Φιλοσοφία
Πλάτων

Η Ζωή του Πλάτωνα
Γεννήθηκε το 428 π.Χ. και πέθανε σε ηλικία ογδόντα ετών το 348 π.Χ. Παρουσίασε το έργο του με τη μορφή φιλοσοφικών διαλόγων. Άσκησε σημαντική επιρροή στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και γενικότερα στη δυτική φιλοσοφική παράδοση μέχρι και σήμερα.
Μεγάλωσε σε οικογένεια που διαδραμάτιζε σπουδαίο ρόλο στον δημόσιο βίο της πολιτείας. Η οικογένεια του και από τις δυο πλευρές ήταν από τις πιο διαπρεπείς των Αθηνών κατά την εποχή του Περικλή. Ένα μέρος της οξυδέρκειας του Πλάτωνα γύρω από την πολιτική πρέπει αναμφίβολα να αποδοθεί στην ανατροφή που πήρε από παιδί. Πέρασε τα πιο δεκτικά του χρόνια της νεαρής ηλικίας στο σπίτι του πατριού του, εξέχουσα φυσιογνωμία του καθεστώτος του Περικλή, αφού είχε χάσει τον πατέρα του σε μικρή ηλικία.
Το κανονικό του όνομα ήταν Αριστοκλής αλλά το προσωνύμιο Πλάτων του το έδωσε ο δάσκαλος της γυμναστικής, γιατί είχε πλατύ μέτωπο και στέρνο. Διδάχτηκε ότι το επιτακτικό καθήκον του φιλόσοφου -για τον οποίο η ύψιστη ευτυχία βρίσκεται σε μια ζωή γαλήνιας ενατένισης της αλήθειας- είναι η υπέρτατη θυσία να αφιερωθεί στην υπηρεσία των συνανθρώπων του ως πολιτικός και νομοθέτης, αν του δοθεί η ευκαιρία.
Ελάχιστα στοιχεία υπάρχουν για την πραγματική ζωή του Πλάτωνα ως το 60o έτος της ηλικίας του. Ο ίδιος στους διαλόγους του, αποσιωπά καθετί σχετικό με το άτομό του. Το μόνο στοιχείο σχετικά με τη ζωή του ως το 26ο έτος του για το οποίο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι είναι η επίδραση της φιλίας του με τον Σωκράτη, που στάθηκε η ισχυρότερη δύναμη η οποία και διαμόρφωσε τη σκέψη του. O Διογένης ο Λαέρτιος διηγείται ότι το βράδυ πριν να συναντήσει για πρώτη φόρα ο Σωκράτης τον Πλάτωνα, ονειρεύτηκε, ότι ένας νεαρός κύκνος κάθισε για λίγο στα γόνατα του και μετά ξαφνικά άνοιξε τις φτερούγες του και πέταξε αφήνοντας μια γλυκιά κραυγή.
Ο Σωκράτης συνδέθηκε πολύ στενά με τον Χαρμίδη, θείο του Πλάτωνα, ενώ ο ίδιος ήταν πολύ μικρός. Γνώριζε δηλαδή τον Σωκράτη από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Ο Πλάτωνας εμπνεύστηκε διανοητικά και ηθικά από τον Σωκράτη, αν και ο διανοητικός ορίζοντας του Πλάτωνα είναι ασύγκριτα ευρύτερος.
Ο Πλάτων σε μια επιστολή που έγραψε στο τέλος σχεδόν της ζωής του μας λέει ότι το 404-3 π.Χ., εποχή του «ολιγαρχικού» σφετερισμού της εξουσίας, τότε που ήταν ακόμη πολύ νέος, σκόπευε να σταδιοδρομήσει ως πολιτικός και ότι ορισμένοι συγγενείς του τον παρακινούσαν να κάνει την είσοδο του στον δημόσιο βίο υπό την αιγίδα τους, αλλά εκείνος περίμενε να δει πρώτα ποια θα ήταν η πολιτική τους. Δεν άργησε να διαπιστώσει ότι άρχισαν να δείχνουν σημάδια ανομίας και βίας. Όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία, οι πράξεις των ιθυνόντων ήταν ακόμη χειρότερες: οι άνθρωποι αυτοί έφτασαν να θανατώσουν τον Σωκράτη με την αβάσιμη κατηγορία της ασέβειας προς τα θεία. Αυτό το γεγονός έβαλε τέρμα στις πολιτικές φιλοδοξίες του Πλάτωνα όπως μας λέει ο ίδιος.
Ο Πλάτωνας επίσης στην παραπάνω επιστολή, γράφει ότι επισκέφτηκε την Ιταλία και την Σικελία σε ηλικία σαράντα ετών και ότι τον απώθησε ο αισθησιασμός και η πολυτέλεια που χαρακτήριζαν τη ζωή των πλουσίων εκεί. Αργότερα, επισκέφθηκε άλλες δυο φορές την Σικελία.
Όσα λέει σε αυτή την επιστολή υποδηλώνουν ότι το μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ του θανάτου του Σωκράτη και αυτού του ταξιδιού το πέρασε στην Αθήνα, παρατηρώντας τα δημόσια πράγματα και τελικά συμπέρανε ότι δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς καλή διακυβέρνηση «αν δεν περάσουν στην πολιτική εξουσία αληθινοί και γνήσιοι φιλόσοφοι ή αν οι ισχυροί πολιτικοί δεν ασπαστούν με τη χάρη της θείας πρόνοιας την αληθινή φιλοσοφία».
