
Η Ζωή του Πλάτωνα
Η επιρροή του Πλάτωνα στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και γενικότερα στη δυτική φιλοσοφική παράδοση θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική μέχρι σήμερα. Απώτερος σκοπός του έργου του ήταν να στρέψει την ψυχή προς τους ανώτερους κόσμους ύπαρξης, να οδηγηθεί από τα ορατά στα αόρατα, προκειμένου να σκέπτεται τα αθάνατα και τα θεία.
Γεννημένος στην Αθήνα το 427 π.Χ., έζησε μέχρι την ηλικία των ογδόντα χρόνων, το 347 π.Χ. Η οικογένειά του υπήρξε από τις πλέον διαπρεπείς των Αθηνών την εποχή του Περικλή, διαδραματίζοντας σπουδαίο ρόλο στον δημόσιο βίο της πολιτείας. Ένα μέρος της οξυδέρκειας του Πλάτωνα γύρω από την πολιτική θα πρέπει αναμφίβολα να αποδοθεί στην ανατροφή που πήρε από παιδί.
Πατέρας του ήταν ο Αρίστωνας, από το γένος του βασιλιά Κόδρου, και μητέρα του η Περικτιόνη, αδερφή του Αθηναίου πολιτικού Χαρμίδη και ανιψιά του Κριτία, πολιτικού, φιλόσοφου, ποιητή και ρήτορα της αρχαίας Αθήνας. Πέρασε τα πιο δεκτικά χρόνια της νεαρής ηλικίας στο σπίτι του πατριού του, Πυριλάμπη, εξέχουσα φυσιογνωμία του καθεστώτος του Περικλή, αφού είχε χάσει τον πατέρα του σε μικρή ηλικία.

Το κανονικό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όμως το προσωνύμιο Πλάτων του το έδωσε ο δάσκαλος της γυμναστικής, γιατί είχε πλατύ μέτωπο και στέρνο. Ελάχιστα στοιχεία, ωστόσο, υπάρχουν για τη ζωή του ως το εξηκοστό έτος της ηλικίας του. Ο ίδιος, στους διαλόγους του, αποσιωπά οτιδήποτε σχετικό με το άτομό του. Το μόνο σίγουρο, μέχρι τα είκοσι έξι του χρόνια, θεωρείται η φιλία του με τον Σωκράτη, που στάθηκε η ισχυρότερη δύναμη διαμόρφωσης της σκέψης του.
Από μικρό παιδί ο Πλάτωνας γνώριζε τον Σωκράτη, που υπήρξε στενός φίλος του θείου του, Χαρμίδη. Σύμφωνα με τον ιστοριογράφο Διογένη Λαέρτιο, το βράδυ πριν γνωρίσει τον Πλάτωνα, ο Σωκράτης ονειρεύτηκε ότι ένας νεαρός κύκνος κάθισε στα γόνατά του για λίγο και μετά πέταξε ψηλά, αφήνοντας μια γλυκιά κραυγή. Το όνειρο θεωρήθηκε προμήνυμα της επακόλουθης σχέσης μαθητή-δασκάλου και της μελλοντικής πορείας του Πλάτωνα στη φιλοσοφία.
Και πράγματι, ο Πλάτωνας εμπνεύστηκε διανοητικά και ηθικά από τον Σωκράτη, ωστόσο η σκέψη του θεωρείται ασύγκριτα ευρύτερη. Διδάχτηκε ότι επιτακτικό καθήκον του φιλόσοφου –για τον οποίο η ύψιστη ευτυχία βρίσκεται σε μια ζωή γαλήνιας ενατένισης της αλήθειας– είναι η υπέρτατη θυσία να αφιερωθεί στην υπηρεσία των συνανθρώπων του ως πολιτικός και νομοθέτης, αν του δοθεί η ευκαιρία.
Σε μια επιστολή που έγραψε κατά το τέλος της ζωής του, μας λέει ότι το 404-3 π.Χ., εποχή του ολιγαρχικού σφετερισμού της εξουσίας στην Αθήνα από τους Τριάκοντα Τυράννους, όντας πολύ νέος σκόπευε να σταδιοδρομήσει ως πολιτικός. Ορισμένοι συγγενείς του τον παρακινούσαν να εισέλθει στον δημόσιο βίο υπό την αιγίδα τους. Όμως εκείνος περίμενε πρώτα να δει ποιες θα ήταν οι εξελίξεις στην πολιτική σκηνή.
Δεν άργησε να διαπιστώσει σημάδια ανομίας και βίας. Όταν τελικά αποκαταστάθηκε η δημοκρατία, οι πράξεις των ιθυνόντων ήταν ακόμη χειρότερες: οι άνθρωποι αυτοί έφτασαν στο σημείο να θανατώσουν τον Σωκράτη, με την αβάσιμη κατηγορία της ασέβειας προς τα θεία. Το γεγονός αυτό έβαλε τέρμα στις πολιτικές φιλοδοξίες του, όπως μας λέει ο ίδιος.
Επιπλέον, στην ίδια επιστολή αναφέρει ότι επισκέφτηκε την Ιταλία και τη Σικελία σε ηλικία σαράντα ετών και ότι τον απώθησε ο αισθησιασμός και η πολυτέλεια που χαρακτήριζαν τη ζωή των πλουσίων εκεί. Αργότερα, επισκέφθηκε άλλες δύο φορές τη Σικελία.
