευρά της, γιατί προσφέρει μια πολύ εύκολη απόδραση από την πραγματικότητα. Προσωπικά πιστεύω ότι ο μουσικός θα πρέπει διαρκώς να ανανεώνεται και να ξαναδιαβαίνει τα μονοπάτια πoυ οδηγούν από την ολοκληρωμένα βιωμένη ύπαρξη στον μυστικό διάλoγo με τη μούσα του, γιατί αλλιώς ή μούσα του -η έμπνευσή του, η παρωθητική του δύναμη- θα μαραθεί.

3Ποιός μπορεί καλύτερα από έναν μουσικό να ζεύξη το διάστημα ανάμεσα στη σιωπή και το οξύ ξεφωνητό, ανάμεσα στη λεπτή εσωτερική φωνή της συνείδησης -τον πιο μυστικό ήχο που αντιλαμβανόμαστε, που δεν μπορεί να ακουστεί από κανέναν άλλο και που ωστόσο είναι ο πιο επιτακτικός για μας- και στον φοβερό πάταγο της καταστροφής και της ανάστασης;

Και τι να πει κανείς για τον ίδιο τον ήχο, το υπέρτατο στοιχείο κάθε επικοινωνίας, τον αδιάκοπο και συνεχή σύνδεσμο με το περιβάλλον, που μας εξασφαλίζει το χάρισμα της ακοής; Είναι οι ηχητικές δονήσεις που γεννούν τις λέξεις, τα μηνύματα κάθε λογής, κι ακόμη καθώς διαβάζουμε αυτές τις λέξεις σιωπηλά με τα μάτια μας, στην πραγματικότητα δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να ακούμε τον ήχο τους με το αυτί της μνήμης. Ο ήχος είναι πραγματικά το υπέρτατο μέσω επικοινωνίας, και οι λόγοι σημαίνουν πολύ πιο πολλά όταν είναι ήχοι στο στόμα πολυαγαπημένου προσώπου, ή ενός μεγάλου ηθοποιού, πολιτικού ή δασκάλου.

Είναι η μουσική των λέξεων που πραγματικά δίνει σημασία στα λόγια τους, είναι η μουσική που γεννιέται στη διάνοια και την καρδιά μας που δημιουργεί τη διαφορά ανάμεσα στο ψυχρό τυπωμένο σύμβολο και στη ζωντανή ηχηρή μετάδοση των προθέσεων, των αισθημάτων και ιδεών. Πόσο σπουδαίες δεν είναι για το βρέφος οι πρώτες φωνές που ακούει και η ποιότητά τους, γιατί οι πρώτες αυτές λέξεις θα του φέρνoυν σε ολόκληρη τη ζωή του τον ήχο, τον τόνο και τη σημασία πoυ είχαν τις πρώτες αυτές στιγμές. Πολύ πιο πολυάριθμες από όλες τις λέξεις που γράφουμε, ή ακόμη που διαβάζουμε, είναι οι λέξεις που σκεπτόμαστε και ονειρευόμαστε, γεμίζοντας το ενδόμυχο αυτί μας και το πνεύμα μας με μια συνεχή σχεδόν βαβυλωνία, με εκείνο τον ιδιαίτερο και μόνο από μας ακουστό κόσμο, τον οποίο κατοικούν η μνήμη, η σκέψη και τα όνειρά μας και που στη συνειδητή μας ύπαρξη είναι ένας ατέλειωτος χείμαρρος λόγων. Αφού εμείς, τα ανθρώπινα όντα, ξοδεύουμε το μεγαλύτερο μέρος από τις μέρες και τις νύχτες μας με αυτούς τους λόγους, έχει μεγάλη σημασία το πώς αυτοί ηχούν στον καθέναν από μας. Και πόσο ευτυχισμένος είναι ο ποιητής και ο μουσικός που μπορούν να ξεφύγουν από την εισβολή του κύματος αυτού των λόγων καταφεύγοντας στον αγνό ήχο και στο μέτρο και αποκαθιστώντας τον λόγο στην αρχική ουσία και διάστασή του, στην ουσία και τη διάσταση του ήχου, ή ξεπερνώντας εντελώς τον λόγο σαν τέτοιο και εκφράζοντας το αίσθημα και τη σκέψη απευθείας με τη μουσική.

Τι καλύτερο μέσο κατανόησης ενός άλλου λάου μπορούμε να έχουμε εκτός από εκείνο που μας δίνει η μουσική του; Τίποτα δεν αποκάλυψε καλύτερα τη νέγρικη ψυχή με τη νοσταλγική, ευγενική της θλίψη -πολύ πριν από τον χείμαρρο των λόγων και των διατριβών, των κοινωνιολόγων και ψυχολόγων- από το νέγρικο σπιρίτσιουαλ (spiritual). Και τίποτα δεν εκφράζει καλύτερα τη φυλετική τους κοινωνία και τη συλλογική τους παράδοση στα πάθη από τα κρουστά τους όργανα.

