Φιλοσοφία

Σοφιστές: Κίνημα, Σκέψη, Φιλοσοφία

Σημαντική σε φιλοσοφικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο η Σοφιστική, υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα ρεύματα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας που ανέδειξε τα κοινωνικά προβλήματα της τότε εποχής, ενώ ουσιαστικά αποκάλυψε τη δύναμη του νοητικού πεδίου καθώς και τους αμφίσημους τρόπους χρήσης του.

 

Σοφιστές και η Εικόνα τους

Στην εποχή μας, όταν χαρακτηρίζουμε κάποιον «σοφιστή», εννοούμε συνήθως εκείνον που εσκεμμένα παρουσιάζει επιλεκτικά όψεις της πραγματικότητας, ώστε να εξυπηρετεί το δικό του συμφέρον. Βάσει αυτής της λογικής ονομάζουμε συνήθως «σοφιστείες» τα ψευδή επιχειρήματα που χρησιμοποιεί κάποιος για να πείσει τους άλλους.

Στο λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας[1] είναι αποτυπωμένη όλη η ιστορική διαδρομή της λέξης «σοφιστής» και ταυτόχρονα η τάση αντικειμενικής αξιολόγησης της προσφοράς των σοφιστών και αποκατάστασης της ιστορικής πραγματικότητας:
1. (στην κλασική αρχαιότητα) Ευρυμαθής δάσκαλος που επί πληρωμή προσέφερε τις γνώσεις του στους χώρους της φιλοσοφίας, της ρητορικής, της γραμματικής, της μουσικής της ποίησης, της ιστορίας, των φυσικών επιστημών, κυρίως ταξιδεύοντας στις διάφορες ελληνικές πόλεις.
2. (κακόσχημο) Δάσκαλος αμφισβητούμενων γνώσεων που επαγγελματικά εκπαίδευε τους μαθητές του προτάσσοντας την αποτελεσματικότητα έναντι της αλήθειας των λόγων, κάνοντάς τους ικανούς να πείθουν, ανεξάρτητα από την ορθότητα των απόψεών τους, των θέσεών τους και ασχέτως των μέσων που θα μετέρχονταν.
3. (συνεκδοχικά) Αυτός που καταφεύγει σε σοφίσματα για να πείσει, που χρησιμοποιεί σκοπίμως παραπλανητικά επιχειρήματα, που εξαπατά με τις λέξεις.
Συνώνυμο: απατεώνας, κατεργάρης, πλανευτής.
Ετυμηγορία: Η λέξη σοφιστής είχε αρχικώς την αναμενόμενη σημασία εκείνου που είναι έμπειρος και επιδέξιος στην τέχνη, τη ρητορεία και την επιστήμη. Aπό τα μέσα του 5ου αιώνα ΠΚΕ ο όρος αποδιδόταν αποκλειστικά με μειωτικό τρόπο στους επαγγελματίες δασκάλους και ρήτορες, οι οποίοι επ' αμοιβή δίδασκαν τους μαθητές τους στοιχεία της πρακτικής ζωής, πώς να νικούν σε λογομαχίες και πώς να χρησιμοποιούν την ευγλωττία τους, προκειμένου να επιτύχουν τον σκοπό τους. Στη διατήρηση αυτής της μειωτικής σημασίας (που συχνά αδικεί το έργο των σοφιστών) σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισαν τα συγγράμματα του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, αντιπάλων των σοφιστών.

Η κακόσημη χρήση της λέξης «σοφιστής» είναι υπεραπλουστευμένη, μεροληπτική άποψη που καλλιεργήθηκε για πολλά χρόνια και κυριάρχησε. Στην πραγματικότητα η σοφιστική ήταν πνευματική και κοινωνική κίνηση, που εκδηλώθηκε στα μέσα του 5ου αι. Π.Κ.Ε. στην Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα όπου ίσχυαν οι κατάλληλες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες για να αναπτυχθεί. Ήταν συνέχεια των προσωκρατικών φιλοσόφων και κλείνει με τη διδασκαλία του Σωκράτη και του Πλάτωνα, οι οποίοι τους άσκησαν κριτική -που υπερτονισμένα φτάνει στις μέρες μας με την αρνητική της ερμηνεία- με αποτέλεσμα να λειτουργεί απορριπτικά για το σύνολο της συνεισφοράς των σοφιστών.

 

Το Ελληνικό Πνεύμα στην Εμφάνιση των Σοφιστών

Το εξελικτικό βήμα που διαμορφώνει ο ελληνικός πολιτισμός και κατοχυρώνει η ανθρωπότητα ως συνειδησιακό βήμα στην εξέλιξή της είναι η αναζήτηση των φυσικών αιτιών αντί των υπερφυσικών αιτίων για την ερμηνεία του Κόσμου. Σε αυτό το σκαλοπάτι, όπως θα φανεί πιο κάτω, συνέβαλε ιδιαίτερα η κίνηση των σοφιστών.

