Ψυχολογία

Επτά Ομιλίες προς τους Νεκρούς

Ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (Carl Gustav Jung), ήταν μια ύπαρξη που πέρα από τη διαχρονική μελέτη επιστημονικών και θρησκευτικών παραδόσεων αναζητούσε τη βαθιά Γνώση. Μια Γνώση που έπρεπε να βιώσει ως πρωτότυπη εμπειρία. Αυτή η «Urerfahrung» (αρχαϊκή, ή πρωταρχική πηγή της εμπειρίας), όπως την αποκαλούσε, τον οδήγησε ως προαίσθημα στον αναπόδραστο κόσμο των σκιών. Στο αυτοβιογραφικό έργο, Αναμνήσεις-Όνειρα-Σκέψεις, ο Γιουνγκ αναφέρεται αναλυτικά στις πνευματικές του εμπειρίες και την επικοινωνία του με τα αόρατα πεδία[1].

 Ο Γνωστικός Γιουνγκ 

Χειμώνας του 1949 στο Ίνσμπρουκ, μέσα στον βαρύ τυρολέζικο χειμώνα δυο φυσιογνωμίες ντυμένες βαριά με καπέλα στο κεφάλι προχωρούν στο μισοσκόταδο για τη δημόσια βιβλιοθήκη. Είναι και οι δύo πρόσφυγες από την Ουγγαρία. Ο ένας είναι ο Στέφαν Χέλερ (Stephan Hoeller), συγγραφέας αργότερα του έργου Ο Γνωστικός Γιουνγκ και οι Επτά Ομιλίες προς τους Νεκρούς. Ο άλλος είναι ο μυστηριώδης Δρ. Τζ., ιερέας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και μέλος του Τάγματος των Ιησουιτών, από το οποίο αποχώρησε με την έγκριση της εκκλησίας. Σημαντικός διανοούμενος στη χώρα του, ήταν ένας από τους νεότερους καθηγητές που πήραν έδρα σε ουγγρικό πανεπιστήμιο. Μια αυστηρή και μυστηριώδης μορφή που σχετιζόταν προσωπικά με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ (Martin Heidegger), τον Καρλ Γιάσπερς και τον Ζαν Πολ Σαρτρ (Jean Paul Sartre), ενώ παράλληλα είχε γράψει αρκετά φιλοσοφικά δοκίμια για τον Υπαρξισμό. Πολλοί λίγοι τον γνώριζαν και ακόμη λιγότεροι είχαν οι δυνατότητα να τον συναντούν.

- «Ίσως έχω κάτι για σένα», είπε ο καθηγητής στο νεαρό τότε σπουδαστή της φιλοσοφίας Στέφαν. «Έρχεται ένα παράξενο βιβλίο και πιστεύω πως θα σε ενδιαφέρει».
- «Παράξενο βιβλίο ε! Με τι θέμα;», τον ρώτησε ξαναμμένος ο Στέφαν.
- «Τους αιρετικούς Γνωστικούς, την παλιά σου αγάπη», του αποκρίθηκε ο καθ. Τζ. «Επιπλέον το ‘γραψε κάποιος που σε ενδιαφέρει, ο Δρ Γιουνγκ».
- «Ο Ελβετός ψυχολόγος, που ‘χει τη φήμη του μάγου της παλιάς καλής παράδοσης των μαγισσών και των αλχημιστών;», ρώτησε ο νεαρός με έξαψη.
- «Ο ίδιος ο "Μάγος" της Ζυρίχης», αποκρίθηκε ο καθηγητής[2].

