Ψυχολογία
Αυτόματη Γραφή
Περιπτώσεις στις οποίες το υποσυνείδητο, η τηλεπάθεια ή ένας νεκρός φαίνεται να καθοδηγεί το χέρι ενός συγγραφέα ή ζωγράφου, είναι μεταξύ των συναρπαστικών ζητημάτων που φέρνουν σε αμηχανία, την ψυχική έρευνα.
Από τον ψυχολόγο ΄Αλεν Γκούλντ
Ο΄Αλεν Γκούλντ (Alan Gauld, 1932) ήταν Βρετανός ψυχολόγος κι ερευνητής παραψυχολογικών φαινομένων. Γεννήθηκε στο Πόρτλαντ, της Αγγλίας, και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1956-1957. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του το 1958 και το διδακτορικό του δίπλωμα το 1962 στο Κολέγιο Εμάνουελ (Emmanuel College). Δίδαξε ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ (Nottingham) και διετέλεσε Πρόεδρος της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών από το 1989 μέχρι το 1992. Έργα του ως εκδοτικός συνεπιμελητής περιλαμβάνονται στο «Πολτεργκάιστ» (Poltergeists) σε συνεπιμέλεια με τον Τόνι Κόρνελ (Tony Cornell 1979) και στο «Ανθρώπινη δράση και η Ψυχολογική Έρευνα της» σε συνεπιμέλεια με τον Τζον Σότερ (John Shotter 1980). Είναι γνωστός για τα βιβλία του: Η Ιστορία του Υπνωτισμού (A History of Hypnotism 1992), Μεντιουμισμός και Επιβίωση: Ένας αιώνας Ερευνών (Mediumship and Survival: A Century of Investigations, 1984), Οι Ιδρυτές της Ψυχικής Έρευνας (The Founders of Psychical Research, 1968).
Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο αυτόματη γραφή, ζωγραφική ή σχεδίαση εννοούμε την παραγωγή έργου δίχως τη συνειδητή βούληση του ατόμου, που το χέρι του μοιάζει να αυτονομείται και να λειτουργεί από μόνο του. Ανήκει, αν και δεν μπορεί να ταξινομηθεί με βεβαιότητα, στο σύνολο των φαινομένων που θεωρούνται από τους ψυχολόγους ως υποσυνείδητες εκδηλώσεις της προσωπικότητας, διαχωρισμένες πλήρως κι αποκομμένες από το συνειδητό νου. 'Αλλες παρόμοιες εκδηλώσεις από το σύνολο αυτών των φαινομένων είναι τα υστερικά τικ, απώλεια μνήμης, υπνοβασία, πολλαπλή προσωπικότητα, «ομιλία σε γλώσσες», προφητεία, και μεντιουμισμός σε κατάσταση έκστασης.
Μερικές φορές η αυτόματη γραφή εμφανίζεται ως ένα υστερικό σύμπτωμα παράλληλα με άλλα. Άλλες φορές παρακινείται εσκεμμένα από τον ψυχοθεραπευτή σε συνεδρίες προκειμένου να προσεγγιστούν απωθημένες μνήμες. Επίσης συχνά αναπτύσσεται εκ προθέσεως από φυσιολογικούς ανθρώπους για διάφορους λόγους. Η μέθοδος που υιοθετείται συνήθως είναι να αποτραβηχτεί αυτός που θέλει να γράψει, ζωγραφίσει ή σχεδιάσει «αυτόματα» σε κάποιο ήσυχο μέρος κρατώντας ένα μολύβι κι ένα κομμάτι χαρτί, και στην συνέχεια να βυθιστεί σε άσχετες σκέψεις απασχολώντας το νου με διάφορους τρόπους όπως π.χ. διαβάζοντας ένα βιβλίο. Ένας βαθμός υποβολής ή αυθυποβολή, και μια πρόθυμη αναστολή κάθε δυσπιστίας είναι σημαντικά προαπαιτούμενα.