Ήδη στον Όμηρο, διαπιστώνει κανείς μια διαφοροποίηση από το μυκηναϊκό παρελθόν και από τις παραδόσεις των άλλων λαών της Μεσογείου. Η διαφορά είναι ότι παρόλο που ακόμα ο μύθος κυριαρχεί, υπάρχει η τάση να αιτιολογούνται τα πράγματα όχι μόνο με τη βοήθεια των θεών και της μοίρας αλλά με την αντίληψη του ίδιου του ανθρώπου, που τώρα πλέον έχει αρχίσει να αναπτύσσει την ικανότητα της διάκρισης, ώστε να αντιληφθεί τις φυσικές σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος στον Κόσμο.

Αυτό το γεγονός αποτυπώνεται στη σκέψη των προσωκρατικών, που στην αυγή του δυτικού πολιτισμού αιτιολογούν τον κόσμο με τη δύναμη του πνεύματός τους, έξω από τα καθιερωμένα δεδομένα θρησκευτικών παραδόσεων. Αναπόφευκτα, αυτή η στάση προκαλεί την αμφισβήτηση των γνώσεων, έτσι όπως παραδίδονται μέχρι τώρα από κέντρα θρησκευτικής ή κοσμικής εξουσίας. Δεν είναι πλέον ο άρχοντας, ο Φαραώ, ο Βασιλιάς ή οποιοσδήποτε μοναρχικός ή θρησκευτικός ηγεμόνας εκείνος που γνωρίζει τις επιταγές των θεών και επομένως αποφασίζει. Τώρα αποφασίζει ο δήμος, δηλαδή από κοινού όλοι οι πολίτες που έχουν δικαίωμα ψήφου. Έτσι γεννιέται η δημοκρατία, οι επιστήμες και οι τέχνες, όπως τις ξέρουμε ότι αναπτύχθηκαν στην ακμή του ελληνικού πολιτισμού.

Οι πόλεις των Ελλήνων -κυρίως λόγω θέσης στη Μεσόγειο- επιδιώκουν σε μεγάλο βαθμό εμπορική δράση και έντονες οικονομικές διεργασίες. Αυτές οι οικονομικές διεργασίες, από τη στιγμή που το νόμισμα αρχίζει να διαδέχεται το ανταλλακτικό εμπόριο, δημιουργούν νέες τάξεις οικονομικά εύρωστων εμπόρων και βιοτεχνών που διεκδικούν μερίδιο στην εξουσία. Έτσι στις ελληνικές πόλεις εμφανίζεται μετά από σκληρές συγκρούσεις μεταξύ όσων επιδιώκουν να έχουν πολιτική επιρροή, ένα κοινό χαρακτηριστικό που δεν υπάρχει σε πόλεις άλλων μεσογειακών λαών: από τις τυραννικές ηγεμονίες μέχρι και τα δημοκρατικά πολιτεύματα οι νόμοι της πόλης δεν αντιμετωπίζονται ως υπαγορεύσεις ανώτερης θείας δύναμης, αλλά ως ανθρώπινα δημιουργήματα. Και εφόσον είναι δημιουργήματα ανθρώπινα και όχι θεϊκά, για να λειτουργούν οι νόμοι, θα πρέπει να έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση όλων των κοινωνικών δυνάμεων. Αυτό, όπως είναι αυτονόητο, προξενεί εκ νέου σε ένα ανώτερο επίπεδο διαλεκτικές αντιθέσεις, αλλά και συγκρούσεις συμφερόντων άλλοτε ήπιες άλλοτε σφοδρές. Όλες αυτές οι ζυμώσεις αντί να προκαλέσουν απλά αλλαγή μοναρχικών δυναστειών, προξενούν κοινωνικές και πολιτικές μεταμορφώσεις και γεννούν τη δημοκρατία.

Ο λόγος επομένως εκείνη την ιστορική εποχή αποκτά μια ακόμα χρήση, γίνεται εργαλείο αντιπαράθεσης απόψεων που εκφέρονται δημόσια, εργαλείο πειθούς και υπερίσχυσης. Έτσι, στις πόλεις της Ελλάδας με κορωνίδα τις δημοκρατικές, η ικανότητα χειρισμού του λόγου γίνεται πολιτική τέχνη, η ανώτερη μορφή τέχνης για την εποχή εκείνη.

