Ανθρωπολογία - Εθνολογία
Θιβέτ: Η Ιεροποίηση του Χώρου
Στην περίοδο της πρώιμης εκδήλωσης του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος για το Θιβέτ κατά τον 17ο αι. τούτη η χώρα έγινε «εστία της επιθυμίας για αναζήτηση και της φαντασίας των Ευρωπαίων»[1]. Όπως παρατήρησε ο Ντόναλντ Λόπεζ (Donald Lopez) το σώμα (corpus) της δυτικής λογοτεχνίας για το Θιβέτ είναι γεμάτο αντιθέσεις μέσω των οποίων η θρησκευτική και πολιτισμική κληρονομιά εκτιμάται άλλοτε ως ιερατικό κατασκεύασμα, άλλοτε αυθεντική, άλλοτε ιερή ή δαιμονική[2].
Στη σύγχρονη εποχή οι θετικές όψεις αυτής της κληρονομιάς σχηματοποιήθηκαν ως Σάνγκρι Λα, ως Σαμπάλα, ως Απαγορευμένη Πόλη, ως Ποτάλα. Όλες αυτές οι λέξεις απέκτησαν ένα είδος ταλισμανικής φόρτισης στη δυτική φαντασία. Με άλλα λόγια έγινε ένα είδος ιερού χώρου για τον αποϊεροποιημένο κόσμο της σύγχρονης Δύσης.
Ο ιερός χώρος καθορίζεται με όρους διαχωρισμού από τον κοσμικό χώρο. Η πρόσβαση στον ιερό χώρο είναι περιορισμένη και αναδύει μια αίσθηση γοητείας ή «ιερού τρόμου», όσο και μια αίσθηση τάξης και δύναμης συνδυασμένης με το παράδοξο[3]. Το Θιβέτ συνδέεται με όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούςμε τρεις διαφορετικούς τρόπους ή εννοιολογικά πλαίσια. Το πρώτο εννοιολογικό πλαίσιο είναι εκείνο του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, κατόπιν τον εννοιολογικό πλαίσιο της περιπέτειας και της εξερεύνησης και τέλος εκείνο της συγκριτικής θρησκειολογίας και του μυστικισμού. Επιπλέον, το Θιβέτ βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών διαφορετικών θεωρήσεων ειδικά στη σχέση του με τη Δύση. Το Θιβέτ εξετάζεται ως απρότιτη φύση, ως μη ευρωπαϊκός πολιτισμός και ως προσωπικό βίωμα[4]. Είναι λογικό, λοιπόν, η δυτική αποκαλύπτουν συχνά «τις αντιφάσεις, τις εντάσεις και παράδοξα» στην ευρωπαϊκή κατανόηση αυτού του δελεαστικού εδάφους.
Ο Σαρβεπάλι Ραντακρίσναν (Sarvepalli Radhakrishnan), ο διαπρεπής ινδός φιλόσοφος και πρώτος Πρόεδρος της Ινδίας, έγραψε για την έλξη της Δύσης προς τη «λάμψη του εξωτικού», και σημείωσε ότι «η Ανατολή ανέκαθεν ήταν ένα ρομαντικό αίνιγμα για τη Δύση, τόπος περιπετειών σαν κι αυτές που εξελίσσονται στις Αραβικές Νύκτες, η κατοικία της μαγείας, η γη της επιθυμίας της καρδιάς... »[5]. Ο Μισέλ ντε Μπρι (Michel Le Bris) χαρακτήρισε την Ανατολή, έτσι όπως υπάρχει στην φαντασία των Ευρωπαίων ως «...αυτό το αλλού, ο άλλος κόσμος όπου υποτίθεται ότι μπορεί ο άνθρωπος να βγει από τον εαυτό, μια γη έξω από το χώρο και το χρόνο, ένας τόπος περιπλάνησης και επιστροφής στην Ιθάκη[6].
Αλλά, φυσικά, αυτή είναι μια μόνο όψη ενός πολύ σύνθετου φαινομένου. Από την εποχή των πρώτων ιστορικών και των θεατρικών συγγραφέων η Ανατολή απεικονιζόταν όχι μόνο ως εξωτική, μυστήρια και γοητευτική, αλλά και απαίσια, σκοτεινή, απειλητική. Ο Στέφεν Μπάτσελορ (Stephen Batchelor) έθεσε το θέμα στα ψυχολογικά του θεμέλια: Στην ευρωπαϊκή φαντασία η Ασία έφτασε στο σημείο να αντιπροσωπεύει κάτι απόμακρο και άγνωστο, ακόμα και επίφοβο. Όταν η αποικιοκρατία –γεμάτη τάξη, λογική και δύναμη- άπλωσε το χέρι της στην Ασία την χαρακτήρισε ως χαοτική, παράλογη και αδύναμη. Με ψυχολογικούς όρους, η ανατολή έγινε κρυπτογράφημα για τη δυτική συνείδηση, η αποθήκη όλων όσων είναι σκοτεινά, μη αναγνωρίσιμα, θηλυκά, αισθαντικά, καταπιεσμένα και υποκείμενα σε εκρήξεις[7].