eptaCarl Gustav Jung

Πιθανώς ο διάλογος είναι αρκετά διαφωτιστικός για τη φήμη και την ακτινοβολία του Γιουνγκ. Μια φήμη και ακτινοβολία που λίγο-πολύ είχε άμεση σχέση με την ικανότητά του να ανασκαλεύει τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής, ανοίγοντας μονοπάτια σε περιοχές της ύπαρξης, άγνωστες ως τότε. Φήμη που απέκτησε εξαιτίας της ενασχόλησής του με την Αλχημεία και τον Γνωστικισμό. Φήμη που είχε τις θετικές και τις αρνητικές της επιπτώσεις στον επιστημονικό τομέα της δουλειάς του, σε σημείο αμφισβήτησης και περιθωριοποίησης. Ωστόσο, ο Γιουνγκ ήταν ο Γιουνγκ, ο κεντρικός άξονας ανάπτυξης ενός νέου φιλοσοφικού ρεύματος στην Ευρώπη. Ενός ρεύματος σχετικά άγνωστου έως τώρα, το οποίο είχε άμεσες επιδράσεις στις φιλοσοφικές αναζητήσεις της εποχής και αρκετών μεταγενέστερων γενεών, καθώς και σε συγγραφείς όπως ο Χέρμαν Έσσε (Hermann Hesse). Τον Νοέμβριο του 1913, ο Γιουνγκ ξεκίνησε μια εξαιρετική εξερεύνηση της ψυχής. Το ονόμασε «αντιπαράθεση με το ασυνείδητο». Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Γιουνγκ μπήκε συνειδητά σε «οραματιστικές» καταστάσεις συνείδησης. Τα οράματα συνεχίστηκαν έντονα από το τέλος του 1913 έως το 1917 και στη συνέχεια μειώθηκαν περίπου το 1923. Ο Γιουνγκ κατέγραψε προσεκτικά αυτό το ταξίδι σε έξι μαύρα προσωπικά σημειωματάρια (που αναφέρονται ως «Μαύρα βιβλία»). Αυτά τα σημειωματάρια παρέχουν χρονολογημένο χρονοδιάγραμμα των οραμάτων και των διαλόγων του με την ψυχή του[3]. Το Επτά Ομιλίες προς του Νεκρούς είναι τμήμα μόνο του συνολικού υλικού που περιέχεται στα χειρόγραφα του Κόκκινου Βιβλίου και το μόνο που μοιράστηκε ο Γιουνγκ ιδιωτικά κατά τη διάρκεια της ζωής του. Το Κόκκινο Βιβλίο δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατό του τον Οκτώβριο του 2009. Η εισαγωγή και οι σημειώσεις του Σονού Σαμντασάνι (Sonu Shamdasani) σχετικά με το κείμενο του Κόκκινου παρέχουν αδημοσίευτα αρχικά έγγραφα σχετικά με αυτήν τη σημαντική περίοδο της ζωής του Γιουνγκ[4].

 

Οι Επτά Ομιλίες προς του Νεκρούς

Οι Επτά Ομιλίες προς του Νεκρούς (The Seven Sermons to the Dead) είναι κείμενο που γράφτηκε από τον Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ το 1916, αλλά ποτέ δεν εκδόθηκε για χρήση του κοινού[5]. Το κείμενο για το οποίο συζητούν οι δύο είναι ένα σπάνιο αντίγραφο της πρώτης ιδιωτικής έκδοσης, την οποία έκανε ο Γιουνγκ για χάρη των φίλων του. Είχε δοθεί από τον Γιουνγκ πριν από πολύ καιρό σε ένα Ολλανδό γιατρό φίλο του. Εκείνος με τη σειρά του το είχε δώσει, λίγο πριν το θάνατό του, σε έναν Ιταλό πρελάτο του Βατικανού, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στην ολλανδική εκκλησία. Κάπως έτσι το αντίγραφο έφτασε στα χέρια του Δρ. Τζ.

Σε αυτό το κείμενο απεικονίζεται μια βαθύτερη ανάγκη του Γιουνγκ για έναν νέο προσανατολισμό. Ο ίδιος αναφέρει: «Η γνώση την οποία αναζητούσα δε βρισκόταν στην επιστήμη εκείνων των ημερών. Έπρεπε, λοιπόν, να περάσω τη δοκιμασία της αρχικής εμπειρίας και ακόμη περισσότερο να προσπαθήσω να φυτέψω τα αποτελέσματα της εμπειρίας μου στο έδαφος της πραγματικότητας»[6]. Ο Γιουνγκ, μετά τη ρήξη του με τον Σίγκμουντ Φρόιντ (Sigmund Freud), βρέθηκε όπως ήταν φυσικό σε μια περίοδο ανησυχίας και αβεβαιότητας. Ένιωθε αποπροσανατολισμένος και πολύ περισσότερο χρειαζόταν μια δική του έγκυρη ψυχολογική βάση, όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τους ασθενείς του.