Ταυτόχρονα, διαμορφώνονται και οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί η κίνηση των σοφιστών, φιλοσοφικά. Πρώτοι στην παγκόσμια ιστορία οι Ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι θέτουν το ερώτημα της αρχής του Κόσμου, διαχωρίζοντας τη φιλοσοφική απορία από την υπερφυσική απάντηση που παραδοσιακά έδιναν οι θρησκείες. Γίνεται λόγος τότε για την προέλευση του Κόσμου από τα Στοιχεία. Τούτη η διαδικασία γίνεται θεμέλιο και προϋπόθεση του κριτικού τρόπου σκέψης. Εμφανίζονται διαφορετικές φιλοσοφικές υποθέσεις που υφίστανται κριτική με μοναδικό σκοπό να προσεγγίσει ο νους των ανθρώπων την κρυμμένη, μυστική γενεσιουργό αιτία του εκδηλωμένου σύμπαντος. Αναδύεται, επομένως, η αμφισβήτηση της παντοδυναμίας και της αιωνιότητας των θεών! Αυτό το γεγονός είναι φυσικό επακόλουθο για έναν λαό που ακόμα και στη μυθολογία του οι θεοί δεν είναι αιώνιοι, παρά μόνο αθάνατοι και τη μια δυναστεία, τους Τιτάνες, τη διαδέχεται άλλη, οι Ολύμπιοι θεοί, που με τη σειρά τους υπόκεινται στους αέναους κύκλους της εξέλιξης, της ακμής και της παρακμής. Δεν είναι τυχαίο που στα αετώματα του ναού του Παρθενώνα, που χτίστηκε στην ακμή της Δημοκρατίας, γίνεται η αναπαράσταση της Τιτανομαχίας για να υπενθυμίζει όχι μόνο την νίκη των Ολύμπιων, αλλά και το γεγονός ότι, από την εξελικτική διαδικασία κανείς δεν εξαιρείται.

Έτσι όταν πια οι Έλληνες ένιωσαν να «ενηλικιώνονται» συνειδησιακά -όπως συμβαίνει με καθετί που αναπτύσσεται και η παλιά του μορφή πλέον δεν το εξυπηρετεί- μεταμορφώθηκαν: απομακρύνθηκαν από το μυθικό περιβάλλον που λειτουργούσε μέχρι τότε για τις συνειδήσεις τους, σαν ασφαλής μήτρα μέσα στην οποία αναπτύσσεται ένα βρέφος και επιχείρησαν να ανοιχτούν στον Κόσμο με τις δικές τους δυνάμεις.

Τότε όχι πια μόνο ο μύθος αλλά και οι αισθήσεις και η νόηση έγιναν τα εργαλεία προσέγγισης του Κόσμου για τους Έλληνες με έναν άλλο τρόπο, πιο συνειδητό. Συνεπείς στις διαπιστώσεις τους, βλέποντας το εκδηλωμένο Κοσμικό σκηνικό με χαμόγελο -που ήταν αποτυπωμένο και στα αγάλματά τους- και με ορθάνοιχτα μάτια, έφτασαν στο συμπέρασμα ότι ο Κόσμος δεν είναι απόλυτος και αναλλοίωτος στο χρόνο, αλλά βρίσκεται συνεχώς σε μια διαρκή αλλαγή. Προχωρώντας περισσότερο αμφισβήτησαν και τις ίδιες τους τις αισθήσεις και θέλησαν να φτάσουν ακόμη πιο βαθιά και πιο μακριά, να εντοπίσουν τις νομοτέλειες που παράγουν την πολυμορφία του σύμπαντος. Κατάφεραν να μετρήσουν την περίμετρο της Γης χωρίς ποτέ να την έχουν ταξιδέψει ολόκληρη, κατάφεραν να προβλέψουν τις εκλείψεις, κατάφεραν να μιλήσουν για τον ατομικό κόσμο, τον μικρόκοσμο, με απίστευτη λεπτομέρεια και να μιλήσουν και για άλλα που οι αισθήσεις έμελλε πολύ αργότερα να προσεγγίσουν. Τότε, κάποια στιγμή, έχοντας ξυπνήσει τον συνειδητό νου κι έχοντας ανοίξει ένα νέο παράθυρο στον πνευματικό κόσμο, έθεσαν το ερώτημα της γνώσης, αν δηλαδή είναι πεπερασμένη ή απόλυτη και μοναδική κι αν ο άνθρωπος μπορεί ποτέ να την κατέχει πλήρως. Κάτι που στη σημερινή εποχή πραγματεύεται η γνωσιολογία, κλάδος της φιλοσοφίας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο στάθηκαν οι σοφιστές.

 

Το Έργο των Σοφιστών

Στις πόλεις, λοιπόν, όπου έχει επιτευχθεί η δημοκρατία και ιδιαίτερα στην Αθήνα, κάθε πολίτης με πολιτικά δικαιώματα μπορεί να μιλήσει στην Εκκλησία του δήμου. Ας σημειωθεί εδώ ότι πολιτικά δικαιώματα είχαν μόνο όσοι ήταν υπόχρεοι να πολεμάνε στους πολέμους, οι ίδιοι ή τα παιδιά τους, οπότε και είχαν την απόλυτη ευθύνη των αποφάσεών τους. Αυτοί ήταν οι ελεύθεροι πολίτες.

Για να πείθει ο λόγος τους δεν έφθανε μόνον η φυσική τους κλίση, ήταν απαραίτητο και να καλλιεργηθεί κατάλληλα. Οι πλούσιες οικογένειες που προσδοκούσαν να έχουν ισχυρή επιρροή στις αποφάσεις της πόλης προσλάμβαναν τους σοφιστές ως δασκάλους για τα παιδιά τους. Αυτό γρήγορα επεκτάθηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.