Σύμφωνα με την εν λόγω επιστολή, το μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ του θανάτου του Σωκράτη και του ταξιδιού αυτού το πέρασε στην Αθήνα, παρατηρώντας τα δημόσια γεγονότα. Τελικά, συμπέρανε ότι δεν είναι δυνατό να περιμένει κανείς καλή διακυβέρνηση αν δεν περάσουν στην πολιτική εξουσία αληθινοί και γνήσιοι φιλόσοφοι ή αν οι ισχυροί πολιτικοί δεν ασπαστούν με τη χάρη της θείας πρόνοιας την αληθινή φιλοσοφία.
Ακαδημία Πλάτωνος
Η Ακαδημία ιδρύθηκε το 388-7 π.Χ. περίπου, ενώ εικάζεται πως είχε προηγηθεί το ταξίδι του Πλάτωνα στην Ιταλία, με σκοπό να συναντήσει τους Πυθαγόρειους. Η ίδρυσή της μνημονεύεται ως η κρίσιμη καμπή στη ζωή του Πλάτωνα και σύμφωνα με μερικές απόψεις το πιο αξιομνημόνευτο γεγονός στην ιστορία της δυτικοευρωπαϊκής επιστήμης, σημαδεύοντας την ιστορία και ολόκληρου του παγκόσμιου πολιτισμού.
Μετά από μακρόχρονη αναμονή, ο Πλάτωνας είχε βρει επιτέλους τον αληθινό σκοπό της ζωής του. Στο εξής έμελλε να είναι ο πρώτος ιθύνον ενός μόνιμου ιδρύματος, που είχε σκοπό την πρωτότυπη έρευνα για την προαγωγή της γνώσης.

Τα επόμενα είκοσι χρόνια ασχολήθηκε με την οργάνωση και τη λειτουργία της σχολής του. Μέρος αυτού του έργου ήταν και οι διαλέξεις. Από τον Αριστοτέλη γνωρίζουμε ότι παρέδιδε μαθήματα σε περιπάτους κυρίως, χωρίς να συμβουλεύεται χειρόγραφα. Ωστόσο, μία από τις βασικές πεποιθήσεις του ήταν ότι τίποτα δεν μπορεί να μαθευτεί με την απλή ακρόαση των μαθημάτων. Πίστευε ότι η αληθινή μάθηση και η ανακάλυψη της επιστημονικής αλήθειας επιτυγχάνονται κυρίως μέσα από τη συνεργασία και τον διάλογο με κάποια υψηλή διάνοια.
Στην Ακαδημία φιλοξενήθηκαν πολλοί στοχαστές και επιστήμονες. Οι μεγάλες πρόοδοι που σημειώθηκαν στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και η εμφάνιση των ειδικευμένων σχολών της Αλεξάνδρειας τον 3ο αιώνα π.Χ. οφείλονται σε ανθρώπους που είτε φοίτησαν στη σχολή του Πλάτωνα είτε συνδέονταν στενά με αυτήν.
Ανέδειξε καινοτόμους μαθηματικούς, νομοθέτες και διοικητικά στελέχη με άρτια κατάρτιση. Έτσι, η Ακαδημία καθίσταται ο άμεσος πρόγονος του μεσαιωνικού και του σύγχρονου πανεπιστήμιου. Το πλατωνικό σύστημα απέβλεπε στο να εφαρμόσει πρακτικά στην εκπαίδευση την πεποίθηση ότι οι ελπίδες του κόσμου εναπόκεινται αποκλειστικά στη σύζευξη της πολιτικής εξουσίας και της γνήσιας επιστήμης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα θεωρητικά μαθηματικά αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη του προγράμματος διδασκαλίας.
Το μέλλον της Ακαδημίας υπήρξε ωστόσο δυσοίωνο. Καταστράφηκε για πρώτη φορά το 202 π.Χ. από τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο τον Ε΄, ενώ αργότερα το 86 π.Χ. από τον Ρωμαίο στρατιωτικό Σύλλα. Tέλος, καταστράφηκε οριστικά το 529 μ.Χ., από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό.
Κι όμως… ακόμα και σήμερα αναδύεται η ιερότητα του χώρου μέσα από τα ερείπια, καθώς τα λούζει ένα εκτυφλωτικό φως, ιαματικό για όσους ξέρουν να του παραδίδονται άνευ όρων.
H Θεωρία της Παιδείας
Σε τίποτα άλλο δεν απέδωσε ο Πλάτωνας τόση σημασία όσο στην παιδεία. Κύριο έργο της ζωής του υπήρξε η διαπαιδαγώγηση των μαθητών της Ακαδημίας, θεωρώντας το διδασκαλικό του έργο πολύ πιο σημαντικό από το συγγραφικό. Η ανάπτυξη της νόησης και η καλλιέργεια του χαρακτήρα, μέσω της προφορικής συζήτησης και του διαλόγου, και η άμεση επίδραση του δασκάλου στον μαθητή, υπήρξε για εκείνον πρωταρχικό μέλημα.
Το φημισμένο έργο του Πολιτεία περιέχει δύο διαλόγους, ή πραγματείες, για την παιδεία. Η μία αφορά την προκαταρκτική διαπαιδαγώγηση του χαρακτήρα στην παιδική και νεανική ηλικία, η άλλη τη διαπαιδαγώγηση του νου, και συνεπώς του χαρακτήρα, κατά τη νεότητα και στην αρχή της ενηλικίωσης.
