Σύμβολα - Μύθοι

Άδης: ο Πλούτων του Κάτω Κόσμου

Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν πολλοί μύθοι και παραδόσεις για τον Κάτω Κόσμο, τον τόπο της λησμονιάς και του σκότους. Σε αυτή την χώρα των σκιών βασίλευε ο θεός Άδης, ένας από τους τρεις Κρονίδες, τα παιδιά του Κρόνου και της Ρέας.

Ο Άδης είχε για αδέλφια του την Εστία, την Ήρα, την Δήμητρα, τον Ποσειδώνα, τον Δία και έναν ετεροθαλή αδελφό τον Κένταυρο Χείρωνα, από την νύμφη Φιλύρα. Μετά την νίκη των Ολύμπιων θεών στον πόλεμο με τους Τιτάνες ο Άδης απέκτησε με κλήρο την κυριαρχία του Κάτω Κόσμου .

Το όνομά του ταυτίστηκε με τον μελαγχολικό τόπο όπου συγκεντρώνονταν οι ψυχές των νεκρών. Επηρέαζε όμως και τους ζωντανούς αφού επίβλεπε την τήρηση των κανόνων της δικαιοσύνης και εκδικείτο τους επίορκους. Ταυτόχρονα, έχοντας το βασίλειό του μέσα στη Γη, η οποία παράγει τους καρπούς, θεωρείτο συγχρόνως και θεός της αφθονίας και μετονομάζεται ως Πλούτων - «πλούτος».

Ως Πλούτωνας, μεταβάλλεται σε έναν θεό ευεργέτη, μέσω της ευφορίας που σκορπάει στην γη. Η μεταβολή αυτή αποδίδεται κυρίως στην αρπαγή της Περσεφόνης που συνδέει τα Ελευσίνια Μυστήρια με το Ολύμπιο πάνθεον σε μια πρώιμη αλληγορία, ζωή-θάνατος-ανάσταση.

Ως Πλούτωνας, λοιπόν, είναι κάτοχος και χορηγός του πλούτου της γης, ακόμη και των μετάλλων, προπάντων όμως είναι ο φύλακας και δωρητής του πλούτου των δημητριακών και έτσι συνδέεται με τη θεά Δήμητρα και την καλή σοδειά. Η συσχέτιση του Πλούτωνα με την ευφορία της γης συμπεραίνεται και από το κυρίαρχο σύμβολό του, το κέρας της Αμάλθειας.

Το Βασίλειο του Κάτω Κόσμου

Ο Κάτω Κόσμος είναι η περιοχή των νεκρών ψυχών, η επικράτεια του Χάρου, ένας τόπος υγρός και ζοφερός κάτω από τη γη. Εισερχόταν κανείς από μια πύλη φρουρούμενη από τον μυθικό 

ades

Κέρβερο, ένα τέρας με σώμα σκύλου, τρία τρομακτικά κεφάλια και τρία δηλητηριώδη φίδια για ουρά. Επιτρεπόταν μόνο η είσοδος και όχι η έξοδος. Τα κλειδιά της πύλης έλεγαν πως ο Άδης τα εμπιστευόταν στον ευσεβή ήρωα Αιακό, ο οποίος ήταν ο μόνος που οι θεοί άκουγαν τις προσευχές του.

Στην πύλη του Άδη έφταναν οι ψυχές, αφού διέσχιζαν με τη βάρκα του Χάροντα είτε τον ποταμό Αχέροντα, είτε την Αχερουσία λίμνη ή τα νερά της Στύγας. Το πέρασμα απαιτούσε την καταβολή του οβολού, ενός κέρματος που τοποθετούσαν συνήθως κάτω από τη γλώσσα του θανόντος. Όσοι δεν είχαν να πληρώσουν ήταν καταδικασμένοι να περιφέρονται στην ακτή για εκατό χρόνια.

Ο ποταμός και η λίμνη ανήκαν στον επάνω κόσμο. Στον Κάτω Κόσμο ανήκε η Στύγα, η ιερή πηγή, φοβερή για θεούς και ανθρώπους όπου το νερό της ανάβλυζε από την κορυφή ενός απόκρημνου βράχου. Σε αυτήν την πηγή ορκίζονταν οι θεοί ακόμη και ο Ήλιος.

