Μορφές
Χαλίλ Γκιμπράν (1883-1931)
Ο Χαλίλ Γκιμπράν, Λιβανέζος ζωγράφος, ποιητής και φιλόσοφος με βαθιές επιρροές από την ανατολική παράδοση, αγγίζει τις ευαίσθητες πτυχές της ψυχής μας. Η γραφή του έχει το χάρισμα να ξεπερνά κάθε δογματισμό, θρησκευτική προκατάληψη, ηθικολογία απελευθερώνοντάς μας από κάθε στερεότυπο.
Η Γενέτειρα του Γκιμπράν, τόπος ορεινός. |
Ανατράφηκε στη σκιά των ιερών κέδρων του Λιβάνου, τον αποκάλεσαν μυστικιστή, φιλόσοφο, αιρετικό, θρησκευόμενο και επαναστάτη. Η μαγική ποιότητα των κειμένων του μας οδηγεί σε μια ατραπό που όσο περισσότερο βαθαίνει κανείς τόσο περισσότερο κατανοεί τι υπάρχει ανάμεσα στις λέξεις. Και μόλις το ανακαλύψει, δέχεται ένα ευγενικό, θεραπευτικό, ψυχικό άγγιγμα που αφυπνίζει αλήθειες όπως η ανεξιθρησκεία, η συνειδητότητα, το Κάρμα, η επαφή μικρόσκοσμου και μακρόκοσμου καταλήγοντας στην αγάπη για τον άνθρωπο και όλο τον κόσμο, που μόνο μια πύρινη καρδιά μπορεί να βιώσει.
Αυτή η επίδραση έχει απελευθερώσει πολυάριθμες ψυχές από τα δεσμά της στερεότυπης σκέψης δίνοντας διέξοδο μέσα από τα φύλλα της καρδιάς. Θεράπευσε πλήθος ανθρώπων μεταμορφώνοντας τον εσωτερικό πόνο σε ανέλιξη της ψυχής προς ανώτερα επίπεδα ύπαρξης. Επηρέασε χιλιάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο ωθώντας τους να βάλουν το λιθαράκι τους για έναν καλύτερο κόσμο. Είναι τρίτος σε δημοτικότητα ποιητής στην ιστορία μετά τον Σαίξπηρ και τον Λάο Tσε.
Η ζωή του κύλησε κάτω από αντιξοότητες γεμάτη με δύναμη και αγωνιστικότητα ενάντια στις δυσκολίες, αλλά και επαναστατικότητα σε κάθε είδους αδικία και καταπίεση, έχοντας ως οδηγό την άπλετη αγάπη για ποιοτικότερο τρόπο ζωής. Φροντίζοντας να κάνει πράξη τις αλήθειες της ζωής του ακολούθησε τις εσωτερικές του αγωνίες και ωθήσεις μετατρέποντας το ατομικό του βίωμα σε μια πανανθρώπινη προσφορά ατομικής και κοινωνικής εξέλιξης.
Η Γέννηση, τα Παιδικά Χρόνια στην Πατρίδα
Στον Λίβανο την περίοδο γύρω στο 1880 επικρατούσε μια προσωρινά ειρηνική ατμόσφαιρα από τις γενικότερες θρησκευτικές αναταραχές που συγκλόνιζαν την περιοχή. Εξωτερικές επιρροές πυροδοτούσαν το θρησκευτικό μένος μεταξύ των Μαρωνιτών καθολικών Χριστιανών της Συρίας με Δρούζους και με αλληλοσυγκρουόμενους μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Σε εκείνη την σχετικά ήπια ιστορικά περίοδο, στις 6 Γενάρη του 1883, στην όμορφη βραχώδη και καταπράσινη από τους κέδρους ορεινή πόλη Μπεχάρη, γεννήθηκε ο Χαλίλ από φτωχή οικογένεια Μαρωνιτών.
Η μητέρα, οι αδελφές κι ο Γκιμπράν βρέφος σε πίνακα που ζωγράφισε ο ίδιος. |
Ο μικρός Χαλίλ είχε έναν μεγαλύτερο ετεροθαλή αδελφό τον Πέτρο και δυο μικρότερες αδελφές την Μαριάννα και την Σουλτάνα με τους οποίους, όπως και με την μητέρα του Καμίλα, παρέμεινε συνδεδεμένος για όλη την ζωή του.
Η Καμίλα, κόρη Μαρωνίτη ιερέα, παρότι δεν είχε σημαντική μόρφωση είχε χαρακτήρα με ισχυρή θέληση. Ο πατέρας του, αντίθετα, ήταν αδύναμος χαρακτήρας με πάθος για τυχερά παιχνίδια που τον οδήγησε σε μικροαπατεωνιές, χρεοκοπία, δήμευση της περιουσίας και φυλάκιση.
Μετά τον εγκλεισμό του πατέρα, η οικογένεια φιλοξενήθηκε για ένα διάστημα από συγγενείς. Όταν ο πατέρας αποφυλακίστηκε αποφάσισε η μητέρα να ακολουθήσει τον θείο του Χαλίλ και να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ.
Μέχρι τα δώδεκα και όσο ζούσε στο Λίβανο ο Χαλίλ δεν πήγε σχολείο για οικονομικούς λόγους. Η εκπαίδευσή του περιορίστηκε σε επισκέψεις στον ιερέα της κοινότητας που τον δίδαξε τα θεμελιώδη ζητήματα της θρησκείας μέσα από την Βίβλο, την Συριακή και την Αραβική γλώσσα, τις επιστήμες, την ιστορία, και τη λογοτεχνία ανοίγοντάς του πνευματικούς ορίζοντες. Διευρύνοντας αυτούς τους ορίζοντες ο Χαλίλ αναζήτησε επιπλέον στοιχεία γνώσης στον Ισλαμισμό και ιδιαίτερα στο Σουφισμό.
Σαν παιδί ήταν σκεπτικό και του άρεσε να αποτραβιέται μοναχικά στην φύση. Τα τοπία της πατρίδας του με τους αρχαίους κέδρους που ρίζωναν στις απόκρημνες, βραχώδεις, βουνοπλαγιές, τα ορμητικά ρέματα, τα συναντάμε ως σύμβολα σε πολλά του έργα. Σε μια από τις περιπλανήσεις του έπεσε σε ένα γκρεμό και έσπασε τον ώμο του αφήνοντας μόνιμη βλάβη. Η θεραπεία απαιτούσε να δεθεί σε ένα σταυρό για σαράντα μέρες γεγονός που το ερμήνευσε ως συμβολικό περιστατικό και του θύμιζε τις περιπλανήσεις του Χριστού στην έρημο.