Απώτερος σκοπός της παιδείας κατά τον Πλάτωνα είναι η εξύψωση της ψυχής από το παροδικό και το ορατό προς τη σφαίρα εκείνου του αόρατου και αιώνιου όντος, στο οποίο η ίδια έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να ανήκει. Πίστευε ότι οι μαθητές θα πρέπει αρχικά να διαπλαστούν σε αρμονία με την ομορφιά της Λογικής, προκειμένου όταν εκείνη εκδηλωθεί να την καλωσορίσουν με χαρά, λόγω της σχέσης που θα έχουν ήδη αποκτήσει με αυτήν.
Επιπλέον, υπό την καθοδήγηση μιας υψηλής μορφής Τέχνης και Ποίησης, ο μαθητής αποκτά τελικά τη δυνατότητα, μέσω ενός είδους ενστικτώδους, άλογης αίσθησης, να ξεχωρίζει μεταξύ σωστού και λάθους, ομορφιάς και ασχήμιας. Όμως η ψυχή δεν σταματά το ταξίδι της ώσπου να ανέβει στην ανώτατη κορυφή της νοητής χώρας και να δει την Ιδέα του Καλού. Η θεωρία της Παιδείας του Πλάτωνα καταλήγει εκεί από όπου ξεκίνησε, σε μια αποκάλυψη του Θεϊκού όντος.
Θεωρεί ότι το κύριο σημείο της φιλοσοφικής ιδιοσυγκρασίας είναι η αγάπη για τη Σοφία, ή την Αλήθεια, όχι για το ένα ή το άλλο τμήμα της Αλήθειας, αλλά για ολόκληρη την Αλήθεια, παντού και πάντα. Ο φιλόσοφος είναι κάποιος που ποθεί να διαλογίζεται πάντα και όσο υπάρχει, ανίκανος να συγκατατεθεί στο μερικό ή το συγκεκριμένο. Ο ακούραστος νους του ανέρχεται συνεχώς προς το συμπαντικό, προσπαθώντας πάντα να συνειδητοποιήσει την ολότητα των πραγμάτων, ανθρωπίνων και θεϊκών. Από αυτό το πάθος για αλήθεια και γνώση ξεπηδά κάθε ηθική αρετή που αποδίδει ο Πλάτωνας στην αληθινή φιλοσοφική φύση: κουράγιο και υψηλό φρόνημα, εγκράτεια, δικαιοσύνη και καλοσύνη.
Περιγράφει επίσης πώς θα πρέπει να είναι, κατά τη γνώμη του, ο ανθρώπινος χαρακτήρας. Μέσα από τη μορφή του φιλόσοφου βασιλιά στην Πολιτεία έχει την πρόθεση να παρουσιάσει τον τέλεια δίκαιο και σωστό άνθρωπο. Η τάση αυτή να περιγράφεται το διανοητικό και ηθικό ιδεώδες υπό τη μορφή κάποιας φανταστικής προσωπικότητας, αργότερα γνωστής στις μεταριστοτελικές σχολές ως ο σοφός, φαίνεται ότι προήλθε από τον Πλάτωνα. Από τον ίδιο μαθαίνουμε ότι σε τέτοιους χαρισματικούς ανθρώπους πρέπει να εμπιστευτούμε τη διακυβέρνηση της Πολιτείας, εφόσον έχουν τελειοποιηθεί μέσω της παιδείας.
Η θεωρία των Ιδεών
Η θεωρία των ιδεών που εισήγαγε ο Πλάτωνας αποτελεί τομή στην ιστορία της φιλοσοφίας, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί σημείο αναφοράς για όλη την κατοπινή φιλοσοφική αναζήτηση.
Η εν λόγω αναζήτηση, που είχε ξεκινήσει με τους προσωκρατικούς φιλόσοφους, σχετικά με το πώς μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο γύρω μας και τις αρχές που τον διέπουν, είχε φτάσει σε αδιέξοδο την εποχή του Πλάτωνα. Οι Ηρακλείτειοι υποστήριζαν ότι τα πάντα στον κόσμο του χώρου και του χρόνου συνεχώς μεταβάλλονται. Η μεταβολή δεν σταματάει ούτε μια στιγμή και τίποτα δεν μένει να γνωρίσουμε σε αυτόν τον κόσμο, αφού η γνώση απαιτεί την ύπαρξη ενός σταθερού αντικειμένου.
Ο Παρμενίδης από την άλλη, ισχυριζόταν ότι υπάρχει μια σταθερή πραγματικότητα, την οποία μπορούμε να ανακαλύψουμε μόνο μέσω του νου, χωρίς την ανάμειξη των αισθήσεων. Το αντικείμενο της γνώσης πρέπει να είναι αμετάβλητο και αιώνιο, εκτός χρόνου και μεταβολής, ενώ οι αισθήσεις μάς φέρνουν σε επαφή με ό,τι είναι μεταβλητό και φθαρτό. Παράλληλα η ρητορική της γλώσσας, την οποία η Σοφιστές ανήγαγαν σε θεωρία, είχε οδηγήσει σε αστάθεια και σχετικότητα κάθε σημασία, προπαντός στο πλαίσιο των ηθικών και πολιτικών αξιών.
