Φιλοσοφία
Ίωνες Φιλόσοφοι και Κοσμολογική Επιστήμη
Οι Ίωνες φιλόσοφοι σηματοδοτούν μια πρωτόγνωρη και εξαιρετικά ουσιαστική προσπάθεια του ανθρώπου να κατανοήσει τον Κόσμο που τον περιβάλει, αλλά και το ρόλο του μέσα σε αυτόν. Τα φιλοσοφικά ρεύματα που διαμόρφωσαν ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης και ο Ηράκλειτος επηρέασαν διαχρονικά το παγκόσμιο φιλοσοφικό και επιστημονικό γίγνεσθαι και αποτελούν μέχρι και σήμερα σημείο αναφοράς.
Στην Ιωνία του 6ου π.Χ. αιώνα η πολιτική εξουσία πέρασε στα χέρια των εμπόρων, διαμορφώνοντας μια αριστοκρατία που ενδιαφερόταν, όπως ήταν φυσικό, για τη γρήγορη ανάπτυξη της τεχνολογίας και τη βελτίωση της θέσης της. Ο πολύς κόσμος όμως, ενδιαφερόταν για την κατάργηση των μεγάλων ανισοτήτων και απαιτούσε μια πιο δίκαιη και ίση απέναντι σε όλους πολιτεία, γεγονός που οδήγησε σε αναπόφευκτο κοινωνικό και φιλοσοφικό στοχασμό.
Οι Ίωνες φιλόσοφοι ήταν οι πρώτοι εκπρόσωποι μιας πρωτοφανούς διανοητικής δραστηριότητας της φιλοσοφίας και της επιστήμης και αντιπροσώπευαν ένα πνεύμα φυσικής φιλοσοφίας και θεωρητικής κοσμολογίας. Εκπροσωπούσαν μια παράδοση που συμφωνούσε περισσότερο με τη σύγχρονη επιστήμη, μιας και ενδιαφέρθηκαν να ερευνήσουν το πρόβλημα της φυσικής πορείας των πραγμάτων, της γένεσης και της ανάπτυξής τους, καθώς και θέματα αστρονομίας, μετεωρολογίας, βιολογίας και φυσιολογίας, της ζωογονίας και ανθρωπογονίας, της γεωργίας και της ιστορίας.
Θα αναφερθούμε εκτενέστερα στον Θαλή, τον Αναξίμανδρο, τον Αναξιμένη και στον Ηράκλειτο, οι οποίοι συνεισέφεραν ιδιαίτερα στη διαμόρφωση της σύγχρονης σκέψης και της κοσμολογικής επιστήμης.
Θαλής ο Μιλήσιος
Στην κοσμολογία του Θαλή τον κυρίαρχο ρόλο παίζει το ύδωρ. Πίστευε πως είναι η «αρχή» των πάντων. Τού αποδίδονται δύο κύριες κοσμολογικές απόψεις: ότι η Γη στηρίζεται, δηλαδή επιπλέει, στο νερό και ότι το νερό είναι η «αρχή» των πάντων, μία αρχαιότερη ουσιαστικά θεωρία, που περιγράφει τη Γη να ακουμπάει στο νερό, να «διατηρείται στη θέση της επειδή επιπλέει σαν ένα ξύλο ή κάτι παρόμοιο».
Στην κοσμολογία του Θαλή, το νερό, εκτός του ότι είναι κοσμογονική αρχή, θυμίζοντας ανάλογους μύθους της Εγγύς Ανατολής, παύει να είναι θεός και αναγνωρίζεται ως φυσικό σώμα. Ωστόσο, στο γενικότερο πλαίσιο της φιλοσοφίας του «ο κόσμος είναι γεμάτος θεούς», δηλαδή μία θεϊκή και δαιμονική πνοή που δίνει ζωή σε όλα. Με αυτό εννοούσε ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι, κατά κάποιον τρόπο, ζωντανός και έμψυχος, γεγονός που πιστοποιεί η κίνηση, όπου ο κόσμος, δεν δημιουργήθηκε από τους θεούς, αλλά μέσα από φυσικές διεργασίες.
Η δράση του Θαλή τοποθετείται όχι νωρίτερα από τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Αν και τού αποδίδεται ένα σύγγραμμα με τον τίτλο Ναυτική Αστρολογία, ο ίδιος πιθανότατα δεν έγραψε κανένα βιβλίο. Για την ανασύσταση της σκέψης του βασιζόμαστε μόνο σε μαρτυρίες.
Η παράδοση κατατάσσει τον Θαλή μεταξύ των «Επτά Σοφών» της Αρχαίας Ελλάδας, ως πρώτο εκπρόσωπο της φιλοσοφίας και τον σκιαγραφεί ως άνθρωπο με πλατιές γνώσεις, επινοητικότητα και πρακτικές επιτυχίες σε διάφορους τομείς, όπως η γεωμετρία, η αστρονομία, η μηχανική κ.α. Για την εδραίωση της φήμης του ως σοφός συνέτειναν ασφαλώς ποικίλα επιτεύγματα, πρακτικά και θεωρητικά, μεταξύ των οποίων και η πρόβλεψη της έκλειψης του Ηλίου το 585 π.Χ. Ο Θαλής, παρόλη την απλοϊκότητα της σκέψης του, χρησιμοποίησε έννοιες από το χώρο της φυσικής φιλοσοφίας ξεφεύγοντας από τις μορφές των μύθων ή τις υπάρχουσες θεογονίες ώστε να ερμηνεύσει τον κόσμο. Η προβληματική του για την αρχή του κόσμου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε προφιλοσοφική, ούτε μη ορθολογική, ιδιάζουσα σημασία έχει το ότι ο Θαλής μπόρεσε να αναγάγει τα πολλαπλά φαινόμενα του κόσμου σε μια απρόσωπη, μοναδική ή ενιαία αρχή. Το γεγονός αυτό μάς επιτρέπει –παρά τις ενστάσεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί- να μην αρνούμαστε στο Θαλή τον χαρακτηρισμό του φιλοσόφου, του πρώτου μάλιστα φυσικού, εκείνου που προετοίμασε τον δρόμο για τις μεγαλειώδεις κοσμολογικές συλλήψεις που ακολούθησαν.
Ο Θαλής μίλησε και για την αθανασία της ψυχής και θεωρούσε τις κινητικές δυνάμεις των πραγμάτων ζωικές λειτουργίες. Αυτό ήταν ιδιαίτερα φανερό στο παράδειγμα λίθων, όπως ο μαγνήτης και το ήλεκτρο και ο Θαλής ανέφερε πως αυτά έχουν ψυχή δηλ. «ζωή», επειδή ακριβώς προκαλούν ενέργεια. Αυτές οι απόψεις έχουν κάποιο στοιχείο αλήθειας και αντανακλούν έστω και θαμπά τις πρακτικές ανάγκες που επενεργούσαν κατά τη διάρκεια γένεσης της φιλοσοφίας και των μυστικιστικών τάσεων.
Ήλθε σε επαφή με την αιγυπτιακή επιστήμη, κατά τη διάρκεια ενός εμπορικού ταξιδιού. Επιστρέφοντας, έφερε κυρίως τη γνώση των βασικών αρχών Γεωδαισίας-Γεωμετρίας, τη χρήση των λεγόμενων αιγυπτιακών κλασμάτων. Καταμέτρησε το ύψος των μεγάλων αιγυπτιακών πυραμίδων από τη σκιά τους ενώ θεώρησε πως οι πλημμύρες του Νείλου προκαλούνταν από τους ανέμους, οι οποίοι με τη σφοδρή πνοή τους εμποδίζουν τα νερά του ποταμού να χυθούν στη Μεσόγειο. Πρώτος παρατήρησε τα φαινόμενα του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού, καθώς επισήμανε το φαινόμενο της έλξης ελαφρών σωματιδίων από το τριβόμενο ήλεκτρο. Θεωρείται ο ιδρυτής της θεωρητικής γεωμετρίας.