Ως οδηγός των ψυχών στο βασίλειο του Κάτω Κόσμου χαρακτηριζόταν ο Ερμής Ψυχοπομπός. Παρευρισκόταν και στο δικαστήριο του Άδη έχοντας εξαιρετική θέση ανάμεσα στους θεούς του Κάτω Κόσμου. Ένας χθόνιος θεός που ήταν κήρυκας των θεών και ψυχοπομπός. Σαν κήρυκας μπορούσε να διαβιβάζει ειδήσεις ή ευχές από τον επάνω κόσμο στον κάτω και σαν ψυχοπομοπός να μεταφέρει τις ψυχές στους χθόνιους, και έτσι να θεωρηθεί και ο ίδιος χθόνιος. Στους Ορφικούς Ύμνους, ο Ερμής ο χθόνιος οδηγεί τις «αθάνατες ψυχές» στον Άδη και τις επαναφέρει στον επάνω κόσμο για νέες ενσαρκώσεις. Αργότερα, στη θέση αυτή, εμφανίζεται ως αθάνατος πορθμεύς, ο Χάρων-Χάρος, που αποτελεί ποιητικό τύπο του αρχαίου χαροπός.

Στον προαύλιο χώρο του παλατιού του Πλούτωνα και της Περσεφόνης κάθονται ο Ραδάμανθυς, ο Μίνωας και ο Αιακός, οι τρεις κριτές του Κάτω Κόσμου που αποφασίζουν την τύχη του νεκρού. Εκεί, υπάρχει ιερό αφιερωμένο στην Άρτεμη-Εκάτη, όπου τρεις δρόμοι συναντώνται και κρίνονται οι ψυχές, για το αν θα σταλούν στο νησί των Μακάρων ή στα Τάρταρα.

Τα Τάρταρα πήραν το όνομά τους από τον Τάρταρο, γιο του Άδη και της Γαίας, ή σύμφωνα με άλλες παραδόσεις γιο του Αιθέρα ή του Χάους. Στα Τάρταρα, σύμφωνα με τον Όμηρο βασανίζονται οι ψυχές για τα εγκλήματα που έκαναν στη ζωή τους, όπως ο Τάνταλος και ο Σίσυφος.

Κατά τον Ησίοδο στα Τάρταρα βρίσκονταν ο Κρόνος και οι Τιτάνες ριγμένοι μετά την ήττα τους από τον Δία και τους αδελφούς του. Έλεγαν πως εάν πετούσες ένα νόμισμα από την Γη θα έφτανε στα Τάρταρα μετά από εννέα μέρες και εννέα νύχτες.

Στον Κάτω Κόσμο ανήκουν και τα Ηλύσια πεδία, τόπος ενάρετων ψυχών και αιώνιας ανθοφορίας. Διακρίνονταν σε δύο βασίλεια, την Νήσο των Μακάρων και τα Λήθεια πεδία. Οι πηγές της Λήθης έρεαν νέκταρ και οι ψυχές λησμονούσαν υλικές έγνοιες, δυστυχίες και κακουχίες. Εκεί βρισκόταν ο Μενέλαος και η Ωραία Ελένη, ο Κάδμος και άλλοι ήρωες. Σύμφωνα με τους Ορφικούς ο Κρόνος και η Ρέα βασιλεύουν σε αυτό το χώρο.

Στον Άδη κατοικούν οι Κήρες, μαύρες θεότητες, δαίμονες του θανάτου και κόρες της Νύχτας που συνήθως τριγυρνούν στα πεδία των μαχών και δίνουν το τελειωτικό χτύπημα στους πληγωμένους και ετοιμοθάνατους πολεμιστές.

Σε πολλά μέρη του αρχαίου κόσμου υπήρχαν οι λεγόμενες «πύλες του Άδη», όπου εκεί γίνονταν ιεροτελεστίες για την εξιλέωση των θεοτήτων του Κάτω Κόσμου. Κάποιοι μύθοι διηγούνται πως ζωντανοί ήρωες μπορούσαν να κατέβουν στον Άδη και να επανέλθουν κατόπιν στον επάνω κόσμο. Οι θεοί κατέβαιναν ευκολότερα, όπως ο Διόνυσος, που χρειάστηκε να επαναφέρει τη μητέρα του Σεμέλη.

Οι Πύλες του Άδη σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία βρίσκονταν (α) στις εκβολές του ποταμού Αχέροντα (β) στο ακρωτήριο Ταίναρο στην Πελοπόννησο και (γ) στο ναό του Απόλλωνος Αρχηγέτου στην Ιεράπολη της Φρυγίας, το αποκαλούμενο Πλουτώνιο.

