Τέχνες - Πολιτισμός
Η Παιδεία ως Καλλιέργεια της Ύπαρξης
Η παιδεία, ως σύστημα εκπαίδευσης και μάθησης στον κλασικό ελληνικό και ελληνιστικό (ελληνορωμαϊκό) κόσμο, περιελάμβανε θέματα όπως η γυμναστική, η γραμματική, η ρητορική, η μουσική, τα μαθηματικά, η γεωγραφία, η φυσική ιστορία και η φιλοσοφία[1]. Στην πρώιμη χριστιανική εποχή, η ελληνική παιδεία, humanitas στα Λατινικά (ανθρωπιστική σπουδή), χρησίμευσε ως πρότυπο για τα χριστιανικά ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης, όπως η χριστιανική σχολή της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο, η οποία προσέφερε τη θεολογία ως κορυφαία επιστήμη στα προγράμματα σπουδών της. Ο όρος αργότερα συνδυάστηκε με τη λέξη εγκύκλιος, για να προσδιορίσει την ευρεία, τη γενική εκπαίδευση, παράγοντας τον σημερινό όρο εγκυκλοπαίδεια (εγκυκλοπαιδική μόρφωση)[2].
Η Παιδεία στην Αρχαιότητα
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι η παιδεία έπρεπε να ακολουθείται στη βάση της ανάπτυξης της διάνοιας. Ο πολιτισμός και η νεολαία «διαμορφώνονταν» στο ιδεώδες του καλού κ’ αγαθού. Η ίδια ιδέα αργότερα εμφανίζεται στους μεσαιωνικούς ιππότες ή στους τροβαδούρους και τον πολιτισμό τους. Η ελληνική παιδεία είναι η ιδέα της τελειότητας, της αριστείας. Η ελληνική νοοτροπία καθόριζε πως ο πολίτης όφειλε «να είναι πάντα άριστος». Ο Όμηρος καταγράφει αυτή την υπεροχή στις νουθεσίες του βασιλιά Πηλέα στον γιο του Αχιλλέα για την αρετή. Η αρετή ως αποτέλεσμα της παιδείας ήταν το κεντρικό ιδεώδες του ελληνικού πολιτισμού[3]. Στην Ιλιάδα, επίσης, απεικονίζει την αριστεία της σωματικής υπεροχής και του θάρρους των Ελλήνων και των Τρώων. Στην Οδύσσεια, ο Όμηρος υπογραμμίζει την αριστεία του νου ή το πνεύμα, που θεωρεί επίσης απαραίτητο για τη νίκη. Η αρετή ως έννοια είναι παράλληλη με αυτή του ήρωα και απαραίτητη ως συστατικό του πολέμου για την νικηφόρα έκβαση. Είναι η ικανότητα του ατόμου να «αντιμετωπίζει τους εχθρούς, τα τέρατα και τους κινδύνους κάθε είδους και να βγαίνει νικητής»[4].
Αυτή η νοοτροπία φαίνεται και στην τάση των Ελλήνων να αναπαράγουν μόνο τη λογοτεχνία που θεωρείτο άριστη, στους Ολυμπιακούς αγώνες και τη λογοτεχνία, με διαγωνισμούς ποίησης, τραγωδίας και κωμωδίας. Η ιδέα της αρετής ως ύψιστο αγαθό της παιδείας διαπέρασε όλα όσα έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες. Η νοοτροπία της αρετής επεκτείνεται ακόμη περισσότερο στις ανταγωνιστικές παιδείες των Ελλήνων φιλόσοφων, κυρίως του Ισοκράτη και του Πλάτων, καθώς και οι δύο δημιούργησαν σχολές υψηλής επιρροής στην Ελλάδα. Παρόλο που και οι δύο απέρριψαν την τρέχουσα παιδεία της πόλης των πολιτικών, δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν την αντιπαλότητα και τον ανταγωνισμό της ρητορικής και της επιστήμης για την ηγεσία στον τομέα της παιδείας και του πολιτισμού. Στο περί της Αντιδόσεως ο Ισοκράτης επιχείρησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια στις κατηγορίες ότι η κοινή εκπαίδευση οδηγεί τους ανθρώπους στην καταστροφή, μια κατηγορία που ο Σωκράτης και ο Πλάτων συζητούν ανοιχτά στο Δημοκρατία. Στην εισαγωγική ομιλία του Ισοκράτη εναντίον των σοφιστών, είναι σαφές ότι έχει μπροστά του τον Γοργία και τον Πρωταγόρα του Πλάτωνα και προσπαθεί να δημιουργήσει το δικό του ιδεώδες για την παιδεία, σε αντίθεση με το δικό τους[5].