Τόσο όσον αφορά στην ιστορική επικαιρότητά του και ως φανταστικό ευρωπαϊκό κατασκεύασμα, το Θιβέτ έχει διαδραματίσει έναν σημαντικό αλλά κάπως παραμελημένο ρόλο στην ανάπτυξη των δυτικών μεταφυσικών ρευμάτων. Σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο μπορούμε να σημειώσουμε ότι η γοητεία του Θιβέτ για διάφορους εκπρόσωπους αυτών των ρευμάτων, όπως και η έλξη της Ανατολής εν γένει, μπορεί να εξεταστεί με θετικό και αρνητικό τρόπο: είναι μια «απόδραση», μια ρομαντική απόδραση, ένα είδος ψευδαίσθηση ιδιαίτερα προκλητικό για την τυραννία του επιστημονικού ορθολογισμού της Δύσης. Τα ρεύματα είναι ευδιάκριτα αλλά συχνά αξεδιάλυτα και διακρίνονται σε μορφές τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όπως είναι η Ε. Π. Μπλαβάτσκι (Helena P. Blavatsky) , ο Κ. Γκ. Γιουνγκ (K. G. Jung) και ο Χέρμαν Κάιζερλινγκ (Herman Keiserling) για να αναφέρουμε ορισμένους μόνον από εκείνους που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της θρησκειολογίας, της ψυχολογίας, της εθνολογίας και του δυτικού εσωτερισμού.
Πρωτοπόροι και Μυθογράφοι: Desideri, de Koros, Waddell, Taylor
Ο Λόπεζ ανέλυσε τρεις «στιγμές» της δυτικής αναμέτρησης με το Θιβέτ, έναν Ιταλό ιεραπόστολο, έναν Ούγγρο φιλόλογο και εθνογράφο και ένα Βρετανό αξιωματούχο της αποικιοκρατίας[8]. Ο πρώτος ευρωπαίος ιεραπόστολος που εισήλθε στο Θιβέτ ήταν πιθανώς ο πατήρ Αντόνιο ντ' Αντράντε (Antonio d' Ardante), Πορτογάλος Ιησουΐτης που εγκαθίδρυσε μια μικρή ιεραποστολή στο Τσαπαράνγκ, στο δυτικό Θιβέτ το 1624. Καθ' όλη τη διάρκεια του 17ου αιώνα υπήρχε ιεραποστολική παρουσία στο δυτικό Θιβέτ και στα σύνορα των Ιμαλαΐων. Το 1707 δύο Καπουκίνοι ιεραπόστολοι, ο πατήρ Φρανσουά ντε Τουρ (François de Tours) και ο Γκιουζέπε ντ Ασκιόλι (Giuseppe d'Ascoli), κατ έφθασαν στη Λάσα, αλλά η παλαιότερη καταγεγραμμένη επίσκεψη έγινε από τον Ιησουΐτη Ιππόλιτο Ντεσιντέρι (Ippolito Desideri), ο οποίος ταξίδεψε από το Δελχί στο Λαντάκ και κατάμήκος του δυτικού Θιβέτ προς τη Λάσα. Παρέμεινε στο Θιβέτ επί πέντε έτη (1716-1721) πριν τον εξαναγκάσει μια οδηγία του Βατικανού να εγκαταλείψει την περιοχή χάριν της ανταγωνιστικής ιεραποστολής των Καπουκίνων[9].
Ο Ντεσιντέρι ήταν άτομο με ιδιαίτερες διανοητικές ικανότητες και δική του ήταν η πρώτη συστηματική προσπάθεια να εξηγηθούν τα δόγματα και οι πρακτικές του θιβετανικού Βουδισμού από Ευρωπαίο[10]. Στην παραμονή του Ντεσιντέρι στο Θιβέτ περιλαμβάνεται και μια μακρά παραμονή στο μεγάλο μοναστήρι της Σέρα, όπου μελέτησε το Kangyur και Tengyur[11] και μια μετάφραση του Lam rim chen mo, του Tsong-kha-pa. Η μελέτη του Ντεσιντέρι παρακινείτο ουσιαστικά από τον ιεραποστολικό του ζήλο. Οι αρχικές αναμετρήσεις του με το Βουδισμό τον έπεισαν ότι προκειμένου να μεταστραφούν οι Θιβετιανοί έπρεπε πρώτα να κατανοήσει το βασικό δόγμα του κενού (sunyata). Όπως σημειώνει ο Λοπέζ, «οι πιεστικές ιεραποστολικές υποχρεώσεις του Ντεσιντέρι δεν θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν χωρίς την κατανόηση των αντιλήψεων των αντιπάλων του»[12]. Τούτη η αμφιθυμία του Ευρωπαίου ιεραπόστολου εναντίον των λάμα έγινε τελικά ένα νήμα που οδήγησε στη γνωριμία του ευρωπαϊκού πνεύματος με τη γοητεία του φιλοσοφικού στοχασμού του Θιβέτ.