Υπήρχαν και οι πέντε ποταμοί του Άδη, ο Αχέρων (o ποταμός της θλίψης), ο Κωκυτός (o ποταμός του θρήνου), ο Φλεγέθων (o ποταμός που έχει πύρινες φλόγες), η Λήθη (o ποταμός της λησμονιάς) και η Στυξ (o ποταμός του μίσους που έρεε το Ύδωρ της Στυγός). Ο Αχέροντας και η Στύγα είναι οι ποταμοί του Άδη που ρέουν στον Κάτω Κόσμο αλλά και στον κόσμο των ζωντανών.

Η Κάθοδος των Ηρώων

Από τις καθόδους των ηρώων στον Άδη, η πιο γνωστή ήταν του Ηρακλή, ο οποίος επιστρέφοντας έφερε μαζί του τον Κέρβερο για να τον παρουσιάσει στον Ευρυσθέα. Έλεγαν πως ο Ηρακλής είχε χρησιμοποιήσει για την κάθοδο την πύλη του Ταινάρου, και για την άνοδο την πύλη-στόμιο της Ερμιόνης, πλησιέστερα στην Τίρυνθα. Ο Άδης, έχοντας συμπαρασταθεί στους Πυλίους, είχε προσωπική πείρα της μαχητικότητας του Ηρακλή που τον είχε τραυματίσει σε αυτήν την εκστρατεία του. Τότε ο θεός κατέφυγε στο γιατρό των θεών Παιήονα για να τον περιποιηθεί. Όταν λοιπόν ο Ηρακλής του ζήτησε να πάρει τον Κέρβερο, ο Άδης δέχτηκε θέτοντάς του ως όρο να μη χρησιμοποιήσει τα όπλα του, αλλά να παλέψει με τα χέρια και το σώμα του. Ο Ηρακλής σεβάστηκε την επιθυμία του Άδη και τον αντιμετώπισε χωρίς όπλα. Τελικά το θηρίο υπέκυψε και ακολούθησε ειρηνικά τον Ηρακλή και κατά την άνοδο στον επάνω κόσμο αλλά και κατά την επιστροφή. Όμως ο ήρωας ξανακατέβηκε στον Άδη για να φέρει πίσω την Άλκηστη, η οποία είχε δεχτεί να πεθάνει αντί για το σύζυγό της Άδμητο.

ades p

Εξίσου γνωστή είναι και η κάθοδος του Ορφέα για την αγαπημένη του Ευρυδίκη. Ο Άδης έδειξε και σε αυτή την περίπτωση κατανόηση, ζήτησε όμως από τον Ορφέα στην επιστροφή να προπορεύεται οδηγώντας την Ευρυδίκη και να μην γυρίσει να την αντικρίσει προτού φτάσει στο σπίτι του. Κατειλημμένος από λαχτάρα να δει τη γυναίκα του ο Ορφέας δεν υπάκουσε στη σύσταση και έτσι η Ευρυδίκη παρέμεινε στον κόσμο των σκιών.

Έχουμε και άλλη μία κάθοδο ζωντανών ηρώων στον Άδη, του Θησέα και του Πειρίθου που είχε σαν σκοπό την απαγωγή της Περσεφόνης, την οποία ήθελε για γυναίκα του ο Πειρίθους. Οι δυο ήρωες έφτασαν στον Άδη, αλλά πιάστηκαν αιχμάλωτοι καθώς ο θεός τους έβαλε να καθίσουν στο θρόνο της Λήθης, όπου προσδέθηκαν αιώνια με σπείρες μεγάλων φιδιών. Όταν ο Ηρακλής κατέβηκε για τον Κέρβερο, έλυσε τον Θησέα, εμποδίστηκε όμως να κάνει το ίδιο και για τον Πειρίθου, τον κύριο ένοχο, που έμεινε δεμένος για πάντα.

Προσωνύμια του Θεού Άδη

Το όνομα που χρησιμοποιεί η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια» για τον θεό του Κάτω Κόσμου είναι Αίδης, «αόρατος» και οφείλεται στον μύθο για τον μαγικό σκούφο Άϊδος κυνέην που έλαβε από τους Κύκλωπες. Αυτόν φορούσε ο θεός για να βλέπει τους άλλους μένοντας ο ίδιος αφανής.

Ο Όμηρος αναφέρει τον ΄Αδη ως Πολυώνυμον, εξαιτίας των πολλών ονομάτων του που χρησιμοποιούνταν σε διάφορους τόπους. Μερικά από τα παλιά ονόματα χρησιμοποιούνται ως προσωνύμια του θεού, όπως Άναξ, Κρατερός, Πολυδέγµων ή Πολυδέκτης, γιατί δεχόταν στην επικράτειά του όλους τους ανθρώπους που πέθαιναν. Αίδης Πολυσηµάντωρ, αυτός που προστάζει πολλούς, ή στυγερὸς Πολυδέγµων. Μερικά από τα τοπικά ονόματα του Άδη που ταίριαζαν στη φύση του και δίνονταν σε ήρωες, άσχετους με τον Άδη, θυμίζουν την ασπλαχνία ή τη μεγάλη του δύναμη όπως Άδμητος, Αδάμαστος, Αμείλιχτος και Νηλεύς, άσπλαχνος.