Είναι αδύνατο να γενικεύσουμε συμπεράσματα σχετικά με την κατάσταση του νου του «αυτοματιστή» κατά την παραγωγή της αυτόματης γραφής και σχεδίασης. Μερικοί εισέρχονται σε βαθιά έκσταση και αποκόπτονται από το περιβάλλον τους, άλλοι είναι σε κατάσταση ύπνωσης και αντιλαμβάνονται μόνο εν μέρει τι συμβαίνει, κάποιοι είναι ξυπνητοί αλλά αφηρημένοι και κάποιοι είναι πλήρως συνειδητοί και μπορούν να διαβάζουν ή να μιλάνε φυσιολογικά. Υπάρχουν «αυτοματιστές» που αντιλαμβάνονται τις κινήσεις του χεριού τους και αυτό που γράφεται ή σχεδιάζεται, άλλοι είναι συνειδητοί αλλά με έντονη απώλεια της αντίληψης του έργου που παράγουν και κάποιοι δεν αντιλαμβάνονται ούτε καν ότι τα χέρια τους κινούνται.
Στα πρώτα στάδια η αυτόματη γραφή και σχεδίαση είναι γενικά χονδροειδής και μονότονη μπορεί να αρχίζει με μια ακατάπαυστη επανάληψη της ίδιας φιγούρας ή του ίδιου γράμματος, και συχνά δεν προχωρά περισσότερο από την παραγωγή μερικών άδειων φράσεων ή ακανόνιστων σχημάτων. Έχουν καταγραφεί όμως κάποιες περιπτώσεις που ο «αυτοματιστής» εμφανίζει επιδεξιότητα ή γνώση πέρα από τα όριά του.
Είναι γνωστό ότι κατά την αυτόματη γραφή έχουν περιγραφεί γεγονότα που έχουν ξεχαστεί από τον γράφοντα ή άλλα που δεν τα είχε αντιληφθεί ενόσω ήταν σε εγρήγορση, επίσης έχουν αναφερθεί περιστατικά όπου γράφονται αποσπάσματα σε γλώσσες που δεν είναι συνειδητά γνωστές σε αυτόν που γράφει και γενικά με την αυτόματη γραφή προκύπτουν δεδομένα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τηλεπαθητικές εκδηλώσεις. Η γραφή συχνά αναπτύσσει ένα δικό της «χαρακτήρα», πρεσβεύοντας πεποιθήσεις και γνώμες που διαφέρουν ριζικά από του «αυτοματιστή», και μερικές φορές μπορεί να προκληθεί μια ευχέρεια στη σχεδιαστική ή γλωσσική σύνθεση που υπερβαίνει τη δική του κατά πολύ.
Έμπνευση από τους Νεκρούς
«Αυτόματη» ζωγραφική από την Alaric Watts, τέλος 19ου αιώνα. Όταν σχεδίαζε, το μολύβι της κινιόταν μόνο του. Προετοίμαζε χρώματα κι άφηνε το «χέρι» να διαλέξει. |
Η αυτόματη γραφή όχι μόνο μπορεί να αυτονομηθεί αποκτώντας την δική της υπόσταση αλλά κάποιες φορές εμφανίζεται να αντλεί την προέλευσή της από άλλη πηγή, εντελώς ξένη και διαφορετική από τον «αυτοματιστή» όπως για παράδειγμα μια υπερφυσική ύπαρξη, ένα νεκρό πρόσωπο, ή ακόμη και ένα εν ζωή άτομο. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τις ανερμήνευτα υψηλές ικανότητες που εκδηλώνονται από τον υποκείμενο σε αυτόματη γραφή, την έχουν ανάγει -συμπεριλαμβανομένων κάποιων παρόμοιων φαινόμενων που προαναφέρθηκαν- σε θεμελιώδη παράγοντα για ανάπτυξη ιδιαίτερων θρησκευτικών κινημάτων ιδιαίτερα στο χώρο του σύγχρονου Πνευματισμού.
Το μοντέρνο κίνημα του Πνευματισμού ορμώμενο τη δεκαετία του 1850 από τις Η.Π.Α, έφθασε στην Ευρώπη και τα Βρετανικά Νησιά και μέσα σε λίγα χρόνια εξαπλώθηκε σε όλο το Δυτικό κόσμο. Ο Πνευματισμός επηρεάστηκε κι ασπάσθηκε δοξασίες και πρακτικές από τη Μεσμερική κίνηση που άκμασε τις δεκαετίες του 1840 και 1850. Μεταξύ των φαινομένων που χρησιμοποιήθηκαν στο Μεσμερισμό είναι εκείνα κατά τα οποία άτομα μιλάνε και γράφουν σε κατάσταση έκστασης ή ύπνωσης. Σύντομα τέτοιου τύπου ομιλίες και γραπτά άρχισαν να παίρνουν τη μορφή συνομιλιών με νεκρά πρόσωπα, και συχνά με οντότητες ιδιαίτερης σημαντικότητας. Ένα σημαντικό εκδοτικό ρεύμα κειμένων αυτόματης γραφής που θεωρείται ότι καταγράφηκαν με αυτόν τον τρόπο, τυπώθηκε για το ευρύ κοινό κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1850 και συνεχίζει ακόμη μέχρι και τις μέρες μας αν και περιορισμένα.