Κατά τον Αριστοτέλη (Μετά τα Φυσικά, Ι, 983 β 20), ο Θαλής ο Μιλήσιος ήταν ο ιδρυτής της φιλοσοφίας των «φυσικών» ή «φυσιολόγων» που ασχολούνταν με την αναζήτηση φυσικών αιτίων και αποστρέφονταν συνεπώς τις θεωρητικές αφαιρέσεις των «θεολόγων», οι οποίοι κατέφευγαν σε μύθους και υπερφυσικές ερμηνείες. Ο Ευσέβιος τον παρουσιάζει ως «τον πατέρα της φιλοσοφίας και ιδρυτή της Ιωνικής Σχολής» (Praeparatio evangelica, XIV, 14).
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, που έζησε ενάμιση αιώνα αργότερα, ο Θαλής είχε φοινικικό αίμα, ήταν δηλαδή Σημίτης, κατ' άλλους όμως συγγραφείς ήταν Μιλήσιος και μάλιστα αριστοκρατικής καταγωγής. Ήταν σύγχρονος των Λυδών βασιλέων Αλυάττη και Κροίσου, του βασιλιά των Περσών Κύρου και του Σόλωνα του Αθηναίου. Από τα χρόνια του ακόμη, έφερε τον τίτλο του μεγάλου σοφού, του επιστήμονα δηλαδή και του σοφού μαζί. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι (Ι, 170), έπεισε τις ιωνικές πόλεις να συνασπιστούν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την περσική απειλή, και να κάνουν πρωτεύουσα τους την Τέω. Ο Διογένης Λαέρτιος (1,25), μάλιστα, ισχυρίζεται πως ο Θαλής απέτρεψε τους Μιλήσιους από το να συμμαχήσουν με τον Κροίσο, το βασιλιά της Λυδίας, όπως αυτός τους το είχε προτείνει, σώζοντας έτσι την πόλη, αφού ο Κύρος, ο βασιλιάς των Περσών, νίκησε τελικά τον Κροίσο.
Από τον Ηρόδοτο γνωρίζουμε πως ο Θαλής είχε προβλέψει την έκλειψη Ηλίου που έθεσε τέρμα στον πόλεμο Λυδών και Μήδων. Η έκλειψη αυτή εντοπίζεται, συνήθως, στις 28 Μαΐου 585 π.Χ. Παρατήρησε ακόμα πως η Μεγάλη 'Aρκτος, την οποία ακολουθούσαν συνήθως οι Φοίνικες, αποτελούσε για τους ναυτικούς καλύτερο μέσο προσανατολισμού, ώστε να βρίσκουν τον πόλο, παρά η Μικρή 'Aρκτος, με την οποία εντόπιζαν το στίγμα τους οι Έλληνες θαλασσοπόροι. Μια άλλη παράδοση πάλι τον φέρει να έχει διαιρέσει πρώτος αυτός το έτος σε 365 ημέρες, κατανέμοντας τες σε 30 ανά μήνα. Ο Θαλής ανακάλυψε τις τροπές (τα ηλιοστάσια) και ότι η περίοδος μεταξύ των τροπών είναι πάντοτε η ίδια, ενώ υπολόγισε και την διαφορά των χρονικών περιόδων μεταξύ των τροπών και των ισημεριών.
Ο Πρόκλος του αποδίδει γεωμετρικές ανακαλύψεις, εφαρμόσιμες στη ναυσιπλοΐα, στη μέτρηση στερεών όπως η πυραμίδα και στη γεωγραφία. Εκείνο όμως που συνιστά την ιδιαιτερότητα του στοχασμού του είναι τελικά η θεώρηση που είχε για την ενότητα του κόσμου, στην οποία εμμένοντας ο Νίτσε αντικρίζει μια «γιγαντιαία γενίκευση»: «Ο Θαλής αντιλήφθηκε την ενότητα του Είναι και όταν θέλησε να την εκφράσει, μίλησε για το νερό». Αν όμως το νερό είναι η αρχή των πάντων, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως «πάντα πλήρη θεών είναι» (Αριστοτέλης, Περί Ψυχής, 411 α 7) και πως ο κόσμος έχει ψυχή: το κεχριμπάρι και ο μαγνήτης μας δείχνουν πως και στο παραμικρό πράγμα υπάρχει ένα πνεύμα που το ζωντανεύει.
Του αποδίδεται η πατρότητα της περίφημης ρήσης «γνώθι σ΄ αυτόν» ενώ κατά τον Διογένη Λαέρτιο (Α, 35) φέρονται ως δικά του τα παρακάτω αποφθέγματα: «Αρχαιότερο από όλα τα όντα είναι ο θεός, γιατί είναι αγέννητος. Το ωραιότερο πράγμα είναι ο κόσμος, γιατί είναι δημιούργημα του θεού. Το μεγαλύτερο πράγμα είναι ο χώρος, γιατί μπορεί να περιλάβει τα πάντα. Το πιο ισχυρό είναι η ανάγκη, γιατί κυριαρχεί πάνω σε όλα. Το πιο σοφό είναι ο χρόνος, γιατί αποκαλύπτει τα πάντα».
Η κοσμολογία του συνοψίζεται γενικά στα παρακάτω. Η Γη είναι ένας επίπεδος δίσκος, που επιπλέει στο νερό. Ο ουρανός αποτελείται επίσης από νερό (η παραδοχή αυτή ερμηνεύει αβίαστα εκτός από το χρώμα και το φαινόμενο της βροχής), ενώ ο ήλιος, η σελήνη, τα άστρα και τα λοιπά φωτεινά μετέωρα είναι πυρακτωμένοι υδρατμοί, που διαγράφουν κύκλους γύρω από το σύστημα Ουρανού-Γης και ανατέλλουν κάθε πρωί μετά από μια τέτοια περιστροφή. Το πρότυπο αυτό, εκτός από το γεγονός ότι περιέχει μερικές εντυπωσιακά ορθές για την εποχή του απόψεις, εξοστρακίζει παντελώς την καθημερινή υπερφυσική παρουσία από τη Φύση.
Αναξίμανδρος
Ο Αναξίμανδρος (610-545 π.Χ.) ήταν νεότερος, μαθητής και διάδοχος του Θαλή στη σχολή της Μιλήτου. Υπήρξε πολύπλευρη προσωπικότητα, με ενδιαφέροντα που κάλυπταν ποικίλα πεδία. Υποστήριζε ότι η αρχή των όντων ήταν το άπειρο, δηλαδή η αιώνια και συνεχώς μεταβαλλόμενη ύλη, επινόησε το πρώτο ηλιακό ημερολόγιο και σχεδίασε τον πρώτο χάρτη της έως τότε γνωστής Γης. Τού αποδίδονται οι πρώτες αστρονομικές εργασίες για τον προσδιορισμό του μεγέθους της απόστασης των αστέρων καθώς και του γνώμονα και ασχολήθηκε με βιολογικά και κοσμολογικά ζητήματα, ενώ δίδασκε ότι η Γη είναι σφαιρική και βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος. Θεωρείται βέβαιο ότι συνέθεσε σύγγραμμα σε πεζό λόγο, το πρώτο μάλιστα ελληνικό φιλοσοφικό έργο.
Επίκεντρο της διδασκαλίας του ήταν η θεωρία του για το άπειρον, που την εισηγήθηκε στη φιλοσοφία, ουσιαστικοποιώντας το ουδέτερο του επιθέτου άπειρος. Δεν είναι σίγουρο εάν ο ίδιος αποκάλεσε το άπειρον «αρχήν» όπως του αποδίδει η παράδοση. 'Aπειρον σημαίνει το «χωρίς όρια, χωρίς περιορισμό», αυτό που δεν έχει πέρατα αλλά και το «αδιαπέραστο», το ποιοτικά αόριστο, το απροσδιόριστο, το χωρίς εσωτερικές διαιρέσεις, στοιχείο αγέννητο, άφθαρτο και αθάνατο. Το άπειρον είναι κάτι το «υλικό» που κινείται, αλλά με τέτοιας φύσης κίνηση, ώστε να μην υποπίπτει στις αισθήσεις μας. Ένα σύνολο δηλαδή ενεργειακών ιδιοτήτων, ή κάτι σαν την ενέργεια χωρίς όρια. Το άπειρο δεν είναι μείγμα των υλικών στοιχείων ούτε άυλη νοητική αρχή: είναι ύλη που περιέχει τα πάντα.