Ο Ομηρικός Ύμνος τον παρουσιάζει ασυγκίνητο και ψυχρό, τελείως αδιάφορο στους θρήνους της Κόρης της θεάς Δήμητρας. Όπως ξαφνικά είχε παρουσιαστεί και άρπαξε την Κόρη, έτσι παρουσιαζόταν και έπαιρνε στο άρμα του κάθε άνθρωπο. Τα άλογα του Άδη ήταν θεϊκά, μοναδικά για τη γρηγοράδα και την ευφυΐα τους, και ο ίδιος στον Όμηρο χαρακτηρίζεται ως Αίδης κλυτόπωλος, πριν ο Ερμής γίνει «Ψυχοπομπός».

Άλλο ένα τοπικό όνομα για το θεό του Κάτω Κόσμου ήταν Ζεύς καταχθόνιος. Σε αρκετά μέρη ο θεός είχε το όνομα Ποτειδάων, που σήμαινε πως εκεί ο θεός Ποσειδών δεν ήταν ο κυρίαρχος του πελάγους. Αυτό ίσχυε και για περιοχές που απείχαν πολύ από τη θάλασσα, όπως στα ενδότερα της Βοιωτίας, της Θεσσαλίας ή της Αρκαδίας, αλλά και κοντά στη θάλασσα, όπως στο Ταίναρο, όπου υπήρχε ιερό του Ποσειδώνα και ψυχοπομπείο τα οποία διατήρησαν ως το τέλος της αρχαιότητας τον «αχερούσιο» χαρακτήρα τους. Και η «Ιλιάδα» που βάζει στο στόμα του ίδιου του Ποσειδώνα τα περί μοιρασιάς του κόσμου θεωρεί τον Ποσειδώνα πολύ πιο μεγάλο θεό, ενώ τον Άδη απλό τοποτηρητή στον κόσμο των νεκρών. Κατά τη θεομαχία ο Άδης ανησυχεί για τη δραστηριότητα του Ποσειδώνα στην Τροία χωρίς να μπορεί να αντιδράσει.

Οι μυστικιστές ιερείς, που ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την πέραν του τάφου τύχη των μυστών, χρησιμοποιούσαν ονόματα που είχαν ειδική έννοια, ερμηνευόμενη μόνο σε όσους δέχονταν τη μύηση. Σε αυτά ανήκει το όνομα Ζαγρεὺς, μεγάλος κυνηγός, που οι ορφικοί τον θεωρούσαν ως άλλη υπόσταση του Διονύσου και ως θεό ευεργέτη των ανθρώπων. Είχαν τη δική τους διδασκαλία για το υπερπέραν, γνωστή από τα ενεπίγραφα χρυσά ελάσματα, με τα οποία εφοδίαζαν τους νεκρούς τους που περιείχαν οδηγίες για τη γεμάτη «παγίδες» πορεία τους στον Άδη.

Άδης και Περσεφόνη

Την κόρη της θεάς Δήμητρας, την Περσεφόνη, όλοι τη θαύμαζαν για την ομορφιά και τη χάρη της. Μια μέρα, καθώς η Περσεφόνη έπαιζε με τις φίλες της τις Νύμφες μαζεύοντας μενεξέδες και κρίνους, ο θεός του Κάτω Κόσμου την ερωτεύτηκε. Καθώς έτρεχε στα δάση και γελούσε ανέμελη, την αγάπησε αμέσως. Πηγαίνει στον αδελφό του Δία και πατέρα της Περσεφόνης για να ζητήσει την κόρη.

adisper«Δία, να αντέξω άλλο στου Κάτω Κόσμου τη μοναξιά και το σκοτάδι δεν το μπορώ δίχως γυναίκα όμορφη κι εμένα ν’ αγαπήσει. Το πιο δύσκολο απ’ όλους μας βασίλειο μου έλαχε, στη σκοτεινιά βουτηγμένο», είπε. «Θέλω την κόρη σου, εκείνη που έκαμες με τη Δήμητρα. Θα ζήσει σαν βασίλισσα μαζί μου και θα ‘ναι του Κάτω Κόσμου η αρχόντισσα».

Ο Δίας δεν έβλεπε κάποιο πρόβλημα, αλλά έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος για να μην αντιδράσει η μητέρα της, η θεά Δήμητρα.