Δύο έτη μετά από την απρόθυμη αναχώρηση του Ντεσιντέρι από το Θιβέτ, ο Κσόμα ντε Κόρος (Csoma de Koros), ένας μαγυάρος αριστοκράτης που αναζητούσε την κοιτίδα προέλευσης της ουγγρικής γλώσσας, κάπως απροσδόκητα βρέθηκε στο Λαντάκ[13]. Οι αναζητήσεις του ήταν εθνολογικές και γλωσσολογικές και απεικονίζουν εν μέρει την εμμονή του 19ου αιώνα με την προέλευση (των εθνών, των πολιτισμών, των γλωσσών, των θρησκειών). Μετά από αρκετά ταξίδια στο Αφγανιστάν, το Πουντζάμπ και το Κασμίρ, όλα προπαρασκευαστικά μιας αποστολής στην Μποκάρα, όπου ήλπιζε να ανακαλύψει τη σκοτεινή προέλευση της πατρίδας του μεταξύ των Χανγκάρ της Μογγολίας, ο ντε Κόρος συνάντησε τον Δρα Γουίλιαμ Μούρκροφτ (William Moorcroft), αντιπρόσωπο της East India Co., κτηνίατρο, εξερευνητή και κατάσκοπο. Ο Μούρκροφτ έπεισε τον ντε Κόρος ότι η γνώση της Θιβετανικής γλώσσας ήταν αναγκαία για τις γλωσσικές έρευνές του. Ο ντε Κόρος πέρασε τα επόμενα επτά χρόνια της ζωής του στο Λαντάκ και το νοτιοδυτικό Θιβέτ, μελετώντας υπό την επίβλεψη διάφορων λάμα και παράγοντας ένα Θιβετανο-αγγλικό λεξικό, γραμματική και τη μετάφραση μιας επιτομής της βουδιστικής ορολογίας. Φεύγοντας από το Θιβέτ, ο ντε Κόρος δημοσίευσε αυτές τις εργασίες και μια σειρά άρθρων στο The Journal of the Asiatic Society of Bengal, κερδίζοντας τον μεταθανάτιο τίτλο του πατέρα της Θιβετολογίας. Ήταν ένας από τους πρώτους που έστρεψε την προσοχή των ευρωπαίων μελετητών του Βουδισμού από τα κείμενα Πάλι στα κείμενα της Βατζγυαράνα, βεβαιώνοντας ότι «Η κύρια έδρα του Βουδισμού βρίσκεται στο Θιβέτ»[14]. Ο έσχατος προορισμός του, η λεκάνη Ταρίμ δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Ο ντε Κόρος πέθανε από ελονοσία στο Νταρτζίιλινγκ το 1842.
Η Άννυ Τέυλορ (Annie Taylor) παρουσιάζει συνολικά μια διαφορετκή εικόνα[15]. Αγγλίδα ιεραπόστολος με την Ιεραποστολή της Κίνας, έφθασε στην Ανατολή το 1884. Αποφάσισε σύντομα να διαδώσει τον Χριστιανισμό στους θιβετανούς ειδωλολάτρες. Επί οκτώ ολόκληρα χρόνια προσπαθούσε να περάσει ανεπιτυχώς στο Θιβέτ μέσω της Ινδίας στο νότο και μέσω της Κίνας στην ανατολή, αν και επισκέφτηκε το μεγάλο θιβετανικό μοναστήρι στο Κουμπούμ το 1887. Αλλά ήταν τόσο αποφασισμένη, ώστε τον Σεπτέμβριο του 1892 έφυγε από την κινεζική πόλη Ταουκάου για ένα ταξίδι στη Λάσα,μια πόλη που είχε να την επισκεφθεί Ευρωπαίος από το 1846, όταν διώχθηκαν οι γάλλοι Ιησουΐτες Χους (Huc) και Γκαμπέ (Gabet), και οι πύλες του Θιβέτ έκλεισαν για τους ιεραποστόλους. Η Τέυλορ συνοδευόταν από έναν Κινέζο οδηγό και τέσσερις Θιβετανούς σε μια φτωχά προετοιμασμένη αποστολή. Αλλά με την ασίγαστη θέληση που τη χαρακτήριζε και την τύχη να την ευνοεί, η μικρή ομάδα ξεπέρασε τις ασθένειες; Τα ατυχήματα και τους πολλούς κινδύνους του αφιλόξενου περιβάλλοντος των υψιπέδων για να βρεθεί πολύ κοντά στη Λάσα. Εκεί η Τέυλορ συνελήφθη από Θιβετανούς αξιωματούχους, που την οδήγησαν πίσω στα σύνορα. Φθάνοντας πίσω στην Κίνα η Τέυλορ είχε περπατήσει περίπου 2.000 χλμ. σε επτά μήνες. Αν και δεν έκανε κάποιες σημαντικές επιστημονικές παρατηρήσεις ανθρωπολογικού ή θρησκευτικού ενδιαφέροντος η ηρωική πορεία της είναι άξια μνείας στα χρονικά των ταξιδιωτών της ύστερης Βικτωριανής εποχής στα μονοπάτια των Ιμαλαΐων.