Αν και ο Αναξίμανδρος δεν προσδιόρισε καθαρά, ούτε ανέλυσε το άπειρον, φαίνεται πως εννοούσε μια πρωταρχική ουσία, που ήταν χωρίς όρια στο χώρο, δηλαδή το απεριόριστο στο χώρο (στην έκταση και στη διάρκεια) και κατ' επέκταση, το ποιοτικά ακαθόριστο, γιατί το άπειρον δεν προσδιοριζόταν μορφικά ως ένα από τα τέσσερα στοιχεία (φωτιά, αέρα, νερό ή γη).
Θα πρέπει να το φαντάστηκε ως ένα είδος πρωταρχικής κατάστασης αδιαφοροποίητης ύλης, στην οποία τα διάφορα στοιχεία ή οι ιδιότητές τους δεν είχαν ακόμη ξεχωρίσει (αν και περιέρχονταν σε αυτή σε λανθάνουσα η δυνητική κατάσταση). Στο άπειρον λοιπόν ο Αναξίμανδρος είδε αφενός την πρωταρχική ύλη και την αρχική κατάσταση του κόσμου και αφετέρου την αιτία της κοσμικής τάξης. Σε αυτή την πρωταρχική ουσία έδωσε θεϊκές ιδιότητες: χαρακτήρισε το άπειρον αθάνατον, ανώλεθρον (=άφθαρτο) και θείον. Η ποσοτική και ποιοτική ακαθοριστία του απείρου το καθιστά απεριόριστη πηγή, αλλά και κατευθυντήρια δύναμη του κοσμικού γίγνεσθαι. Πίστευε ότι η δημιουργία των σωμάτων οφείλεται στην «έκκριση» διαφόρων ποιοτήτων από το αρχικό άπειρο. Η έκκριση αυτή οφείλεται στην αέναο και κυκλική κίνηση της ύλης του απείρου.
Στη γενική θεωρία του φυσικού κόσμου ο Αναξίμανδρος, με αφετηριακά δεδομένα τις θεογονικές -σχεδόν ταυτόσημες στην παγκόσμια προεπιστημονική αντίληψη- παραστάσεις βασικά του Χάους και βοηθητικά της Νύκτας, του Αέρα και του Ωκεανού, και σχετικά του νερού (σύμφωνα και με τη διδασκαλία του δάσκαλού του Θαλή), πέτυχε να κατανοήσει την προκοσμική κατάσταση του δομήσιμου υλικού του Κόσμου και να συλλάβει την έννοια της άμορφης και αδιαμόρφωτης μάζας ως αρχής του σύμπαντος.
Στους Στρωματείς του Ψευδο-Πλουτάρχου υπάρχει σχετική αναφορά για την κοσμογονία του Αναξίμανδρου. Εκείνο που κρατάει από το αιώνιο, το σπέρμα του ζεστού και του κρύου αποχωρίστηκε κατά τη διαδικασία γένεσης αυτού του κόσμου. Ένα είδος σφαίρας από φλόγα σχηματίστηκε από αυτό γύρω από τον αέρα που περιβάλλει τη Γη, όπως η φλούδα γύρω από τον κορμό του δέντρου. Όταν αυτή διασπάστηκε, σχηματίστηκε ο Ήλιος, το φεγγάρι και τα άστρα σε διαφορετικές αποστάσεις από τη Γη, ρυθμίζοντας τη χρονική κανονικότητα των διακυμάνσεων του θερμού και του ψυχρού, του ξηρού και του υγρού. Βάσει αυτής της θεώρησης η χρονική κανονικότητα στα μετεωρολογικά φαινόμενα του σύμπαντος ρυθμίζεται από μία εξισορροπητική τάξη των αντίρροπων παραγόντων της μεταβολής των εποχών κατά τον ετήσιο κύκλο.
Οι κόσμοι στον Αναξίμανδρο διανύουν συνεχείς κύκλους γένεσης και φθοράς: γένεσης, καθώς σπερματικά στοιχεία αποχωρίζονται κάθε φορά από τη μήτρα-άπειρο, και φθορά, καθώς οι κόσμοι απορροφούνται από την ίδια την πηγή τους. Για τον Αναξίμανδρο οι κόσμοι είναι θνητοί και διαλύονται, όταν εξαντλήσουν όλες τις δυνατότητες ύπαρξής τους, αλλά με το θάνατό τους επιστρέφουν πάλι στη σπερματική κατάσταση από την οποία ξεκίνησαν. Από τα σπέρματα αυτά αναγεννιούνται πάλι οι κόσμοι με τον ίδιο τρόπο: απορροφημένα τα σπέρματα από το άπειρο διατηρούνται γόνιμα, ικανά δηλαδή να γεννήσουν πάλι αντίθετες στοιχειακές κοσμικές μάζες. Αυτή η εικόνα της κοσμογονίας του Αναξίμανδρου δείχνει ότι υπόκειται εδώ ένα βιολογικό και ειδικά εμβρυολογικό πρότυπο σκέψης, μια πρώτη κοσμογονική σύλληψη πάνω στην αναλογία των πρώιμων απόψεων που αφορούν το σπέρμα σε σχέση με την ανάπτυξη του εμβρύου. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Αναξίμανδρος είδε τη γένεση του κόσμου και της ζωής ως ενιαία εξελικτική διαδικασία, της οποίας κάθε φάση εξηγείται από την προηγούμενη. Σε αυτή τη θεωρία έχουμε τα πρώτα σπέρματα της εξελικτικής θεωρίας για την εμφάνιση της ζωής στη Γη.
Κατά τον Αναξίμανδρο υπάρχει στον κόσμο ανακύκληση της γέννησης και της φθοράς από κάποια αρχική άφθαρτη ουσία, η οποία λόγω της κίνησης μετασχηματίζεται σε διάφορα πράγματα. Η φθορά των πραγμάτων είναι ένας απλός μετασχηματισμός, χωρίς απώλεια της αρχικής ουσίας. Στον Αναξίμανδρο αποδίδεται η ιδέα της μετατροπής της μάζας σε ενέργεια και αντίστροφα, αρχή που επαναδιατυπώθηκε αρκετούς αιώνες μετά, από τον Αλβέρτο Αϊνστάιν.
Ο Αναξίμανδρος ήταν ένας στοχαστής που ήθελε να δώσει μια γενική περιγραφή του όλου σύμπαντος. Τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά του τα εξέθετε με συνοπτικό και περιεκτικό τρόπο στο βιβλίο του με τίτλο Περί Φύσεως, παρόλο που δεν είναι σίγουρος ο τίτλος του έργου, όπως ήθελε η παράδοση. Θεωρείται ότι είναι ο πρώτος Έλληνας που έγραψε ένα τόσο ολοκληρωμένο επιστημονικό σύγγραμμα, συνοδευόμενο με χάρτες του ουρανού και της υδρογείου, πάνω σε πρότυπο βαβυλωνιακό, και με ενδείξεις για τις αποστάσεις ανάμεσα στα ουράνια σώματα, πάνω σε πρότυπο περσικό. Σχετική με την ενασχόληση του Αναξίμανδρου γύρω από το φυσικό κόσμο είναι και η μαρτυρία ότι επισκέφτηκε τη Σπάρτη και ότι κατασκεύασε εκεί ένα ηλιακό ρολόι, προβλέποντας ένα μεγάλο τοπικό σεισμό.
Δυστυχώς όλα τα έργα του έχουν χαθεί. Αλλά πολλοί συγγραφείς (Διογένης Λαέρτιος, Αιλιανός, Ηρόδοτος, Πλίνιος, Αριστοτέλης, Αγαθήμερος, Στράβων, Θεμίστιος, Πλούταρχος, Αέτιος, Σιμπλίκιος, Ερμίας, Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς κ.ά.) είτε κάνουν μνεία των εργασιών του, είτε έχουν διασώσει περιλήψεις ή λίγα αποσπάσματα από τα έργα του.