Στη σύγχρονη εποχή ο Γερμανοαμερικανός κλασικιστής Βέρνερ Γαίγκερ (Werner Jaeger), στο τρίτομο έργο του χρησιμοποιεί την ιδέα της παιδείας για να ανιχνεύσει την εξέλιξη της ελληνικής σκέψης και εκπαίδευσης από τον Όμηρο έως τον Δημοσθένη. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι η ίδια έννοια της παιδείας χρησιμοποιήθηκε επίσης από τον Μόρτιμερ Άντλερ (Mortimer Adler) στην κριτική του για τα σύγχρονα δυτικά εκπαιδευτικά συστήματα και τη συγγραφή του μανιφέστου του[6]. Η παιδεία του Άντλερ είναι ένα αξιοπρεπές και ανθρώπινο όραμα για το τι μπορεί και πρέπει να κάνει η αμερικανική εκπαίδευση. Ο υπότιτλος του βιβλίου υποδηλώνει τον ηθικό ενθουσιασμό του Άντλερ, καθώς και τη φιλοδοξία και το εύρος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που προτείνει. Ο Άντλερ έγραψε το βιβλίο-μανιφέστο εκ μέρους του Ομίλου Παιδεία, μιας ομάδας περίπου δώδεκα ανθρώπων. Ο Άντλερ και ο όμιλος Paideia ζήτησαν έναν ανανεωμένο στόχο για την εκπαιδευτική πραγματικότητα, που θα πρόσφερε σε καθέναν το ίδιο (ελάχιστο) επίπεδο εκπαίδευσης προσφέροντάς τους μια ποιοτική εκπαίδευση, στα πρότυπα της αρχαιοελληνικής παιδείας[7].
Την ίδια ιδέα χρησιμοποίησε και ο Λόρενς Α. Κρεμίν (Lawrence A. Cremin) στις απόψεις του για την αμερικανική εκπαίδευση[8]. «Όπως και οι αρχαίοι Έλληνες, που αναζητούσαν διάλογο για μια αλήθεια που ποτέ δε θα ανακαλυφθεί πλήρως ή τελικά», αναφέρει ο Κρεμίν «οι Αμερικανοί του εικοστού αιώνα ψάχνουν μέσα από την εκπαίδευση για έναν αυτοπροσδιορισμό, που ποτέ δεν θα είναι πλήρως ή οριστικά προσδιορισμένος». Διερευνώντας τη δυνατότητα μιας ευρύτερης που θα αντικαταστήσει την κοινή εκπαίδευση, ο Κρεμίν χρησιμοποιεί τη λέξη παιδεία, τονίζοντας παράλληλα ότι οι σύγχρονοι διανοούμενοι αρνούνται συχνά στους κοινούς ανθρώπους τη δυνατότητα να «παιδεύονται» και να αυτοπροσδιορίζονται[9].
Αλληλοεπικάλυψη Ιδεών
Στη σημερινή εποχή παρατηρείται συχνά αλληλοεπικάλυψη των όρων παιδεία, μόρφωση, καλλιέργεια, εκπαίδευση, μάθηση και αγωγή, χωρίς αναγκαστικά οι όροι να σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Ο σκοπός ενός παιδευτικού συστήματος είναι η καλλιέργεια των νοητικών, των ψυχικών και των σωματικών δυνάμεων του ατόμου γενικότερα και όχι μόνο των νέων ανθρώπων. Η λέξη παιδεία στην αρχαία ελληνική πραγματικότητα υποδήλωνε ό,τι περίπου και η σημερινή λέξη κουλτούρα, δηλαδή τη γενικότερη πνευματική και ψυχική καλλιέργεια του ανθρώπου και μαζί τον πολιτισμό. Σήμερα, με τη σημασιολογική διαφοροποίηση υλικού πολιτισμού (civilisation) και καλλιέργειας (culture), η λέξη «παιδεία» υποδηλώνει μόνο την καλλιέργεια, είτε μέσω της τυπικής εκπαίδευσης, είτε εκτός αυτής[10].