Ποιό κλειδί θα μπορούσε να μας ανοίξει τον ευλαβικό και πνευματικό, τον συμβολικό και γεμάτο έξαρση κόσμο του Μπαχ πληρέστερα από τις καντάδες του; Μπορεί κανείς να εισχωρήσει βαθύτερα στη μoναχική, μυστικιστική, ινδoυϊστική αναζήτηση, από όσο όταν ακούει τους αυτοσχεδιασμούς του Pαβί Σανκάρ (Ravi Shankar); Mπορεί να καταλάβει πληρέστερα τη μοιρολατρική εγκαρτέρηση του Ινδουϊστή από όσο δια μέσου των τάμπλα του Tσάτουρ Λάλ (Chatour Lal);

Δεν θα μπορούσε όμως κανείς να κάνει σύγχυση ανάμεσα στην ευφορία που είναι καρπός της παράδοσης στα πάθη, με την καλλιτεχνική ευφορία. Γνώρισα μια κυρία που στα νιάτα της είχε απολαύσει πολλούς καρπούς της αμαρτίας. «Τί τα θέλετε, έλεγε με κάθε ειλικρίνεια, μιλάει μέσα μου το αίμα της τσιγγάνας». Δεν χωρά αμφιβολία, άλλα ένας τσιγγάνος ξέρει να γερνά ευγενικά, θυμίζοντας στους δικούς του και στον κόσμο ότι υπάρχει ένας τρόπος ζωής που, αν και φτωχικός, κουραστικός και με πολλά βάσανα είναι απαλλαγμένος από κάθε συμβατικότητα, και εκφράζεται με ένα χαρακτηριστικό και ωραίο στυλ στο παίξιμο του τσιγγάνικου βιολιού, που εξασφαλίζεται με τίμημα τη θυσία των μικρών ανέσεων και της σιγουριάς, που τόσο πολύτιμα είναι για μας, άλλα επίσης και με την αφοσίωση των συντρόφων του. Η καλλιτεχνική ευφορία δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο όταν απορρίψει κανείς το περιττό κι αποφασίσει να φτάσει σε ένα αποτέλεσμα, υπηρετώντας με αφοσίωση και με αυτοπειθαρχία την τέχνη. Μόνον με αυτό το τίμημα μπορεί η τέχνη -η ανθοφορία αυτή- να εισχωρήσει σε κάθε θεληματική πράξη του ανθρώπου, αντιτάσσοντας τη θέλησή μας για ζωή στις καταστροφικές δυνάμεις της φύσης.

Χρησιμοποιώντας και τελειοποιώντας κάθε ικανότητά του στον υπέρτατο βαθμό καταφέρνει ο καλλιτέχνης να εκφραστεί ανεξάρτητα από τους άλλους, όχι όμως αποκλείοντας κατ' ανάγκην τους άλλους -με την πρωτοβουλία του, την επιτηδειότητα και τη φαντασία, επάνω σε ένα αντικείμενο (έναν μουσαμά, ένα μαρμάρινο όγκο, ένα πιάνο- άλλα σε τελευταία ανάλυση στον ίδιο τον εαυτό του), και πραγματοποιεί μιαν αντανάκλαση, μια μεταμόρφωση και έναν εξευγενισμό των βασικών επιθυμιών τόσο του καλλιτέχνη όσο και των ακροατών του. Και η προσπάθεια αυτή των αισθήσεων να ξεπεράσουν τον εαυτό τους αποτελεί τον εξευγενισμό τους, είναι αυτή η έκλυση φωτός, εγκλεισμένου (όπως ξέρουμε τώρα) σε κάθε ύλη, που μπορεί να αντικαταστήσει κάποια μέρα τον ιδιαίτερο και πολύ προσωπικό αυτόν Θεό ο οποίος προφανώς είναι σήμερα νεκρός.

Σκέφτομαι συχνά τον συμβολικό γιαπωνέζικο θρύλο όπου ο μάστορας, καθώς χύνει τη μεγάλη μπρούτζινη καμπάνα που ο ήχος της θα πρέπει να είναι ωραιότερος από κάθε άλλον που ακούστηκε ποτέ, καλείται από μια επιτακτική εσωτερική φωνή να λιώσει και ο ίδιος μέσα στο αναλυτό μέταλλο. Υπάρχει ένα πολύ ωραίο σύμβολο σε αυτόν τον μύθο κι εγώ αντιλαμβάνoμαι τη μουσική, όπως δοκίμασα να εξηγήσω, σαν μια προσπάθεια έκφρασης μέσω των αισθήσεών μας όλων όσων είναι προσιτά και απρόσιτα σε αυτές. Η μουσική είναι ένα κάλεσμα, μια ένωση -όπως ο έρωτας- με εκείνο που, ενώ είναι μέσα μας και μέρος του εαυτού μας, είναι ωστόσο μεγαλύτερο από εμάς τους ίδιους. Αυτός είναι ο λόγος που η μουσική και το βαθύ θρησκευτικό αίσθημα είναι συχνά τόσο αχώριστα.