Ο κόσμος σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο κυριαρχείται από τον σύμφυτο νόμο και όχι από κάποια υπέρτατη δύναμη ή θεό. Ο νόμος ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα στους αντίθετους κοσμολογικούς παράγοντες που είναι όλοι ίσης τάξης. Ο κύκλος δικαιοσύνης και ανταπόδοσης δεν εξαρτάται από την αυθαίρετη παραξενιά ενός κυρίαρχου βασιλιά παρά από ένα νόμο-δεσπότη που λειτουργεί ανάμεσα σε ισότιμους. Το ερώτημα που απομένει να θέσουμε εδώ είναι ποιο ρόλο παίζει το άπειρο στη λειτουργία της κοσμικής δικαιοσύνης. Το άπειρο περιέχει βέβαια και κυβερνά τα πάντα, αλλά δεν είναι δυνατό να φανταστούμε ότι υπεισέρχεται στις επιμέρους διαφορές. Το άπειρο είναι η ανώτατη εγγύηση της ισορροπίας του κόσμου ως σύνολο και όχι ο διαμεσολαβητής της δικαιοσύνης στον κόσμο. Θέλοντας να απαλλάξει την εικόνα του κόσμου από τη μυθική παράδοση και τα πλάσματά της, σαν εγγύηση για την τάξη του κόσμου, ο Αναξίμανδρος διατύπωσε μια επιστημονική «επαναστατική» εξήγηση που ερμηνεύει τη σύλληψη του κόσμου ως περιεχτικό, ζωντανό και γεμάτο νόημα σύστημα. Από αυτή τη σύλληψη καθορίστηκε στα γενικά της πλαίσια όλη η μεταγενέστερη προσωκρατική σκέψη.
Αναξιμένης
Ο Αναξιμένης υπολογίζεται ότι ήταν είκοσι περίπου χρόνια νεότερος του Αναξίμανδρου και η δράση του τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα. Θεωρείται βέβαιο ότι έγραψε ένα βιβλίο και μάλιστα, σύμφωνα με την παράδοση, σε «απλή και απέριττη ιωνική γλώσσα».
Όπως ο Αναξίμανδρος, έτσι και ο Αναξιμένης αναζήτησε την αρχήν του κόσμου, δηλαδή την πρωταρχική ουσία του και ταυτόχρονα τη βασική μορφή της ύλης. Θεώρησε ότι η αρχή είναι μία και μοναδική, άπειρη, ο αήρ. Θεώρησε επίσης ότι με την αραίωση και την πύκνωση του αέρα δημιουργούνται ουσίες όπως η φωτιά, ο άνεμος, τα σύννεφα, το νερό, η γη και οι πέτρες.
Με τον όρο αήρ ο Αναξιμένης εννοούσε τον αόρατο ατμοσφαιρικό αέρα. Για να εξηγήσει τη δημιουργία του κόσμου και την ποικιλία των ουσιών του κόσμου μας, ο Αναξιμένης υποστήριξε κατ' αρχήν ότι ο αέρας είναι άπειρος, με ποσοτική έννοια, δηλαδή απεριόριστος, καθιστώντας τον έτσι ανεξάντλητη πηγή του γίγνεσθαι. Υπέθεσε κατόπιν ότι η πρωταρχική ουσία, δηλ. ο αέρας, γινόταν απλώς πυκνότερη ή αραιότερη, δηλαδή άλλαζε εμφάνιση ανάλογα με την ποσότητά της σε μια ορισμένη θέση. Με τη θεωρία του για την πύκνωση και την αραίωση του αέρα εξηγούσε πώς όλα όσα δεν είναι άμεσα αέρας μπορούν να νοηθούν ως καταστάσεις που προέκυψαν από τις μεταβολές του αέρα, έτσι ώστε τίποτα δεν υπάρχει που να είναι ουσιαστικά διαφορετικό ή αντίθετο από τον αέρα. Ως απαραίτητη προϋπόθεση των μεταβολών του αέρα έθετε τη συνεχή κινητικότητά του, συμμεριζόμενος έτσι την αντίληψη του Θαλή ότι η ύλη είναι κατά κάποιον τρόπο ζωντανή. Ο Αναξιμένης ανήγαγε ακόμη και τις αλλαγές στη θερμοκρασία, που φαινομενικά δεν έχουν άμεση σχέση με την πυκνότητα, στην αραίωση και στην πύκνωση του αέρα. Για να το διασαφηνίσει, μάλιστα, έφερε το παράδειγμα της αναπνοής: αν αναπνεύσουμε με τα χείλη σχεδόν κλειστά, η αναπνοή μας βγαίνει ψυχρή, ενώ αν ανοίξουμε το στόμα μας για να έχουμε μεγαλύτερο χώρο για την αναπνοή μας, βγαίνει θερμότερη.
Πολλοί μπορεί να είναι οι λόγοι για τους οποίους ο Αναξιμένης επέλεξε τον αέρα ως αρχή, είτε από παρατήρηση των φυσικών φαινομένων, π.χ. της βροχής που έρχεται από τα σύννεφα ή του νερού που φαινομενικά συμπυκνώνεται σε γη, είτε από την καθημερινή εμπειρία, όπως τουλάχιστον δείχνει το παράδειγμα της αναπνοής που χρησιμοποίησε. Ο Αναξιμένης συνέλαβε τη θεωρία του για τον μακρόκοσμο ξεκινώντας από τον μικρόκοσμο. Η μοναδική φράση που σώζεται από το βιβλίο του και ο καθοριστικός παράγοντας της επιλογής του, όμως, φαίνεται στο απόσπασμα που έχει διασωθεί: «Όπως η ψυχή μας, όντας αέρας, μας συγκρατεί, έτσι και πνεύμα και αέρας περιέχουν και συγκρατούν ολόκληρο τον κόσμο».
Ο Αναξιμένης ταυτίζει εδώ την ψυχή με τον αέρα, το πνεύμα-την πνοή, και χρησιμοποιεί τον αέρα και το πνεύμα ως συνώνυμους όρους, υποδηλώνοντας έτσι ότι το πνεύμα-η πνοή είναι, κατ' αρχήν για τον άνθρωπο, πηγή ζωής, εκείνο δηλαδή που τον κρατά στη ζωή και τον εμψυχώνει. Αυτή είναι ουσιαστικά η πρώτη προσωκρατική ψυχολογική θέση, η αντίληψη για την ψυχή ως πνεύμα, δηλαδή πνοή. Είναι ιδέα σίγουρα αρχαϊκή, πολλοί μάλιστα τη θεωρούν κατάλοιπο της προλογικής σκέψης. Η σύγκριση όμως μεταξύ πνεύματος, που ταυτίζεται με την ψυχή, και κοσμικού αέρα, από τον οποίο αποτελείται ο κόσμος, είναι πολύ σημαντική, και αυτή είναι πιθανότατα εκείνη που οδήγησε τον Αναξιμένη στην υιοθέτηση του αέρα ως αρχής του κόσμου.
Ο κοσμικός αέρας η «πνευματική» ύλη αποτελεί την ύλη που ταυτίζεται με το «πνεύμα» ή την «ψυχή», την αρχή της ζωής. Ο «αήρ» είναι το μόνο στοιχείο που κατανέμεται κανονικά μέσα στο χώρο και ως τέτοιο είναι το κατάλληλο για να συνέχει, να περιέχει και να συγκρατεί τα πάντα. Και το πιο σπουδαίο είναι πως ο αέρας αποτελεί τη λεπτότερη ύλη που ταυτίζεται με το «πνεύμα» ή την «ψυχή», την αρχή της ζωής. Είναι η ακένωτη πηγή ζωής και ενέργειας για όλα τα πράγματα και αποτελεί υπόστρωμα όλων των μετασχηματισμών που λαμβάνουν χώρα στον κόσμο, μια πολύ κατάλληλη ύλη για να παραστήσει την αέναη δημιουργική ενέργεια του κόσμου. Ο κόσμος φαντάζει ως ένας μεγάλος ζωντανός οργανισμός που αναπνέει αέρα και εμψυχώνεται απ' αυτόν. Σε αυτόν τον μεγάλο οργανισμό η ανθρώπινη ψυχή δεν είναι παρά μια λεπτή πνοή αέρα που κάνει τον ανθρώπινο οργανισμό να κρατιέται στη ζωή.