Οι μοναχικοί του συλλογισμοί κοντά στη φύση, οι επιδράσεις του ιερέα, των βιβλίων, τα ιστορικά γεγονότα του τόπου του, η ατμόσφαιρα της εποχής, ο μακρύς αγώνας των συμπατριωτών του για ανεξαρτησία, οι οικογενειακές δυσκολίες, τον επηρέασαν βαθιά. Δυνάμωσαν μέσα του ένα βαθύτατα ουμανιστικό και αγέρωχο πνεύμα αφιερωμένο στην υπηρεσία της αντίστασης ενάντια σε κάθε είδους αδικία, ενισχύοντας ένα ανυπόταχτο όνειρο για ειρήνη και ανεξαρτησία, ενώ πίστευε πως τα θρησκευτικά μίση ήταν αποτέλεσμα επιρροής ξένων συμφερόντων. Αυτά του τα πιστεύω φρόντισε να τα κάνει πράξη στη ζωή αλλά και στα κείμενά του ώστε να κρατά μια στάση θεραπευτική, συμφιλιωτική, γεφυρώνοντας τα διάφορα θρησκευτικά δόγματα, σβήνοντας την μισαλλοδοξία.
Η Μετανάστευση στις ΗΠΑ
Ο Ιούνιος του 1895 βρίσκει την οικογένειά του στο Σάουθ Εντ της Βοστόνης, περιοχή φτωχική, πολυπολιτισμική με έντονα Αραβικά στοιχεία. Εκεί χάρη σε φιλανθρωπικές χορηγίες γράφτηκε στο σχολείο. Ενώ αντίθετα οι αδελφές του, αφενός λόγω συνθηκών αφετέρου λόγω των παραδόσεων της Μέσης Ανατολής, δεν πήγαν ποτέ σχολείο. Αυτό ήταν ένα από τα αίτια που τον ώθησαν να υπερασπιστεί με σθένος την χειραφέτηση, την ελεύθερη πρόσβαση στην παιδεία, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, και την πνευματική ελευθερία των γυναικών.
Η φιλομάθεια και η ερευνητική φύση του Χαλίλ ήταν γόνιμο έδαφος για την επαφή του με τον κόσμο της τέχνης και της λογοτεχνίας. Ξεκινώντας το σχολείο, αμέσως τα σκίτσα και τα σχέδια του Χαλίλ τράβηξαν την προσοχή των καθηγητών. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική είχε ξεκινήσει από την παιδική του ηλικία στο Λίβανο. Η ιδιαίτερη αξία των σχεδίων ώθησε τους δασκάλους να τα δείξουν στον Φρεντ Χόλαντ Ντέυ, καλλιτέχνη, χορηγό και υποστηρικτή ταλέντων.
Νεαρός, την περίοδο |
Ο Φρεντ Χόλαντ ήταν ένα φιλελεύθερο αντισυμβατικό πνεύμα της εποχής, αναγνώρισε την ιδιαίτερη αξία του Χαλίλ και άρχισε να τον καθοδηγεί προτείνοντάς του αναγνώσματα από την ελληνική μυθολογία, την παγκόσμια και σύγχρονη λογοτεχνία αλλά και τις καλές τέχνες. Στήριξε τον έφηβο και τον βοήθησε να αποκαταστήσει την αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμησή του που ήταν κλονισμένες από τη φτώχεια και την οικονομική μετανάστευση. Τον ώθησε να στηριχτεί στην παράδοση της πατρίδας του και χρησιμοποιώντας την ως θεμέλιο να αναζητήσει την αυτοέκφρασή του. Τα φτερά του Χαλίλ δυναμώνουν και απορροφά με ενθουσιασμό κάθε τι νέο. Εκείνη την περίοδο επηρεασμένος από ένα βιβλίο που του έδωσε ο Χόλαντ, διατυπώνει μια από τις την πρώτες του καταγεγραμμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις: «...δεν είμαι καθολικός, παγανιστής είμαι...».
Κατά τη διάρκεια μιας εικαστικής έκθεσης του Χόλαντ, σχεδίασε ο Χαλίλ το πορτραίτο της Ιωσηφίνας Πήμποντυ, νεαρής ποιήτριας και συγγραφέως, πράξη που έγινε το ξεκίνημα ενός από τους ανεκπλήρωτους έρωτες που έμελλε να ζήσει ο Χαλίλ.
Το 1898 ο Χόλαντ ζήτησε από τον δεκαπεντάχρονο Χαλίλ να εικονογραφήσει εξώφυλλα βιβλίων πράγμα που και έγινε. Δεν άργησε να έρθει η ημέρα που η εκτίμηση του Χόλαντ για τον Χαλίλ και η ενθάρρυνση απέδωσαν και έτσι ο Χαλίλ σε νεαρή ηλικία απέκτησε κάποια φήμη στους βοστονέζικους καλλιτεχνικούς κύκλους.
Σχολείο στο Λίβανο
Ο Φρέντ Χόλαντ Ντέυ το 1911. |
Η οικογένεια ανησύχησε για την πρόωρη εξέλιξή του και θεώρησε ότι η μια πρώιμη επιτυχία δίχως τα σταθερά θεμέλια της αραβικής του παράδοσης θα δημιουργούσε προβλήματα. Με τη συγκατάθεσή του ο νεαρός καλλιτέχνης επέστρεψε στο Λίβανο για να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εγγράφηκε στο σχολείο Madrasat-al-Hikmah της Βηρυτού, ένα μαρωνητικό ίδρυμα με αυστηρό πρόγραμμα δομημένο στην παράδοση, τα εκκλησιαστικά κείμενα, την ιστορία και τις εκκλησιαστικές λειτουργίες.
Ο Χαλίλ αντιδρώντας σε αυτό το πλαίσιο σπουδών αντί να συμμορφωθεί με τη συγκεκριμένη δομή διεκδικεί εξατομικευμένο πρόγραμμα. Ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που θα καλύπτει τις ιδιαίτερες ανάγκες του αναβαθμισμένο σε κολεγιακό επίπεδο, πράξη ενδεικτική ενός επαναστατικού και ιδιότυπου χαρακτήρα που τότε εκδηλωνόταν με νεανική αλαζονεία αλλά και ιδιόμορφες αιρετικές απόψεις. Το σχολείο συναίνεσε στο αίτημά του και έτσι από μόνος του επέλεξε να εντρυφήσει στη Βίβλο γραμμένη στα Αραβικά, μια μελέτη που επηρέασε το ύφος της γραφής του και απόηχό της συναντάμε σε όλα του σχεδόν τα έργα. Ο δάσκαλος των Αραβικών είδε στο πρόσωπό του «έναν άνθρωπο με στοργική καρδιά γεμάτη αγάπη, μια ορμητική ψυχή, ένα επαναστατικό μυαλό, και ένα μάτι σκωπτικό σε κάθε τι που βλέπει».