Η πλειοψηφία των κειμένων αυτών διαιρούνται σε δύο κύριες κατηγορίες.
Η πρώτη κατηγορία αποτελείται από ηθικές, θρησκευτικές παραινέσεις και αναφορές σχετικές με την φύση του μετέπειτα κόσμου και της ζωής σε αυτόν, που δίδονται από άτομα που έχουν πάψει να είναι εν ζωή. Οι λεπτομέρειες των θρησκευτικών διδασκαλιών και οι αναφορές σχετικά με τον μετέπειτα κόσμο ποικίλουν πάρα πολύ από τον έναν «αυτοματιστή» στον άλλο. Αντίθετα οι γενικές ομοιότητες βαραίνουν περισσότερο από τις πολλαπλές μικροδιαφορές. Παράλληλα οι ομοιότητες στο ύφος της γραφής είναι συχνά πολύ χαρακτηριστικές. Όπως σχολίασε ο Αμερικανός φιλόσοφος Γουίλιαμ Τζέιμς (William James), οι εκφράσεις που συναντά κανείς στα κείμενα των αυτόματων γραφών βρίθουν «από μία παράξενα ακαθόριστη αισιόδοξη κοσμοθεώρηση, στις οποίες φράσεις για το πνεύμα, την αρμονία, την ομορφιά, το νόμο, την εξέλιξη, κλπ., συνεχίζουν να επανεμφανίζονται. Μοιάζει σαν ένας μοναδικός συγγραφέας να συνέθεσε τα περισσότερα από αυτά τα μισά μηνύματα που γράφηκαν σε κατάσταση έκστασης».
Κάποια αξιόλογα δείγματα αυτού του τύπου είναι τίτλοι βιβλίων όπως οι «Πνευματικές Διδασκαλίες», 1873 του Στέιντον Μόουσις (W. Stainton Moses), η «Βίβλος» του Βρετανικού Πνευματισμού, το Μετά Θάνατον, 1897 του Στιντ (W.T. Stead), το Καθοδήγηση από το Πέρα της K. Wingfield, 1923, και δύο βιβλία από την Τζεραλντίν Κουμίνς (Geraldine Cummins), Ο Δρόμος προς την Αθανασία, 1932 και το Πέρα από την Ανθρώπινη Προσωπικότητα, 1935.
Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από ιστορικά μυθιστορήματα όπου η «υπαγόρευση» γίνεται από κάποιο νεκρό που γνωρίζει προσωπικά σημαντικές λεπτομερείς πληροφορίες και έχει ιδιαίτερη γνώση γεγονότων που αφορούν συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Αξιόλογα χαρακτηριστικά δείγματα αυτού του τύπου είναι της Έλεν Σμίθ (Helene Smith) στο έργο του Τ. Φλουρνό (T. Flournoy) 1900, Από την Ινδία στον Πλανήτη Άρη, της Κουράν (J.H. Curran) στο Η Περίπτωση του Ασθενή Γουόρθ (Worth), 1927 του Πρίνς (W.F. Prince), και της Τζεραλντίν Κουμίνς, στα Οι γραφές του Κλέοπας (Cleophas), 1928 και Όταν ο Νέρων ήταν Δικτάτωρ, 1939.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά και παρόμοια έργα παρουσιάζουν γνώση, αφηγηματικό ταλέντο και λογοτεχνικά χαρίσματα πολύ ανώτερα από αυτά που διαθέτει συνήθως ο «αυτοματιστής».