Ο αέρας συλλαμβάνεται ως αόρατο νεφέλωμα και γίνεται αισθητός με τις διάφορες μεταλλαγές. Όταν ψύχεται, και η ψύξη συνεπάγεται πύκνωση, χάνει την καθαυτό μορφή του και αρχικά γίνεται θύελλα. Κατόπιν, καθώς προχωρεί η ψύξη, μετασχηματίζεται με τη σειρά του σε ομίχλη, σε νερό, σε γη και τέλος σε πέτρα. Αντίθετα, όταν ο αέρας αραιώνει, καθώς θερμαίνεται, γίνεται αιθέρας και τέλος φωτιά. Υπάρχει μια κανονικότητα μέσα από συγκεκριμένα φυσικά φαινόμενα ή από στοιχειώδη πειράματα μέσω των οποίων αναπτύχθηκε η επιστημονική σκέψη για την αρχή του ποιοτικού μετασχηματισμού.
Με τον αέρα και τη θεωρία για την πύκνωση και αραίωσή του ο Αναξιμένης κατορθώνει να απαντήσει και στα δύο ερωτήματα: «από πού προήλθε ο κόσμος» και «από τι αποτελείται ο συντελεσμένος κόσμος», προβάλλοντας μάλιστα μια ενιαία αρχή και ένα ενιαίο ερμηνευτικό μοντέλο. Πρόκειται για το πρώτο συστηματικό μονιστικό σύστημα στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και υλιστικό, θα μπορούσε να προστεθεί, αν απαλλάσσαμε όμως την έννοια «υλισμός» από τις όποιες ύστερες αλλά και νεότερες υποδηλώσεις της και, προπαντός, από την αντιδιαστολή της προς το πνεύμα. Η προσπάθεια του Αναξιμένη να εξηγήσει όλα τα φαινόμενα με την ποσοτική έννοια της διαφορετικής πυκνότητας έχει επίσης θεωρηθεί από πολλούς προδρομική της νεότερης φυσικής επιστήμης.
Θεωρούσε πως η Γη είναι ένα επίπεδο σώμα, μια αβαθής «σκάφη» που αιωρείται στον αέρα. Και τα ουράνια σώματα είναι επίπεδοι δίσκοι που γλιστρούν πάνω στον αέρα. Αυτά αποτελούνται από φωτιά και έχουν έναν πυρήνα από στερεά ύλη που μένει αθέατη. Ο Αναξιμένης πιθανόν να υπήρξε ο πρώτος που παρατήρησε πως η Σελήνη δανείζεται το φως της από την Ήλιο. Εξάλλου, ερμήνευσε το ουράνιο τόξο ως αποτέλεσμα της αντανάκλασης των ηλιακών ακτινών πάνω σε μάζα συμπυκνωμένου αέρα. Φαίνεται πως απέδιδε μια κυρίαρχη θέση στον Ήλιο. Ο Ήλιος βρίσκεται στο κέντρο, ανάμεσα στη Σελήνη και στα άστρα, και φωτίζεται προς κάθε κατεύθυνση. Η μυθική πίστη πως ο θεός Ήλιος είναι κυρίαρχος πάνω σε όλα και βλέπει τα πάντα παραχωρεί και εδώ τη θέση της σε μια επιστημονική άποψη.
Ο Αναξιμένης έγινε άξιος θεματοφύλακας της αναξιμάνδρειας προσφοράς την οποία προώθησε με γνήσια ορθολογική νοοτροπία. Διαφωτίζει την όψη της όλης σχολής θεωρώντας το Σύμπαν έμψυχο. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι παρά την καθαρότητα της φιλοσοφικής σκέψης του, δεν χρησιμοποίησε το εργαλείο των μαθηματικών. Τούτο το βασικό βήμα προς τον ορθολογισμό, όπως θα δούμε στη συνέχεια, θα το κάνουν οι Πυθαγόρειοι.
Το κοσμολογικό πρότυπο του Αναξιμένη επαναφέρει την ιδέα της αρχικής και βασικής ουσίας και ως τέτοια θεωρεί τον ατμό. Ο ατμός μεταλλάσσει μορφή και γίνεται φωτιά, νερό ή γη με αίτιο τις διαδικασίες πύκνωσης και αραίωσης, οι οποίες συνοδεύονται και από θέρμανση ή ψύξη αντίστοιχα. Έτσι, όλα τα πράγματα εντάσσονται σε μια ορισμένη βαθμίδα πάνω στην κοσμική κλίμακα θερμοκρασίας, η οποία αντιστοιχεί σε έναν ορισμένο βαθμό πυκνότητας της στοιχειακής ύλης, δηλαδή του αέρα.
Με αυτές τις βασικές φιλοσοφικές έννοιες του Αναξιμένη, η Σχολή της Μιλήτου πρόσφερε στην επιστήμη συγκεκριμένη επιστημονική κοσμολογία. Επίσης, ο καθαρός λόγος του Αναξιμένη και το ότι εισήγαγε το ποσοτικό κριτήριο για τις ποιοτικές διαφορές, τον κάνουν πρόδρομο της «λογικής εξήγησης». Ο Αναξιμένης ήταν ο πρώτος φυσιοδίφης, ο οποίος σε κάθε υλική μεταβολή έβλεπε μία αληθινή αιτία. Πρώτος, επίσης, διέκρινε τους απλανείς αστέρες από τους πλανήτες και έδωσε την φυσική εξήγηση των ηλιακών και των σεληνιακών εκλείψεων.
Οι φιλόσοφοι της Μιλήτου τράβηξαν με ορμή εμπρός γκρεμίζοντας ιεροκρατούμενα κάστρα, μέσα στα οποία κλειδωνόταν και μούχλιαζε η ανθρώπινη σκέψη. Η Σχολή της Μιλήτου έθεσε τις βάσεις των θεωριών περί κοσμογονίας, τις οποίες ακολούθησε και καλλιέργησε η σύγχρονη επιστήμη. Ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος κι ο Αναξιμένης καθόρισαν και προετοίμασαν το έδαφος, για να σκεφθεί και να φιλοσοφήσει ο άνθρωπος πάνω στο κοσμολογικό πρόβλημα. Θα ήταν παράλειψη εάν δεν αναφερόμασταν και στον μετέπειτα σημαντικό φιλόσοφο της Ιωνίας, τον Ηράκλειτο, που υπήρξε από την παιδική του ηλικία άξιος θαυμασμού. Αν και δεν ήταν κανενός άλλου μαθητής, υποστήριζε πως είχε μάθει τα πάντα από τον εαυτό του. Από τα διασωθέντα αποσπάσματα του έργου του, φαίνεται ότι γνώριζε πολύ καλά σχεδόν όλα τα συγγράμματα των προγενέστερων φιλοσόφων, των επικών και ελεγειακών ποιητών καθώς και όλες τις ιστορικές συγγραφές που κυκλοφορούσαν στην εποχή του στην Ιωνία.
Ηράκλειτος
Ο Ηράκλειτος γεννήθηκε και έζησε στη Έφεσο της Ιωνίας στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, σε μια εποχή μεταβατική, που σημαδεύεται από μεγάλες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ανατροπές. Η φιλοσοφία του αντιμετωπίζει κριτικά τις εξελίξεις της εποχής του και παίρνει αποστάσεις τόσο από τη μυθική παράδοση όσο και από τη νέα κοινωνία που ανατέλλει. Οι αξιόπιστες μαρτυρίες για τη ζωή του είναι ελάχιστες, σε αντίθεση με τα ανεκδολογικά περιστατικά που συνήθως αφορμώνται από αποσπάσματα και ρήσεις του φιλόσοφου. Καθώς η πρώιμη λυρική ποίηση έχει ήδη «ανακαλύψει» το εγώ, μέσω του Ξενοφώντα, και έχει στραφεί στην ατομική ύπαρξη και στον εσωτερικό της κόσμο, ο Ηράκλειτος είναι σε θέση να περιγράψει τη φιλοσοφία του ως «αναζήτηση στον εαυτό».