Η Αναζήτηση του Μυστικού Θιβέτ
Στον 19ο αιώνα μορφές όπως η Ε.Π. Μπλαβάτσκι και η Αλεξάνδρα Ντέιβιντ Νιλ (Alexandra David-Néel) έδωσαν σημαντική ώθηση στην αναζήτηση και την εκλαΐκευση των ανατολικών δοξασιών. Η πρώτη αναμφίβολα χαίρει ιδιαίτερης φήμης για το έργο της –ιδιαίτερα την Μυστική Δοξασία (1888)- στο οποίο περιλαμβάνονται σημαντικά στοιχεία της Βατζραγιάνα, ενώ σύμφωνα με τον Ντ. Τ. Σουζούκι (D.T. Suzuki) οι ερμηνείες της για τις βουδιστικές δοξασίες στο Φωνή της Σιγής (1869) «αποκαλύπτουν μια βαθιά μυητική κατανόηση του μαχαγιανικού δόγματος»[16]. Η Αλεξάνδρα Ντέιβιντ Νιλ, λιγότερο γνωστή στο ελληνικό κοινό, ίσως χρειάζεται περισσότερο την προσοχή μας. Μετά από μια ταραχώδη σταδιοδρομία στη Γαλλία ως αναρχική φοιτήτρια, τραγουδίστρια της όπερας, δημοσιογράφος, φεμινίστρια και τυχοδιώκτρια, ήλθε σε επαφή με τον Βουδισμό μέσω των σπουδών της, στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, στη Σορβόνη. Ανάμεσα στους δάσκαλούς της περιλαμβάνονταν οι διαπρεπείς ασιανολόγοι Συλβέιν Λεβί (Sylvain Levi) και 'Εντουαρτ Φουκώ (Edouard Foucaux). Μετά από την έκδοση του βιβλίου της για τον Βουδισμό (The Buddhism of the Buddha and Buddhist Modernism), το 1911 η Ντέιβιντ Νιλ ξεκίνησε πάλι για την Ινδία: «Υπάρχουν μεγάλοι δάσκαλοι στη Σορβόνη, που ξέρουν όλες τις ρίζες των λέξεων και τις ημερομηνίες της ιστορίας, αλλά επιθυμώ να ζήσω τη φιλοσοφία επί τόπου και να υποβληθώ στη φυσική και πνευματική της δοκιμασία, όχι να διαβάζω για αυτήν»[17]. Ήταν μια από τις πρώτες σε μια μακρά αλληλουχία αναζητητών, για τους οποίους η μελέτη ήταν απλώς το προοίμιο σε μια αμεσότερη υπαρξιακή δέσμευση με την ανατολική πνευματικότητα. Αυτή η παραμονή στην Ασία έμελλε να διαρκέσει δεκατέσσερα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων γνώρισε τον 13ο Δαλάι Λάμα,πέρασε έναν δύσκολο χειμώνα σε μια παγωμένη σπηλιά μαθητευόμενη ενός γκόμτσεν, γνώρισε τον Λάμα Αναγκαρίκα Γκοβίντα (Anagarika Govinda) και τον Ντ. Τ. Σουζούκι. Στα 55 της, μεταμφιεσμένη ως Θιβετανή ζητιάνα και συνοδευόμενη από τον Γιόνγκτεν (Yongden), τον υιοθετημένο μοναχό που την ακολουθούσε παντού ως το τέλος της ζωής του, έκανε το ταξίδι στη Λάσα, περίπου 3.000 χλμ. επιτυγχάνοντας έναν στόχο που είχε προκαλέσει πολλούς ταξιδευτές καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Μετά από την επιστροφή της στην Ευρώπη η Ντέιβιντ Νιλ έγινε δεκτή με ιδιαίτερες τιμές, και έγινε δημοφιλής ομιλήτρια και παραγωγική συγγραφέας σε θέματα που αφορούσαν στον Βουδισμό και την Ανατολή εν γένει. Το 1936 επέστρεψε στην Ανατολή, μέσω της Σιβηρίας, για άλλη μια μακρά παραμονή εξαιτίας του πολέμου. Κατόπιν επέστρεψε στο σπίτι της στο Ντίνιε, στη Γαλλία. Ακούραστη εξερευνήτρια, η Ντέιβιντ Νιλ έζησε έως το 1969, έως δηλαδή το εκατοστό πρώτο έτος της μακράς ζωής της.