Ακαδημία Πλάτωνος
Η Aκαδημία ιδρύθηκε περίπου το 388-7 π.Χ. και μάλλον προηγήθηκε το ταξίδι στην Ιταλία. Αναφέρεται ότι ο πραγματικός σκοπός του ταξιδιού του Πλάτωνα ήταν να συναντήσει τους Πυθαγόρειους.
Η ίδρυση της Ακαδημίας αποτελεί την κρίσιμη καμπή στη ζωή του Πλάτωνα και σύμφωνα με μερικές απόψεις το πιο αξιομνημόνευτο γεγονός στην ιστορία της δυτικοευρωπαϊκής επιστήμης. Η Ακαδημία σημάδεψε την ιστορία του παγκόσμιου πολιτισμού.
Ο Πλάτωνας μετά από μακρόχρονη αναμονή, βρήκε επιτέλους τον αληθινό σκοπό της ζωής του. Στο εξής έμελλε να είναι ο πρώτος ιθύνον ενός μόνιμου ιδρύματος, που είχε σκοπό την πρωτότυπη έρευνα για την προαγωγή της γνώσης.
Τα επόμενα είκοσι χρόνια ο Πλάτων ασχολήθηκε με την οργάνωση και τη λειτουργία της σχολής του. Μέρος αυτού του έργου ήταν και οι «διαλέξεις». Από τον Αριστοτέλη γνωρίζουμε ότι ο Πλάτων παρέδιδε, σε περιπάτους κυρίως, χωρίς να συμβουλεύεται χειρόγραφα. Αλλά οι παραδόσεις αυτές αποτελούσαν μικρό μέρος της δουλειάς. Μια από τις βασικές πεποιθήσεις του ήταν ότι τίποτε δεν μπορεί να μαθευτεί με την απλή ακρόαση των μαθημάτων. Πίστευε πως, η μόνη μέθοδος για την αληθινή μάθηση ήταν να καταπιαστείς ενεργά, κοντά σε μια πιο προχωρημένη διάνοια για την ανακάλυψη της επιστημονικής αλήθειας.
Στην Ακαδημία φιλοξενήθηκαν πολλοί στοχαστές και επιστήμονες. Οι μεγάλες πρόοδοι που σημειώθηκαν στα μέσα του 5ου αιώνα και η εμφάνιση των ειδικευμένων σχολών της Αλεξάνδρειας τον 3ο αιώνα π.Χ. οφείλονται σε ανθρώπους που είτε φοίτησαν στη σχολή του Πλάτωνα είτε συνδέονταν στενά με αυτή.
Στο δεύτερο μισό του αιώνα, η ακαδημία ανέδειξε με επιτυχία, καινοτόμους μαθηματικούς, νομοθέτες και διοικητικά στελέχη με άρτια κατάρτιση. Έτσι η ακαδημία καθίσταται ο άμεσος πρόγονος του μεσαιωνικού και του σύγχρονου πανεπιστήμιου. Το πλατωνικό σύστημα απέβλεπε στο να εφαρμόσει πρακτικά στην εκπαίδευση την πεποίθηση ότι οι ελπίδες του κόσμου εναπόκεινται αποκλειστικά στη σύζευξη της πολιτικής εξουσίας και της γνήσιας επιστήμης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα θεωρητικά μαθηματικά αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη του προγράμματος διδασκαλίας. Στην είσοδο της Ακαδημίας υπήρχε η επιγραφή «Αγεωμέτρητος μη εισίτω».
Αντικείμενο όλης της φιλοσοφίας του είναι να στρέψει την ψυχή προς τα πάνω, να κοιτάξει ψηλά (άνω οράν), να την οδηγήσει από τα ορατά στα αόρατα, προκειμένου να «σκέπτεται τα αθάνατα και τα θεία»
Η Ακαδημία καταστράφηκε πρώτη φορά το 202 π.Χ. από τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο τον Ε΄, αργότερα το 86 π.Χ. από τον Ρωμαίο στρατιωτικό Σύλλα. Tέλος καταστράφηκε οριστικά το 529 μ.Χ. από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό.
«Κι όμως… ακόμα και σήμερα αναδύεται η ιερότητα του χώρου μέσα από τα ερείπια, καθώς τα λούζει ένα εκτυφλωτικό φως, ιαματικό για όσους ξέρουν να του παραδίδονται άνευ όρων».
H Θεωρία της Παιδείας
Πιθανόν σε τίποτα άλλο δεν αποδίδει ο Πλάτωνας τόση σημασία όσο στην παιδεία. Ο ίδιος, θεωρούσε το γραπτό λιγότερο σημαντικό από το διδασκαλικό έργο του. Η ανάπτυξη της νόησης και η καλλιέργεια του χαρακτήρα μέσω της προφορικής συζήτησης και διαλόγου, η άμεση επίδραση του δασκάλου στον μαθητή, είναι το πρωταρχικό μέλημα του δασκάλου. Το κύριο έργο της ζωής του ήταν να διαπαιδαγωγήσει τους μαθητές της Ακαδημίας.
Η Πολιτεία περιέχει δυο διαλόγους ή πραγματείες για την παιδεία. η μία αφορά την προκαταρκτική διαπαιδαγώγηση του χαρακτήρα στην παιδική και νεανική ηλικία, η άλλη τη διαπαιδαγώγηση του νου και συνεπώς του χαρακτήρα κατά την νεότητα και στην αρχή της ενηλικίωσης.