Το αντικείμενο της φιλοσοφίας του είναι ο εσωτερικός ρυθμός, ο Λόγος για τον οποίο κινείται και ρυθμίζεται. Ο Ηράκλειτος είναι ο φιλόσοφος του αιώνιου γίγνεσθαι. Η κίνηση αυτή του γίγνεσθαι εκφράζεται με την συνεχή ροή του ποταμού που ολοένα ανανεώνεται. Μέσα στον Λόγο, ο Ηράκλειτος δένει ένα μόνο υλικό στοιχείο, το Πυρ. Η ύπαρξη του Πυρός δημιουργεί μαζί με τον Λόγο ένα κόσμο άπειρο, άναρχο, ανώλεθρο, αυτορυθμιζόμενο που μετατρέπεται σε ποικίλες μορφές. Ο κόσμος αυτός είναι η αρμονία των αντιθέσεων. Το καλό και το κακό είναι οι αντίθετες όψεις του ίδιου πράγματος.
Το μοναδικό σύγγραμμα που γνωρίζουμε ότι άφησε ο Ηράκλειτος είναι με τίτλο «Περί φύσεως», όπου διατύπωσε τη φιλοσοφία του χωρίς ακριβείς αποδείξεις, με χτυπητούς σύντομους αφορισμούς που έμοιαζαν ως χρησμοί. Για το ύφος του αυτό τον ονόμασαν «σκοτεινό». Δεν αποκάλυπτε τη σκέψη του με τρόπο άμεσο και ευκολονόητο, ούτε όμως επιχειρούσε να παραπλανήσει τους αναγνώστες και ακροατές του. Ο Ηράκλειτος έδειχνε απλώς σημάδια, τα οποία εκείνοι καλούνταν να εννοήσουν με τον ορθό τρόπο.
Το έργο του διαιρείται σε τρία μέρη: για το σύμπαν, την πολιτική και τη θεολογία και γράφτηκε με ασάφεια για να γίνει κατανοητό μόνο από ικανούς ανθρώπους και αφιερώθηκε στο ιερό της Εφέσιας Αρτέμιδος, σύμβολο ελληνικού και ανατολικού πολιτισμού. Όταν ο Σωκράτης διάβασε το έργο του Ηράκλειτου είπε «αυτά που κατάλαβα είναι σπουδαία, νομίζω όμως ότι είναι εξίσου σπουδαία και αυτά που δεν μπόρεσα να καταλάβω. Ωστόσο, χρειάζεται να είσαι ένας δεινός κολυμβητής σαν αυτούς από τη Δήλο, για να μην πνιγείς μέσα στο βιβλίο του». Η μέθοδος με την οποία επικοινωνούσε με τους άλλους έμοιαζε με εκείνη του Δελφικού μαντείου, το οποίο, όπως έλεγε, «ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει». Θεωρείται δυσνόητος και ίσως η ασάφεια αυτή των λόγων του ίσως να οφείλεται στο γεγονός πως το βιβλίο του γράφτηκε στην ιωνική διάλεκτο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται, όπως το είχε επισημάνει ήδη ο Αριστοτέλης, πολυάριθμα γραμματικά ζητήματα. Πολλοί είναι, ωστόσο, αυτοί που ισχυρίζονται πως το σκοτεινό ύφος του Ηράκλειτου ήταν ηθελημένο, καθώς και ότι ο Εφέσιος πρέπει να κατέφυγε στον ερμητισμό, ώστε να είναι καταληπτός μόνο από έναν περιορισμένο αριθμό μυημένων. Οι αρχαίοι τον θεωρούσαν από τους πλέον βαθυστόχαστους φιλόσοφους στην εποχή του, ο νεότερος μάλιστα κόσμος, με την εξέλιξη της φυσικομαθηματικής επιστήμης, τον θεωρεί μαζί με το Δημόκριτο, πρόδρομο των σύγχρονων φυσικών επιστημών και της ατομικής εποχής.
Οι τρεις βασικές έννοιες του πανθεϊσμού του είναι η ενότητα, η αιώνια αλλαγή, και η αδιάσπαστη νομοτέλεια της κοσμικής τάξης. Η πρώτη ύλη του κόσμου είναι η φωτιά, η θερμότητα, που είναι το πρώτο ευκίνητο στοιχείο μέσα στη φύση. Το πέρασμα από την πρώτη αυτή ύλη σε όλες τις άλλες (αέρα, νερό, χώμα) το έβλεπε ως μια διαρκή αλλαγή της φωτιάς, δηλ. σαν μια αιώνια κίνηση της φωτιάς, που σβήνει και ξανανάβει. Ο πόλεμος (η πάλη) των στοιχείων «πόλεμος πάντων πατήρ», η «εναντιοδρομία», έχει κίνητρο το πυρ. Περίσσευμα θερμότητας σημαίνει περίσσευμα κίνησης και περίσσευμα ψυχρού σημαίνει ακινησία και νέκρα. Ο κόσμος κατά τον Ηράκλειτο, δε δημιουργήθηκε από κανέναν: «κόσμος τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών, ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ' ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωτον».
Η κεντρική ιδέα της φυσικής του είναι αυτή του κύκλου και της αρμονίας των αντιθέτων. Καθοδική κίνηση είναι αυτή της φωτιάς που τίκτει τη θάλασσα, από την οποία πάλι γεννώνται από τη μια η γη κι από την άλλη οι στρόβιλοι του ανέμου. Γιατί είναι αλήθεια, «όταν πέφτει ο κεραυνός, η βροχή γίνεται βίαια και θυελλώδης», και όσον αφορά τη θάλασσα πάλι, ο Ηράκλειτος θα πρέπει να είχε ζήσει από πρώτο χέρι την αργή πρόσχωση του λιμανιού της Εφέσου, που έδιωχνε τη θάλασσα μακριά του. Η αντίθετη, ανοδική κίνηση επαναφέρει τη γη στο νερό και το νερό στη φωτιά μέσω των ξηρών εκπνοών που τρέφουν τα άστρα και ιδιαίτερα του Ήλιου: γιατί οι εκπνοές αυτές συνιστούν την κατ' εξοχήν ασώματη αρχή, από την οποία τα πάντα απορρέουν κι η οποία βρίσκεται σε αέναη ροή. Βρίσκουμε λοιπόν και πάλι μέσα σε αυτή τη φυσική εξήγηση των ατμοσφαιρικών φαινομένων όχι μόνο το θέμα της ανακύκλησης και της ενότητας των αντιθέτων, αλλά και αυτό του επιμερισμού του Ενός σε πολλά και της επιστροφής του πολλαπλού στο πρωταρχικό Εν.
Ο στόχος της κριτικής του κατά του Πυθαγόρα και άλλων ήταν οι έρευνές τους στην έξω φύση, η αναζήτηση εκ μέρους τους γεγονότων. «Η πολυμάθεια δεν μας βοηθά στην κατανόηση», έγραψε. «Διαφορετικά θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο». Τέτοια μάθηση μας προσφέρουν οι αισθήσεις, αλλά «μάτια και αυτιά είναι κακοί μάρτυρες, αν η ψυχή δεν εννοεί». Οι αισθήσεις μας παρουσιάζουν ένα διαφορετικό κόσμο στον καθένα. Κοίταξε μέσα σου, δηλ. μέσα στο νου σου, και θα βρεις τον «λόγον» δηλαδή την αλήθεια που είναι κοινή για όλα τα πράγματα. Είναι το πρώτο σαφές βήμα για την υπονόμευση των αισθήσεων ως οδηγών προς την αλήθεια.
Ο κρυμμένος νόμος της φύσης, τον οποίο ισχυριζόταν πως είχε ανακαλύψει ήταν, όπως φαίνεται, ότι όλα τα πράγματα βρίσκονται σε σύγκρουση, η οποία είναι ουσιώδης για τη ζωή και επομένως καλή. Το πυθαγόρειο ιδεώδες ενός κόσμου ειρηνικού και αρμονικού το απέρριπτε, ως ιδεώδες θανάτου. Ο «πόλεμος είναι ο πατέρας όλων» και «η φιλονικία είναι δικαιοσύνη».