Ενώ παραδοσιακά η παιδεία περιοριζόταν σε γραμματική, μουσική, γυμναστική και ποίηση, πλέον με τη δημοκρατία υπάρχει η ανάγκη για καινούρια στοιχεία στην ανάπτυξη των ικανοτήτων των νέων: νομική, ρητορική, πολιτική θεωρία, φιλοσοφία. Αυτές τις νέες ανάγκες κάλυψαν ως δάσκαλοι οι σοφιστές, διανοούμενοι, φιλόσοφοι.

Τα σωζόμενα κείμενά τους περιλαμβάνουν σημαντικές ηθικές, ανθρωπολογικές και γνωσιολογικές απόψεις, ενώ ή ενασχόλησή τους με την τέχνη του λόγου οδηγεί στη διατύπωση των πρώτων ζητημάτων στη φιλοσοφία της γλώσσας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα ενδιαφέροντά τους στρέφονταν σε πιο τεχνικά ζητήματα όπως αστρονομία, αριθμητική, γεωμετρία, γραμματική.

Οι σοφιστές ήταν δάσκαλοι, λοιπόν, που δίδασκαν με αμοιβή τη ρητορική, την εριστική και την πολιτική τέχνη, καθώς επίσης φιλοσοφία, λογική, επιστήμες και άλλες τέχνες, με σκοπό να μπορούν οι μαθητές τους να έχουν πειστικό λόγο για τις δημόσιες υποθέσεις στην Εκκλησία του δήμου αλλά και για τις ιδιωτικές υποθέσεις στα δικαστήρια.

 

Γενικές Θεωρήσεις της Σοφιστικής

Η σοφιστική εξελίχθηκε γοργά σε φιλοσοφικό ρεύμα, την κίνηση των σοφιστών, η οποία δεν ήταν ομοιογενής ούτε σταθερή στο χρόνο ούτε με οργανωμένες αρχές, διατηρώντας παρόλα αυτά κάποια κοινά χαρακτηριστικά:

Τον ανθρωποκεντρισμό, όπως για παράδειγμα «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» του Πρωταγόρα, ότι δηλαδή ο άνθρωπος δίνει αξία στα πάντα, καθώς αυτός μόνο διαθέτει ηθική και αξιολογικά κριτήρια.

    Τη γνωσιολογία, όπως αναφέραμε πιο πάνω.
    Τονίζει τη δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίσει τον υλικό κόσμο μέσω της σύγκρισης, της παρατήρησης και της επαγωγής, απαλλαγμένο από την επέμβαση υπερφυσικών παραγόντων.
    Τη σχετικότητα της αλήθειας, δηλαδή ότι δεν υπάρχει μία μοναδική και απόλυτη αλήθεια, αλλά ότι εξαρτάται από τη θέση που παίρνει κανείς όταν εξετάζει ένα θέμα, δίνοντας έμφαση στη διαδικασία του «σκεπτικισμού», δηλαδή της αμφισβήτησης με σκοπό να βρεθούν διάφορες αιτίες που κρύβονται πίσω από ένα θέμα.

Έτσι ως φυσική ιστορική συνέχεια της εξέλιξης του πνεύματος στην Ελλάδα, στέκονται οι σοφιστές απέναντι στις «απόλυτες» αλήθειες που διδάσκονταν παραδοσιακά, οι οποίες παρήγαν απόλυτες, αιώνιες και αναλλοίωτες ηθικές αξίες. Έρχονται να προτείνουν τη διαρκή αναδιαμόρφωση της πραγματικότητας που παράγει ο άνθρωπος με τη δράση του με εργαλεία τη ρητορική και την πειθώ.

Οι σοφιστές, αντί να προσπαθούν να προσεγγίσουν τους φυσικούς νόμους όπως έκαναν οι προγονοί τους οι Ίωνες φιλόσοφοι, στράφηκαν προς τον ανθρώπινο νόμο, κατασκεύασμα που δεν είναι ούτε αιώνιο ούτε απόλυτο αλλά σχετικό και εξαρτώμενο από τις εκάστοτε ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Επιδίωξαν μάλιστα να διδάξουν ικανούς ανθρώπους με δύναμη να διαμορφώσουν ένα νέο κόσμο, γιατί το να αλλάξει κανείς τις συνθήκες της ζωής επιδρώντας στον ανθρώπινο νόμο είναι κάτι εφικτό και με πρακτική αξία.

Οι σοφιστές δήλωναν ότι η κοινωνική και η φυλετική υπεροχή οφείλονταν στο νόμο και όχι στη φύση, προκαλώντας έτσι έντονη πολεμική. Ο Λυκόφρων, μαθητής του Γοργία, δήλωνε προκλητικά ότι, «στ' αλήθεια, δε διαφέρουν όσοι έχουν ταπεινή από όσους έχουν αρχοντική καταγωγή». Ο σύγχρονος του Σωκράτη, Αντιφών, ισχυριζόταν πως από τη φύση όλοι, και οι βάρβαροι και οι Έλληνες, έχουν γεννηθεί όμοιοι σε όλα.