Ο απώτερος σκοπός της παιδείας κατά τον Πλάτωνα, ήταν να εξυψωθεί η ψυχή από το παροδικό και το ορατό προς τη σφαίρα εκείνου του αόρατου και αιώνιου όντος, στο οποίο η ίδια έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να ανήκει. Οι μαθητές, μας λέει ο Πλάτωνας, πρέπει πρώτα να διαπλαστούν σε ασυνείδητη αρμονία με την ομορφιά της Λογικής, προκειμένου, όταν έρθει η Λογική να την καλωσορίσουν με χαρά, λόγω της σχέσης που έχουν ήδη αποκτήσει με αυτή. Υπό την καθοδήγηση μιας εξαγνισμένης μορφής Τέχνης και Ποίησης, ο μαθητής που έχει αφομοιώσει την προηγούμενη αρχή, αποκτά τη δυνατότητα τελικά μέσω ενός είδους ενστικτώδους, άλογης αίσθησης, να ξεχωρίζει μεταξύ σωστού και λάθους, όμορφου και άσχημου, όπως αυτά παρουσιάζονται στον κόσμο της φύσης και του ανθρώπου.
Όμως η ψυχή δεν σταματά το ταξίδι της ώσπου να ανέβει στην ανώτατη κορυφή της νοητής χώρας και να δει την Ιδέα του Καλού. Η Θεωρία της παιδείας του Πλάτωνα καταλήγει εκεί από όπου ξεκίνησε, σε μια αποκάλυψη του Θεϊκού όντος.
Η δεύτερη βαθμίδα εκπαίδευσης που περιγράφεται στην πολιτεία αφορά μια μικρή μειονότητα όσων έλαβαν την προηγούμενη παιδεία. Πολλοί άνθρωποι αδυνατούν εκ φύσεως να ανέλθουν από τη «σωστή δοξασία» στη γνώση.
Μόνο η ανώτερη τάξη των Φυλάκων, έχει πρόσβαση και τα φυσικά προσόντα του φιλόσοφου βασιλιά. Το κύριο σημείο της φιλοσοφικής ιδιοσυγκρασίας δηλώνει ότι είναι η αγάπη για τη Σοφία ή την Αλήθεια, όχι για το ένα ή το άλλο τμήμα της Αλήθειας, αλλά για ολόκληρη την Αλήθεια, παντού και πάντα. Ο φιλόσοφος είναι κάποιος που ποθεί να διαλογίζεται «πάντα και όσο υπάρχει», ανίκανος να συγκατατεθεί στο μερικό ή το συγκεκριμένο. Ο ακούραστος νους του ανέρχεται συνεχώς προς το συμπαντικό, προσπαθώντας πάντα να συνειδητοποιήσει την ολότητα των πραγμάτων, ανθρωπίνων και θεϊκών. Από αυτό το βασανιστικό πάθος για αλήθεια και γνώση ξεπηδά κάθε ηθική αρετή που αποδίδει ο Πλάτωνας στην αληθινή φιλοσοφική φύση: κουράγιο και υψηλό φρόνημα, εγκράτεια, δικαιοσύνη και καλοσύνη.
Περιγράφει πως πρέπει να είναι κατά την γνώμη του ο ανθρώπινος χαρακτήρας. Με το φιλόσοφο βασιλιά στην Πολιτεία έχει τη σαφή πρόθεση να παρουσιάσει τον τέλεια δίκαιο και σωστό άνθρωπο. Η τάση να περιγράφεται το διανοητικό και ηθικό ιδεώδες υπό τη μορφή κάποιας φανταστικής προσωπικότητας, αργότερα γνωστής στις μεταριστοτελικές σχολές ως ο «σοφός» φαίνεται ότι προήλθε από τον Πλάτωνα. Μαθαίνουμε από τον Πλάτωνα, ότι σε τέτοιους χαρισματικούς ανθρώπους, πρέπει να εμπιστευτούμε την διακυβέρνηση της Πολιτείας, αφού τους έχουμε τελειοποιήσει μέσω της παιδείας.
Η θεωρία των Ιδεών
Η θεωρία των ιδεών που εισήγαγε ο Πλάτωνας αποτελεί τομή στην ιστορία της φιλοσοφίας, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και σημείο αναφοράς για όλη την κατοπινή φιλοσοφική αναζήτηση.
Η φιλοσοφική αναζήτηση που είχε ξεκινήσει με τους προσωκρατικούς φιλόσοφους, σχετικά με το πώς μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο γύρω μας και τις αρχές που τον διέπουν, είχε φτάσει σε αδιέξοδο την εποχή του Πλάτωνα. Οι Ηρακλείτειοι υποστήριζαν ότι τα πάντα στον κόσμο του χώρου και του χρόνου συνεχώς μεταβάλλονταν. Η μεταβολή δεν σταματούσε ούτε μια στιγμή και τίποτα δεν έμενε να γνωρίσουμε σε αυτόν τον κόσμο, αφού η γνώση απαιτεί την ύπαρξη ενός σταθερού αντικειμένου.
Ο Παρμενίδης από την άλλη, ισχυριζόταν ότι υπάρχει μια σταθερή πραγματικότητα, την οποία μπορούμε να ανακαλύψουμε μόνο μέσω του νου, χωρίς την ανάμειξη των αισθήσεων.
Το αντικείμενο της γνώσης πρέπει να είναι αμετάβλητο και αιώνιο, εκτός χρόνου και μεταβολής, ενώ οι αισθήσεις μας φέρνουν σε επαφή με ότι είναι μεταβλητό και φθαρτό. Παράλληλα «η ρητορική της γλώσσας», την οποία η Σοφιστές ανήγαγαν σε θεωρία, είχε οδηγήσει σε αστάθεια και σχετικότητα κάθε σημασία, προπαντός στο πλαίσιο των ηθικών και πολιτικών αξιών.