Μια αφοσίωση σε ό,τι είναι άχρονο και άπειρο ενώ φροντίζεις να επωφεληθείς όσο μπορείς από τη στιγμή που περνά από τον τόπο όπου βρίσκεσαι, είναι μια φιλοσοφία της γαλήνης που, ευνοεί την απελευθέρωση της αυθόρμητης έκφρασης όπως είναι η ικανότητα να ρίχνεσαι από την ανάπαυση στη δημιουργία. Θα έλεγα ακόμη ότι εδώ βρίσκεται το ελατήριο της καλλιτεχνικής προσπάθειας, σε αυτό το ιδανικό, που ελάχιστος κίνδυνος υπάρχει να διαφθαρεί, να ταπεινωθεί, να αποκτηνωθεί, αρκεί να συνοδεύεται με την αφοσίωση στην τέχνη και την πειθαρχία του καλλιτέχνη. Τυχερός στα αλήθεια ο χειροτέχνης, ο μπαλωματής που εργάζεται στον πάγκο του, περήφανος για την τέχνη του -ακόμη και ο οπλοποιός που φτιάχνει μια αλυσιδένια πανοπλία, ή ο σιδηρουργός- γιατί είναι προστατευμένος σε μεγάλο βαθμό από τους πειρασμούς του καλλιτέχνη, που τον καλούν να περιπλανηθεί σε εκείνους τους σκοτεινούς χώρους που αποτελούν μέρος του μεγάλου τοπίου του καλλιτεχνικού οράματος κάθε ανθρώπου.

4Ο πολιτισμός μας είναι κλεισμένος σε ένα φαύλο κύκλο, του οποίου η κινητήρια δύναμη είναι η άρνηση -άρνηση της δημιουργικής στιγμής, άρνηση της δημιουργικής πράξης. Το φύλλο συκής ήταν ίσως το πρώτο σύμβολο της άρνησης αυτής και άνοιξε τον δρόμο σε όλο και πιο καλαίσθητες, πιο λεπτές, πιο ανελέητα γοητευτικές και απογοητευτικές και πιο εξυψωτικές μορφές της τέχνης και της επινόησης. Η καλλιτεχνική δημιουργία και η εξέλιξη της καλλιτεχνικής συνείδησης βαδίζουν πάντα χέρι-χέρι, όχι χωρίς προσκόμματα κάποτε. Αλλά η άρνηση που αντιτάσσουν σήμερα στο δημιουργικό ένστικτο, η χρησιμοποίηση των μηχανών και ο μερκαντιλισμός σε παγκόσμια κλίμακα, είναι ακριβώς αυτό που συντηρεί στον σύγχρονο άνθρωπο την ασίγαστη δίψα, για δυνατές εντυπώσεις, για φρικαλεότητες και απολαύσεις, για επιθυμίες, οι οποίες, επειδή δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με την ποικιλία που βρίσκεται στη φυσική τάξη, απαιτούν αδιάκοπα νέες μόδες και νέα πρότυπα. Είναι σαν να κρατάς τους ανθρώπους διψασμένους μολύνοντας τις πηγές του νερού προς όφελος κάποιου μπαρ που πουλά μόνο εμφιαλωμένα ποτά. Και είναι σχεδόν σαν να ζητάμε να κάνουμε τη ζωή μας ανυπόφορη, μόνο και μόνο για να αυξήσουμε την πώληση καταπραϋντικών και ναρκωτικών που υπόσχονται τη λησμονιά και τη φυγή για όποιον πληρώσει το τίμημα. Αυτό που είναι νέο σήμερα, είναι η πεποίθηση ότι όλα αυτά δεν είναι πια αναπόφευκτα και ότι ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να κάνει τον εαυτό του και τη ζωή του περισσότερο αντάξια των ικανοτήτων και των ονείρων του.

Αν δεν μπορέσουμε να ξαναβρούμε την αυθόρμητη έξαρση που γεννιέται από την προσπάθεια που υπηρετεί τα χαρίσματα που μας έδωσε σπάταλα η φύση -είτε πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο, ένα φύλλο χαρτιού, μια λουρίδα υφάσματος ή δέρματος, ή στην ίδια μας τη διάνοια όπως κάνει ο φιλόσοφος, ή στο ίδιο μας το σώμα όπως κάνει ο αθλητής ή ο χορευτής, αν ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού μας δεν μυηθεί στις χαρές και τις λύπες της καλλιτεχνικής προσπάθειας, δεν θα μπορέσουμε να κατανικήσουμε τον εξευτελισμό των ανθρώπινων αξιών.

 

Βιβλιογραφία

    • Γεχούντι Μενουχίν, Η Τέχνη και ο Άνθρωπος: Η Θέση και ο Ρόλος της Τέχνης στην Κοινωνία, Ουνέσκο, 1971.
    • Βήμα – Πολιτισμός, συνέντευξη του Γεχούντι Μενουχίν, 21/12/1997.

 

Ι.Φ.