Η κίνηση των σοφιστών επεκτάθηκε τόσο πολύ που επέδρασε με τρόπο καθολικό στον τρόπο που φιλόσοφοι και διανοούμενοι άρχισαν να παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση της κοινωνίας, με αποτέλεσμα οι σοφιστές να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο σε ό,τι σήμερα ονομάζουμε «αρχαίο ελληνικό πνεύμα». «Έγιναν η αιχμή του δόρατος της ελληνικής αναγέννησης, οι Εγκυκλοπαιδιστές της εποχής τους. Γίνανε σημαντικές μορφές στον ελληνικό κόσμο, υπέρμαχοι του πανελληνισμού, της αναδυόμενης συνειδητοποίησης της Ελλάδας ως μιας ενοποιού πολιτισμικής δύναμης»[2].

 

Αντίλογος από Πλάτωνα και Αριστοτέλη

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, κάποιοι από τους σοφιστές επιδόθηκαν προοδευτικά στη διατύπωση σοφισμάτων, μέσω των οποίων υποστήριζαν παράδοξες απόψεις, παραβιάζοντας συγκαλυμμένα τους νόμους της λογικής.

Γράφει ο Αριστοτέλης: «η σοφιστική είναι φαινομενική σοφία, όχι πραγματική, κι ο σοφιστής άτομο που κερδίζει χρήματα από φαινομενική σοφία και όχι από πραγματική»[3].

Κάποιοι από αυτούς όντως, χάνοντας το μέτρο του υποκειμενισμού, φθάνουν σε ακρότητα, στο μηδενισμό και αγνωστικισμό με απόλυτη άρνηση οποιασδήποτε σταθερής αξίας και προβολή μόνο του προσωπικού συμφέροντος. Αυτοί σε μεγάλο βαθμό συνέβαλαν σε πρόκληση αρνητικής κριτικής που αργότερα ασκήθηκε καθολικά στο κίνημα των σοφιστών.

Επιπλέον, οι σοφιστές θεωρούσαν τη φύση αντίθετη του νόμου. Αυτό είναι λάθος, έλεγε ο Πλάτων όντας ένας συνεπής ιδεαλιστής, γιατί η ίδια η φύση, ως προϊόν λογικού σχεδίου, είναι η ύψιστη ενσάρκωση του νόμου και της τάξης.

Η μεγάλη τους ικανότητα έφτανε σε σημείο να προβάλλουν τα σπουδαία ζητήματα ως ασήμαντα και αντιστρόφως, με αποτέλεσμα να οδηγούν την έκβαση ενός διαλόγου σε επιθυμητά σημεία.

«Θεωρούσαν ότι από το πλήθος των υφιστάμενων αληθειών μπορεί να επιλέγει κανείς ως αληθινό εκείνο που τον εξυπηρετεί καλύτερα και ικανοποιεί τις προσωπικές του ανάγκες. Ανάλογα πίστευαν για τη σχετικότητα των αξιών. Θεωρούσαν ότι, δεν υπάρχει μόνο μία εκδοχή του αγαθού -του δικαίου κ.ο.κ.-, αλλά αγαθό, δίκαιο κ.ο.κ. είναι οτιδήποτε εξυπηρετεί το συμφέρον του κάθε ανθρώπου, ανάλογα με την κοινωνική του θέση, την παιδεία, την οικονομική κατάσταση του κ.ά. Οπότε προσπαθεί να επιβάλλει ως αγαθό εκείνο το οποίο εξυπηρετεί το δικό του συμφέρον. Σε μια τέτοια διαδικασία επικρατεί ο πιο ισχυρός και κατοχυρώνει ως αγαθό εκείνο που εξυπηρετεί τις δικές του επιδιώξεις και επιθυμίες. Έτσι, ακραία, ο σοφιστής Θρασύμαχος, ορίζει αγαθό το «του κρείττονος συμφέρον», δηλαδή εκείνο που εξυπηρετεί τις ανάγκες, τις επιδιώξεις κ.λπ. του ισχυρού. Έτσι σε μία πολιτεία ο ισχυρός ηγεμόνας επιβάλλει στους πολίτες τους νόμους που ικανοποιούν το δικό του συμφέρον». Αυτή την εκδοχή των σοφιστών πολέμησαν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης.

Πολύ λίγα πράγματα έχουν διασωθεί από τους σοφιστές και ό,τι ξέρουμε κυρίως το αντλούμε έμμεσα από τις αναφορές άλλων, κυρίως των πολεμίων τους. Παρόλα αυτά, για του λόγου το αληθές όλων όσων προειπώθηκαν, αξίζει να παραθέσουμε κάποιες σχετικές αναφορές από εκπροσώπους του σοφιστικού κινήματος.