Ο Πλάτωνας θέλοντας να διαφυλάξει το αγαθό της γνώσης και της αντικειμενικής αλήθειας από ιδεολογήματα που την απέρριπταν και τα οποία καταδίκαζαν τον άνθρωπο σε μόνιμη άγνοια οδηγώντας τον στον αμοραλισμό, υποστήριξε ότι τα αντικείμενα της γνώσης, δηλαδή τα αντικείμενα που θα μπορούσαν να οριστούν, υπήρχαν, αλλά δεν έπρεπε να ταυτιστούν με τίποτα από τον αισθητό κόσμο. Υπήρχαν σε ένα νοητό κόσμο, πέραν του χώρου και του χρόνου. Αυτές είναι οι περίφημες πλατωνικές ιδέες.
Ο Πλάτων για να καταλήξει στη θεωρία των ιδεών, ξεκίνησε από την έννοια του κατηγορουμένου της κρίσεως την οποία είχε εισάγει ο Σωκράτης. Το σκεπτικό είναι το εξής: Όταν για διαφορετικά υποκείμενα βεβαιώνουμε το ίδιο κατηγορούμενο (π.χ. «ο σκύλος είναι καλός», «ο φίλος είναι καλός», «ο Θεός είναι καλός» κλπ.) τότε σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, το κατηγορούμενο πρέπει να έχει την ίδια σημασία, ανεξάρτητα από τα υποκείμενα στα οποία αποδίδεται. Η σημασία αυτή του κατηγορουμένου, εφόσον η κρίση είναι αληθής, αντλεί την αλήθεια της από την αναφορά της στην ιδέα.
Η θεωρία των ιδεών συνδέεται με την πίστη στην αθανασία και την προΰπαρξη της ψυχής. Ο Πλάτωνας επαναβεβαίωσε την αλήθεια της θρησκευτικής διδασκαλίας των Πυθαγορείων ότι η ψυχή είναι αθάνατη, όπως γράφει στον «Φαίδωνα».
Πιστεύει ότι η ψυχή συγγενεύει με τις ιδέες. Ιδέες και ψυχή ανταποκρίνονται το ένα στο άλλο. Η θέα των ιδεών είναι μάλιστα πληρέστερη όσο η ψυχή ελευθερώνεται από το σώμα και τις αισθήσεις. Επομένως η ψυχή συγγενεύει με το θείο, το αθάνατο, το αόρατο, ενώ το σώμα συγγενεύει με το γήινο, το ορατό και το φθαρτό. Ταυτόχρονα η ψυχή είναι προορισμένη να άρχει, ενώ το σώμα είναι προορισμένο να υπακούει και να υπηρετεί.
Αναφέρει, επίσης, ότι ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε, συνίσταται από αντιθέσεις και ότι η μια αντίθεση προκύπτει από την άλλη. Για παράδειγμα το μεγαλύτερο γίνεται από το μικρότερο, το ασθενέστερο από το ισχυρότερο και τανάπαλιν. Έτσι η ζωή με τον θάνατο είναι αντίθετα. Και αφού από την ζωή προκύπτει ο θάνατος, θα πρέπει να δεχτούμε και ότι από τον θάνατο προκύπτει ζωή.
Για να ενισχύσει αυτή την απόδειξη ο Πλάτων τη συνδέει με τον μύθο της ανάμνησης, που παρουσιάζεται στο έργο του «Μένων». Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο, η ανθρώπινη ψυχή πριν ενσωματωθεί γνώρισε τις ιδέες στην καθαρότητά τους. Με την είσοδό της όμως στο σώμα και την υποταγή της στους φυσικούς νόμους, η ψυχή λησμόνησε αυτά που γνώριζε.
Η απόκτηση γνώσης σε αυτόν τον κόσμο ερμηνεύεται, τελικά ως διαδικασία ανάμνησης. Επομένως, τις φυσικές ομοιότητες των πραγμάτων πρέπει να τις μελετάμε μόνο γιατί μπορούν να βοηθήσουν τον νου στην προσπάθεια του να ξαναφέρει πίσω την τέλεια γνώση που είχε κάποτε και που τώρα έχει ξεχάσει. Τα αισθητά πράγματα, προκαλούν μόνο το ερέθισμα για να ανακληθεί στη μνήμη η πρότερη γνώση.
Αυτή την σχέση, από την πλευρά των αισθητών ονομάζει μέθεξη ή μίμηση. Η νόηση που έχει έδρα την ψυχή, είναι αυτή που οδηγεί στη γνώση των ιδεών και η γνώση των ιδεών στη γνώση των πραγμάτων. Η θεωρία των ιδεών επομένως συνδέεται με την πίστη στην αθανασία και την προΰπαρξη της ψυχής.
Οι ιδέες είναι εκείνες οι τέλειες, άφθαρτες και αμετάβλητες νοητές οντότητες, στις οποίες όλα τα ατελή, φθαρτά και μεταβλητά πράγματα μετέχουν. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να θεωρηθούν ιδέες που δημιουργούμε με τον νου μας. Είναι πραγματικές οντότητες, τις οποίες μπορούμε να συλλάβουμε μόνο με την νόηση και όχι με τις αισθήσεις. Με άλλα λόγια, «οι ιδέες δεν μπορούν να αναχθούν σε κάτι άλλο και να αποτελέσουν υποκείμενα μιας συνηθισμένης κατηγόρησης, αλλά συνιστούν έσχατες και αυθυπόστατες οντολογικές και νοηματικές εστίες θεμελίωσης της πραγματικότητας και της γνώσης».