Ο Πλάτωνας ήθελε να διαφυλάξει το αγαθό της γνώσης και της αντικειμενικής αλήθειας από ιδεολογήματα που την απέρριπταν και τα οποία καταδίκαζαν τον άνθρωπο σε μόνιμη άγνοια, οδηγώντας τον στον αμοραλισμό. Για τον σκοπό αυτόν υποστήριξε ότι τα αντικείμενα της γνώσης, δηλαδή τα αντικείμενα που θα μπορούσαν να οριστούν, υπήρχαν, αλλά δεν έπρεπε να ταυτιστούν με τίποτα από τον αισθητό κόσμο. Υπήρχαν σε έναν νοητό κόσμο, πέραν του χώρου και του χρόνου. Αυτές είναι οι περίφημες πλατωνικές ιδέες.
Για να καταλήξει στη θεωρία των Ιδεών, ξεκίνησε από την έννοια του κατηγορουμένου της κρίσεως, την οποία είχε εισάγει ο Σωκράτης. Το σκεπτικό είναι το εξής: Όταν για διαφορετικά υποκείμενα βεβαιώνουμε το ίδιο κατηγορούμενο (π.χ. ο σκύλος είναι καλός, ο φίλος είναι καλός, ο Θεός είναι καλός, κ.λπ.), τότε σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση το κατηγορούμενο πρέπει να έχει την ίδια σημασία, ανεξάρτητα από τα υποκείμενα στα οποία αποδίδεται. Η σημασία αυτή του κατηγορουμένου, εφόσον η κρίση είναι αληθής, αντλεί την αλήθεια της από την αναφορά της στην Ιδέα.
Ο Πλάτωνας επαναβεβαιώνει την αλήθεια της θρησκευτικής διδασκαλίας των Πυθαγορείων ότι η ψυχή είναι αθάνατη, όπως γράφει στον Φαίδωνα. Πιστεύει ότι η ψυχή συγγενεύει με τις Ιδέες. Ιδέες και ψυχή ανταποκρίνονται το ένα στο άλλο. Η θέα των Ιδεών είναι μάλιστα πληρέστερη όσο η ψυχή ελευθερώνεται από το σώμα και τις αισθήσεις. Επομένως, η ψυχή συγγενεύει με το θείο, το αθάνατο, το αόρατο, ενώ το σώμα συγγενεύει με το γήινο, το ορατό και το φθαρτό. Ταυτόχρονα, η ψυχή είναι προορισμένη να άρχει, ενώ το σώμα είναι προορισμένο να υπακούει και να υπηρετεί.
Αναφέρει, επίσης, ότι ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε, συνίσταται από αντιθέσεις και ότι η μία αντίθεση προκύπτει από την άλλη. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο γίνεται από το μικρότερο, το ασθενέστερο από το ισχυρότερο και τανάπαλιν. Έτσι η ζωή με τον θάνατο είναι αντίθετα. Και αφού από τη ζωή προκύπτει ο θάνατος, θα πρέπει να δεχτούμε και ότι από τον θάνατο προκύπτει ζωή.
Για να ενισχύσει αυτήν την απόδειξη ο Πλάτωνας τη συνδέει με τον μύθο της ανάμνησης, που παρουσιάζεται στο έργο του Μένων. Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο, η ανθρώπινη ψυχή πριν ενσωματωθεί γνώρισε τις Ιδέες στην καθαρότητά τους. Με την είσοδό της όμως στο σώμα και την υποταγή της στους φυσικούς νόμους λησμόνησε αυτά που γνώριζε.
Η απόκτηση γνώσης σε αυτόν τον κόσμο ερμηνεύεται τελικά ως διαδικασία ανάμνησης. Επομένως, τις φυσικές ομοιότητες των πραγμάτων πρέπει να τις μελετάμε μόνο γιατί μπορούν να βοηθήσουν τον νου στην προσπάθειά του να επαναφέρει την τέλεια γνώση που είχε κάποτε και που τώρα έχει ξεχάσει. Τα αισθητά πράγματα προκαλούν μόνο το ερέθισμα, για να ανακληθεί στη μνήμη η πρότερη γνώση.
Αυτήν τη σχέση, από την πλευρά των αισθητών πραγμάτων, ονομάζει μέθεξη ή μίμηση. Η νόηση, που έχει έδρα την ψυχή, είναι αυτή που οδηγεί στη γνώση των Ιδεών, και η γνώση των Ιδεών στη γνώση των πραγμάτων. Η θεωρία των Ιδεών, επομένως, συνδέεται με την πίστη στην αθανασία και την προΰπαρξη της ψυχής.
Οι Ιδέες είναι εκείνες οι τέλειες, άφθαρτες και αμετάβλητες νοητές οντότητες, στις οποίες όλα τα ατελή, φθαρτά και μεταβλητά πράγματα μετέχουν. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να θεωρηθούν ιδέες που δημιουργούμε με τον νου μας. Είναι πραγματικές οντότητες, τις οποίες μπορούμε να συλλάβουμε μόνο με τη νόηση και όχι με τις αισθήσεις. Με άλλα λόγια, οι Ιδέες δεν μπορούν να αναχθούν σε κάτι άλλο και να αποτελέσουν υποκείμενα μιας συνηθισμένης κατηγόρησης, αλλά συνιστούν έσχατες και αυθυπόστατες οντολογικές και νοηματικές εστίες θεμελίωσης της πραγματικότητας και της γνώσης.