Για να βοηθήσει τον αδελφό του, ο Δίας φτιάχνει λουλούδι απέραντης ομορφιάς που η απίστευτη μυρωδιά του ευωδίαζε θάλασσα και ουρανό. Σε αυτό το πανέμορφο λουλούδι δεν μπόρεσε να αντισταθεί η Περσεφόνη. Σκύβει να το μυρίσει και να το κόψει και η Γη σχίζεται στα δυο κι από μέσα της ξεπροβάλει ο Άδης. Οδηγεί το άρμα του με τα αθάνατα άλογα και παίρνει την Περσεφόνη χωρίς να τον δει κανείς.

Η Δήμητρα μαράζωσε από τη στενοχώρια της. Ρωτούσε εδώ και εκεί μα κανένας δεν είχε δει τίποτε και κανείς δεν νοιαζόταν να τη βοηθήσει. Εννιά μέρες και εννιά νύχτες με δάδες αναμμένες τριγύριζε σε όλη τη γη που κυβερνούσε ψάχνοντας για την κόρη της, μη μπορώντας να δεχτεί αυτό που της έκαναν.

Ο Ήλιος που άγρυπνος τα βλέπει όλα, είπε στην θεά Δήμητρα το γεγονός της αρπαγής. Ότι την αγάπησε ο Άδης και την πήρε κοντά του στον Κάτω Κόσμο.

Μετά από μεγάλη περιπλάνηση έφτασε η θεά στην Ελευσίνα. Μεταμορφώθηκε σε γριά και κάθισε κοντά στο Παρθένιο πηγάδι, κάτω από τον ίσκιο μιας ελιάς. Εκεί τη συνάντησαν οι τέσσερις κόρες του βασιλιά Κελεού και της βασίλισσας Μετάνειρας που πήγαν να πάρουν νερό. Η Δήμητρα σκαρφίστηκε μια ιστορία, ότι δήθεν την είχαν αιχμαλωτίσει ληστές στην Κρήτη και κατάφερε να δραπετεύσει. Ζήτησε να γίνει παραδουλεύτρα ή παραμάνα για να μην μείνει στο δρόμο. Εκείνες τη συμπάθησαν και την πήραν κοντά τους για να αναθρέψει τον μικρό τους αδερφό, το Δημοφώντα. Έτσι η θεά Δήμητρα ως παραμάνα του παιδιού το μύρωνε με αμβροσία, το ζέσταινε με την ανάσα της, το περνούσε πάνω από φωτιά για να γίνει ανίκητο κι αθάνατο, σαν θεός.

Το παιδί άρχισε να μοιάζει πραγματικά με θεό. Τόσο πολύ που μια νύχτα η μάνα του η Μετάνειρα παραφύλαξε, και βλέποντας τη γερόντισσα να περνά το παιδί της πάνω από τις φλόγες φώναξε ξεσηκώνοντας το παλάτι. Αμέσως τα μάγια λύθηκαν κι η γερόντισσα έγινε η θεά Δήμητρα.

«Δόξα θα χάριζα άφθαρτη στο λατρεμένο σου το γιο, αθάνατο κι αγέραστο θα σου τον είχα κάνει, μα εσύ ανόητα πως θα τον βλάψω νόμισες, τώρα μεγάλωσέ τον εσύ με τις παραδουλεύτρες σου», είπε η θεά. Η επίπληξή της δεν απευθυνόταν μόνο στη βασίλισσα αλλά σε ολόκληρη την ανθρωπότητα: «Είστε αδαείς και απερίσκεπτοι εσείς οι θνητοί, δεν γνωρίζετε πότε έρχεται το καλό ή το κακό». Αμέσως ζήτησε να χτιστεί ναός προς τιμήν της και πράγματι ο βασιλιάς Κελεός φώναξε όλους τους πολίτες της Ελευσίνας και πραγματοποίησαν την επιθυμία της θεάς μέσα σε λίγες μέρες.

Μόλις ολοκληρώθηκε ο ναός, η θεά Δήμητρα μπήκε μέσα και δεν έβγαινε για κανέναν λόγο. Ήταν τέτοιος ο θυμός της που όλη τη χρονιά δε φύτρωσε τίποτε στη γη. Οι άνθρωποι άρχισαν να πεινούν, κανένας σπόρος για τροφή πουθενά.