Για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι ιδέες αποτελούν εστίες θεμελίωσης καταρχήν της γνώσης, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας μια βασική προϋπόθεση της θεωρίας των ιδεών: το ατελές, (αισθητά πράγματα), δε θα μπορούσε ποτέ από μόνο του να μας οδηγήσει στη γνώση του τέλειου (ιδέες). Ούτε δυο πράγματα σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι ακριβώς, μαθηματικώς τα ίδια. Αν λοιπόν έχουμε μέσα στον νου μας μια προσδιορίσιμη ιδέα της αληθινής σημασίας της λέξης «ίσο», δεν μπορεί να την πήραμε απλώς με την εξέταση και τη σύγκριση των πραγμάτων που βλέπουμε ή των ευθειών που σχεδιάζουμε. Θα πρέπει να γνωρίζουμε από πριν τη σημασία της λέξης «ίσο» για να μπορούμε να προβούμε σε κρίση για την ισότητα ανάμεσα στα αισθητά πράγματα. Επομένως, υπάρχουν ιδανικά πρότυπα που ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο των αισθήσεων μας, προγενέστερο της γέννησής μας.
Κατά τον Πλάτωνα τα αισθητά ορίζονται ως το σύνολο των ιδιοτήτων τους. Μπορεί οι ιδιότητές τους να αλλάζουν συνεχώς -και αυτός είναι ο λόγος που η οντολογική τους κατάσταση χαρακτηρίζεται ως γίγνεσθαι. Δεν παύουν όμως κάθε στιγμή να έχουν κάποιες ιδιότητες. Για την ύπαρξη και τη συντήρηση αυτών των ιδιοτήτων υπεύθυνες είναι οι ιδέες. Οι ιδέες, καθώς είναι αθάνατες και αναλλοίωτες, δεν οφείλουν την ύπαρξή τους σε κάτι άλλο και είναι ικανές να συντηρούν οι ίδιες την ύπαρξή τους. Για αυτόν τον λόγο η οντολογική τους κατάσταση περιγράφεται από τον Πλάτωνα «ως είναι».
Με βάση αυτή την υπόθεση, ο Πλάτων δείχνει στο έργο του «Πολιτεία» τη μορφή και τον βαθμό της γνώσης που μπορεί να επιτευχθεί σε συνάρτηση με τον βαθμό πραγματικότητας. Μόνο από τις ιδέες που αντιστοιχούν στην τέλεια ύπαρξη, στο είναι, μπορεί να προκύψει η τέλεια γνώση και επιστήμη. Η απόλυτη άγνοια δε, αναφέρεται στην ανυπαρξία, στο μη είναι, καθώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε κάτι που δεν υπάρχει.
Ο διαχωρισμός αυτός αποτελεί την αφετηρία για τον διαχωρισμό των επιστημών. Οι πραγματικές επιστήμες μας λέει, είναι μόνο οι μαθηματικές και μάλιστα έχουν μια ιεραρχία. Στη βάση βρίσκεται η αριθμητική, ακολουθεί η γεωμετρία, η στερεομετρία, η αστρονομία ενώ πρώτη, βρίσκεται η αρμονία.
Στην κορυφή όλης αυτής της ιεραρχικής σειράς, βρίσκεται τελικά, η ύψιστη επιστήμη, η διαλεκτική φιλοσοφία, με την οποία επιτυγχάνεται η γνώση της ύψιστης ιδέας, της ιδέας του αγαθού. Σύμφωνα με τον Taylor, «Η ιδέα του Καλού δίχως άλλο ταυτίζεται με την τέλεια ωραιότητα, που η θέασή της κατά το Συμπόσιο, αποτελεί το προσκύνημα του φιλοσοφικού εραστή».
Το Κοσμολογικό Δόγμα
Η περίφημη αλληγορία του σπηλαίου στην Πολιτεία είναι κατάλληλο σημείο εκκίνησης για την έρευνα του κοσμολογικού δόγματος. Παρουσιάστηκε ως διάλογος από τον Πλάτωνα στο έργο του Πολιτεία, με σκοπό να συγκριθούν «οι επιπτώσεις της παιδείας και της έλλειψής της στη φύση του ανθρώπου». Ο Πλάτων περιγράφει μέσω του Σωκράτη ένα σύνολο ατόμων που ζουν όλη τους τη ζωή αλυσοδεμένοι στον τοίχο μιας σπηλιάς, αντικρίζοντας έναν κενό τοίχο. Κοιτάζουν τις σκιές που σχηματίζονται στον τοίχο από αντικείμενα που περνούν μπροστά από μία φωτιά πίσω τους και δίνουν ονόματα σε αυτές τις σκιές. Οι σκιές είναι η πραγματικότητα των φυλακισμένων.
Ο Σωκράτης εξηγεί πως ο φιλόσοφος είναι σαν φυλακισμένος που απελευθερώθηκε από το σπήλαιο και καταλαβαίνει ότι οι σκιές δεν είναι η πραγματικότητα. Δηλαδή μπορεί να κατανοήσει την αληθινή μορφή της πραγματικότητας και όχι την κατασκευασμένη πραγματικότητα, δηλαδή τις σκιές που βλέπουν οι φυλακισμένοι. Οι κρατούμενοι δεν επιθυμούν καν να φύγουν από τη φυλακή τους, διότι δε γνωρίζουν καλύτερη ζωή. Στην αλληγορία προβάλλεται το εξής: όπως το σπήλαιο υπάρχει ως προς τον ορατό κόσμο, έτσι υπάρχει και ο ορατός κόσμος ως προς εκείνα που είναι αόρατα και αιώνια.