Για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι Ιδέες αποτελούν εστίες θεμελίωσης της γνώσης, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας μια βασική προϋπόθεση της θεωρίας των Ιδεών: το ατελές (αισθητά πράγματα) δεν θα μπορούσε ποτέ από μόνο του να μας οδηγήσει στη γνώση του τέλειου (Ιδέες). Ούτε δύο πράγματα σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι ακριβώς, μαθηματικώς τα ίδια.
Εάν, λοιπόν, έχουμε στον νου μας μια προσδιορίσιμη ιδέα της αληθινής σημασίας της λέξης ίσο, δεν μπορεί να την πήραμε απλώς με την εξέταση και τη σύγκριση των πραγμάτων που βλέπουμε ή των ευθειών που σχεδιάζουμε. Θα πρέπει να γνωρίζουμε από πριν τη σημασία της λέξης ίσο για να μπορούμε να προβούμε σε κρίση για την ισότητα ανάμεσα στα αισθητά πράγματα. Επομένως, υπάρχουν ιδανικά πρότυπα που ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο των αισθήσεων μας, προγενέστερο της γέννησής μας.
Κατά τον Πλάτωνα, τα αισθητά πράγματα ορίζονται ως το σύνολο των ιδιοτήτων τους. Μπορεί οι ιδιότητές τους να αλλάζουν συνεχώς –και αυτός είναι ο λόγος που η οντολογική τους κατάσταση χαρακτηρίζεται ως γίγνεσθαι. Δεν παύουν όμως κάθε στιγμή να έχουν κάποιες ιδιότητες. Για την ύπαρξη και τη συντήρηση αυτών των ιδιοτήτων υπεύθυνες είναι οι Ιδέες. Οι Ιδέες, καθώς είναι αθάνατες και αναλλοίωτες, δεν οφείλουν την ύπαρξή τους σε κάτι άλλο, και είναι ικανές να συντηρούν οι ίδιες την ύπαρξή τους. Για αυτόν τον λόγο η οντολογική τους κατάσταση περιγράφεται από τον Πλάτωνα ως είναι.
Με βάση αυτή την υπόθεση, ο Πλάτων δείχνει στο έργο του Πολιτεία τη μορφή και τον βαθμό της γνώσης που μπορεί να επιτευχθεί σε συνάρτηση με τον βαθμό πραγματικότητας. Μόνο από τις Ιδέες που αντιστοιχούν στην τέλεια ύπαρξη, στο είναι, μπορεί να προκύψει η τέλεια γνώση και επιστήμη. Από την άλλη, η απόλυτη άγνοια αναφέρεται στην ανυπαρξία, στο μη είναι, καθώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε κάτι που δεν υπάρχει.
Ο διαχωρισμός αυτός αποτελεί την αφετηρία για τον διαχωρισμό των επιστημών. Οι πραγματικές επιστήμες, μάς λέει, είναι μόνο οι μαθηματικές, και μάλιστα έχουν μία ιεραρχική δομή. Στη βάση βρίσκεται η αριθμητική, ακολουθεί η γεωμετρία, η στερεομετρία, η αστρονομία ενώ πρώτη, βρίσκεται η αρμονία.
Στην κορυφή όλης αυτής της ιεραρχικής σειράς βρίσκεται τελικά η ύψιστη επιστήμη, η διαλεκτική φιλοσοφία, με την οποία επιτυγχάνεται η γνώση της ύψιστης Ιδέας, της Ιδέας του Αγαθού. Επιπλέον, σύμφωνα με τον φιλόσοφο Άλφρεντ Έντουαρντ Τέιλορ (Alfred Edward Taylor), η Ιδέα του Καλού, δίχως άλλο, ταυτίζεται με την τέλεια ωραιότητα, που η θέασή της, όπως αναφέρεται στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, αποτελεί το προσκύνημα του φιλοσοφικού εραστή.
Το Κοσμολογικό Δόγμα
Η περίφημη αλληγορία του σπηλαίου στην Πολιτεία είναι κατάλληλο σημείο εκκίνησης για την έρευνα του κοσμολογικού δόγματος. Παρουσιάστηκε ως διάλογος από τον Πλάτωνα, με σκοπό να συγκριθούν οι επιπτώσεις της παιδείας και της έλλειψής της στη φύση του ανθρώπου.
Ο Πλάτων περιγράφει μέσω του Σωκράτη ένα σύνολο ατόμων που ζουν όλη τους τη ζωή αλυσοδεμένοι στον τοίχο μιας σπηλιάς, αντικρίζοντας έναν κενό τοίχο. Κοιτάζουν τις σκιές που σχηματίζονται στον τοίχο, από αντικείμενα που περνούν μπροστά από μια φωτιά πίσω τους, και δίνουν ονόματα σε αυτές τις σκιές. Οι σκιές είναι η πραγματικότητα των φυλακισμένων.
Ο Σωκράτης εξηγεί ότι ο φιλόσοφος είναι σαν φυλακισμένος που απελευθερώθηκε από το σπήλαιο και καταλαβαίνει ότι οι σκιές δεν είναι η πραγματικότητα. Μπορεί να κατανοήσει την αληθινή μορφή της πραγματικότητας και όχι την κατασκευασμένη πραγματικότητα, δηλαδή τις σκιές που βλέπουν οι φυλακισμένοι. Οι κρατούμενοι δεν επιθυμούν καν να φύγουν από τη φυλακή τους, διότι δεν γνωρίζουν καλύτερη ζωή. Στην αλληγορία προβάλλεται το εξής: όπως το σπήλαιο υπάρχει ως προς τον ορατό κόσμο, έτσι υπάρχει και ο ορατός κόσμος ως προς εκείνα που είναι αόρατα και αιώνια.