Με τη λέξη εκπαίδευση αναφερόμαστε κυρίως στην παιδεία που παρέχει το εκπαιδευτικό σύστημα, στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα και στους λειτουργούς του. Ωστόσο, το εκπαιδευτικό σύστημα και η εκπαίδευση γενικότερα, θα έπρεπε να αποβλέπουν όχι μόνο στην παροχή γνώσεων και στην καλλιέργεια της νόησης τους ατόμου, αλλά και στη μόρφωση, τη διαμόρφωση της προσωπικότητας, στη διάπλαση του χαρακτήρα και στη διαπαιδαγώγησή τους με την ευρεία έννοια. Η ανάπτυξη του ψυχικού κόσμου του ατόμου, του ήθους, των μορφών συμπεριφοράς του και γενικότερα η ανάπτυξη και άσκηση όλων των πλευρών της προσωπικότητας που δεν έχουν σχέση με τη γνώση, συνιστούν ό,τι αποκαλείται γενικότερα αγωγή, μια άλλη έννοια που χρησιμοποιείτο εναλλακτικά κατά την αρχαιότητα για τον όρο παιδεία[11].
Παιδεία και Εξατομίκευση
Στην αρχαία Ελλάδα η παιδεία δεν περιοριζόταν μόνο στην καθοδήγηση των νέων και δεν βασιζόταν σε σταθερά προγράμματα. Θεωρείτο συνεχής καθ' όλη τη διάρκεια ζωής του ατόμου και εξέλιξη του φυσικού, εγγενούς δυναμικού του. Με τον όρο παιδεία διατυπώθηκε η έννοια της «εσωτερικής καλλιέργειας» ή της καλλιέργειας της ψυχής (cultura animi)[12], η οποία υποχώρησε στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, με την αντιψυχολογική του έμφαση στην πρόοδο, την εξειδίκευση και την εξωστρέφεια και με την αντίληψη ότι η «καλλιέργεια» καθορίζεται από κοινωνικές δομές και υλικά εργαλεία.
Το σημερινό ενδιαφέρον για τη γιουγκιανή έννοια της εξατομίκευσης μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ως επιστροφή του απωθημένου. Η ομηρική ποίηση θεωρείται ότι παρείχε ένα ενιαίο κανόνα για όλους τους ανθρώπους, ενώ η επακόλουθη πορεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ξεκινώντας από τους Έλληνες σοφιστές και μια όλο και πιο εξειδικευμένη έννοια της φιλοσοφίας, φαίνεται πως προώθησε ένα μονομερή τρόπο ωρίμανσης της ατομικότητας. Υποστηρίζεται ότι η νοσταλγία για την παιδεία επιβεβαιώνεται έμμεσα μέσω του ευρέως διαδεδομένου πολιτισμικού ενδιαφέροντος για την ιδέα της εξατομίκευσης[13].
Ειδικότερα, η ελληνική ιδέα της παιδείας –η οποία σήμερα μεταφράζεται ανεπαρκώς ως «εκπαίδευση»- εξαρτάται κυρίως από την ανάδειξη του φυσικού δυναμικού που υπάρχει ήδη στο άτομο. Λαμβάνοντας υπόψη τα σημαντικά χαρακτηριστικά που αναπόφευκτα διακρίνουν την παιδεία της κλασικής αρχαιότητας από τη σύγχρονη παιδεία, βλέπουμε ότι η παιδεία αποτελεί προσδοκία για εξατομίκευση. Σύμφωνα με την αναλυτική ψυχολογία -και όχι μόνο- η εξατομίκευση είναι μια διαδικασία ψυχολογικής ολοκλήρωσης. Γενικά, η εξατομίκευση είναι μια διαδικασία, με την οποία διαμορφώνονται και διαφοροποιούνται τα άτομα από το ανθρώπινο σύνολο. Ειδικότερα, η εξατομίκευση περιγράφει την ανάπτυξη του ψυχολογικού ατόμου ως όντος διακριτού από τη γενική, συλλογική ψυχολογία[14].