Μας καλεί να φανταστούμε μερικούς δεσμώτες φυλακισμένους σε μία μακριά και κατηφορική υπόγεια αίθουσα. Είναι τόσο καλά δεμένοι ώστε δεν μπορούν να κινήσουν ούτε το κεφάλι ούτε τα μέλη τους. Δεν μπορούν να δουν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τους άλλους γιατί ο τρόπος που είναι δεμένοι τους αναγκάζει να βλέπουν πάντα εμπρός, το τοίχωμα του σπηλαίου.
Κάπως μακρύτερα πάνω και πίσω από τους δεσμώτες, καίει μια φωτιά και ανάμεσα σε εκείνους και τη φωτιά διέρχεται ένας δρόμος και κατά μήκος του ένας χαμηλός τοίχος.
Από τον δρόμο περνούν συνεχώς μεταφορείς με όλα τα είδη κατασκευασμένων εργαλείων και με είδωλα πάνω στα κεφάλια τους, φέρουν ανδριάντες, είδωλα ζώων, φτιαγμένα από ξύλο και λίθο και κάθε είδους υλικό. Ο τοίχος κατά μήκος του δρόμου αποκρύπτει φυσικά, τις σκιές των μεταφορέων, τα αντικείμενα όμως που φέρουν, ξεπερνούν το ύψος του τοίχου και αντανακλώνται από τη λάμψη της φωτιάς στο τοίχωμα του σπηλαίου. Έτσι, οι δεσμώτες βλέπουν μόνο μια αδιάκοπη σειρά «σκιών που πάνε και έρχονται» και καθώς ποτέ δεν έχουν δει τίποτα άλλο, υποθέτουν ότι αυτά τα κινούμενα φαντάσματα είναι η μόνη πραγματικότητα. Δεν έχουν αντίληψη των ειδώλων τα οποία δημιουργούν οι σκιές, και ακόμη λιγότερο αντιλαμβάνονται τις αρχικές μορφές, αντίγραφα των οποίων είναι αυτά τα είδωλα.
Το επόμενο τμήμα της παρομοίωσης ασχολείται με την απελευθέρωση του φυλακισμένου από τα δεσμά του. Όταν λυθούν τα δεσμά του και είναι αναγκασμένος να σταθεί όρθιος, και να γυρίσει, και να περπατήσει, και να υψώσει τα μάτια του προς το φως, στην αρχή θαμπώνεται και απορεί, και μέσα στο σάστισμά του πρόθυμα θα διατηρούσε ακόμα την ψευδαίσθηση ότι είναι περισσότερο φωτεινές και αληθινές οι σκιές που έβλεπε πριν, από ότι οι αυθεντικές μορφές που βλέπει τώρα. Τελικά, ο οδηγός του καταφέρνει να τον σύρει έξω στον πάνω κόσμο, μακριά από το «φανάρι που φωτίζεται από τον ήλιο» και προς το αληθινό ηλιόφως. Σταδιακά τα μάτια αρχίζουν να συνηθίζουν τη λαμπρότητα. Στην αρχή διακρίνει μόνο τις σκιές και τα είδωλα αυτών που εμείς σε αυτόν τον κόσμο ονομάζουμε αληθινά πράγματα. Μετά μπορεί να δει τα ίδια πράγματα από τα οποία προήλθαν αυτές και έτσι σταδιακά προχωρά όλο και περισσότερο, ώσπου στο τέλος βλέπει και τον ίδιο τον Ήλιο και τον βλέπει όπως είναι στην επικράτειά του. «Ύστερα απ΄ αυτά» λέει ο Πλάτωνας, «θάκανε τη σκέψη γι’ αυτόν, πως αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τους ενιαυτούς, και διευθύνει σαν επίτροπος όλα στον ορατό κόσμο, και ο αίτιος, για να πούμε όλων εκείνων που έβλεπαν αυτοί».
Ο Πλάτωνας εννοεί ότι όπως ακριβώς το σπήλαιο είναι μια εικόνα του ορατού κόσμου, έτσι και ο ορατός κόσμος είναι μια εικόνα του αόρατου. Από τα αόρατα αντλούσε την έμπνευσή του ο Πλάτωνας.
«Η γέννηση αυτού του κόσμου» λέει ο Πλάτωνας, «έγινε μικτή, δηλαδή από την συνένωση του νου και της ανάγκης». Τη Θεότητα αναπόφευκτα παρεμποδίζει η ανυπότακτη φύση του υλικού με το οποίο πρέπει να εργαστεί. Βέβαια η ανάγκη πειθαρχεί σε μεγάλο βαθμό στη θέληση του Θεού. Ο Δημιουργός παίρνει την αρχέγονη ύλη και την πλάθει, στον βαθμό που του επιτρέπει η Ανάγκη, σύμφωνα με το τέλειο πρότυπο του δικού του νου.
Την κοσμολογία του Πλάτωνα διέπει η ιδέα ότι ο κόσμος είναι δομημένος βάσει μαθηματικών αρχών. «Ο Θεός αεί γεωμετρεί» και έτσι έφερε την τάξη στο χάος. Η αντίληψη ότι τα μαθηματικά είναι το εργαστήριο μέσω του οποίου δημιουργεί ο Θεός τη Φύση, εξηγεί τη μεγάλη σημασία που αποδίδει ο Πλάτωνας στις μαθηματικές μελέτες.
Η ανάγκη υποκύπτει στην πειθώ της Θεότητας και η κακόβουλη επιρροή της αναχαιτίζεται. Καθόσον το αρχέγονο χάος υποτάσσεται στους μαθηματικούς τύπους, η εγγενής ασχήμια και η κακία του ελέγχονται. Μερικές φορές όμως η Ανάγκη είναι άκαμπτη οπότε η ατέλεια προσκολλάται και στα ομορφότερα δημιουργήματα.