Εκείνα τα χρόνια απέκτησε επιστήθιο φίλο τον συμμαθητή του Ιωσήφ Χαβαΐκ και μαζί επιμελήθηκαν την έκδοση ενός περιοδικού που ονομάσαν Αl-Manarah.
Αποφοίτησε το 1902 σε ηλικία δεκαεννέα ετών και τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς κάτω από το βάρος της τεταμένης σχέσης με τον πατέρα, της φτώχειας και των σοβαρών ασθενειών της αδελφής και της μητέρας του, εγκαταλείπει εσπευσμένα τον Λίβανο για να επιστρέψει στις ΗΠΑ.
Επιστροφή στη Βοστόνη
Λίγες μόλις μέρες πριν την άφιξή του η αγαπημένη μικρή του αδελφή Σουλτάνα φεύγει από τη ζωή. Και ακριβώς την επόμενη χρονιά χάνει τον αδελφό και τη μητέρα του.
Ο Χόλαντ και η νεαρή ποιήτρια Ιωσηφίνα, με την οποία ο Χαλίλ διατηρούσε αλληλογραφία, του συμπαραστέκονται, τον στηρίζουν και τον βοηθούν να ξεπεράσει την θλίψη του. Η έλξη της Ιωσηφίνας με τον Χαλίλ φουντώνει. Αυτή τον ονομάζει «ο νεαρός μου προφήτης», τον νοιάζεται και τον φροντίζει σε τέτοιο βαθμό που γίνεται η μούσα για το βιβλίο του ο «Προφήτης». Αυτό τον τίτλο τον εμπνεύστηκε από ένα ποίημά της, όπου περιγράφει τη ζωή του στη Μπεχάρη, έτσι όπως την οραματίστηκε από τις διηγήσεις του. Ο Χαλίλ όταν μετά από χρόνια δημοσιεύσει τον «Προφήτη», θα της τον αφιερώσει.
Η Μαίρη Χάσκελλ, |
Ασχολείται με τη ζωγραφική και οργανώνει ατομική έκθεση που έτυχε θερμής υποδοχής από τους κριτικούς. Στα εγκαίνια της έκθεσης η Ιωσηφίνα του συστήνει την δασκάλα Μαίρη Χάσκελλ με την οποία θα συνδεθούν σε μια εξαιρετική σχέση ζωής καθώς εκείνη είναι που τον ενθαρρύνει και τον καθοδηγεί στην συγγραφική του δράση. Την επικριτική γνώμη της Ιωσηφίνας σχετικά με τις γλωσσικές αδυναμίες των κειμένων του διαδέχεται η δημιουργική, πληθωρική και καθοδηγητική επίδραση της Μαίρης που όντας στην ηλικία των τριάντα, κατά δέκα χρόνια δηλαδή μεγαλύτερη από τον Χαλίλ, θα σταθεί ισόβιος σύμβουλος, χρηματοδότης και επιμελητής κειμένων του.
H Μαίρη ήταν μορφωμένη, με ισχυρή θέληση, ανεξάρτητη, ενεργός υπέρμαχος της χειραφέτησης των γυναικών, πολύ διαφορετικός χαρακτήρας από τη ρομαντική φύση της Ιωσηφίνας, και πείθει τον Χαλίλ να γράψει απευθείας στα αγγλικά, αντί να μεταφράζει τα κείμενα του από τα αραβικά.
Το 1904, ο Χαλίλ ήταν δεν ήταν εικοσιενός ετών όταν ξεκινά να γράφει άρθρα για την αραβόφωνη εφημερίδα Al-Mouhajer, αυτές ήταν και οι πρώτες του δημοσιεύσεις. Δεν αργεί η συνεργασία αυτή να γίνει μόνιμη στήλη με τον τίτλο Χαμόγελο και Δάκρυ.
Το 1905 δημοσιεύει στα αραβικά, το Nubthah fi Fan Al-Musiqa, «Η Μουσική», ένα βιβλίο εμπνευσμένο προς μνήμη του αδελφού του που έπαιζε ούτι αλλά και των παραστάσεων όπερας που πήγαινε προσκεκλημένος του Χόλαντ.
Τα θέματα που τον απασχολούν είναι σχετικά με την αγάπη, την αλήθεια, την ομορφιά, τον θάνατο, το καλό και το κακό. Τα περισσότερα από τα γραπτά του, έχουν ύφος ρομαντικό και συνάμα πικρό με ειρωνικούς τόνους και διακατέχονται από αντιθρησκευτική στάση.
Το 1906 δημοσιεύει το δεύτερο αραβικό βιβλίο του Arayis Al-Muruj, «Οι Νύμφες της Κοιλάδας», μια συλλογή από τρεις αλληγορίες επηρεασμένες από ιστορίες της Μπεχάρης, από την Αγία Γραφή, και την μυστικιστική φύση της αγάπης. Η θεματολογία σχετίζεται αυτή τη φορά με την πορνεία, τις θρησκευτικές διώξεις, τη μετενσάρκωση και τον προγαμιαίο έρωτα. Το αναγνωστικό του κοινό διευρύνεται γρήγορα. Εκδίδει το 1908 το τρίτο βιβλίο στα αραβικά το Αλ-Arwah Al-Mutamarridah, «Επαναστατημένα Πνεύματα», με το οποίο συγκρούεται ανοιχτά με το απανταχού θρησκευτικό κατεστημένο. Τα κείμενα του βιβλίου έχουν γραφτεί γύρω στο 1903 την περίοδο θλίψης για το θάνατο των δικών του αλλά και για την απόρριψη της πρότασης γάμου που έκανε στην Ιωσηφίνα. Δέχθηκε έντονη επίκριση για το βιβλίο από μέλη του κλήρου για την σθεναρή υποστήριξη της ισότητας των γυναικών, ώστε απειλήθηκε με αφορισμό, και επιπλέον το βιβλίο λογοκρίθηκε από την κυβέρνηση της Συρίας. Θεωρήθηκε ότι το βιβλίο δηλητηρίαζε τους νέους και αμέσως μόλις εκδόθηκε κάηκε δημόσια στην αγορά της Βηρυτού.