Μπροστά στην καταστροφή να αφανιστεί ολόκληρη η γη κι οι άνθρωποι μαζί, ο Δίας άρχισε να το ξανασκέφτεται. Έστειλε τον φτερωτό Ερμή στον Άδη για να τον παρακαλέσει να αφήσει την Περσεφόνη να γυρίσει στη μητέρα της. Ο θεός του Κάτω Κόσμου δέχθηκε να την αφήσει μα καθώς την αποχαιρετούσε της έδωσε να φάει μερικά κατακόκκινα σπυριά από τη μαγική του ροδιά. Η Περσεφόνη έφαγε από το ρόδι και έτσι δέθηκε με το βασίλειο του Άδη για πάντα.

Η Περσεφόνη ανέβηκε ξανά στη Γη, αντάμωσε την αγαπημένη της μητέρα, αλλά το κακό είχε γίνει. Εξαιτίας της μαγικής ροδιάς δεν θα μπορούσε να μείνει για πάντα στον επάνω κόσμο ή στον Όλυμπο. Το ρόδι, καρπός των νεκρών και θύμηση του Κάτω Κόσμου, την υποχρέωνε να ζει οκτώ μήνες μαζί με τη μητέρα της, τους θεούς και τους ανθρώπους και τέσσερις μήνες να τρυπώνει στα έγκατα της γης και να ζει ως βασίλισσα με τον άντρα της τον Άδη.

Τους οκτώ μήνες που η Περσεφόνη είναι στη γη, η θεά Δήμητρα, η θεά της γης και της βλάστησης, ανθίζει και ευλογεί τα πάντα από τη χαρά της, ενώ τους τέσσερις μήνες που φεύγει για τον Κάτω Κόσμο, όλοι οι καρποί μαραζώνουν και μαραίνονται από τη βαθιά λύπη της θεάς. Ένας κύκλος που για τη θεά Δήμητρα χαρακτηρίζεται από οργή και θλίψη την εποχή της καθόδου που στη συνέχεια ακολουθείται από επανάκτηση και αναγέννηση την εποχή της ανόδου.

Όμως τι απομένει για την Περσεφόνη; Αναμφίβολα, είναι εκείνο που συνθέτει τη δομή του ζωντανού δημιουργήματος, ξέχωρα από το αιώνια επαναλαμβανόμενο δράμα του ερχομού και της αποχώρησης από τη ζωή, δηλαδή η μοναδικότητα του ατόμου και η υποδούλωσή του στη μη ύπαρξη. Η μοναδικότητα και η μη ύπαρξη έτσι όπως προσωποποιούνται στο άμορφο και ανυπόστατο βασίλειο του Άδη. Εκεί βασιλεύει η Περσεφόνη, η αιώνια μοναδική που δεν υπάρχει πλέον. Φιλοσοφικά, η μοναδικότητά της σχηματίζει το τι. Εκείνο το κάτι σε σχέση με το οποίο ακόμη και η μη ύπαρξη υπάρχει (εστί κατά τι). Αν δεν υπήρχε αυτή η μοναδικότητα, τίποτε δε θα σάλευε και δε θα αναπηδούσε μέσα στη μη ύπαρξη, και το βασίλειο του Άδη δε θα υπήρχε καθόλου σε σχέση με το αγνό τίποτε, ούτε ακόμη και σαν όψη του παρελθόντος.

Η Περσεφόνη αναφέρεται στην Ιλιάδα σαν επαινή (απαίσια) είναι ένας τίτλος που συνεπάγεται τόσο την εξύμνηση όσο και το φόβο της. Συνδέεται αναπόσπαστα με τον άρχοντα των νεκρών, τον Ζευ του Κάτω Κόσμου. Και ως σύζυγος αυτού του Δία είναι μια μεγάλη θεά στην οποία υπακούουν όλοι οι θνητοί·το ίδιο συμβαίνει και με αυτόν, τον άλλο Δία -τον άρχοντα του κόσμου, αν τον εξετάσουμε από τη νεκρική όψη του. Η Περσεφόνη κυριαρχεί πάνω στις πολλαπλές δυνάμεις του θανάτου. Πρόκειται για τις τρομερές όψεις της Περσεφόνης που υπονοούνται στην ομηρική ποίηση και συνδέονται συμπερασματικά μαζί της και με τον σύζυγο της, σαν ένα αδιαχώριστο ζευγάρι.

Η ιστορία της Περσεφόνης μοιάζει να κινείται στις λεπτές ισορροπίες που αγγίζουν τις πιο ιδιαίτερες χορδές του ανθρώπου εκφράζοντας τις όψεις της: νύφη-σπόρος-θάνατος. Ο διαρκής κύκλος της ζωής από το μαρασμό της άγονης γης στη βλάστηση και την καρποφορία. Η αλλαγή που επέρχεται σε κάθε μεταβολή μέσα μας και έξω από εμάς.