Το 1913, όντας ήδη οκτώ χρόνια καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, παραιτήθηκε καθώς αισθανόταν εκτεθειμένος. Δεν μπορούσε να διδάσκει νέους φοιτητές, ενώ ο ίδιος βρισκόταν σε κατάσταση αβεβαιότητας. Ακριβώς σε αυτή τη στιγμή της αβεβαιότητας άρχισε να πειραματίζεται με τις φαντασιώσεις του, προσπαθώντας να κατανοήσει τα περιεχόμενα του ασυνείδητου που έβγαιναν στην επιφάνεια. Όλη αυτή η προσπάθεια γινόταν με ένα είδος διαλογισμού, ο οποίος του προκαλούσε ισχυρά συναισθήματα, χωρίς ωστόσο να τού παρέχει τη δυνατότητα να συνδέσει τις φαντασιώσεις με προσωπικά του συμβάντα[7]. Τα περιεχόμενα που αναδύονταν ήταν μυθικά και πήγαζαν από ένα απρόσωπο ψυχικό βασίλειο, το «συλλογικό ασυνείδητο». Ο προσωπικός πειραματισμός τελείωσε μετά από έξι χρόνια. Κατέγραψε τις εσωτερικές του εμπειρίες στο «Κόκκινο Βιβλίο», έναν τόμο δεμένο με κόκκινο δέρμα και πλούσια εικονογράφηση. Ζωγράφιζε με την τεχνοτροπία της εποχής του, areptafilemenonet nouveau, αλλά δε θεωρούσε τούτη την αυτοέκφραση ως τέχνη, παρά μόνο ως έκφραση των βιωμάτων του. Σε όλη τούτη τη διαδικασία φαίνεται πως έπαιζε σημαντικό ρόλο η μορφή ενός γέροντα, την οποία ο Γιουνγκ ονόμαζε Φιλήμονα. Ψυχολογικά ο Φιλήμων αντιπροσώπευε για κείνον την ύψιστη ενόραση και ενίοτε του φαινόταν αληθινός, μια ζωντανή προσωπικότητα που μιλούσε ανεξάρτητα από το δικό του ψυχικό κόσμο. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Γιουνγκ: «Ο Φιλήμων και άλλες μορφές από τις φαντασιώσεις μου με έκαναν να συνηθίσω στην ιδέα πως υπάρχουν μέσα στην ψυχή πράγματα που παράγονται αφεαυτού και διαθέτουν αυτόνομη δυναμική. Ο Φιλήμων αντιπροσώπευε μια δύναμη που δεν ήταν ο εαυτός μου»[8].

Το σημαντικότερο, όμως, σε αυτή την εμπειρία είναι το γεγονός της αποκάλυψης αυτόνομων ψυχικών παραγόντων. Τούτη η αποκάλυψη ήταν και η βάση της γιουνγκιανής ψυχολογίας του ασυνείδητου. Τα χρόνια που ακολουθούσε τις εσωτερικές του εικόνες ήταν εκείνα στα οποία πήρε και τις πλέον ουσιαστικές του αποφάσεις. Ήταν κατά κάποιο τρόπο το πρωταρχικό, το αρχέγονο υλικό πάνω στο οποίο εργάστηκε για όλο το υπόλοιπο της ζωής του. Ούτε λίγο ούτε πολύ χρειάστηκαν -σύμφωνα με τον ίδιο- 45 χρόνια για να διυλίσει με την επιστημονική του εργασία όλο αυτό το υλικό και να το ενσωματώσει στη σύγχρονη εικόνα του κόσμου.

Το 1916 συγκέντρωσε για πρώτη φορά τις εσωτερικές του εμπειρίες στο Επτά Ομιλίες προς τους Νεκρούς. Εκεί σχηματοποίησε όσα λέγονταν από τον Φιλήμονα. Τον ίδιο χρόνο ζωγράφισε την πρώτη του μάνταλα, στην οποία φαίνονται καθαρά οι επιδράσεις του από τον Γνωστικισμό. Σύμφωνα με τη δική του ερμηνεία: «παριστάνει τις αντιθέσεις του μικρόκοσμου μέσα στο μακρόκοσμο. Στην κορυφή με το όνομα Ερικάπαιος ή Φάνης βρίσκεται η μορφή ενός νεαρού αγοριού μέσα στο φτερωτό αυγό, θυμίζοντας την πνευματική μορφή των ορφικών θεών. Η σκοτεινή της αντίθεση στα βάθη είναι ο γνωστικός Αμπραξάς ή Αμπράξας[9]. Απεικονίζει τον κύριο του φυσικού κόσμου. Είναι ένας δημιουργός των κόσμων με δυαδική φύση. Από αυτόν ξεπροβάλλει το δέντρο της ζωής, ενώ το ανώτερο τμήμα του είναι ένα φωτεινό δέντρο στο σχήμα μιας επτάφωτης λυχνίας με το όνομα φωτιά (ignis) και αγάπη (eros), με το φως της στραμμένο προς τον πνευματικό κόσμο. Τα ζώα που συνοδεύουν το φυσικό κόσμο είναι ένα διαβολικό τέρας και μια προνύμφη, μορφές που συμβολίζουν τον θάνατο και την αναγέννηση».