Ταξίδι στο Παρίσι
Την περίοδο διαμονής στο Παρίσι. |
Το καλοκαίρι του 1908 ο εικοσιπεντάχρονος Χαλίλ φτάνει στο Παρίσι με σκοπό να έρθει σε πιο στενή επαφή με το καλλιτεχνικό ρεύμα της Ευρώπης. Γοητεύεται από την πολιτιστική σκηνή, και αφιερώνει το χρόνο του σε μουσεία και εκθέσεις. Το ταξίδι αυτό του αποκαλύπτει τις αδυναμίες του εικαστικού του έργου που οφείλεται στην έλλειψη ακαδημαϊκής καλλιτεχνικής παιδείας. Έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να αποδεχθεί το γεγονός ότι δεν επαρκεί το έμφυτο ταλέντο και οι ιδιαίτερες ευαισθησίες του για να φτάσει σε ένα αξιόλογο επίπεδο. Ο πείσμων χαρακτήρας του τον απέτρεπε από την ακαδημαϊκή καλλιτεχνική παιδεία, αφού πίστευε αποκλειστικά στη δύναμη του εαυτού του, οδηγώντας τον να παραμείνει αυτοδίδακτος. Αποφασίζει να παρακολουθήσει την τάξη του Αυγούστου Ροντέν στη σχολή Καλών Τεχνών όπου και γίνεται δεκτός. Εκεί βρέθηκε ξανά με τον αγαπημένο φίλο και συμμαθητή Ιωσήφ Χαβαΐκ και παρέα ζωγράφιζαν και επισκέπτονταν εικαστικές εκθέσεις. Δεν έλειψε και η ευκαιρία για ένα ταξίδι στο Λονδίνο με συνταξιδιώτη τον Άραβα συγγραφέα Αμέν Ριχανί, που θαύμαζε ο Χαλίλ για το σαρκαστικό πνεύμα και το λογοτεχνικό του ύφος. Είναι και οι δύο μαρωνιτικής καταγωγής και μοιράζονται τις ίδιες ριζοσπαστικές αντιλήψεις για τα κοινωνικά ζητήματα της εποχής.
Ήταν καλοκαίρι του 1909 φτάνει η είδηση του θανάτου του πατέρα του Χαλίλ. Το βάρος της διαταραγμένης σχέσης τους το αλαφραίνει η ανάμνηση της τελευταίας τους συνάντησης όπου είχε μαλακώσει η αυταρχική στάση του πατέρα και έτσι όταν αποχαιρετίστηκαν για τελευταία φορά εκείνος έδωσε την ευλογία του στον νεαρό Χαλίλ.
Εγκατάσταση στη Νέα Υόρκη
Τον Οκτώβρη του 1910, σε ηλικία είκοσι επτά ετών, επιστρέφει στις ΗΠΑ με σκοπό να μείνει μόνιμα και να αφιερωθεί στις συγγραφικές του αναζητήσεις. Η Βοστόνη αυτή τη φορά τον περιορίζει, ειδικά όσον αφορά την διεύρυνση των καλλιτεχνικών του οριζόντων. Αντίθετα τον έλκει η Νέα Υόρκη που έχει πολύ δυναμική καλλιτεχνική σκηνή. Επηρεασμένος από τη φίλη της Μαίρης, τη Σαρλότ Τέλλερ αποφασίζει να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, αφήνοντας πίσω στη Βοστόνη την μικρότερή του αδελφή Μαριάννα, άγαμη και αναλφάβητη πράγμα που τον βαραίνει. Την λύση δίνει η Μαίρη που υπόσχεται να την αναλάβει και να την φροντίζει.
Δυο μήνες μετά το Δεκέμβρη του 1910 η Μαίρη ξεκινά την έκδοση ενός καθημερινού περιοδικού εμπνευσμένο αποκλειστικά από τις συζητήσεις της με τον Χαλίλ, μια έκδοση που θα συνεχιστεί ανελλιπώς για 17 χρόνια. Τον ίδιο χρόνο ο Χαλίλ τη ζητάει σε γάμο και αντιμετωπίζει άλλη μια σημαντική άρνηση στη ζωή του. Η Μαίρη πιέζεται από την συντηρητική οικογενειακή της καταγωγή που θεωρεί ότι η διαφορά ηλικίας τους, καθώς ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερη, θα προκαλέσει καταστροφική κοινωνική κατακραυγή. Ωστόσο, η σχέση τους δεν διακόπτεται ποτέ παρόλο που ο Χαλίλ ήταν πάντα επιφυλακτικός για το χρηματοδοτικό ρόλο της Μαίρης καθώς φοβόταν να μην επισκιάσει την πνευματική τους σχέση, πράγμα που προκαλούσε κατά καιρούς προστριβές μεταξύ τους. Παρόλα αυτά η Μαίρη συνεχίζει σταθερά να τον υποστηρίζει αψηφώντας τους δισταγμούς του.
Η Σουλτάνα Τάμπετ, |
Ο Χαλίλ εν τω μεταξύ ξαναγράφει για την Al-Mouhajer αλλά και την εφημερίδα Mir'aat Al-Gharb, μέχρι το 1912. Παράλληλα ετοιμάζει το επόμενο βιβλίο του, «Σπασμένα Φτερά», έργο που ξεκίνησε να δουλεύει το 1906 για να δημοσιευτεί τελικά αρχές του 1912. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι πρόκειται για μια πνευματική βιογραφία, και έχει ισχυριστεί στη Μαίρη ότι οι εμπειρίες που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό δεν είναι δικές του. Είναι το μεγαλύτερο από τα αραβικά μυθιστορήματά του, περιγράφει τη δραματική ιστορία της Σέλμα Καραμέχ και του μοιραίου έρωτα με έναν νεαρό άνδρα που καταλήγει στο θάνατό της. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για ιστορία εμπνευσμένη από τον ανεκπλήρωτο έρωτα του Χαλίλ με την Σουλτάνα Τάμπετ κατά τη διάρκεια της επιστροφής του στον Λίβανο για σπουδές.
Ήταν το 1911 όπου σχεδίασε το πορτρέτο του Ιρλανδού ποιητή W.B. Γέιτς και έγινε η αφετηρία μιας σειράς πορτρέτων διάσημων προσώπων, παραγγελία μιας γκαλερί, όπως του Αυγούστου Ροντέν, της Σάρας Μπέρναρτ, του Γκούσταβ Γιουνγκ, του Κάρλ Ράσσελ, αλλά και του Αμπντούλ Μπαχά. Ο τελευταίος ήταν ηγέτης του θρησκευτικού δόγματος Μπαχά κάτι που τον επηρέασε βαθιά λόγω της ανεξιθρησκίας του Μπαχά δόγματος και του βαθύτατου ουμανισμού από τον οποίο διαπνεόταν.