Αναμφίβολα ήταν ένα από τα πνεύματα που γοήτευσαν τη Δύση και κέντρισαν ακόμα περισσότερο τη φαντασία της για τους μυστικούς τόπους του Θιβέτ. Η μυθιστορηματική ζωή της αλλά και το κριτικό πνεύμα της θεμελίωσαν μια μακρά αλυσίδα αναζητητών που προσπάθησαν να βιώσουν τη μυστικότητα και την ιερότητα του Θιβέτ. Η ίδια θεωρούσε τον εαυτό της ορθόδοξη βουδίστρια που απέρριπτε οποιουδήποτε είδους προλήψεις. Εν τούτοις, ήταν σε θέση να πλησιάσει τις νέες θρησκευτικές πρακτικές με ανοικτό μυαλό και δεκτικότητα και πολύ περισσότερο να τις περιγράψει με τρόπο που διήγειρε τη φαντασία.
Ο Γουόλτερ Γίλινγκ Έβανς-Γουέντζ (Walter Yeeling Evans-Wentz), όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε το 1875 στο περιβάλλον μιας μια πλούσιας αμερικανικής οικογένειας άλλοτε Βαπτιστών, οι οποίοι είχαν στραφεί στη θεοσοφία[18]. Μελέτησε θρησκεία, φιλοσοφία και ιστορία στο Στάνφορντ όπου ελάχιστα μεν εντυπωσιάστηκε τους δασκάλους του αλλά πολύ επηρεάστηκε από δύο επισκέπτες του πανεπιστήμιου, τον Γουίλιαλμ Τζέιμς (William James) και τον Γέιτς (W.B. Yeats). Οι επόμενες μελέτες του στην Οξφόρδη έδωσαν το έναυσμα για την πρώτη σημαντική εργασία του, The Fairy Faith in Celtic Countries (1911). Στην Οξφόρδη ο Έβανς-Γουέντζ (Evans-Wentz) συνάντησε τον Λώρεντς (T.E. Lawrence) ο οποίος τον ενθάρρυνε να επισκεφτεί την Ανατολή. Μετά από ένα χρόνο στην Αίγυπτο, ο Έβανς-Γουέντζ επιβιβάστηκε σε ένα σκάφος και τράβηξε για το Κολόμπο, ξεκινώντας ένα ταξίδι που έμελλε να διαρκέσει 30 χρόνια, εις αναζήτηση των Σοφών της Ανατολής. Αλλοτε ζούσε στις πόλεις, άλλοτε σε χωριά και άλλοτε στη ζούγκλα ή τη μοναξιά των βουνών, ανάμεσα σε γιόγκι ή σε ορεινά μοναστήρια[19].
Ο Έβανς-Γουέντζ αφιερώθηκε αρχικά στη μελέτη της αρχαίας ιστορίας, των εθίμων και της θρησκευτικής παράδοσης της Κεϋλάνης, συσσωρεύοντας μια συλλογή των πολύτιμων χειρογράφων Pali που δώρισε αργότερα στο Στάνφορντ. Το 1918 ξεκίνησε ένα προσκύνημα σε ουσιαστικά κάθε σημαντική θρησκευτική περιοχή της Ινδίας, το Μαντράς, το Μπεναρές, την Καλκούτα και το Νταρτζίιλινγκ ανάμεσά τους. Πήρε συνέντευξη από την Annie Besant στο Μαντράς, ανέπτυξε στενές σχέσεις με τους Swami Satyananda και Syamananda, και αργότερα στα ταξίδια του συνάντησε τον Krishnamurti, τον Paul Brunton, τον Ramana Maharshi, τον Σβάμι Γιοκανάντα, τον Σρι Κρίσνα Πρεμ (Sri Krishna Prem), δυτικό όνομα Ρόλαντ Νίξον (Ronald Nixon), και τον Νορβηγό Σουνγιαμπχάι (Sunyabhai) δυτικό όνομα Άλφρεντ Σόρενσον (Alfred Sorenson), που είχε πάει στην Ινδία κατ' εντολή του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ (Rabindranath Tagore) και έγινε σανυάσιν στην περιοχή της Αλμόρα[20]. Όμως, η σημαντικότερη από όλες αυτές τις συναντήσεις αποδείχθηκε εκείνη με τον λάμα Καζί Σαμντούπ (Kazi Samdup) στο Σικίμ. Ο λάμα, που ήταν ήδη μεταφραστής της Αλεξάνδρας Ντέιβιντ Νιλ, ήταν τότε διευθυντής ενός σχολείου αγοριών στο Γκανγκτόκ. Είχε στο μεταξύ διατελέσει ως Θιβετανός επιτετραμένος στην Ινδία και ανήκε στο προσωπικό του δέκατου τρίτου Δαλάι Λάμα κατά τη διάρκεια της εξορίας του στην Ινδία το 1910. Χρησιμοποιώντας τον Έβανς-Γουέντζ ως ζωντανό λεξικό, μετέφρασε το Bardo Thodol. Ο Καζί Σαμντούπ διορίστηκε λέκτορας στο πανεπιστήμιο της Καλκούτας το 1919 και πέθανε τρία χρόνια αργότερα. Το 1927 ο Έβανς-Γουέντζ ήταν πλέον σε θέση να δημοσιεύσει τη μετάφραση που έγινε χάρη στις προσπάθειες του λάμα.