Τα ρητά αυτά πιθανώς είχαν ως στόχο τον Αναξίμανδρο, που είχε περιγράψει τη συνεχή αλληλοδιείσδυση των αντιθέτων στοιχείων ως αδικία, για την οποία τα στοιχεία θα έπρεπε με τη σειρά τους να τιμωρηθούν. Ως τώρα οι φιλόσοφοι αναζητούσαν το μόνιμο και το σταθερό. Δεν υπάρχει τέτοιο, λέει ο Ηράκλειτος, ούτε κανείς θα επιθυμούσε έναν κόσμο στάσιμο. Ό,τι ζει, ζει χάρη στον θάνατο κάποιου άλλου. «Η φωτιά ζει με τον θάνατο του αέρα, και ο αέρας ζει με τον θάνατο της φωτιάς, το νερό ζει με τον θάνατο της γης και η γη με τον θάνατο του νερού».
Ο Ηράκλειτος διακήρυττε πως όλα μεταβάλλονται, τίποτε δε μένει σταθερό, ακίνητο: «τα πάντα ρει, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης, αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε το αυτό μένειν». Την αδιάκοπη αυτή κίνηση (ροή), κατά την οποία τα πάντα γίνονται και καταστρέφονται, ο Ηράκλειτος την έβλεπε ως μια αέναη πάλη αντίθετων αρχών, «εναντιοδρομία»: «πάντα κατ' έριν γίγνεσθαι». Την κίνηση αυτή και την αλλαγή την υπηρετούν ευεργετικές αντιθέσεις: «το αντίξοον συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην».
Οι Πυθαγόρειοι μίλησαν για την αρμονία των αντιθέτων, αλλά πώς μπορούν τα αντίθετα να ζουν αρμονικά, παρά μόνο χωρίς τη θέλησή τους; Πρόκειται, είπε, για συγκερασμό αντίθετων τάσεων, όπως αυτός που συμβαίνει στο τόξο. Θα πρέπει να φανταστούμε, έτσι νομίζω, ένα τόξο μόλις τανυσμένο αλλά ακινητοποιημένο. Καθώς στοχεύει, δεν αντιλαμβανόμαστε καμιά κίνηση, και το θεωρούμε ως αντικείμενο στατικό, σε τέλεια ακινησία. Αλλά στην πράξη έχουμε μια συνεχή διελκυστίνδα, που μπορούμε να την αντιληφθούμε μόλις η χορδή ελευθερωθεί. Το τόξο θα βρεθεί αμέσως σε πλεονεκτική θέση, θα τιναχτεί και θα τεντωθεί στην αρχική θέση. «Η βάση της ισορροπίας είναι ο αγώνας», που είναι per se καλός, αφού αποτελεί την πηγή της ζωής. Είναι άτοπο να θεωρούμε τη μία του πλευρά ή φάση αγαθή και την άλλη κακή.
«Ο κόσμος», λέει ο Ηράκλειτος, «είναι μια αιώνια φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο». Αν υποθέσουμε, όπως για τους Ίωνες, ότι παραδέχονταν μία πρωταρχική ουσία, από την οποία προήλθε εξελικτικά ο κόσμος, τότε η φωτιά είναι κατά τον Ηράκλειτο η πρώτη αρχή. Αλλά ο Ηράκλειτος δεν ήταν σαν τους Ίωνες. Δεν πίστευε σε καμιά κοσμογονία, όπως αυτή του Αναξίμανδρου, σε μια εξέλιξη του κόσμου από μια αρχική απλή κατάσταση. «Υπάρχει, υπήρχε και θα υπάρχει» ό,τι και τώρα, και η φωτιά αποτελεί μάλλον ένα είδος συμβόλου της φύσης του κόσμου. Αποτελεί η φωτιά την καλύτερη υλική έκφραση (και κανένα άλλο είδος έκφρασης δεν ήταν τότε δυνατό) των δύο του κύριων αρχών: (i) το παν γεννάται από τον αγώνα, και (ii) το παν βρίσκεται σε συνεχή κίνηση. Γιατί η φωτιά μόνο ζει κατ' αρχήν, καταστρέφοντας και εκμηδενίζοντας, και κατά δεύτερο λόγο συνεχώς μεταβάλλεται ως ύλη, έστω και αν φαίνεται, όπως η φλόγα του κεριού, σταθερή και διαρκής για αρκετό διάστημα. Αν ο όλος κόσμος μοιάζει κάπως έτσι, τότε είναι πετυχημένη η παρομοίωσή του με κάποια μορφή φωτιάς.
Η αντίληψη του Ηράκλειτου για τον «λόγο» είναι περίεργη και δυσνόητη. «Ακούστε όχι εμένα, αλλά τον "λόγο"», λέει, και ο «λόγος» φαίνεται να έχει εδώ εκτός από τις συνηθισμένες του σημασίες και ένα είδος «ύπαρξης ανεξάρτητης». Ο «λόγος» ισχύει πάντοτε, όλα τα πράγματα συμφωνούν μαζί του, είναι κοινός για όλα και «πρέπει κανείς να ακολουθεί ό,τι είναι κοινό». Ταυτίζεται, υποθέτουμε, με τη «γνώμη»=σκέψη, με τη βοήθεια της οποίας «διευθύνονται όλα τα πράγματα μέσα απ' όλα». Ένας κατοπινός φιλόσοφος λέει ότι, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, «ανασαίνovτας προσλαμβάνουμε τον θεϊκό λόγο» δηλαδή το θείο πνεύμα που κατευθύνει το παν είναι (α) ταυτόσημο με το πνεύμα μέσα μας, όπως δέχονται και οι Πυθαγόρειοι, (β) είναι επίσης κάτι υλικό. Είναι το ίδιο πράγματι με το κοσμικό πυρ, γιατί σύμφωνα με έναν άλλον αρχαίο σχολιαστή του Ηράκλειτου, «λέει (ο Ηράκλειτος) ότι αυτή η φωτιά έχει νου και αυτός είναι η αιτία της τάξης του σύμπαντος». Η έννοια της λογικής φωτιάς δείχνει πόσο δύσκολο γίνεται το να εξηγήσει κανείς τα πάντα, χωρίς να προχωρήσει πέρα από την έννοια του υλικού.
«Αν και ο λόγος αυτός υπάρχει αιώνια, οι άνθρωποι γίνονται πάντα ασύνετοι, και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Κι ενώ τα πάντα γίνονται σύμφωνα με αυτόν τον "λόγο", οι άνθρωποι δείχνουν άπειροι, κι ας έχουν πείρα λόγων και έργων όπως αυτά που πραγματεύομαι εγώ εδώ, όταν τα διαιρώ σύμφωνα με τη φύση του καθενός και εξηγώ πώς έχουν. Όμως οι άλλοι άνθρωποι λησμονούν όσα κάνουν ξύπνιοι, όπως λησμονούν και όσα κάνουν στον ύπνο τους». Εδώ ο φιλόσοφος εμφανίζει τη φιλοσοφία του όχι ως μια αυθαίρετη και υποκειμενική κατασκευή, αλλά ως μια έκφραση του «λόγου» που διέπει και κατευθύνει τα πάντα, όσο και αν μένει απρόσιτος στους πολλούς.
Ο Ηράκλειτος έκλινε προς τον ορθολογισμό: «κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα». Το λογικό, ο λόγος, στον Ηράκλειτο δεν είναι δεμένος με μεταφυσικές, ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Για τον λόγο προχώρησε σε μια διατύπωση, που η επίδρασή της φτάνει μέχρι τα χρόνια μας. Ο λόγος είναι ο κοσμικός νόμος, η δύναμη που βρίσκεται μέσα στα πράγματα. Το ανθρώπινο λογικό είναι ένα κομμάτι, μια συνέπεια του κοσμικού λόγου. Παίρνοντας μέρος σ' αυτόν οι άνθρωποι γίνονται λογικοί. Γι' αυτό ο λόγος είναι κοινός και υποχρεωτικός για όλους, μ' όλο που οι άνθρωποι φαντάζονται και συλλογιούνται και ενεργούν ελεύθερα. Με αυτή την αρχή οφείλουμε να εκφραζόμαστε με αληθές λέγειν. Ο λόγος είναι, επομένως η αιώνια καθολική σχέση που ρυθμίζει την πραγματικότητα, όπως αυτή εκφράζεται γλωσσικά. Οι άνθρωποι ωστόσο, «ενώ βρίσκονται συνεχώς μαζί με τον "λόγο", διαφωνούν μαζί του και αυτά που συναντούν καθημερινά τους φαίνονται ξένα». Η Δικαιοσύνη και η ηθική την πηγή τους την έχουν στον κοσμικό λόγο. Στον Ηράκλειτο η θεότητα είναι ενδοκοσμικός νους, που δημιουργεί (από μέσα του) τη φύση, την ιστορία, τη θρησκεία, το δίκαιο, την ηθικότητα.