Ο Θεός μας έδωσε το χάρισμα της όρασης, προκειμένου να βλέπουμε καθαρά τις κινήσεις της Λογικής στον ουρανό και να τις χρησιμοποιούμε ως υπόδειγμα για τις ταραγμένες περιφορές της δικής μας διάνοιας. Όλη η ομορφιά και η αγαθοεργία προέρχεται από τον Θεό, ό,τι είναι κακόβουλο και άσχημο προέρχεται από την Ανάγκη.
Αυτά είναι τα κυριότερα σημεία όσον αφορά την περιγραφή του Πλάτωνα για τον τρόπο με τον οποίο δημιούργησε ο Θεός το σώμα του Κόσμου. Πολύ σημαντική όμως είναι η θεωρία του για την Ψυχή του Κόσμου.
Η Ψυχή του Κόσμου
Ο Πλάτωνας επισημαίνει ότι η ψυχή είναι παλαιότερη του σώματος «Ο Θεός δημιούργησε την ψυχή πρωτύτερα από το σώμα και αυτή είναι πρεσβύτερη του σώματος και κατά την γέννηση και κατά την αρετή, για να κυριαρχεί αυτού και να το διευθύνει, εκείνο δε να υπακούει».
Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι το πλατωνικό δόγμα για την ψυχή ζωοποιεί τον κόσμο αναβιώνει την αρχαία αναλογία ανάμεσα στον μακρόκοσμο και τον μικρόκοσμο αλλά η αιτία που προσδιορίζει ο Πλάτωνας για την ύπαρξη της ψυχής του Κόσμου είναι απλώς η Θεϊκή αγαθότητα. Ο κόσμος δηλαδή υπάρχει λόγω της Θεϊκής αρετής.
Οι ιδιότητες που ανήκουν στη Θεϊκή ψυχή είναι η κίνηση, η οποία προέρχεται από μέσα, και η νόηση. Για όλες τις κινήσεις που λαμβάνουν χώρα στον φυσικό κόσμο, αιτία είναι η ψυχή του κόσμου. Ολόκληρη η ζωή και η ενέργεια του σύμπαντος απορρέουν από αυτήν.
Σχετικά με την ιδιότητα της νόησης ή Λογικής, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η Λογική περιέχει το στοιχείο της σταθερότητας που συνθέτει την ψυχή του κόσμου, γιατί η Λογική σύμφωνα με τον Πλάτωνα, είναι πάντα σταθερή και ομοιόμορφη.
Η ιδιότητα της Μεταβολής, ανήκει στον κόσμο της αίσθησης και της δοξασίας γιατί η Μεταβολή, είναι η αρχή της πολλαπλότητας και αλλαγής όπως ακριβώς η Σταθερότητα είναι η αρχή της ενότητας και της μονιμότητας. Επομένως λόγω του στοιχείου της Μεταβολής, η Ψυχή του Κόσμου αντιλαμβάνεται την σφαίρα των αισθητών, αλλά οι πεποιθήσεις της Ψυχής του Κόσμου δεν περιέχουν το στοιχείο του λάθους και ως ένα βαθμό μπορούμε να τις αποκαλέσουμε λογικές.
Η ψυχή του Κόσμου, όπως περιγράφεται στον Τίμαιο, δεν έχει κανένα κοινό σημείο με τις αρχές του θυμού και της επιθυμίας -οι οποίες σύμφωνα με τον Πλάτωνα, αποτελούν ένα τόσο μεγάλο και ταραχώδες τμήμα της ανθρώπινης ψυχής. Επομένως, λόγω της νόησής της η ψυχή του Κόσμου είναι λογική.
«Την ψυχή του κόσμου την τοποθέτησε στο κέντρο του και την επέκτεινε σε όλα του τα μέρη, και το εξωτερικό του ακόμη το κάλυψε ολόγυρα με αυτή. Τοιουτοτρόπως δημιούργησε ένα κυκλικό κόσμο, ένα και μόνον, κυκλικά περιστρεφόμενο, ο οποίος λόγω της αυτάρκειάς του, μπορεί να είναι συγκεντρωμένος μόνο στον εαυτό του, χωρίς να έχει ανάγκη από τίποτε άλλο, γνωρίζει καλά τον εαυτό του και τον αγαπά πολύ»
Στην αρχή του Χρόνου, ο Θεός δημιούργησε το Σύμπαν. Ένα πνεύμα ή ψυχή εκπορεύτηκε από τον Θεό, και σκήνωσε στο σώμα το οποίο ο Θεός λύτρωσε από το χάος, εντυπώνοντας μαθηματικούς τύπους στην αρχέγονη ύλη.
Ο «Τίμαιος» βοήθησε να προωθηθεί η συγχώνευση του Ελληνισμού με τον Εβραϊσμό από την οποία ξεπήδησε μεγάλο μέρος της χριστιανικής θεολογίας. Έγινε το μέσο μετάβασης από την πολυθεϊστική θεολογία, που έπαιζε τον ρόλο της φιλοσοφίας στις πρώιμες εποχές της Ελλάδας, ως τον παντοδύναμο μονοθεισμό στον οποίο υποτάχτηκε η φιλοσοφία μετά τη Χριστιανική εποχή.