Είναι η εποχή που εκδηλώνει έντονη πολιτική δραστηριότητα με συμμετοχή στην ομάδα νεαρών μεταναστών «Χρυσοί Σύνδεσμοι» που σκοπό είχαν τη βελτίωση της ζωής των Σύρων της διασποράς. Είναι η ίδια χρονιά που η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο στην Τουρκία και αναζωπυρώνει την ελπίδα των φιλελεύθερων Σύρων για ένα ανεξάρτητο από την Οθωμανική κατοχή κράτος. Ο ενθουσιασμός του Χαλίλ φουντώνει περισσότερο γνωρίζοντας τον Ιταλό στρατηγό Γκιουζέπε Γκαριβάλντι, εγγονό του μεγάλου στρατηγού. Οι δυο τους οραματίζονται τη «Λεγεώνα των Μεταναστών» που πρωτοστατεί στην ανατροπή της οθωμανικής κυριαρχίας. Αργότερα, κατά την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χαλίλ εμπνέεται και στηρίζει την ιδέα μιας ενιαίας αραβικής στρατιωτικής δράσης κατά της οθωμανικής κυριαρχίας.
Στη Νέα Υόρκη, ο Χαλίλ γίνεται ιδιαίτερα προσφιλής στους καλλιτεχνικούς κοινωνικούς κύκλους. Πέρα από τον γοητευτικό του χαρακτήρα, η Μαίρη συνεχίζει να τον προωθεί και να τον υποστηρίζει οικονομικά. Παίρνει την πρωτοβουλία και του διδάσκει την αγγλική γλώσσα σε υψηλό λογοτεχνικό επίπεδο, επιμελείται τα κείμενά του, οργανώνει και αναλαμβάνει την έκδοση των βιβλίων του και τον βοηθάει να αναπτύξει την δυτική πολιτιστική του καλλιέργεια.
Το 1913, στη ηλικία των τριάντα ο Χαλίλ είναι μέλος της αρχισυνταξίας ενός ακόμη Αραβικού καλλιτεχνικού περιοδικού του Al-Funoon. Στο αρκετά ριζοσπαστικό και ελεύθερο πνεύμα που χαρακτήριζε το περιοδικό, ο Χαλίλ έγραφε άρθρα που έγιναν αργότερα υλικό για το πρώτο του αγγλόγλωσσο βιβλίο «Ο Τρελός». Για τα κείμενα αυτά εμπνέεται από τον τελείως αντισυμβατικό τρόπο που αντικρίζει τον κόσμο ένας τρελός, μιας και είναι ο μόνος που μπορεί να αμφισβητήσει, να διακωμωδήσει ή να έρθει σε αντιπαράθεση με την εξουσία. Αλλά και από την ερμηνεία που έδιναν στην τρέλα στην πατρίδα του την Μπεχάρη όπου θεωρούσαν ότι ο τρελός, καταλαμβανόταν από πνεύμα διαβολικό και αντιμετωπιζόταν με εξορκισμό στην εκκλησία.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, την προσοχή του αποσπά ο Νίτσε. Παρόλο που του άρεσε η ιδεολογία του για το Χριστό, σχετικά με την θέληση για δύναμη, ερχόταν σε αντίθεση με τη δική του ερμηνεία για το πρόσωπο του Χριστού. Ο Χαλίλ έριχνε το βάρος στην βαθιά ανθρώπινη και γεμάτη αγάπη φύση του Χριστού. Τον έβλεπε σαν ένα αξιοθαύμαστο θνητό, τόσο εξαίρετο που έγραψε για αυτόν το βιβλίο «Ιησούς, ο Υιού του ανθρώπου», όπου καταγράφει τη δική του εκδοχή.
Εν τω μεταξύ, με τη βοήθεια της Μαίρης επεξεργάζονται εκ νέου τα κείμενα για τον «Τρελό», ενώ το 1914, είναι πλέον έτοιμο και δημοσιεύεται το πέμπτο βιβλίο στην αραβική γλώσσα, το «Δάκρυ και Χαμόγελο».
Τα Χρόνια του Πολέμου, η Δημοσίευση του Προφήτη
Ο Χαλίλ δε σταματά καθόλου την ενεργό πολιτική του δράση. Ειδικά με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου θεωρεί ότι δημιουργούνται ελπίδες για την πολυπόθητη απελευθέρωση της οθωμανοκρατούμενης Συρίας, από ένα ενιαίο αραβικό στρατιωτικό μέτωπο, βοηθούμενο από φίλιες δυνάμεις. Καλεί μέσα από την αρθρογραφία του τόσο τις μουσουλμανικές όσο και τις χριστιανικές πλευρές να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Έχει σκοπό να εξεγείρει τον αραβικό κόσμο προς ένα απελευθερωτικό κίνημα. Οραματιζόταν τον εαυτό του σαν ένα μαχητή, ένα ρομαντικό πολιτικό ήρωα, που θα απελευθέρωνε τη χώρα του. Όμως η υγεία του αρχίζει να επιδεινώνεται και το 1915 οι πόνοι από το παιδικό τραύμα στον ώμο τον ταλαιπωρούν μέχρι παράλυσης. Η φτώχεια και οι κακουχίες που επηρέασαν την υγεία του κατά τη διάρκεια του πολέμου οξύνονται τόσο ώστε λυγίζει από κατάθλιψη εξαιτίας της εύθραυστης κατάστασής του.
Όμως το πείσμα και η όρεξη για δημιουργία του δίνουν κίνητρο και γίνεται συντάκτης στο περιοδικό The Seven Arts της Νέας Υόρκης, γεγονός που τον ενθουσιάζει. Νιώθει να του ταιριάζει το ριζοσπαστικό ύφος του περιοδικού και γίνεται ο πρώτος εμιγκρές που συνδιαμορφώνει το ύφος αυτού του σημαντικού περιοδικού.
Με τη βοήθεια της Μαίρης που συνεχίζει να καλλιεργεί την κοινωνική του εικόνα οι καλλιτεχνικοί κύκλοι ζητάνε όλο και περισσότερο να παραβρίσκεται και να απαγγέλλει γραπτά του.
Το 1918, σε ηλικία τριάντα τριών ετών ο Χαλίλ ανακοινώνει στη Μαίρη ότι επεξεργαζόταν εδώ και καιρό ένα έργο που αποκαλεί «Ο Νησιώτης μου». Πρόκειται για τις πρώτες σπίθες έμπνευσης του πιο διάσημου βιβλίου του, «Ο Προφήτης». Κεντρική ιδέα είναι η αναχώρηση από ένα νησί, όπου είναι εξόριστος, ενός άνδρα Προμηθεϊκής φύσης που ονομάζεται Al Mustafa ή ο Εκλεκτός, και των φίλων του που προστρέχουν να τον αποχαιρετήσουν ζητώντας τις τελευταίες του συμβουλές.