 

Οι Ομιλίες

Οι νεκροί επέστρεψαν από την Ιερουσαλήμ, όπου δε βρήκαν ό,τι αναζητούσαν. Με παρακάλεσαν να τους επιτρέψω να μπουν, εκλιπαρώντας τον λόγο μου και έτσι άρχισα τη διδασκαλία μου:

Αφουγκραστείτε: Αρχίζω με το Κενό, που είναι ίδιο με την πληρότητα. Στο Άπειρο το πλήρες δεν είναι διαφορετικό από το Κενό. Το Κενό είναι και άδειο και γεμάτο. Μπορεί κανείς να πει για το Κενό ότι είναι άσπρο ή μαύρο, ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει. Ωστόσο, αυτό που είναι ατελείωτο και αιώνιο δεν έχει ιδιότητες, γιατί εμπεριέχει όλες τις ιδιότητες.

Το Κενό ή την Πληρότητα το ονομάζουμε Πλήρωμα. Εκεί παύει η σκέψη και η ύπαρξη, αφού το αιώνιο και το ατελείωτο δεν έχει ιδιότητες. Μέσα του δεν υπάρχει η ύπαρξη, γιατί η ύπαρξη είναι διακριτή από το πλήρωμα...

Σε τούτη την Πρώτη Ομιλία περιγράφεται το Απόλυτο, το Απερίγραπτο. Είναι το μυστικό σκοτάδι που εισήγαγε με τη σκέψη του σκέψη του ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, η ποιητική αοριστία του Μάιστερ Έκχαρτ (Meister Eckhart), το Αΐν Σοφ των Καβαλιστών και τα Πέπλα της Αρνητικής Ύπαρξης, το Πρωταρχικό Χάος των Ορφικών και μεταγενέστερα των Γνωστικών. Είναι η απροσδιόριστη παρουσία ενός σημείου από το οποίο προκύπτει όλη η Εκδηλωμένη Ύπαρξη. Ωστόσο, από το Ανεκδήλωτο προκύπτει ένας φυσικός δημιουργός, ο Κύριος του Κόσμου. Στην προκειμένη περίπτωση αυτός ο φυσικός δημιουργός είναι ο γνωστικός Αμπράξας, έτσι όπως περιγράφεται στην Τρίτη Ομιλία:

Οι νεκροί πλησίασαν σαν ομίχλη από τους βάλτους και φώναξαν: Μίλησέ μας περισσότερο για τον Ύψιστο Θεό:

Ο Αμπράξας είναι ο Θεός που είναι δύσκολο να γνωρίσεις. Η δύναμή του είναι η ύψιστη, γιατί ο άνθρωπος δεν την αντιλαμβάνεται καθόλου, Ο άνθρωπος βλέπει το συνολικό καλό του ήλιου και το ατέλειωτο κακό του διαβόλου, αλλά τον Αμπράξας δεν τον βλέπει γιατί είναι η ίδια η ακαθόριστη ζωή, που είναι μητέρα του καλού και του κακού ταυτόχρονα...

Στην Τέταρτη Ομιλία ο Γιουνγκ αναφέρει για τις αναρίθμητες στρατιές των άστρων, των θεών και των διαβόλων, καθορίζοντας ταυτόχρονα τον τρόπο λειτουργίας τους μέσα στο σύστημα της δημιουργίας:

Αμέτρητος σαν τη στρατιά των άστρων είναι ο αριθμός των θεών και των διάβολων. Κάθε άστρο είναι ένας θεός και ο χώρος που καταλαμβάνει το άστρο είναι ένας διάβολος. Το Κενό του συνόλου είναι το πλήρωμα. Η δραστηριότητα του συνόλου είναι ο Αμπράξας μόνο το μη πραγματικό του αντιτίθεται. Τέσσερις είναι κύριες θεότητες γιατί το τέσσερα είναι ο αριθμός των μετρήσεων του κόσμου Το Ένα είναι η έναρξη, ο θεός-Ήλιος. Το Δύο είναι ο Έρως, γιατί διευρύνεται με φως λαμπρό και συνδυάζει τα δύο. Το Τρία είναι το Δέντρο της Ζωής, γιατί γεμίζει το χώρο με σώματα. Το Τέσσερα είναι ο διάβολος, γιατί ανοίγει οτιδήποτε είναι κλειστό. Διαλύει ότι σχηματίζεται και ενσωματώνεται. Είναι ο καταστροφέας, που οδηγεί από τα πράγματα στο Κενό.