Η εξατομίκευση είναι μια διαδικασία διαμόρφωσης μάλλον και όχι εκπαίδευσης, μια και ο όρος εκπαίδευση στρέφει προς την εξωτερική, υλική πλευρά του πολιτισμού[15]. Το μυστικό πάθος που έφεραν οι ιδρυτές της ψυχολογίας βάθους για την Ελλάδα δεν περιορίστηκε στους μύθους του Οιδίποδα και του Αγαμέμνονα και αυτό το πάθος ήταν ακόμα πιο έντονο για τον Καρλ Γιουνγκ (Carl Jung) από ό,τι για τον Σίγκμουντ Φρόιντ (Sigmund Freud). Δεν είναι απλή σύμπτωση ότι Βέρνερ Γιαίγκερ (Werner Jaeger) έγραψε το μνημειώδες έργο του Παιδεία στην ίδια περίοδο που ο Γιουνγκ διαμόρφωσε καθολικά τις ιδέες του για την εξατομίκευση. Αναγνωρίζεται ευρέως ότι οι πολιτισμικές ρίζες του Γιουνγκ περνούν μέσω του Γιάκομπ Μπούρκχαρντ (Jacob Burckhardt) και του Φρίντριχ Νίτσε (Friedrich Nietzsche) στον γερμανικό ρομαντισμό, αλλά δεν τονίζεται επαρκώς ότι οι ρίζες της ιδέας της εξατομίκευσης του Γιουνγκ δεν ανήκουν στον ρομαντισμό του δέκατου ένατου αιώνα, αλλά στην αναβίωση των ελληνικών αξιών από τους θαυμαστές του κλασικού κόσμου του 19ου αιώνα. Περνούν μέσα από αυτή την αναβίωση και φτάνουν μέχρι το αρχαιοελληνικό ιδεώδες για τη διαμόρφωση του ατόμου.
Εσωτερική Παιδεία
Κατά μία γενική έννοια ο εσωτερισμός, ο μυστικισμός και η θρησκεία, επειδή εμπεριέχουν την ιδέα της τελετουργίας, θεωρούνται ιδιαίτερες όψεις της παιδείας και της διδακτικής, δηλαδή της μάθησης και της πρακτικής[16]. Η ιδέα αναπτύχθηκε από τους Γνωστικούς και είναι παρούσα στην ερμητική φιλοσοφία και στη σύγχρονη εσωτερική βιβλιογραφία, υποδηλώνοντας μια ερμητική παιδεία που συντίθεται από αρκετούς διαδοχικούς βαθμούς τελετουργικής μύησης[17]. Στο παρακάτω σχεδιάγραμμα απεικονίζεται η διαδικασία μεταβολής της εξωτερικής γνώσης σε γνωστική (ερμητική) γνώση, μέσω της διδακτικής της τελετουργίας:
Γνώση → Tελετουργία → Tελετουργική Eμπειρία → Tελετουργική Eσωτερική Γνώση → Γνωστική Γνώση
Η εξωτερική γνώση μέσω της εμπειρίας της τελετουργίας (εσωτερικής, μυστικιστικής, θρησκευτικής) γίνεται τελετουργική εσωτερική γνώση και εν τέλει γνωστική γνώση, δηλαδή κοσμολογική, μεταφυσική, μυστική ή εσωτερική γνώση. Η τελετουργική γνώση δεν αφορά μόνο σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα, αλλά πάντα συνεπάγεται την τελετουργική κατανόηση και ενόραση. Βασικά, η «τελετουργική γνώση» συμβαίνει όταν η γνώση και η εμπειρία τελειοποιούνται μέσω της τελετουργικής δραστηριότητας[18]. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Τζορτζ Σάου (G. Shaw) τόσο η τελετουργική λατρεία όσο και η φιλοσοφική παιδεία ήταν ριζωμένες στην αρχαιότητα σε μία και μοναδική πηγή, στην άφατη δύναμη των θεών[19], κάτι που υποδηλώνει πως η εσωτερική παιδεία έχει στόχο και την ένωση με μια ανώτερη αρχή, τον Ανώτερο Εαυτό, το θεϊκό αρχέτυπο, τον συλλογικό νου κ.ο.κ.