Η Μαίρη σταθερή σύμβουλος στο πλευρό του σχετικά με την επιλογή της γλώσσας, με ενθουσιασμό τον συμβουλεύει, να υιοθετήσει την αγγλική για τον «Προφήτη». Οι αστείρευτοι διάλογοί τους γίνονται πηγή έμπνευσης, γεννάνε υλικό με θέματα σχετικά με το γάμο, τη ζωή, το θάνατο, την αγάπη που τροφοδοτεί τα άρθρα του, κεφάλαια του «Προφήτη» και άλλων βιβλίων.
1920: από αριστερά προς τα δεξιά: Νασίμπ Αρίντα, Χαλίλ Γκιμπράν, Αμπντ αλ-Μασίχ Χαντάντ και Μιχαήλ Ναϊμύ. |
Ενθαρρυμένος από την παρότρυνση να γράψει στα αγγλικά και με την ενθουσιώδη εποπτεία της Μαίρης, αποφασίζει το 1918 να δημοσιεύσει το πρώτο του αγγλικό βιβλίο «Ο Τρελός». Η επιμονή της Μαίρης επιβραβεύεται και ο ίδιος αρχίζει να νιώθει τη βεβαιότητα πως έχει τον έλεγχο της «δυτικής του ταυτότητας». Στο βιβλίο αυτό φανερώνεται η επιρροή του φιλόσοφου Νίτσε, του ψυχολόγου Γιουνγκ και του Ινδού συγγραφέα Ταγκόρ διάσημου για την συμβολή του στη σύγκλιση του χάσματος Ανατολής και Δύσης. Η έκδοση αποσπά εξαιρετικές κριτικές από τον Τύπο, που τον κρίνει επάξιο του Ταγκόρ και τον παρομοιάζει με τον Άγγλο ποιητή Ουίλιαμ Μπλέικ.
Μετά την επιτυχία του «Τρελού», η δημοτικότητά του μεγαλώνει και σταδιακά απομακρύνεται από παλιούς του φίλους Ντέυ και Ιωσηφίνα, και η σχέση με τον Ριχανί διαλύεται. Καλλιεργεί μια αύρα μυστηρίου που περιβάλλει τη δημόσια εικόνα του η οποία φουντώνει εξαιτίας της ανατολίτικης προέλευσης, των απροσδιόριστων σχέσεων με το εξωτικό του παρελθόν και της γοητευτικής του προσωπικότητας. Δεν θέλει με κανένα τρόπο να τον αντιμετωπίζουν αφ' υψηλού εξαιτίας του φτωχικού παρελθόντος του.
Το 1919, δημοσιεύει στα Αραβικά το ποίημα Al-Mawakib, με ελάχιστη απήχηση και τον ίδιο χρόνο αρχίζει να γράφει άρθρα για ένα ακόμη αραβικό περιοδικό της Βοστόνης το Fatat. Παρ' όλη την ισόβια και ακούραστη συμμετοχή του σε διάφορα αραβόφωνα περιοδικά και την συμβολή του στη μοντέρνα λογοτεχνική σκηνή της αραβικής διασποράς, όσο ζούσε δεν αναγνωρίστηκε για τα αραβικά γραπτά του και η πένα του δεν θεωρήθηκε ιδιαίτερα δυνατή. Ένα από τα αίτια να περιοριστεί η αραβική λογοτεχνική του απήχηση στην εποχή του ήταν ότι βρέθηκε συχνά στο επίκεντρο διαμάχης που προκλήθηκε από το φιλελεύθερο, αντισυμβατικό, ριζοσπαστικό και μοντέρνο του πνεύμα για τα δεδομένα του αραβικού κόσμου. Κάτι που ανατράπηκε με τα χρόνια.
Με αφορμή την δουλειά του στο Fatat ανάπτυξε στενή σχέση με τον παλιό του γνωστό Μιχαήλ Ναϊμύ, μετανάστη άραβα συγγραφέα σημαντικού στοχαστή, από τους πρώτους άραβες διανοούμενους που αναγνώρισαν την αξία του Χαλίλ ως πρωτοπόρου στην αραβική λογοτεχνία. Χαρακτήρισε τα «Σπασμένα Φτερά» ως αναπόσπαστο κομμάτι της παγκόσμιας κλασσικής λογοτεχνίας, επισημαίνοντας ότι η ηρωίδα θα μπορούσε να προέρχεται από κάθε γωνιά του πλανήτη. Ο Ναϊμύ δε σταμάτησε ποτέ να υποστηρίζει το έργο του Χαλίλ. Ακόμη και μετά το θάνατο του Χαλίλ συνέχισε να αναδεικνύει την πανανθρώπινη αξία των έργων του.
Τους έδεναν ισχυροί ιδεολογικοί δεσμοί από παλιά καθώς την άνοιξη του 1911 οι δυο τους είχαν πρωτοστατήσει στο σχηματισμό δεκαμελούς ομάδας Αράβων μεταναστών την Arrabitah Al-Qalamyiah, που προωθούσε τη δημοσίευση αραβικών έργων και τη διάδοση κειμένων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Χαλίλ ωθούσε την ομάδα να υποστηρίζει την καλλιτεχνική ελευθερία, θέλοντας να ενθαρρύνει τους συγγραφείς ώστε να σπάνε τους κανόνες και να αναζητούν το ύφος τους πέρα από κάθε σύμβαση. Αυτή η υπηρεσία προς την παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή τον απέσπασε εν μέρει για ένα σημαντικό διάστημα από το ατομικό του έργο και την ολοκλήρωση του «Προφήτη».
Το 1919 ήταν μια χρονιά που αμφιταλαντευόταν αν θα την αφιερώσει ασχολούμενος με τον «Προφήτη» ή σε μια περιοδεία όπου θα έδινε διαλέξεις μια και η φήμη του το απαιτούσε. Τελικά επέλεξε τις διαλέξεις ως εκπρόσωπος και των δύο λογοτεχνικών κόσμων του αραβικού και του αγγλικού, ρόλο εξαιρετικά δύσκολο όπως και ο ίδιος παραδέχτηκε.