Η Περσεφόνη, θα μπορούσαμε να πούμε, είναι ο ίδιος ο καρπός, το στάρι που φυτεύεται στη γη, φυτρώνει, καρπίζει και μας θρέφει. Είναι η πορεία κάθε πράγματος που διέπεται από κανονικότητα. Είναι ο ήλιος και η πορεία του από την ανατολή στη δύση, μέχρι το επόμενο ξημέρωμα. Είναι η δύναμη των εξωτερικών παραγόντων, τυχαίων ή μη που προστίθενται στη δική μας δράση. Είναι το πεπρωμένο μας. Η αγάπη μας προς τη φυσική μητέρα, αλλά και τη μητέρα γη. Η αδυναμία μας να την αποχωριστούμε ό,τι κι αν γίνει. Η διαρκής επαναφορά μας σε αυτήν. Η Περσεφόνη και η επιστροφή της είναι ένα παγκόσμιο σύμβολο του κύκλου της ζωής που περιλαμβάνει και το θάνατο σαν μια όψη της ζωής. Γιατί για όλα τα πλάσματα υπάρχει μια γέννηση και μια μετάβαση.

Λατρεία και Συμβολισμός

Ο Άδης, αιώνια κλεισμένος στα σκοτεινά παλάτια του, περνούσε τον περισσότερο χρόνο του στη ζοφερότητα του κάτω κόσμου και στη βασιλεία των νεκρών. Εξαιτίας της σκοτεινής και μακάβριας προσωπικότητάς του δεν ήταν ιδιαίτερα αρεστός ούτε στους θεούς ούτε στους ανθρώπους. Παριστάνεται τερατώδης, άγριος, αμείλικτος, κακότροπος και αλύγιστος σε κάθε ικεσία. Προκαλεί απόγνωση και τρόμο, φρίκη και φόβο στους αρχαίους, ώστε αποφεύγουν να αναφέρουν το όνομά του. Απόμακρος, μια και το βασίλειό του δεν είχε να κάνει με τους ζωντανούς, μισητός από τους ανθρώπους, αφού συνδέεται άμεσα με αυτό που ποτέ άνθρωπος δεν μπόρεσε να ελέγξει, τον θάνατο. Ήταν συνδεδεμένος με τον θάνατο και τον τρόμο που αυτός προκαλεί στους ανθρώπους, όμως δεν ήταν ο ίδιος ο θάνατος. Η πραγματική προσωποποίηση του θανάτου ήταν ο Θάνατος.

Ο Άδης, για τους ζωντανούς, ήταν μια τρομακτική μορφή. Μη θέλοντας να τον συναντήσουν, ήταν σιωπηλοί στους όρκους στο όνομά του. Και μόνο η εκφορά της λέξης Άδης ήταν τρομακτική. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε ένας ευφημισμός. Αφού πολύτιμα ορυκτά προέρχονται κάτω από τη γη, θεωρήθηκε πως κυβερνούσε και αυτά, και αναφερόταν ως Πλούτωνας-Πλούτων από το Ρωμαϊκό όνομα Πλούτο.

Όταν οι Έλληνες προσεύχονταν στον Πλούτωνα, χτυπούσαν τα χέρια τους στο έδαφος για να είναι σίγουροι πως τους ακούει. Θυσίαζαν μαύρα ζώα, προς τιμήν του, όπως πρόβατα. Το αίμα από τις θυσίες το έσταζαν σε λάκκο ώστε να τον φτάσουν. Το πρόσωπο που πρόσφερε τη θυσία έπρεπε να έχει γυρισμένο το κεφάλι του προς τα πίσω. Εορτές προς τιμή του λάμβαναν χώρα κάθε εκατό χρόνια.

Το όπλο του Πλούτωνα ήταν ένα δίκρανο, με το οποίο διέλυε ότι βρισκόταν στο δρόμο του ή ότι δεν του ήταν αρεστό, σχεδόν ότι έκανε και ο Ποσειδώνας με την τρίαινά του.

Στα αντικείμενα που κατείχε και τον προσδιόριζαν ανήκε και το περίφημο κράνος «κυνέην». Είναι γνωστό πως ο Πλούτωνας μερικές φορές δάνειζε το κράνος του αυτό και σε θεούς και σε ανθρώπους, όπως στον Διόνυσο, την Αθηνά και τον Περσέα. Το σκοτεινό του άρμα, συρόμενο από τέσσερα μαύρα άλογα, ήταν εντυπωσιακό και τρομακτικό στη θέα. Επίσης στον Πλούτωνα αποδίδονται ο Νάρκισσος και τα κυπαρίσσια. Άλλα αντικείμενα είναι το Κλειδί του Πλούτωνα και ο Κέρβερος. Ο ίδιος καθόταν σε έναν εβένινο θρόνο.