Μέλημα του Ηράκλειτου είναι να τους αφυπνίσει και να τους οδηγήσει στη συμφωνία και «ομο-λογία» προς τη λογική σχέση που καθορίζει και συνδέει τη βαθύτερη φύση των πραγμάτων. Θέμα του δεν είναι μόνο τα φυσικά όντα που αποτελούσαν το αντικείμενο των Μιλήσιων κοσμολόγων, αλλά τα «λόγια και έργα», ο «λόγος… αφορά τόσο στον φυσικό μακρόκοσμο όσο και τον ανθρώπινο μικρόκοσμο». Ακόμη και η κοινωνική συμβίωση συλλαμβάνεται από τον Ηράκλειτο σε μια αναλογία προς το κοσμικό γίγνεσθαι και στηρίζεται εξίσου σε μια κρυφή ενοποιό δύναμη, καθώς «όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από έναν, τον θείο».
Στο πεδίο της αστρονομίας τώρα, φαίνεται πως ο Ηράκλειτος γνώριζε την πορεία της Σελήνης και του Ήλιου, καθώς και των πλανητών, έχοντας μελετήσει τις τροχιές τους, των οποίων μάλιστα ίσως είχε υπολογίσει την κλίση. Κατά παράδοξο τρόπο μας βεβαιώνει πως μέρα και νύχτα είναι ένα και το αυτό, συμβαίνει γιατί καθεμιά τους δίνει ζωή στην άλλη με τον ημερολογιακό ρυθμό, ρυθμό που δίνει υπόσταση στη θεματική της αρμονίας των αντιθέτων και της ανακύκλησης.
Ο Ηράκλειτος εκφράζεται με αινίγματα, έλεγαν οι Έλληνες, και υπήρχαν δύο κύριοι λόγοι για κάτι τέτοιο. Αρχικά ο χαρακτήρας του ήταν τέτοιος που τον ευχαριστούσε μια γλώσσα εvτυπωσιακή και παράδοξη. Μπορούσε να προσφέρει σαφή παράδοξα, όπως «καλό και κακό είναι ένα και το αυτό», ή άλλοτε μια παρομοίωση θελκτική αλλά βασανιστική, όπως: «ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια, δική του είναι η βασιλεία». Κατά δεύτερο λόγο ο Ηράκλειτος είναι δύσκολος, γιατί η διανόηση στην περίπτωσή του έφτασε σε στάδιο παράξενα δύσκολο. Δεν ανεχόταν τις ιωνικές κοσμογονίες, ούτε θεωρούσε εύκολο και φυσικό να περιορίζει τη ζωή και τη σκέψη στον ζουρλομανδύα της υλικής ουσίας. Ήταν σαφές πώς πολύ γρήγορα θα τον διαρρήγνυε.
Η διάρρηξη συνέβη με τρόπο παράξενο και οφειλόταν τελικά στο έργο ενός διανοητή και δυνατού αλλά και περιορισμένου, του οποίου και η δύναμη και οι αυτοπεριορισμοί σχημάτισαν κάτι σαν κοιλάδα στην ελληνική σκέψη. Αυτός ο φιλόσοφος ήταν ο Παρμενίδης, που έζησε το πρώτο μισό του 5ου αιώνα και ήταν το ακριβώς αντίθετο του Ηράκλειτου. Για τον Ηράκλειτο οι μόνες πραγματικότητες ήταν η κίνηση και η μεταβολή, για τον Παρμενίδη η κίνηση δεν ήταν δυνατή και τη συνολική πραγματικότητα αποτελούσε μία και μόνη, ακίνητη και αμετάβλητη ουσία.
Ο Ηράκλειτος είναι ένας φιλόσοφος όπου οι αντιλήψεις του για τον Κόσμο εύκολα προεκτείνονται σε κοινωνικό επίπεδο, αν δεν αφορούν περισσότερο αυτό. Σε κατά το δυνατόν αυστηρό φυσικό επίπεδο η άποψή του είναι ότι, αρχική ουσία για τον Κόσμο είναι η φωτιά. Δέχεται, ότι τίποτε στον Κόσμο δεν παραμένει σταθερό και αναλλοίωτο, αλλά όλα ευρίσκονται σε μια διαρκή εναλλαγή, τα πάντα ρει, η οποία είναι αποτέλεσμα των διαρκών συγκρούσεων, που συμβαίνουν γύρω μας, πόλεμος πατήρ πάντων. Στο κοσμολογικό του πρότυπο η φωτιά κατέχει την κυρίαρχη θέση, σαν το πιο δραστικό και ενεργητικό στοιχείο.
Σε αντίθεση προς τους Ελεάτες φιλοσόφους, που είχαν θεσπίσει την ακινησία του είναι, κήρυξε το «αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μη ουδέποτε το αυτό μένειν». Κάθε γέννηση, κατά τον Ηράκλειτο, είναι προϊόν των στοιχείων εκείνων της φύσης που βρίσκονται σε συνεχή διαπάλη και αντίθεση. Από την πάλη των στοιχείων γεννιέται η αρμονία. Δίχως την «εναντιοδρομία» αυτή, όπως την λέει, δεν θα υπήρχε ζωή. Γι' αυτό και εκθειάζει τον πόλεμο των στοιχείων ως πατέρα των πάντων, και ως κίνητρό τους το πυρ. Περίσσεια θερμότητας σημαίνει περίσσεια κίνησης και συνείδησης. Περίσσεια ψυχρού, σημαίνει ακινησία και νέκρα. Η εποχή μας έχει ρίξει αρκετό φως στις σκοτεινές θεωρίες του Εφέσιου φιλοσόφου.
Οι Ίωνες φιλόσοφοι ήταν οξυδερκείς παρατηρητές της Φύσης και επιδίωκαν την επιστημονική ερμηνεία του Σύμπαντος, σε αντιδιαστολή με της προγενέστερης προλογικής αντίληψης. Μετά το 494 π.Χ., το χρόνο που καταστράφηκε η Μίλητος, ο πρώτος ιωνικός στοχασμός φτάνει σε ένα τέλος. Η φιλοσοφική σκηνή μεταφέρεται από τα ανατολικά όρια του ελληνικού στα δυτικά, στις ακμάζουσες αποικίες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Το γεγονός αυτό σημαδεύεται ιδιαίτερα από τη μετανάστευση του Πυθαγόρα του Σάμιου στη Μεγάλη Ελλάδα. Όλη η επερχόμενη ελληνική φιλοσοφία θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις απόψεις των μεγάλων στοχαστών.
Βιβλιογραφία
• Ν.Κ. Σπύρου, Εργαστήριο Αστρονομίας, Τμήμα Φυσικής, Α.Π.Θ., 28/9/2007.
• W.K.C. Guthrie, Οι Έλληνες Φιλόσοφοι: Από το Θαλή στον Αριστοτέλη, Εκδόσεις Παπαδήμα, 1988.
• Βιρβιδάκης Σ. κ.α., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη, Τομ. Α΄, ΕΑΠ Πάτρα, 2000.
• Βεϊκος Θεόφιλος, Οι Προσωκρατικοί, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1998.
• Jean Brun, Οι Προσωκρατικοί, Εκδόσεις Χατζηνικολή, 1992.
• Γιακουμάκη Γ.Ε., Σημειώσεις Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών, 1987.
• Πελεγρίνης Θ.Ν., Οι Πέντε Εποχές της Φιλοσοφίας, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1997.
• Ρούσσος Τ., Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, 1988.
• Θεοδοσίου Στράτος, Η Εκθρόνιση της Γης – Η Διαπάλη του Γεωκεντρικού με το Ηλιοκεντρικό Σύστημα, Εκδόσεις
Δίαυλος, Αθήνα, 2007.
• Eλληνική και Αγγλική Wikipedia.
Σύνδεσμοι
www.e-telescope.gr/el/astronomy-and-space/68-philosophy-
Ι.Φ.