Μας καλεί, επίσης, να φανταστούμε μερικούς δεσμώτες φυλακισμένους σε μια μακριά και κατηφορική υπόγεια αίθουσα. Είναι τόσο καλά δεμένοι ώστε δεν μπορούν να κινήσουν ούτε το κεφάλι ούτε τα μέλη τους. Δεν μπορούν να δουν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τους άλλους, γιατί ο τρόπος που είναι δεμένοι τους αναγκάζει να βλέπουν πάντα εμπρός, το τοίχωμα του σπηλαίου.
Κάπως μακρύτερα, πάνω και πίσω από τους δεσμώτες, καίει μια φωτιά. Ανάμεσα σε εκείνους και τη φωτιά διέρχεται ένας δρόμος, ενώ κατά μήκος του ένας χαμηλός τοίχος. Από τον δρόμο περνούν συνεχώς μεταφορείς, με όλα τα είδη κατασκευασμένων εργαλείων και με είδωλα πάνω στα κεφάλια τους. Φέρουν ανδριάντες, είδωλα ζώων, φτιαγμένα από ξύλο και λίθο και κάθε είδους υλικό.
Ο τοίχος κατά μήκος του δρόμου αποκρύπτει φυσικά τις σκιές των μεταφορέων, τα αντικείμενα όμως που φέρουν ξεπερνούν το ύψος του τοίχου και αντανακλώνται από τη λάμψη της φωτιάς στο τοίχωμα του σπηλαίου. Έτσι, οι δεσμώτες βλέπουν μόνο μια αδιάκοπη σειρά σκιών που πάνε και έρχονται, και καθώς ποτέ δεν έχουν δει τίποτα άλλο, υποθέτουν ότι αυτά τα κινούμενα φαντάσματα είναι η μόνη πραγματικότητα.
Δεν έχουν αντίληψη των ειδώλων τα οποία δημιουργούν οι σκιές, ενώ ακόμη λιγότερο αντιλαμβάνονται τις αρχικές μορφές, αντίγραφα των οποίων είναι αυτά τα είδωλα.
Το επόμενο τμήμα της παρομοίωσης ασχολείται με την απελευθέρωση του φυλακισμένου από τα δεσμά του. Όταν λυθούν τα δεσμά του και είναι αναγκασμένος να σταθεί όρθιος, να γυρίσει και να περπατήσει, να υψώσει τα μάτια του προς το φως, στην αρχή θαμπώνεται και απορεί, και μέσα στο σάστισμά του πρόθυμα θα διατηρούσε ακόμα την ψευδαίσθηση ότι είναι περισσότερο φωτεινές και αληθινές οι σκιές που έβλεπε πριν, από ότι οι αυθεντικές μορφές που βλέπει τώρα. Τελικά, ο οδηγός του καταφέρνει να τον σύρει έξω, στον πάνω κόσμο, μακριά από το φανάρι που φωτίζεται από τον ήλιο και προς το αληθινό ηλιόφως.
Σταδιακά τα μάτια αρχίζουν να συνηθίζουν τη λαμπρότητα. Στην αρχή διακρίνει μόνο τις σκιές και τα είδωλα όσων εμείς ονομάζουμε αληθινά πράγματα σε αυτόν τον κόσμο. Μετά μπορεί να δει τα ίδια πράγματα από τα οποία προήλθαν αυτές, και έτσι σταδιακά προχωρά όλο και περισσότερο, ώσπου στο τέλος βλέπει επιπλέον τον ίδιο τον Ήλιο, τον βλέπει όπως είναι στην επικράτειά του. Ύστερα από αυτά, λέει ο Πλάτωνας, θα έκανε τη σκέψη πως αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τους ενιαυτούς, και διευθύνει σαν επίτροπος όλα στον ορατό κόσμο, και ο αίτιος όλων εκείνων που έβλεπαν εκείνοι.
Ο Πλάτωνας εννοεί ότι όπως ακριβώς το σπήλαιο είναι μια εικόνα του ορατού κόσμου, έτσι και ο ορατός κόσμος είναι μια εικόνα του αόρατου. Από τα αόρατα αντλούσε την έμπνευσή του ο Πλάτωνας.
Η γέννηση αυτού του κόσμου, κατά τον Πλάτωνα, έγινε μικτή, δηλαδή από την συνένωση του Νου και της Ανάγκης. Τη Θεότητα αναπόφευκτα παρεμποδίζει η ανυπότακτη φύση του υλικού με το οποίο πρέπει να εργαστεί. Βέβαια η Ανάγκη πειθαρχεί σε μεγάλο βαθμό στη θέληση του Θεού. Ο Δημιουργός παίρνει την αρχέγονη ύλη και την πλάθει, στον βαθμό που του επιτρέπει η Ανάγκη, σύμφωνα με το τέλειο πρότυπο του δικού του Νου.
Επιπλέον, την κοσμολογία του Πλάτωνα διέπει η ιδέα ότι ο κόσμος είναι δομημένος βάσει μαθηματικών αρχών. Ο Θεός αεί γεωμετρεί και έτσι έφερε την τάξη στο χάος. Η αντίληψη ότι τα μαθηματικά είναι το εργαστήριο μέσω του οποίου δημιουργεί ο Θεός τη Φύση, εξηγεί τη μεγάλη σημασία που αποδίδει ο Πλάτωνας στις μαθηματικές μελέτες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην είσοδο της Ακαδημίας υπήρχε η επιγραφή αγεωμέτρητος μη εισίτω.