Στους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους η ιερατική λειτουργία των γυναικών -συνήθης στις παραδοσιακές ελληνικές θρησκείες της Ελλάδας- ενισχύθηκε κατά τα τέλη του τέταρτου αιώνα, καθώς οι γυναίκες αντικατέστησαν φυσικά και λειτουργικά τα δημόσια μαντεία. Το σημείο αναφοράς για την ιερή γυναίκα ήταν η δύναμη της πρόβλεψης και η ικανότητά της να διατυπώνει χρησμούς. Δεδομένων των απαγορεύσεων του χριστιανισμού, σε μια ατμόσφαιρα δίωξης και αναγκαίας μυστικότητας, οι γυναίκες λειτούργησαν ως φορείς της παράδοσης. Τα τελευταία απομεινάρια των αρχαίων τελετουργικών χάθηκαν. Η δύναμη γυναικών όπως η θεουργός και φιλόσοφος Σωσιπάτρα, για παράδειγμα, είχε συμβολική αξία για την κοινότητα όχι από την οπτική της μαγείας, αλλά της συνέχισης μιας ευρείας κλίμακας παγανιστικών αξιών, που σχετίζονταν με τις θαυματουργές δυνάμεις της πρόγνωσης και της εσωτερικής αυθεντίας, καθώς και τις ιδιότητες της ευλάβειας και της παιδείας[20].
Βέβαια η παιδεία στην εσωτερική της προοπτική επηρέασε όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες. Η απωθημένη προοπτική της επηρέασε μεταγενέστερα τον χριστιανισμό, τον ιουδαϊσμό και τον ισλαμισμό μέσω μυστικιστικών ρευμάτων, για να καταλήξει αλώβητη στη σύγχρονη εποχή με την εμφάνιση σχολών εσωτερικής φιλοσοφίας, που είχαν και έχουν ως στόχο την παροχή της εσωτερικής παιδείας.
Συμπερασματικά
Η παιδεία είναι διαφορετική έννοια από αυτή της εκπαίδευσης, ακόμα και της μάθησης. Μέσω της παιδείας το άτομο αποκτά πλήθος εξωτερικών γνώσεων, τις οποίες μέσω της εμπειρίας, της ενδοσκόπησης και της εσωτερικής αλλαγής μετατρέπει σε εσωτερική γνώση, σε διαδικασία εξατομίκευσης, σε διαδικασία ψυχικής καλλιέργειας. Κάτι τέτοιο του παρέχει τη διαισθητική ικανότητα αντίληψης και κατανόησης των αιτιών που διαμορφώνουν το κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Έτσι, κατακτά τη δυνατότητα να σκέφτεται, αποκτώντας ολοκληρωμένη αντίληψη των ποικίλων παραγόντων που επηρεάζουν και εν τέλει κατευθύνουν τις εξελίξεις στους διάφορους τομείς, αλλά και στη δική του ψυχοσύνθεση.
Με λίγα λόγια, αποκτά επίγνωση της δικής του παρουσίας και του δικού του ρόλου στο πολυσύνθετο εξελικτικό πλέγμα. Τα εξωτερικά γεγονότα παύουν πλέον να φαίνονται τυχαία και ασύνδετα και γίνονται αντιληπτά ως ένα ενιαίο και αλληλένδετο σύνολο που καθορίζεται -ως ένα βαθμό- ακόμη και από τη δράση του κάθε μεμονωμένου ατόμου. Το άτομο συνειδητοποιεί σταδιακά πως δεν μπορεί να πράττει και να ζει, χωρίς να αντιλαμβάνεται τον αντίκτυπο των δικών του ενεργειών. Η παιδεία και η καλλιέργεια που επιφέρει, επιτρέπει στο άτομο να αντιληφθεί πως και οι δικές του πράξεις είναι σημαντικές και υπολογίσιμες.