Ζωγραφίζοντας στο Σκοτάδι
Τα «αυτόματα» σχέδια και η ζωγραφική, όπως συμβαίνει και με την γραφή ενδέχεται να υπερτερούν κατά πολύ από οτιδήποτε ο «αυτοματιστής» μπορεί να σχεδιάσει σε φυσιολογική κατάσταση συνείδησης. Η ανάπτυξη της αυτόματης σχεδίασης συχνά προηγείται και στη συνέχεια συνοδεύεται από την ανάπτυξη της αυτόματης γραφής. Για παράδειγμα, τα περίπλοκα συμβολικά σχέδια που περιγράφονται σε δύο διάσημα πρώιμα βρετανικά έργα, το Πνευματικά Σχέδια της Γουίλκινσον (W.M. Wilkinson, 1858) και το Από την Ύλη στο Πνεύμα της Ντε Μόργκαν (De Morgan, 1863) προηγήθηκαν και μεταγενέστερα ερμηνεύθηκαν από την αυτόματη γραφή. Η αυτόματη σχεδίαση μερικές φορές εξελίσσεται σε αυτόματη ζωγραφική, αλλά κι αυτή συχνότερα ίσως, αναπτύσσεται ανεξάρτητα. Ένα περίεργο χαρακτηριστικό από ορισμένα παραδείγματα αυτόματης ζωγραφικής είναι το γεγονός ότι ζωγραφιές δεν έγιναν μόνο με ασυνήθιστη ταχύτητα, αλλά κάποιες παρήχθησαν σε απόλυτο σκοτάδι, όπως στις περιπτώσεις του Ντέιβιντ Ντουγκλούιντ (David Duguid) της Γλασκόβης στις δεκαετίες του 1870 και 1880 και του Μάρτζιαν Γκρουζέτσκι (Marjan Gruzewski), Πολωνού, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930.
Μπορούμε να διαχωρίσουμε τις περιπτώσεις αυτόματης σχεδίασης και ζωγραφικής, από αυτές της «ψυχικής τέχνης» κατά την οποία ένας μάντης ή ευαίσθητος, προικισμένος στη χρήση του κάρβουνου ή του πινέλου, έχει σκιτσάρει κάποιο πνεύμα ή σκηνή από τον άλλο κόσμο που ισχυρίζεται ότι του αποκαλύφθηκαν από τις υπερφυσικές του ικανότητες. Πολλές από τις εικόνες του Γουίλιαμ Μπλέικ (William Blake) ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Ο πλέον φημισμένος Βρετανός «ψυχικός καλλιτέχνης» των πρόσφατων χρόνων υπήρξε ο Φρανκ Λία (Frank Leah). Ωστόσο, απΆ ότι φαίνεται δεν μπορούμε να τραβήξουμε μια αυστηρή διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο αυτών φαινομένων. Και αυτό γιατί πολλοί «ψυχικοί καλλιτέχνες» μπορούν να ισχυρισθούν ότι διακρίνουν τα θέματα των σκίτσων τους όχι μόνο από κάποια μορφή μη-αισθητηριακής αντίληψης, αλλά ότι λαμβάνουν έμπνευση και βοήθεια από συγκεκριμένα πνεύματα νεκρών -συχνά διάσημων καλλιτεχνών- για την πραγμάτωση των εικόνων τους. Η Μαντς Τζιλ (Madge Gill), αμόρφωτη νοικοκυρά στο Ανατολικού Λονδίνου, της οποίας τα σχέδια πρόσφατα αναγνωρίστηκαν -πέθανε το 1961-, δούλευε σε κατάσταση ημιέκστασης, και είπε ότι «ένιωθα να ωθούμαι να εκτελώ σχέδια σε μεγάλο βαθμό… Αναμφίβολα καθοδηγούμαι από μια αόρατη δύναμη».
Αυτοκτονία στην Οδό Μπέικερ (Baker)
Δύο σχέδια από την περίπτωση
|
Τα πρώτα χρόνια του σύγχρονου Πνευματισμού η υπερφυσική καταγωγή ορισμένων αυτόματων γραπτών, σχεδίων και ζωγραφιών φαίνονταν σε πολλούς ενθουσιώδεις σχεδόν αυταπόδεικτη. Αυτά τα γραπτά και οι ζωγραφιές απαιτούσαν γνώση και επιδεξιότητα, που ξεπέρναγε κάθε ενσαρκωμένο, συνειδητά εμπλεκόμενο με την παραγωγή τους πρόσωπο: Πράγματι κατά καιρούς οι δυνάμεις που εμφανίζονταν φαίνονταν να υπερτερούν εντελώς εκείνων του «αυτοματιστή». Πώς αλλιώς θα μπορούσε αυτό να εξηγηθεί, εκτός από την υπόθεση των παρεμβολών ανωτέρων και μη ενσαρκωμένων οντοτήτων;
Αλλά καθώς ο 19ος αιώνας ξετυλιγόταν, η πρόοδος της επιστήμης πρότεινε άλλες, λιγότερο εντυπωσιακές εξηγήσεις. Παρατηρήσεις σε υστερικούς, σε ασθενείς με εγκεφαλική βλάβη, και σε πειράματα από ποικίλα υπνωτιστικά φαινόμενα, φανέρωσαν ότι ιδιαίτερες δεξιότητες που δεν συνειδητοποιεί ένα άτομο και ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία και την φυσιολογία του, κάτω από ορισμένες μη φυσιολογικές συνθήκες είναι πιθανό να εκδηλωθούν.