Στην Έβδομη και τελευταία Ομιλία ο Γιουνγκ δίνει το μήνυμα της αδιαχώριστης ένωσης του ανθρώπου με το Θεό του:

... Δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να χωρίσει τον άνθρωπο από το Θεό του, παρά μόνο αν ο άνθρωπος κατορθώσει να αποτρέψει το βλέμμα του από το πύρινο άρμα του Αμπράξας.

Ο άνθρωπος εδώ, ο Θεός εκεί. Αδυναμία και ασημαντότητα εδώ, αιώνια δημιουργική δύναμη εκεί. Σκοτάδι, κρύο και υγρασία εδώ, εκεί η λάμψη του ήλιου.

Ακούγοντάς τα αυτά οι νεκροί σώπασαν, και υψώθηκαν όπως υψώνεται ο καπνός πάνω απ’ τη φωτιά του βοσκού, που φυλά το κοπάδι του μέσα στη νύχτα.

 

Οι Γνωστικές Επιδράσεις

Από την πρώτη περίοδο της ψυχαναλυτικής του καριέρας, ως τη στιγμή του θανάτου του, ο Γιουνγκ διατήρησε στο ακέραιο το ενδιαφέρον του για το Γνωστικισμό. Από νωρίς άλλωστε, από το 1912, είχε γράψει ένα γράμμα στον Φρόιντ για τους Γνωστικούς, στο οποίο αποκαλούσε τη γνωστική άποψη για τη Σοφία ως ενσωμάτωση μιας αρχαίας ιδέας, που πιθανώς θα έκανε την εμφάνισή της στη σύγχρονη ψυχανάλυση. Ωστόσο, όπως και πολλοί άλλοι, έπρεπε να στηριχθεί σε αποσπασματικές παραθέσεις των εκκλησιαστικών πατέρων, εξαιτίας της έλλειψης πηγών και πρωτογενούς υλικού[10].

eptaredΤο γεγονός ότι κατόρθωσε να εξάγει τόσες πολλές πληροφορίες για τον Γνωστικισμό από τους πολέμιούς του, θεωρείται αφεαυτού θαύμα. Η συνεισφορά του Γιουνγκ στις γνωστικές σπουδές είναι μια φωτισμένη και σύγχρονη ερμηνεία του Γνωστικισμού, η οποία ωστόσο παραγνωρίζεται από τους σύγχρονους λόγιους που δεν έχουν και ιδιαίτερη σχέση με την ψυχολογική ερμηνεία που προτείνει ο Γιουνγκ.

Στην πραγματικότητα ο Γιουνγκ είχε την άποψη πως ο αληθινός Γνωστικισμός δεν ήταν η χριστιανική αίρεση του 2ου και 3ου αιώνα. Ούτε έδινε και καμία σημασία στις ατέλειωτες συζητήσεις και φιλονικίες των λογίων για τις ελληνικές, ιρανικές, ινδικές ή άλλες πιθανές πηγές του Γνωστικισμού. Πριν από κάθε άλλη αυθεντία στον τομέα των γνωστικών σπουδών ο Γιουνγκ αναγνώρισε τους Γνωστικούς για αυτό που πραγματικά ήταν. Δηλαδή προφήτες, που έφεραν στην επιφάνεια πρωταρχικές ιδέες από το βαθύ σκοτάδι του ασυνείδητου. Όταν το 1940 ρωτήθηκε αν ο Γνωστικισμός είναι φιλοσοφία ή μυθολογία, απάντησε πως οι Γνωστικοί ασχολούνταν με πραγματικές, αυθεντικές εικόνες και δεν ήταν συγκρητιστές φιλόσοφοι, όπως υπέθεσαν αρκετοί ερευνητές. Αναγνώρισε πως οι γνωστικές εικόνες εγείρονται ακόμη και σήμερα στις εσωτερικές εμπειρίες κατά τη διάρκεια της εξατομίκευσης της ψυχής[11].