Σχόλια διανοητών για τον Πλάτωνα
Kικέρων
Ποιος έχει πλουσιότερη γλώσσα απ΄ τον Πλάτωνα; Έτσι, λένε οι φιλόσοφοι, θα μιλούσε ο Δίας, αν μιλούσε ελληνικά. (Βρούτος)
Αυγουστίνος
….Ανάμεσα στους μαθητές του Σωκράτη δίκαια ξεχωρίζει μέσα σ΄ όλο το αστραφτερό του μεγαλείο ο Πλάτων, που επισκιάζει εντελώς όλους τους άλλους…. Το μεγαλείο τώρα αυτό του Πλάτωνα έγκειται στο ότι πέτυχε μέσα απ΄ το σμίξιμο των δυο αυτών πνευμάτων (του Σωκράτη και του Πυθαγόρα) να τελειοποιήσει τη Φιλοσοφία. (Civ. Dei)
Ι. Κάντ (Immanuel Kant)
Τ’ ανάλαφρο περιστέρι, που στο λεύτερο πέταγμά του σκίζει τον αέρα, που αισθάνεται την αντίστασή του, είναι σε θέση ν΄ αντιληφθεί ότι αυτό θα το πετύχαινε ακόμα καλύτερα σε χώρο κενό αέρος. Έτσι εγκατέλειψε κι ο Πλάτων τον κόσμο των αισθήσεων, μια κι έφερνε τόσο πολλά εμπόδια στη νόηση και δοκίμασε να πετάξει στην άλλη πλευρά, με τα φτερά των Ιδεών, στον κενό χώρο της καθαρής νόησης… (Κριτική του Καθαρού Λόγου)
Γκαίτε (J. W. Goethe)
Ο Πλάτων συμπεριφέρεται στον κόσμο σαν ένα μακάριο πνεύμα, που χαίρεται να πλανιέται σ΄ αυτόν για κάποιο διάστημα. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο να το γνωρίσει, γιατί ήδη τον προϋποθέτει, όσο να του μεταδώσει εκείνο το οποίο κουβαλάει μαζί του και του είναι τόσο αναγκαίο. Διεισδύει στα βάθη, περισσότερο για να τα γεμίσει με την ύπαρξη του, παρά για να τα εξιχνιάσει. Κινείται προς τα ύψη, με νοσταλγία, για να ενωθεί και πάλι με την πηγή του. Όλα όσα λεει, αναφέρονται σε κάτι το αιωνίως Αδιαίρετο, το Αγαθό, το Αληθινό, το Ωραίο, που τον πόθο του προσπαθεί να ξυπνήσει σε κάθε καρδιά. Ότι οικειοποιείται ξεχωριστά απ’ τη γήινη γνώση, λιώνει, θα μπορούσε κανείς να πει εξατμίζεται, στη μέθοδο, στην παρουσίαση του.
...ο έρωτας προς τις ιδέες είναι αυτό που ο Πλάτωνας αποκαλεί Ενθουσιασμό. (Ιστορία της Θεωρίας των Χρωμάτων)
Νίτσε (Nietzsche)
Ο πλατωνικός διάλογος υπήρξε κατά κάποιο τρόπο η βάρκα που πάνω της πιάστηκε να σωθεί η καραβοτσακισμένη παλιότερη ποίηση μαζί μ΄ όλα της τα παιδιά: στριμωγμένοι πάνω σ΄ ένα στενό χώρο, έντρομοι και υποταγμένοι, στο μοναδικό τιμονιέρη, το Σωκράτη, έμπαιναν τώρα σ΄ ένα καινούργιο κόσμο που δε χόρταινε να βλέπει τη φανταστική εικόνα της πομπής. (Η Γέννηση της Τραγωδίας)
Φρόιντ (S. Freud)
….ας θυμηθούν λοιπόν όλοι αυτοί που απ΄ τη δική τους περίοπτη θέση περιφρονούν την ψυχανάλυση, πόσο κοντά βρίσκεται η διευρυμένη σεξουαλικότητα της ψυχανάλυσης με τον Έρωτα του θεϊκού Πλάτωνα.
Χάιντεγκερ (Martin Heidegger)
Από τον Πλάτωνα είναι που η σκέψη για την ύπαρξη του Όντος γίνεται «Φιλοσοφία», αφού πρόκειται για μία ενατένιση των «Ιδεών». Η «Φιλοσοφία» όμως που ξεκινάει πρώτη φορά με τον Πλάτωνα θα έχει στο εξής το χαρακτήρα αυτού που θα ονομαστεί αργότερα «Μεταφυσική». Τη βασική μορφή της Μεταφυσικής δίνει με ενάργεια ο ίδιος ο Πλάτων στην ιστορία εκείνη με την παραβολή του σπηλαίου. Ήδη η λέξη «Μεταφυσική» βρίσκεται κιόλας διατυπωμένη στην παρουσίαση του Πλάτωνα.
Βιβλιογραφία
• Πλάτων, Η Περί Αληθείας Θεωρία του Πλάτωνα (Gottfried Martin ) Εκδόσεις Πλέθρον
• Πλάτων, Αλκιβιάδης Α’-πολιτικός, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος
• Α.Ε. Taylor, Πλάτων: Ο άνθρωπος και το έργο του, Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
• James Adam, Σωκράτης Πλάτων Εισαγωγή στη Φιλοσοφία τους, Εκδόσεις Ιάμβλιχος
• Πλάτων Απολογία Σωκράτους, Φαίδρος-Ίππαρχος, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος
• Θανάσης Λάλας-Σταμάτης Κωνσταντινίδης, Πίνοντας καφέ με τον Πλάτωνα, Εκδόσεις Αρμός.
Σύνδεσμοι
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%BB%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD
https://en.wikipedia.org/wiki/Plato
https://iep.utm.edu/plato/
https://plato.stanford.edu/entries/plato/
https://www.in.gr/2024/07/01/language-books/literature/platon-idea-tou-agathou-meros/
https://docplayer.gr/11133830-H-theoria-ton-ideon-toy-platona.html
Μ.Μ.