Για το παρόν εννοιολογικό πλαίσιο το έργο του πάνω στη θρησκευτική λογοτεχνία του Θιβέτ παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον για τις επιδράσεις που άσκησε στη Δύση. Αν και ο Έβανς-Γουέντζ πέρασε μόνο μια ημέρα της ζωής του σε θιβετανικό έδαφος, δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία ότι επιτέλεσε τον ηρωικό άθλο να φέρει τα θιβετανικά κείμενα στο δυτικό κοινό. Προλογίζοντας το Θιβετανική Βίβλος των Νεκρών εξέφρασε την ελπίδα ότι η μετάφρασή του θα υπηρετούσε ως άλλο ένα πνευματικό βήμα για την ένωση Ανατολής και Δύσης με σχέσεις αμοιβαίου σεβασμού και κατανόησης[21].
Μια άλλη μεγάλη μορφή που εξέφρασε ενδιαφέρον για τις Ανατολικές δοξασίες και μεθόδους στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα ήταν ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ. Ο Ταοϊσμός, το Ζεν, ο Θιβετανικός Βουδισμός και η ινδική γιόγκα, όλα αυτά τα ρεύματα άφησαν το αποτύπωμά τους στο έργο του, αν και ορισμένοι από τους πιο «επιστημονιστές» οπαδούς του προσπάθησαν να αποκρύψουν αυτές τις επιρροές που χάριν της «επιστημονικής αντικειμενικότητας». Στην πραγματικότητα ο Γιουνγκ ενοχλείτο συχνά από τις εντάσεις που δημιουργούνταν εξαιτίας της δέσμευσης της δυτικής ψυχολογίας και της ψυχιατρικής στο αποκαλούμενο «σύγχρονο επιστημονικό παράδειγμα». Το ενδιαφέρον του για τα ασιατικά δόγματα επισημαίνεται ήδη από τα εφηβικά του χρόνια όταν επηρεάστηκε από τον Σοπενάουερ (Schopenhauer) και την άποψή του ότι η Ινδία ήταν «η γη της αρχαιότερης σοφίας», στην οποία είναι δυνατόν να ανιχνευθούν πολλά ρεύματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ακόμα και του Χριστιανισμού[22].
Ο Γιουνγκ ξεκίνησε τις έρευνές του στις ανατολικές θρησκείες το 1909 όταν στράφηκε σε μια διαπολιτισμική, συγκριτική μελέτη της θρησκευτικής μυθολογίας και του συμβολισμού. Από αυτές τις έρευνες ο Jung σχηματοποίησε μία από τις κυρίαρχες ιδέες του στη σύγχρονη ψυχολογία, το συλλογικό ασυνείδητο, που έγινε βέβαια και η αιτία της διακοπής της σχέσης του με τον Freud. Σημαντικά ίχνη της ανατολικής σκέψης βρίσκονται στα πρώιμα έργα του, όπως είναι η Ψυχολογία του Ασυνείδητου (1912) και οι Ψυχολογικοί Τύποι (1921). Εντούτοις, μόνο στη δεκαετία του '20 εστιάστηκε το ενδιαφέρον του Γιουνγκ στην ανατολική ψυχολογία, κυρίς εξαιτίας της συνάντησής του με τους διακεκριμένους ασιανολόγους Ρίτσαρντ Βίλχελμ (Richard Wilhelm) και Χάινριχ Τσίμερ (Heinrich Zimmer), που οδήγησε σε μια σειρά μικρών αλλά δυναμικών έργων. Σε αυτά περιλαμβάνεται ο πρόλογός του στο έργο του Σουζούκι Εισαγωγή στον Ζεν Βουδισμό (1939) και τα σχόλιά του στο Μυστικό του Χρυσού Λουλουδιού (ένα μυστικιστικό και αλχημικό κινεζικό κείμενο) (1929), στο Θιβετανική Βίβλος των Νεκρών (1935), στο Θιβετανική Βίβλος της Μεγάλης Απελευθέρωσης (1939) και στο Ι Τσινγκ (1950)[23].