 

Σημαντικοί Σοφιστές

Ο Πρωταγόρας από τα 'Aβδηρα της Θράκης θεωρείται ο πρώτος σοφιστής και ήταν φίλος του Περικλή. Ακόμα και «η έντονη πολεμική του Πλάτωνα κατά των σοφιστών... δεν τον εμπόδισε να χρησιμοποιήσει, το έργο του Πρωταγόρα. Ο Αριστόξενος και ο Φαβωρίνος σε ανεξάρτητα έργα τους ... ισχυρίζονταν ότι η "Πολιτεία" του Πλάτωνα βρίσκεται σχεδόν ολόκληρη στα "Αντιλογικά" του Πρωταγόρα. Ανάλογα ο Πορφύριος ισχυρίζεται πως θα μπορούσαν να βρεθούν πολλές λογοκλοπές του φιλόσοφου αν διασώζονταν τα βιβλία των παλαιοτέρων σοφιστών»[4].

Χαρακτηριστική φράση του Πρωταγόρα που σώθηκε από κείμενα του Πλάτωνα είναι «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», δηλαδή ότι ανάλογα με το περιβάλλον όπου ζει κάποιος, τις επιδράσεις που έχει υποστεί μέσω της παιδείας και της αγωγής, αποτιμά διαφορετικά τα πράγματα σε σχέση με κάποιον άλλο. Η αντίληψή μας, επομένως, είναι σχετική κι ανάλογη με τις εμπειρίες και το περιβάλλον μας. Συνεπώς δεν υπάρχει μία αλήθεια αλλά πολλές, διαφορετικές απόψεις, «δόξες» για την αλήθεια. Ειδικότερα για κάθε θέμα μπορούν να υποστηριχθούν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, οι οποίες μπορούν να διεκδικήσουν καθεμιά για λογαριασμό της την αλήθεια (δισσοί λόγοι).

Αναγνωρίζει την «ομοφωνία των πολλών», ως κριτήριο αντικειμενικότητας. Έτσι η αλήθεια συμβαδίζει με την «κοινή δόξα» και αν υπάρχουν κάποιες αιώνιες αλήθειες, αυτές είναι αποδεκτές επειδή έχουν τύχει της ομοφωνίας των πολλών.

«Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα, ούτε ότι υπάρχουν ούτε ότι δεν υπάρχουν». Με αυτή τη διακήρυξη ο Πρωταγόρας δεν αμφισβητεί αναγκαστικά την ύπαρξη των θεών αλλά τη γνώση που μπορεί να έχει ο άνθρωπος για αυτούς, εξαιτίας της σκοτεινότητας του θέματος αλλά και της βραχύτητας της ανθρώπινης ζωής, οπότε εισάγει τον αγνωστικισμό, δηλαδή τη φιλοσοφική θέση που αρνείται ότι μπορούμε να γνωρίσουμε με βεβαιότητα τον κόσμο, τον θεό και την ουσία των όντων.

Η άρνηση της γνώσης περί των θεών φαίνεται πως αποδείχτηκε μοιραία για τον Πρωταγόρα. Ο Αθηναϊκός δήμος δεν ήταν φιλικός απέναντι σε αυτούς που αμφισβητούσαν πατροπαράδοτες αξίες. Εξαιτίας τέτοιων απόψεων, ο Πρωταγόρας όχι μόνο αποβλήθηκε από την Αθήνα αλλά και καταδιώχθηκε από τους Αθηναίους παντού όπου μπόρεσαν. Παρόμοια τύχη είχαν, με βούλευμα του δήμου, και τα γραπτά του, που οι Αθηναίοι θέλησαν να κάνουν στάχτη. Τελικά θεωρήθηκε άθεος και καταγγέλθηκε επ' ασεβεία από τον Πυθόδωρο, έναν από τους μετέπειτα πρωτεργάτες του ολιγαρχικού πραξικοπήματος του 411 π.Χ.[5].

Ο Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας γοήτευσε τους Αθηναίους με τη ρητορική του τέχνη. Δίδαξε στη Μεγάλη Ελλάδα, τη Θεσσαλία και την Αθήνα. Μελέτησε πρώτος τον λόγο και την επίδρασή του στον ψυχισμό του ανθρώπου και είδε τη ρητορική ως «πειθούς δημιουργό», δηλαδή ως μέθοδο για να διατυπώνει ο άνθρωπος τη γνώμη του με τρόπο πειστικό.

Η επιχειρηματολογία είναι βασισμένη στο «εικός», στην αληθοφάνεια και όχι στην αλήθεια, όπως άλλωστε και η επιχειρηματολογία γενικά των σοφιστών. Ο Γοργίας ήταν γνωστός για τα «γοργίεια σχήματα», τον ιδιαίτερο τρόπο χειρισμού της γλώσσας περίτεχνα χρησιμοποιώντας σχήματα λόγου, παρηχήσεις και άλλα παρόμοια με τα οποία προκαλούσε το θαυμασμό του πλήθους.