Εν τω μεταξύ, η αυξανόμενη δημοτικότητά του τράβηξε το βλέμμα των πολιτικών κύκλων της Συρίας. Οι κοινωνικές και πολιτικές του απόψεις προκάλεσαν δυσφορία και αντίδραση σε κείμενό του που άρχιζε: «Εσείς έχετε το δικό σας Λίβανο, εγώ έχω τον δικό μου». Αποδοκιμάζοντας με δριμύτητα τον τρόπο πολιτικής διαχείρισης των συριακών περιοχών έγραψε εκτενώς για την ταυτότητα που έπρεπε να δομήσουν οι αναδυόμενες αραβικές χώρες, καθώς η διευρυμένη επαρχία της οθωμανοκρατούμενης Συρίας άρχισε να χωρίζεται σε Λίβανο, Παλαιστίνη και Συρία. Για τις νέες χώρες ο Χαλίλ πρότεινε πως έπρεπε να υιοθετηθούν επιλεγμένες θετικές πλευρές του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού που να στηρίζουν την εθνική ανεξαρτησία. Η θέση του ήταν πως η πολιτική και πολιτιστική διακυβέρνηση πρέπει να διαμορφωθεί έτσι ώστε οι πολίτες ελεύθερα και αυτόνομα να αποφασίζουν για τις ζωές και τον τόπο τους.
Το πρόσωπο του Προφήτη όπως το είχε φανταστεί και σχεδιάσει. |
Παρόλο τον ενεργό πολιτικά αγώνα που έδινε, κατάφερε να βρει και το χρόνο ώστε μέχρι το 1920, να έχει ολοκληρώσει μεγάλο μέρος του «Προφήτη». Τον απασχολεί βέβαια μόνιμα το θέμα της γλώσσας και του λογοτεχνικού ύφους, που παραμένει συνυφασμένο με την ίδια του την ταυτότητα. Σε ένα γράμμα προς τη Μαίρη, δηλώνει ότι επιτέλους έχει βρει λύση στα επώδυνα και επίμονα ερωτήματα, ποιός είναι και πού στέκει. Πως αποδέχεται και τις δυο επιρροές, και της ανατολίτικης προέλευσής του, αλλά και την επίδραση της δύσης σχολιάζοντας: «...τώρα γνωρίζω ότι είμαι αναπόσπαστο μέρος του όλου. Ένα μέρος του δοχείου ... έχω πια ανακαλύψει που ανήκω, κατά κάποιο τρόπο είμαι το δοχείο, και το δοχείο είμαι εγώ».
Το 1922, όταν έχει φτάσει στην ηλικία των τριάντα εννέα ετών αρχίζουν να εκδηλώνονται έντονα θέματα υγείας, με καρδιακές ενοχλήσεις που αποδόθηκαν όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος σε νευρικά, ψυχολογικά αίτια: «Ο μεγαλύτερος πόνος μου δεν είναι ο σωματικός. Υπάρχει κάτι μεγάλο μέσα μου. ...Πάντα το ένιωθα και ποτέ δεν κατάφερα να απαλλαγώ από αυτό. Έχω μια ανείπωτη πεποίθηση ότι κάτι μεγάλο βρίσκεται εντός μου, κάποιος, κάτι πολύ σημαντικό που στέκει και παρακολουθεί ένα μικρότερο ον, εμένα, να κάνει όλων των ειδών τα πράγματα».
Καθώς ο «Προφήτης» φτάνει στην ολοκλήρωσή του, η Μαίρη και ο Χαλίλ αναγνώρισαν την έντονη επίδραση από το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε. Τους απασχόλησαν ζητήματα μορφής κειμένου και ύφους. Συζητούσαν θέματα όπως το χωρισμό σε κεφάλαια, τη χρήση σημείων στίξης και τη μορφή των παραγράφων, με τον Χαλίλ να θέλει οι σκέψεις του να αποτυπώνονται σύντομα, αν μπορούν, σε μία μόνο γραμμή.
Λίγους μήνες πριν από τη δημοσίευση του «Προφήτη» συζητώντας ο Χαλίλ με την Μαίρη προσδιόρισε την κεντρική ιδέα του βιβλίου: «Όλος ο Προφήτης», λέει στον αναγνώστη, «είναι ένα και μοναδικό πράγμα: Είσαι κατά πολύ, πολύ σπουδαιότερος από αυτό που νομίζεις και όλα είναι καλά!»
Μέχρι το 1923, ο Χαλίλ έχει καθιερωθεί και ως αρθρογράφος, δυναμώνει οικονομικά οπότε στηρίζεται όλο και λιγότερο στην βοήθεια της Μαίρης, η οποία σε κάθε σημαντική δυσκολία οικονομικής ή εκδοτικής φύσης στέκει μέχρι τέλους σταθερά πλάι του.
Το εικαστικό του έργο περιορίζεται και αρχίζει να στρέφεται στην εικονογράφηση βιβλίων και τελικά τον Οκτώβριο του 1923 ολοκληρώνει και εκδίδει στις ΗΠΑ τον «Προφήτη» με μέτρια όμως τότε επιτυχία.
Τα Τελευταία Χρόνια
Το 1923 η σχέση του Χαλίλ με την Μέυ Ζιαντέχ που άρχισε 1912 γίνεται πλέον αρκετά στενή, παρόλο που δεν συναντήθηκαν ποτέ και ήταν μέσω αλληλογραφίας. Η Μέυ ήταν διανοούμενη συγγραφέας και ένθερμη μαχητική υποστηρίκτρια της χειραφέτησης των γυναικών. Στην αρχή της αλληλογραφίας τους εκφράζει τον θαυμασμό της για τα «Σπασμένα Φτερά» και την συγκίνηση που της προκάλεσε η ιστορία της Σέλμα Καραμέχ. Είχε γεννηθεί στην Παλαιστίνη και έλαβε συντηρητική εκπαίδευση ως μαθήτρια σε μοναστηριακό σχολείο. Το 1908 μετακόμισε με την οικογένειά της στο Κάιρο, όπου ο πατέρας της άρχισε να εκδίδει εφημερίδα. Παρόμοια με τον Χαλίλ, η Μέυ έγραφε σε αγγλικά, αραβικά και γαλλικά και το 1911 δημοσίευσε ποιήματά της με το ψευδώνυμο Ίσις Κόπια. Θεώρησε τα «Σπασμένα Φτερά» να διαπνέονται από ένα υπερβολικά φιλελεύθερο πνεύμα για τα δικά της γούστα, αλλά το ζήτημα των δικαιωμάτων των γυναικών την επηρέασε τόσο βαθιά που αφιερώθηκε σε αυτό το όραμα για όλη της τη ζωή. Σιγά-σιγά κατάφερε ο Χαλίλ να κατακτήσει το κατάλληλο λογοτεχνικό ύφος που αναζητούσε και, όπως ισχυριζόταν, ήθελε να γράψει μικρά βιβλία τσέπης που να μπορούν να διαβαστούν με μιας. Συνεχίζοντας τη συνεργασία με τη Μαίρη ετοιμάζουν το δεύτερο και τρίτο μέρος του «Προφήτη». Το δεύτερο είναι ο «Κήπος του Προφήτη». Το τρίτο μέρος σκοπεύει να το ονομάσει «Ο Θάνατος του Προφήτη» και περιγράφει την επιστροφή του προφήτη στο νησί, την φυλάκιση και το λιθοβολισμό του στην αγορά, αλλά δεν προλαβαίνει να το ολοκληρώσει. Ο Χαλίλ προτίμησε να αφιερώσει το χρόνο του στο «Ιησούς, ο Υιός του Ανθρώπου».