Στα σχόλιά του στο Μυστικό του Χρυσού Λουλουδιού ο Jung δήλωσε ότι επιθυμούσε να χτίσει «μια γέφυρα ψυχολογικής κατανόησης μεταξύ της ανατολής και της δύσης», ενώ από τη Θιβετανική Βίβλο της Μεγάλης Απελευθέρωσης ο Γιούνγκ άντλησε το μάθημα της θεμελιακής πραγματικότητας του νου, της συνείδησης, επιμένοντας ότι το κείμενο «βασίζεται στην ψυχική πραγματικότητα, η οποία παραμένει ο κύριος και μοναδικός όρος της ύπαρξης»[24]. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι ο σκοπός του Γιούνγκ ήταν η κατανόηση του εσωτερικού ψυχολογικού κόσμου, που ήταν παραμελημένος από τη δυτική προσπάθεια κυριαρχίας του φυσικού κόσμου. Πίστευε ότι οι ανατολικές δοξασίες θα μπορούσαν να διαδραματίσουν έναν ζωτικής σημασίας ρόλο στην αντιστάθμιση μιας δυτικής επιστήμης απορροφημένης στις φυσικές ιδιότητες και διαδικασίες του εξωτερικού υλικού κόσμου.
Μετά τον Γιουνγκ εμφανίζονται φυσιογνωμίες από διαφορετικούς τομείς της ζωής που γράφουν για το Θιβέτ, συναρπάζοντας το σύγχρονο κοινό. Ο Χάινριχ Χάρρερ (Heinrich Harrer), ο ορειβάτης που έγραψε το Επτά Χρόνια στο Θιβέτ (αγγλ. έκδοση, 1953), ο ελληνικής καταγωγής Μάρκο Πάλλης (Marco Pallis), επίσης ορειβάτης και πολυσύνθετο επιστημονικό ταλέντο -για τον οποίο θα άξιζε μια ξεχωριστή αναφορά- με τα βιβλία του στα οποία αποτυπώνεται η εμπειρία του από το Θιβέτ Peaks and Lamas (1939) και The Way and the Mountain (1960), ο λάμα Αναγκαρίκα Γκοβίντα (Anagarika Govinda) και μεταγενέστεροι ταξιδιώτες και αναζητητές στο Θιβέτ, όπως οι Γκόφρευ Μπουλ (Geoffrey Bull) και Πωλ Μπράντον (Paul Brunton), το A Cultural History of Tibet, των Ντέιβιντ Σνέλγκρουβ (David Snellgrove) και Χιούγκ Ρίτσαρντσον (Hugh Richardson) βοήθησαν σημαντικά στη διατήρηση της μυστικιστικής γοητείας που ασκεί ακόμα και σήμερα η εικόνα του Θιβέτ. Κάθε χώρα, κάθε γωνιά της γης έχει τους ιερούς τόπους της. Ωστόσο, το Θιβέτ παραμένει ένας παγκόσμιος ιερός τόπος, ίσως γιατί καλλιεργήθηκε ως μύθος, ίσως γιατί οι απρόσιτες κορυφές των Ιμαλαΐων δίνουν ένα ξεχωριστό νόημα στην ανθρώπινη προσπάθεια να αγγίξει τα ύψη. Η διαδικασία της ιεροποίησης, βέβαια, δεν είναι τυχαία. Ποτέ δεν ήταν τυχαία στην παγκόσμια ιστορία των θρησκειών και λειτουργούσε πάντα ως πόλος έλξης της ανθρώπινης συνείδησης. Το Θιβέτ ήταν ιερός τόπος και πριν το ανακαλύψουν οι Ευρωπαίοι. Είναι σημαντικό, όμως, να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το γιατί ασκεί τόσο μεγάλη γοητεία στον δυτικό νου, που προσπαθεί διαρκώς να απαγκιστρωθεί από την τετράγωνη λογική του.
Σημειώσεις
[1]. Donald S. Lopez Jr, «Foreigners at the Lama's Feet» στο Curators of the Buddha ed. Donald S. Lopez Jr, Chicago: University of Chicago Press, 1995, 252.
[2]. Donald S. Lopez Jr, «New Age Orientalism: The Case of Tibet», στο Tricycle: The Buddhist Review 3:3, 1994, 38.
[3]. Peter Bishop, Tibet in Its Place, Bedford Park, Charles Strong Trust, 1983, 3.
[4]. Στο ίδιο 5.
[5]. Sarvepalli Radhakrishnan, Eastern Religions and Western Thought, OUP, New York 1959, 251.