'Αποψή του ήταν ότι «Δεν υπάρχει τίποτα. Μα κι αν υπήρχε, δεν θα μπορούσαμε να το γνωρίσουμε. Μα κι αν μπορούσαμε να το γνωρίσουμε, δεν θα μπορούσαμε να το μεταδώσουμε στους άλλους»: απόλυτος αγνωστικισμός και μηδενισμός σχετικά με τη δυνατότητα ασφαλούς και στέρεας ανθρώπινης γνώσης.

Ο Αντιφώντας, ο ρήτορας, υποστηρίζει ότι πάνω από τους νόμους και τους θεσμούς στέκονται κάποιοι ηθικοί κανόνες, που πηγάζουν από την ίδια τη φύση των ανθρώπων, όπως είναι η φιλία, η ομόνοια, ο σεβασμός στους γονείς και έχουν καθολική ισχύ. Οπότε υποστηρίζει ότι το να ζει κανείς σύμφωνα με τους νόμους που είναι συμβατικοί και περιορίζουν την ελευθερία, αντιστρατεύεται τη φύση, αφού αυτή είναι που συνδέεται με την ελευθερία. Οι επιταγές της φύσης είναι αναγκαίες ενώ του νόμου αυθαίρετες. Έτσι ενώ ο Πρωταγόρας θεωρεί το νόμο απαραίτητο για την κοινωνική συμβίωση, ο Αντιφώντας τον θεωρεί δεσμευτικό της ελευθερίας και αυθαίρετο. Και οι δύο πάντως αντιλαμβάνονται τη σπουδαιότητα της δικαιοσύνης για την κοινωνική συμβίωση.

Ο Θρασύμαχος όπως μας πληροφορεί ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία» του, ισχυριζόταν ότι «Δικαιοσύνη είναι το συμφέρον του ισχυρότερου», όπως είδαμε και πιο πάνω.

Ο Αλκιδάμας ήταν μαθητής του Γοργία και απέκτησε μεγάλη φήμη στα νεότερα χρόνια για την τολμηρή του δήλωση ότι «ο θεός άφησε όλους τους ανθρώπους ελεύθερους, κανένα δεν τον έκανε η φύση σκλάβο», ήταν δηλαδή αντίθετος με τη πολύ διαδεδομένη εκείνη την εποχή θεωρία των «φυσικών δούλων», που υποστηρίχθηκε αργότερα από τον Αριστοτέλη.

 

Επίλογος

Το κίνημα του ελληνικού διαφωτισμού κλόνισε τα θεμέλια των παραδοσιακών αξιών, βάζοντας την σπερματική σκέψη της αμφιβολίας. Έδρασε προκαλώντας την αμφισβήτηση και έδωσε δύναμη σε καλλιεργημένους, διανοούμενους και φιλοσόφους της εποχής να επιδράσουν στην διαμόρφωση της κοινωνίας. Ξύπνησε συνειδήσεις που ανέπτυξαν το κριτικό πνεύμα, σημαντική συνιστώσα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και λιθάρι στην εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Μέχρι και τον 19ο αιώνα υπήρχε μεροληπτική πρόθεση και η άποψη της ιστορίας ήταν πολύ αρνητική για τους σοφιστές. Συχνά παρουσιάζονταν από τους ιστορικούς μόνον οι αμφισβητούμενες απόψεις τους και μάλιστα με τρόπο που να υποδεικνύεται η αρνητική τους ερμηνεία. Είναι χαρακτηριστική η θέση του 'Aγγλου φιλοσόφου Χένρι Σέτζγουικ (Henry Sidgwick), μέλους του Ωφελιμιστικού φιλοσοφικού ρεύματος το 1872 που γράφει: «Ήταν μια ομάδα απατεώνες, που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα τον 5ο αιώνα και κέρδισαν άφθονα χρήματα εκμεταλλευόμενοι την ευπιστία του κόσμου: ενώ διατείνονταν ότι διδάσκουν την αρετή, στην πραγματικότητα δίδασκαν την τέχνη του παραπλανητικού λόγου και στο μεταξύ διέδιδαν ιδέες για τη συμπεριφορά του ανθρώπου αντίθετες με την ηθική».

Η άποψη, ότι συλλήβδην η σοφιστική είναι άνευ αξίας, προέρχεται από το γεγονός ότι μοναρχικά πολιτεύματα και αυτοκρατορίες υποστηρίξαν ιδεολογικά την πίστη σε μια απόλυτη αλήθεια, αυτή του ηγεμόνα ή του Θεού. Τα κυβερνητικά αυτά συστήματα, σφετερίστηκαν μέρος της πλατωνικής θεωρίας των ιδεών και της μιας, αντικειμενικής αλήθειας, για να διαμορφώσουν φιλοσοφικά-ιδεολογικά σχήματα, συνήθως θρησκευτικού τύπου, κατάλληλα για να πείθουν τις μάζες των ανθρώπων να υποτάσονται και να υπακούουν. Έτσι πολέμησαν σφοδρά τις ιδέες που προέρχονταν από το κίνημα του σοφισμού. Αυτό εκδηλώθηκε με μεγάλη ένταση την περίοδο του Μεσαίωνα και από αδράνεια διατηρήθηκε μέχρι πρόσφατα.