Ο αρραβώνας της Μαίρης και η αλλαγή τόπου διαμονής δημιούργησε κενό στη διαχείριση των κειμένων του Χαλίλ ο οποίος προσέλαβε για βοηθό την Ενριέτα Μπρίκενριτζ για να αρχειοθετήσει τα έργα του, και να τον βοηθήσει επικουρικά στην επιμέλεια των κειμένων πράγμα που έκανε με μεγάλη φροντίδα και αποτελεσματικότητα.
Το 1926, ο Χαλίλ, όντας πλέον διεθνώς αναγνωρισμένος, αρχίζει να εκδίδει άρθρα στο τριμηνιαίο περιοδικό The New Orient, διεθνούς κυκλοφορίας και απήχησης, επιχειρώντας να επηρεάσει με τις ιδέες του Ανατολή και Δύση, γεφυρώνοντας το χάσμα.
Αρχίζει να συγγράφει εκ νέου το αγγλόφωνο έργο, «Ο Λάζαρος και η Αγαπημένη του», που στηρίζεται σε προηγούμενο αραβικό. Το βιβλίο αυτό διηγείται την ιστορία του βιβλικού Λαζάρου, την αναζήτηση και την τελική συνάντησή του με την αδελφή ψυχή.
Το 1926, η Μαίρη παντρεύεται αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει μέσω του περιοδικού της, την πρόθεση και την επίμονη φιλοδοξία του Χαλίλ να γράψει για τον Ιησού με τον δικό του πρωτότυπο τρόπο: Είχε εντοπίσει και ήθελε να περιγράψει ένα οδοιπορικό του Ιησού από τις περιοχές της Συρίας στην Παλαιστίνη. Φιλοδοξούσε να δώσει ιδιαίτερο βάρος στην ανθρώπινη φύση του Ιησού και την επίδρασή της στο φυσικό περιβάλλον. Ο ίδιος αναφέρει πως συχνά στα όνειρά του, συναντιόταν με τον πρωταγωνιστή του έργου του, έτσι όπως ιδανικά τον φανταζόταν, στο φυσικό τοπίο της αγαπημένης του Μπεχάρης. Η φαντασία του Χαλίλ φούντωνε από τις υπέροχες διηγήσεις που είχε ακούσει παλιά στο Λίβανο, για τη ζωή και τις πράξεις του Ιησού. Ο Χαλίλ δεν δίστασε να ζητήσει την υποστήριξη και την συνεργασία της Μαίρης που την πρόσφερε απλόχερα και εκδίδουν το βιβλίο με διθυραμβικές κριτικές.
Από το 1928, η υγεία του Χαλίλ επιδεινώνεται σοβαρά, σωματικοί πόνοι νευρολογικής φύσης τον τυραννούν. Είναι σαράντα πέντε ετών. Απεγνωσμένα βρίσκει ανακούφιση στο αλκοόλ και σύντομα εν μέσω ποτοαπαγόρευσης εθίζεται. Σε μια προσπάθεια φίλων να τον ενθαρρύνουν τον τιμούν εκδίδοντας προς τιμή του μια ειδική ανθολογία από τα πρώτα έργα του με τίτλο «As-Sanabil».
Όμως η πορεία του είναι μη αναστρέψιμη. Η κλονισμένη υγεία και ο αλκοολισμός τον κάμπτουν και ένα βράδυ ξεσπάει σε κλάματα μπροστά στο ακροατήριό του καθώς απαγγέλει αποσπάσματα: «Έχω χάσει κάθε δημιουργική δύναμη από εκείνη που είχα αρχικά», ήταν τα λόγια του.
Το 1929, διαγνώστηκε με κύρωση του ήπατος. Η αντίδρασή του στην ασθένεια ήταν να απορρίψει κάθε ιατρική φροντίδα και να αυξήσει ακόμη περισσότερο την κατανάλωση του αλκοόλ. Παράλληλα όμως ξεκίνησε την επιμέλεια των «Τριών Θεών της Γης», έργο παλαιότερα γραμμένο, που αποφάσισε ότι ήθελε να προλάβει να εκδώσει. Με την επιμέλεια της Μαίρης το βιβλίο τυπώθηκε το 1930.
Την 10η Απριλίου 1931, ο Χαλίλ πεθαίνει στο νοσοκομείο σε ηλικία σαράντα οκτώ ετών. Άφησε μεγάλα χρηματικά ποσά με σκοπό να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της μετανάστευσης της Συρίας, Λιβάνου και Παλαιστίνης. Η σωρός του μεταφέρθηκε πίσω στην πατρίδα. Αγοράστηκε προς τιμή του το αγαπημένο του καρμελιτικό μοναστήρι Mar Sarkis που μετατράπηκε σε μουσείο για αυτόν με τη φροντίδα της αδελφής του Μαριάννας και της παντοτινά αφιερωμένης φίλης του Μαίρης.
Στο ταφικό του μνημείο αναγράφεται: «Είμαι ζωντανός όπως εσύ και στέκομαι στο πλάι σου. Κλείσε τα μάτια και κοίτα γύρω, θα με δεις μπροστά σου».
Βιβλιογραφία
- Robin Waterfield, Prophet: The life and times of Kahlil Gibran, p. 12, St. Martin's Press, October 1998
Σύνδεσμοι
- Μελέτη του Απόστολου Θηβαίου για τον Χαλίλ Γκιμπράν
- 10λεπτο βίντεο αφιέρωμα στη ζωή του Gibran
- Βιογραφία του Gibran στον δικτιακό τόπο The Famous People, Society for Recognition of Famous People
- Βιογραφία του Gibran στο διαδικτιακό περιοδικό esoterica.gr
- Αρθρο για τον Gibran στο TVXS
- Ανάρτηση στο Blog Αντι-Αισθητικά
- Wikipedia, the free encyclopedia: Λήμα για τον Gibran
Λ.Κ.