[6]. Αναφέρεται στο J.J. Clarke, Oriental Enlightenment: The Encounter Between Asian and Western Thought, Routledge, London 1997, 19.
[7]. Stephen Batchelor, The Awakening of the West, Parallax Press, Berkeley 1994, 234.
[8]. Lopez, «Foreigners at the Lama's Feet», 251-295.
[9]. Βλ. David Snellgrove & Hugh Richardson, A Cultural History of Tibet, Shambhala, Boston: 1995, 202, 220-224.
[10]. Βλ. Richard Sherburne, «A Christian-Buddhist Dialog? Some Notes on Desideri's Tibetan Manuscripts» στο Reflections on Tibetan Culture: Essays in Memory of Turrell V. Wylie ed. Lawrence Epstein & Richard F. Sherburne, Lewiston: Edwin Mellen Press, 1990, 295-305.
[11]. Θιβετιανικός Βουδιστικός Κανόνας: Μια μεγάλη συλλογή 3.500 βιβλίων που γράφτηκαν κυρίως στα Σανσκριτικά περί το 200 Κ.Ε. έως το 1000 Κ.Ε. και μεταφράστηκαν αργότερα στα Θιβετανικά.
[12]. Lopez, «Foreigners at the Lama's Feet», 254.
[13]. Το υλικό για τον de Koros αντλείται κυρίως από το Lopez, «Foreign ers at the Lama's Feet», 256-259.
[14]. Rick Fields, How the Swans Came to the Lake: A Narrative History of Buddhism in America, Shambhala, Boston: 1992, 285.
[15]. Το υλικό για την Annie Taylor προέρχεται από το Luree Miller, On Top of the World: Five Women Explorers in Tibet, The Mountaineers, Seattle: 1984, 47-69.
[16]. Andrew Rawlinson, The Book of Enlightened Masters: Western Teachers in Eastern Traditions Open Court, Chicago: 1997, 195, n3.
[17]. David-Neél, όπως αναφέρεται στο Miller, On Top of the World 145.
[18]. Βλ. το Ken Winkler, Pilgrim of the Clear Light: The Biography of Dr. Walter Y. Evans-Wentz, Dawnfire Press, Berkeley: 1981.
[19]. Πρόλογος στην πρώτη έκδοση του Θιβετανική Βίβλος των Νεκρών, ixx-xx in the 3rd edition.
[20]. Βλ. Rawlinson, Enlightened Masters, 528-532.
[21]. σελ. xxi στην 3η έκδοση.
[22]. Raymond Schwab, The Oriental Renaissance: Europe's Rediscovery of India and the East, 1680-1880, Columbia University Press, New York: 1984, 427-428.
[23]. Τα περισσότερα κείμενα του Jung σε θέματα της Ανατολής βρίσκονται στον 11ο τόμο των Απάντων (Psychology and Religion: West and East), Routledge, London: 1969 (2η έκδοση). Το σχόλιό του στο Μυστικό του Χρυσού Λουλουδιού. Βρίσκεται στον 13ο τόμο, (Alchemical Studies).
[24]. C.G. Jung, «Commentary on The Tibetan Book of the Great Liberation», στα Άπαντα XI, 481.
Βιβλιογραφία
• Bishop Peter, Tibet in Its Place Charles Strong Trust, Bedford Park, 1983.
• Clarke J.J., Oriental Enlightenment: The Encounter Between Asian and Western Thought, Routledge, (London, 1997).
• Jung C. G., Psychology and Religion: West and East, Routledge, London, 1969.
• Lopez Donald S. Jr, «Foreigners at the Lama's Feet» στο Curators of the Buddha (ed. Donald S. Lopez Jr), Chicago: University of Chicago Press, 1995.
• --------------- «New Age Orientalism: The Case of Tibet», στο Tricycle: The Buddhist Review 3:3, 1994.
• Miller Luree, On Top of the World: Five Women Explorers in Tibet, The Mountaineers, Seattle, 1984.
• Radhakrishnan Sarvepalli, Eastern Religions and Western Thought, OUP, New York, 1959.
• Rawlinson Andrew, The Book of Enlightened Masters: Western Teachers in Eastern Traditions, Open Court, Chicago, 1997.
• Snellgrove David & Richardson Hugh, A Cultural History of Tibet, Shambhala, Boston, 1995.
• Schwab Raymond, The Oriental Renaissance: Europe's Rediscovery of India and the East, 1680-1880, Columbia University Press, New York, 1984.
• Winkler Ken, Pilgrim of the Clear Light: The Biography of Dr. Walter Y. Evans-Wentz, Dawnfire Press, Berkeley, 1981.
• --------------- Pilgrim of the Clear Light: The Biography of Dr. Walter Y. Evans-Wentz, Dawnfire Press, Berkeley, 1981.
K.K. © 2005 kosmos zine