Η Ανάγκη υποκύπτει στην πειθώ της Θεότητας και η κακόβουλη επιρροή της αναχαιτίζεται. Καθόσον το αρχέγονο χάος υποτάσσεται στους μαθηματικούς τύπους, η εγγενής ασχήμια και η κακία του ελέγχονται. Μερικές φορές όμως η Ανάγκη είναι άκαμπτη, οπότε η ατέλεια προσκολλάται και στα ομορφότερα δημιουργήματα.
Όμως ο Θεός μάς έδωσε το χάρισμα της όρασης προκειμένου να βλέπουμε καθαρά τις κινήσεις της Λογικής στον ουρανό και να τις χρησιμοποιούμε ως υπόδειγμα για τις ταραγμένες περιφορές της δικής μας διάνοιας. Όλη η ομορφιά και η αγαθοεργία προέρχεται από τον Θεό, ό,τι είναι κακόβουλο και άσχημο προέρχεται από την Ανάγκη.
Αυτά είναι τα κυριότερα σημεία όσον αφορά την περιγραφή του Πλάτωνα για τον τρόπο με τον οποίο δημιούργησε ο Θεός το σώμα του Κόσμου. Πολύ σημαντική όμως θεωρείται και η θεωρία του για την Ψυχή του Κόσμου.
Η Ψυχή του Κόσμου
Στην αρχή του Χρόνου, ο Θεός δημιούργησε το Σύμπαν. Ένα Πνεύμα ή Ψυχή εκπορεύτηκε από τον Θεό και σκήνωσε στο σώμα το οποίο ο Θεός λύτρωσε από το χάος, εντυπώνοντας μαθηματικούς τύπους στην αρχέγονη ύλη.
Την Ψυχή του Κόσμου την τοποθέτησε στο κέντρο του και την επέκτεινε σε όλα του τα μέρη, και το εξωτερικό του ακόμα το κάλυψε ολόγυρα με Αυτήν. Τοιουτοτρόπως δημιούργησε έναν κυκλικό κόσμο, έναν και μόνον, κυκλικά περιστρεφόμενο, ο οποίος λόγω της αυτάρκειάς του, μπορεί να είναι συγκεντρωμένος μόνο στον εαυτό του, χωρίς να έχει ανάγκη από τίποτε άλλο, γνωρίζει καλά τον εαυτό του και τον αγαπά πολύ.
Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι το πλατωνικό δόγμα περί Ψυχής παρουσιάζει τον κόσμο ως έμψυχο Όλο, τονίζοντας την αρχαία αναλογία ανάμεσα στον μακρόκοσμο και τον μικρόκοσμο. Ωστόσο, η αιτία που προσδιορίζει ο Πλάτωνας για την ύπαρξη της ψυχής του Κόσμουείναι απλώς η Θεϊκή αγαθότητα. Ο κόσμος δηλαδή υπάρχει λόγω της Θεϊκής αρετής.
Οι ιδιότητες που ανήκουν στη Θεϊκή Ψυχή είναι η κίνηση, η οποία απορρέει εκ των έσω, και η νόηση. Για όλες τις κινήσεις που λαμβάνουν χώρα στον φυσικό κόσμο αιτία είναι η Ψυχή του Κόσμου. Ολόκληρη η ζωή και η ενέργεια του σύμπαντος απορρέουν από Αυτήν. Σχετικά με την ιδιότητα της νόησης, ή Λογικής, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η Λογική περιέχει το στοιχείο της σταθερότητας που συνθέτει την Ψυχή του Κόσμου, γιατί η Λογική σύμφωνα με τον Πλάτωνα είναι πάντα σταθερή και ομοιόμορφη.
Η ιδιότητα τηςΜεταβολής
ανήκει στον κόσμο της αίσθησης και της δοξασίας, γιατί η Μεταβολή είναι η αρχή της πολλαπλότητας και της αλλαγής, όπως ακριβώς η Σταθερότητα είναι η αρχή της ενότητας και της μονιμότητας. Επομένως, λόγω του στοιχείου της Μεταβολής, η Ψυχή του Κόσμου αντιλαμβάνεται τη σφαίρα των αισθητών, αλλά οι πεποιθήσεις της Ψυχής του Κόσμου δεν περιέχουν το στοιχείο του λάθους, και ως έναν βαθμό μπορούμε να τις αποκαλέσουμε λογικές.
Η Ψυχή του Κόσμου, όπως περιγράφεται στο έργο του Πλάτωνα Τίμαιος, δεν έχει κανένα κοινό σημείο με τις αρχές του θυμού και της επιθυμίας –οι οποίες θεωρεί ότι αποτελούν ένα τόσο μεγάλο και ταραχώδες τμήμα της ανθρώπινης ψυχής. Επομένως, λόγω της νόησής της η Ψυχή του Κόσμου είναι λογική.
Σχόλια διανοητών για τον Πλάτωνα
«Ανάμεσα στους μαθητές του Σωκράτη δίκαια ξεχωρίζει μέσα σ΄ όλο το αστραφτερό του μεγαλείο ο Πλάτων…Το μεγαλείο του έγκειται στο ότι πέτυχε μέσα από το σμίξιμο των δύο αυτών πνευμάτων –του Σωκράτη και του Πυθαγόρα– να τελειοποιήσει τη Φιλοσοφία».