Από την εσωτερική οπτική γωνία η παιδεία φέρει εγγενώς μια κάθετη διάσταση, εκείνη της ένωσης με ένα ανώτερο ιδεώδες, είτε αυτό το ιδεώδες αποκαλείται ψυχή ή θεότητα.
Σημειώσεις
[1] Σαπουνάς 2012, 201-211.
[2] The Editors of Encyclopaedia Britannica 1998, διαθέσιμο online.
[3] Jaeger 1945, I.15.
[4] Jaeger 1945, II.56.
[5] Jaeger 1945, III.46–70.
[6] Adler 1982.
[7] Byrnes 1983, 61-62.
[8] Cremin 1988.
[9] Gutmann 1988, 17.
[10] Kroeber 1973, 1-27.
[11] Morgan 1918, 272-276.
[12] Wallerstein, 1994, 5.
[13] Zoja 1997, 481-505.
[14] Jung 1971, par. 757
[15] Audi 1999, 424.
[16] Olsson 2000, 19.
[17] Hanegraaf 2015, 179-209.
[18] Steen Larsen 2008, 300.
[19] Shaw 1997, 189.
[20] Stratton and Kalleres 2014, 292.
Βιβλιογραφία
• Adler M. 1982, The Paideia Proposal: An Educational Manifesto, New York: MacMillan.
• Audi, R. (ed.) 1999, The Cambridge Dictionary of Philosophy, Cambridge: Cambridge University Press.
• Byrnes, T. 1983, The Paideia Proposal: An Educational Manifesto Mortimer Adler New York: MacMillan, Journal
of Teacher Education, 34(4), 61-62.
• Cremin, L.A. 1988, American Education: The Metropolitan Experience, 1876–1980, New York: Harper and Row.
• Gutmann, M. 1988, Searching for Ourselves in the Classroom, The New York Times, 17.
• Hanegraaf, W.J. 2015, How Hermetic was Renaissance Hermetism?, Aries – Journal for the Study of Western
Esotericism 15, 179-209.
• Jaeger, W. 1945, Paideia: The Ideals of Greek Culture, vols. I-III, trans. Gilbert Highet, Oxford: Oxford University
Press.
• Jung, C.G. 1971, Psychological Types, Collected Works, vol. 6, Princeton: Princeton University Press.
• Kroeber, A.L. 1973, Style and Civilization, Ithaca: Greenwood Publishing Group.
• Morgan, J.C. 1918, The Transition Period of Athenian Education and Modern Education, Classical Journal, (13),
272-276
• Olsson, T. 2000, De rituella fälten i Gwanyebugu, in Svensk religionshistorisk årsskrift 2000, Bjärnum: Bjärnums
tryckeri AB.
• Σαπουνάς, Α.Δ. 2012, Η Εκπαίδευση κατά τους Ελληνιστικούς Χρόνους, Τα Εκπαιδευτικά, 103-104, 201-211.
• Shaw, G. 1997, The Mortality and Anonymity of the Iamblichean Soul, Syllecta Classica, vol. 8, The University of
Iowa.
• Steen Larsen, L. 2008, Western esoterism: Ultimate Sacred Postulates and Ritual Fields, Lund Studies in History
of Religions, Lund: Lund University.
• Stratton, K.B., Kalleres, D.S. (eds.) 2014, Daughters of Hecate, New York: Oxford University Press.
• The Editors of Encyclopaedia Britannica 1998, “Paideia”, Encyclopædia Britannica, διαθέσιμο στο
https://www.britannica.com/topic /paideia, ανάκτηση 19.09.2019.
• Wallerstein, I. 1994, Geopolitics and Geoculture: Essays on the Changing World-System, Cambridge: Cambridge
University Press.
• Zoja, L. 1997, Individuation and paideia, Journal of Analytical Psychology, 42, 481-505.
Κ.Κ.