Οι Γνωστικοί, όπως τους αντιλαμβανόταν ο Γιουνγκ, ενδιαφέρονταν για ένα πράγμα πάνω από όλα, την εμπειρία της πληρότητας της ύπαρξης. Κάτι τέτοιο αντιπροσώπευε το προσωπικό του ενδιαφέρον, το ενδιαφέρον της ψυχολογίας του και συνεπώς το ενδιαφέρον του για την όλη υπόθεση προκύπτει σχεδόν αξιωματικά. Αλλά ήταν ο Γιουνγκ Γνωστικός; Πολλοί, όπως ο Μάρτιν Μπούλερ (Martin Bueller), κρίνοντας επιφανειακά απαντούν ανεπιφύλακτα ναι. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να πούμε πως στον Γνωστικισμό ο Γιουνγκ αναγνώρισε ένα φορέα της αρχαίας σοφίας, ο οποίος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη σύγχρονη ψυχολογία ως δρόμος για την πορεία της ψυχής προς την εξατομίκευση. Όλες οι αρχαίες εικόνες και σύμβολα δεν είναι απλές συλλογές δοξασιών, αλλά μυθολογικές εκφράσεις μιας εσωτερικής εμπειρίας, εκφρασμένες σε ποιητική και μυθολογική γλώσσα. Ο Γιουνγκ δεν ήταν Γνωστικός με τη συνήθη έννοια του όρου, άλλωστε ο ίδιος δεν θεωρούσε ότι ήταν Γνωστικός[12]. Οι Γνωστικοί περιέγραψαν, όπως και ο ίδιος ο Γιουνγκ, όχι μόνο τις ασυνείδητες όψεις της ανθρώπινης ψυχής, αλλά εξερεύνησαν εμπειρικά το συλλογικό ασυνείδητο, περιγράφοντας τις διάφορες αρχέτυπες εικόνες και σχηματισμούς του. Αυτή είναι και η δουλειά της σύγχρονης ψυχολογίας, ένα έργο που παραγνωρίζεται συνήθως αλλά έχει πολλά να προσφέρει στην εξελικτική πορείας της ανθρωπότητας και την τελική της εξισορρόπηση με τον ίδιο της τον εαυτό.

 

 Σημειώσεις

[1] Jung and  Jaffé 1965.
[2] Hoeller 1982, xiii.
[3] Owens and Hoeller 2014, 1-7.
[4] Jung, C.G. 2009.
[5] Ribi 2013, 14-16.
[6] Jung and Jaffé 1965, 192/184.
[7] Wintle 2016, 781.
[8] Jung and Jaffé 1965, 183/176.
[9] Elkins 2018, 216.
[10] Pennachio, J. 1992, Gnostic Inner Illumination and Carl Jung's Individuation, Journal of Religion and Health, 31(3), 237-245.
[11] Pagels, E. 1979, The Gnostic Gospels, New York: Vintage, 32-33.
[12] Jung 1970, 306-307.

 

Βιβλιογραφία

• Elkins, J. 2018, The Domain of Images, Ithaca, New York: Cornell University Press.
• Hoeller, S.Α. 1982, The Gnostic Jung and the Seven Sermons, of the Dead, London: Quest Books.
• Jung, C.G. 1970, The Collected Works, vol. 11. Princeton: Princeton University Press.
• Jung, C.G. 1984, Modern Man in Search of a Soul, London: Ark Paperbacks.
• Jung, C.G., Jaffé, A. 1965, Memories, Dreams, Reflections. New York: Random House.
• Jung, C.G. 1985, Dreams, London: Ark Paperbacks.
• Owens, L.S., and Hoeller, S.A. 2014, Carl Gustav Jung and The Red Book: Liber Novus, Encyclopedia of Psychology and Religion, 2nd edition, (1-7), New York, Heidelberg, Dordrecht, • London: Springer Reference.
• Pagels, E. 1979, The Gnostic Gospels, New York: Vintage.
• Pennachio, J. 1992, Gnostic Inner Illumination and Carl Jung's Individuation, Journal of Religion and Health, 31(3), 237-245.
• Ribi, A. 2013, The Search for Roots C. G. Jung and the Tradition of Gnosis, Gnosis Archive Books.
• Jung, C.G. 2009, Shamdasani, S. (ed.), The Red Book. Liber Novus, Philemon Series & W. W. Norton & Co.
• Τζαφέ, Α. 1991, C. G. Jung Λόγος και Εικόνα, Αθήνα: Ιάμβλιχος.
• Wintle, J. 2016, New Makers of Modern Culture, London: Routledge.

 

K.K.