Αυγουστίνος, De Civitate Dei
«Τ’ ανάλαφρο περιστέρι, που στο λεύτερο πέταγμά του σκίζει τον αέρα, που αισθάνεται την αντίστασή του, είναι σε θέση ν΄ αντιληφθεί ότι αυτό θα το πετύχαινε ακόμα καλύτερα σε χώρο κενό αέρος. Έτσι εγκατέλειψε κι ο Πλάτων τον κόσμο των αισθήσεων, μια κι έφερνε τόσο πολλά εμπόδια στη νόηση, και δοκίμασε να πετάξει στην άλλη πλευρά, με τα φτερά των Ιδεών, στον κενό χώρο της καθαρής νόησης…».
Ιμμάνουελ Καντ (Immanuel Kant), Κριτική του Καθαρού Λόγου
«Ο Πλάτων εκφράζεται στον κόσμο σαν ένα μακάριο πνεύμα, που χαίρεται να πλανιέται σ΄ αυτόν για κάποιο διάστημα. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο να τον γνωρίσει, καθώς ήδη τον προϋποθέτει, όσο να του μεταδώσει εκείνο το οποίο κουβαλάει μαζί του και του είναι τόσο αναγκαίο. Διεισδύει στα βάθη, περισσότερο για να τα γεμίσει με την ύπαρξη του, παρά για να τα εξιχνιάσει. Κινείται προς τα ύψη, με νοσταλγία, για να ενωθεί και πάλι με την πηγή του. Όλα όσα λέει αναφέρονται σε κάτι το αιωνίως Αδιαίρετο, το Αγαθό, το Αληθινό, το Ωραίο, που τον πόθο του προσπαθεί να ξυπνήσει σε κάθε καρδιά. Ό,τι οικειοποιείται ξεχωριστά απ’ τη γήινη γνώση, λιώνει, θα μπορούσε κανείς να πει εξατμίζεται, στη μέθοδο, στην παρουσίαση του».
«...ο έρωτας προς τις Ιδέες είναι αυτό που ο Πλάτωνας αποκαλεί Ενθουσιασμό».
Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe),
Ιστορία της Θεωρίας των Χρωμάτων
«Ο πλατωνικός διάλογος υπήρξε κατά κάποιον τρόπο η βάρκα που πάνω της πιάστηκε να σωθεί η καραβοτσακισμένη παλιότερη ποίηση μαζί με όλα της τα παιδιά: στριμωγμένοι πάνω σ΄ έναν στενό χώρο, έντρομοι και υποταγμένοι στον μοναδικό τιμονιέρη, τον Σωκράτη, έμπαιναν τώρα σ΄ έναν καινούργιο κόσμο που δεν χόρταινε να βλέπει τη φανταστική εικόνα της πομπής».
Φρίντριχ Νίτσε (Friedrich Nietzsche), Η Γέννηση της Τραγωδίας
«….ας θυμηθούν λοιπόν όλοι αυτοί που απ΄ τη δική τους περίοπτη θέση περιφρονούν την ψυχανάλυση, πόσο κοντά βρίσκεται η διευρυμένη σεξουαλικότητα της ψυχανάλυσης με τον Έρωτα του θεϊκού Πλάτωνα».
Σίγκμουντ Φρόιντ (Sigmund Freud)
«Από τον Πλάτωνα είναι που η σκέψη για την ύπαρξη του Όντος γίνεται Φιλοσοφία, αφού πρόκειται για μια ενατένιση των Ιδεών. Η Φιλοσοφία όμως, που ξεκινάει πρώτη φορά με τον Πλάτωνα, θα έχει στο εξής τον χαρακτήρα αυτού που θα ονομαστεί αργότερα Μεταφυσική. Τη βασική μορφή της Μεταφυσικής δίνει με ενάργεια ο ίδιος ο Πλάτων στην ιστορία εκείνη με την παραβολή του σπηλαίου. Ήδη η λέξη Μεταφυσική βρίσκεται διατυπωμένη στην παρουσίαση του Πλάτωνα».
Μάρτιν Χάιντεγκερ (Martin Heidegger)
Βιβλιογραφία
• Πλάτων, Η Περί Αληθείας Θεωρία του Πλάτωνα (Gottfried Martin ) Εκδόσεις Πλέθρον
• Πλάτων, Αλκιβιάδης Α’-πολιτικός, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος
• Α.Ε. Taylor, Πλάτων: Ο άνθρωπος και το έργο του, Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
• James Adam, Σωκράτης Πλάτων Εισαγωγή στη Φιλοσοφία τους, Εκδόσεις Ιάμβλιχος
• Πλάτων Απολογία Σωκράτους, Φαίδρος-Ίππαρχος, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος
• Θανάσης Λάλας-Σταμάτης Κωνσταντινίδης, Πίνοντας καφέ με τον Πλάτωνα, Εκδόσεις Αρμός.
Σύνδεσμοι
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%BB%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD
https://en.wikipedia.org/wiki/Plato
https://iep.utm.edu/plato/
https://plato.stanford.edu/entries/plato/
https://www.in.gr/2024/07/01/language-books/literature/platon-idea-tou-agathou-meros/
https://docplayer.gr/11133830-H-theoria-ton-ideon-toy-platona.html
Μ.Μ.