Μόλις στον 20ο αιώνα αρχίζει να αποκαθίσταται η συμβολή των σοφιστών στην πνευματική πορεία της αρχαίας Ελλάδας, σε ένα βαθμό και ως αντίδραση των προοδευτικών ιδεολογιών του τελευταίου αιώνα στις κατεστημένες ιδεολογίες.

Διάφοροι μελετητές επισημαίνουν κυρίως τον κριτικό και ορθολογικό τρόπο της σκέψης τους θεωρώντας τους εκτός από εγκυκλοπαιδιστές, διαφωτιστές και ανθρωπιστές, επιπλέον και υλιστές φιλοσόφους. Υπάρχει μια εξ αντιδράσεως ταύτιση κάθε φιλοσοφικής άποψης που αγγίζει τον ιδεαλισμό με τις κατεστημένες, θεοκρατικές, ιδεολογίες.

Ωστόσο, η αντίδραση στην κατεστημένη τάξη και την κυρίαρχη ιδεολογία της, ενέχει τον κίνδυνο της τάσης προς τα άκρα. Τον κίνδυνο δηλαδή να απαξιωθεί αδιάκριτα όλο το φιλοσοφικό ρεύμα του ιδεαλισμού, με αποτέλεσμα έναν ανάστροφο σκοταδισμό, που ακυρώνει τον θησαυρό αυτό του ανθρώπινου πνεύματος. Για παράδειγμα, έχει τον κίνδυνο να απαξιωθεί όλο το έργο του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και γενικά των ιδεαλιστών φιλοσόφων και να χαρακτηριστεί ως «αντιδραστικό».

Από την άποψη της εσωτερικής φιλοσοφίας οι σοφιστές αποκάλυψαν, αφενός τη δύναμη του νοητικού πεδίου να παράγει ποικιλόμορφα σχήματα, αλλά το ουσιαστικότερο ότι υπέδειξαν τη δύναμη της πλάνης στο υλικό πεδίο. Τίποτε στο υλικό πεδίο δεν είναι καθιερωμένη αλήθεια και τούτο αντιμάχεται στην παραδοσιακή μας αντίληψη για το στέρεο και το αληθές της ύλης σε όλες τις μορφές της. Ο προσδιορισμός αυτής της νέας δυναμικής της ανθρώπινης συνείδησης που διαμόρφωσαν οι σοφιστές είναι ένα αχανές πεδίο εσωτερικής έρευνας και φυσικά δεν είναι δυνατόν να αναλυθεί στα όρια αυτού του άρθρου. Θα πρέπει να δεχτούμε πως οποιαδήποτε αναφορά ή μελέτη της σοφιστικής δεν είναι ανεξάρτητη των αρχών της εσωτερικής φιλοσοφίας.

Από αυτή την άποψη οι σοφιστές είναι πρωτοπόροι στην εξέλιξη της ανθρώπινης συνείδησης. Η ανοιχτή σκέψη είναι το δώρο που μας προσφέρουν οι «μαχητές» του πνεύματος: όσοι από τον Προμηθέα ως τους τωρινούς αγωνίστηκαν για την εξέλιξη του ανθρώπου. Αυτή η ανοιχτή σκέψη σχετίζεται με τη διεύρυνση της συνείδησης, που με τη σειρά της ανοίγει περισσότερο όταν δεν την καταλαμβάνει μισαλλόδοξη πρόθεση.

 

Σημειώσεις

[1]. Μπαμπινιώτη. Γ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας.
[2]. Hugh Lawson-Tancred. Η πολιτεία του Πλάτωνα και ο Ελληνικός διαφωτισμός.
[3]. Αριστοτέλης, Σοφιστικοί έλεγχοι 1,165α21.
[4]. Σοφιστές (wikipedia)
[5]. Σοφιστές (wikipedia)

 

Βιβλιογραφία

• Πελεγκρίνης, Θ., Λεξικό της Φιλοσοφίας, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009.
• Τάπλιν, Όλιβερ, Ελληνικό Πύρ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1992.
•  Groiset, Α., Οι Αρχαίες Δημοκρατίες, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα 1959.
•  Lawson-Tancred, Hugh, Η Πολιτεία Του Πλάτωνα και ο Ελληνικός Διαφωτισμός, Εκδόσεις Περίπλους,
   Αθήνα 1998.
•  Guthrie, W. K. C., Οι Σοφιστές, Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1998.
•  Ψυρούκης, Ν., Ο Επίκουρος και η Εποχή μας, Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1986.
•  Σκουτερόπουλος, Ν. Μ., Η Αρχαία Σοφιστική τα Σωζόμενα Αποσπάσματα, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1991.


Λ.Κ.