Ο θεός αν και τρομακτικός, ανελέητος και μισητός μας δείχνει τον δρόμο της δικαιοσύνης, της μαχητικότητας και του πεπρωμένου της απόδοσης, μια ιδέα του νόμου της αιτίας και του αποτελέσματος. Τίποτε από αυτά δεν είναι ευχάριστα ή αποδεκτά. Είναι όμως η βάση στη ζωή και μέσα από αυτές τις αρχές ζυμώνεται η μυητική διαδικασία για την ανθρώπινη ψυχή και την πορεία της.

Αυτός που επιχειρεί το ταξίδι στον Κάτω Κόσμο είναι ένας ήρωας που υπερβαίνει τους φόβους του, υπερβαίνει τον εαυτό του. Στη μυθολογία, ο όρος κατάβαση σημαίνει την κάθοδο του ήρωα στο υποσυνείδητο, με σκοπό να δει κρυμμένες όψεις του εαυτού του, να αντιμετωπίσει φοβίες και να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών έχοντας αποκτήσει αυτογνωσία και σοφία. Η κάθοδος μπορεί να καταλήξει σε στασιμότητα, όπου ο ήρωας παραμένει εγκλωβισμένος στον Άδη, εκεί που «δεν επιστρέφει κανείς», ή να κάνει την υπέρβαση και να πραγματοποιήσει την ανάβαση στον κόσμο των ζωντανών.

Αρκετοί ψυχαναλυτές όπως ο Φρόυντ (Sigmund Freud) και ο Γιουνγκ (Carl Jung), χρησιμοποιούσαν τη μυθολογία για να εκφράσουν ορισμένες ψυχολογικές διαδικασίες. Θεωρούσαν δε πως οι μύθοι ήταν σημαντικά εργαλεία για την κατανόηση του ασυνειδήτου. Επίσης ο Τζόζεφ Κάμπελ (Joseph Campbell), έχοντας αφιερώσει όλη του τη ζωή στη μελέτη της μυθολογίας, έχει επισημάνει, πως οι μύθοι είναι εκφράσεις του συλλογικού ασυνειδήτου. Όσον αφορά την κατάβαση, είχε αναγνωρίσει πως τα ταξίδια στον κόσμο των νεκρών είναι η εξερεύνηση του ατομικού ή συλλογικού ασυνειδήτου όπου μπορεί να έρθουμε αντιμέτωποι με καταπιεσμένες επιθυμίες, ένστικτα, συναισθήματα και ανάγκες.

Ο κόσμος των νεκρών μπορεί να είναι χαοτικός και παράλογος, είναι επίσης πηγή δημιουργικότητας και ζωτικής δύναμης. Ο Γιουνγκ θεωρούσε πως ο Κάτω Κόσμος είναι το σπίτι της Σκιάς, μιας όψης του εαυτού η οποία είναι καταπιεσμένη και περιέχει όλα τα στοιχεία που το άτομο δεν μπορεί να αναγνωρίσει στον εαυτό του και τα θεωρεί ανεπιθύμητα, όπως η αβεβαιότητα, η ζήλια, η οργή, ο φόβος, τα πάθη κτλ. Ο σκοπός του ταξιδιού αυτού, δεν είναι η εξόντωση της Σκιάς, αλλά η αναγνώρισή της και η μετουσίωσή της, ώστε να καταφέρει το άτομο να βρει την ατομική του λύτρωση.

Βιβλιογραφία

• Ρισπέν Ζαν, Ελληνική Μυθολογία, Εκδόσεις Τριήρης, 2003.
• Κερένυι Καρλ, Η Μυθολογία των Ελλήνων, Εκδόσεις Εστίας, 1966.
• Γιουνγκ - Κερένυι, Η Επιστήμη της Μυθολογίας, Εκδόσεις Ιάμβλιχος, 1989.
• Εγκυκλοπαίδεια, Νέα Δομή.

 

Σύνδεσμοι

Βικιπαίδεια, Λήμμα: Άδης
Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο: Ελληνικός πολιτισμός: Άδης
Ιστότοπος: Θεογονία,Ονομάτων Επίσκεψις. Για την μελέτη του Αρχαίου Κόσμου και των Μύθων: Άδης
Blog Φαιναρέτη: Η Μυθολογία του Κάτω Κόσμου

 

Δ.Π.