Αυτά τα ευρήματα έκαναν την πνευματιστική ερμηνεία της αυτόματης γραφής, σχεδίασης και ζωγραφικής να φαίνεται λιγότερο απόλυτη. Τα νέα δεδομένα αύξησαν την απαίτηση της «απόδειξης» της πηγής των αυτόματων γραπτών. Αυτό σημαίνει ότι τα πεθαμένα άτομα που εμφανίζονται να εμπνέουν και να καθοδηγούν τις αυτόματες γραφές θα έπρεπε να πιστοποιήσουν τις ταυτότητες τους δίνοντας ορθές πληροφορίες για τα ίδια, που δε θα μπορούσαν με κάποιο τρόπο να είναι γνωστές στον «αυτοματιστή», είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα.
Ένας από τους πρώτους «αυτοματιστές» που φάνηκε να πληρεί αυτές τις προϋποθέσεις ταυτότητας ήταν ο Στέιντον Μόουσις –βλ. το βιβλίο του Ταυτότητα Πνεύματος, 1878. Τα πνεύματα τα οποία εμφανίστηκαν να «ελέγχουν» το χέρι του Μόουσις κατά τη διάρκεια της αυτόματης γραφής του, ή να «επικοινωνούν» διαμέσου του ανασηκώνοντας ένα τραπέζι ή αποστέλλοντας μηνύματα με διαδοχικά χτυπήματα, ήταν συχνά άγνωστοι του που ωστόσο περιστασιακά του αποκάλυπταν πληροφορίες της ταυτότητας του που ήταν δυνατό κατόπιν να επαληθευθούν.
Για παράδειγμα, το απόγευμα της 21ης Φεβρουαρίου 1874 ο Μόουσις, που βρισκόταν με συντροφιά φίλων στην Πλατεία Γκρέβενορ (Grosvenor), στο Λονδίνο, ένιωσε ξαφνικά την παρόρμηση να γράψει. Το χέρι του έκανε το ακατέργαστο σκίτσο ενός αντικειμένου που έμοιαζε με ένα άλογο δεμένο σε κάτι που έμοιαζε με βαγόνι, μετά έγραψε κάποιες ασύνδετες προτάσεις που σχετίστηκαν με έναν άντρα που αυτοκτόνησε το πρωί της ίδιας μέρας. Ο άντρας «είπε» ότι είχε αυτοκτονήσει κάτω από έναν ατμοκίνητο οδοστρωτήρα στην οδό Μπέικερ -από την οποία όμως ο Μόουσις είχε περάσει το ίδιο απόγευμα-. Μεταγενέστερες πληροφορίες αποκάλυψαν ότι όντως ένας άντρας είχε αυτοκτονήσει εκεί, το συγκεκριμένο πρωινό πέφτοντας κάτω από τον οδοστρωτήρα. Στο μπροστινό μέρος του οδοστρωτήρα ήταν ένθετη μπρούτζινη φιγούρα του αλόγου, σήμα του κατασκευαστή.
Έχουν υπάρξει πολλές ακόμα παρόμοιες περιπτώσεις και με άλλους «αυτοματιστές», παραμένει η δυσκολία ότι με τέτοιους «περιστασιακούς επισκέπτες» είναι πολύ δύσκολο να υπάρχει η απόλυτη βεβαιότητα ότι τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του πνεύματος δε θα μπορούσαν να είναι πληροφορίες που υποσυνείδητα έχουν αποτυπωθεί στο νου του «αυτοματιστή». Για παράδειγμα, στην περίπτωση του άντρα που σκοτώθηκε από τον οδοστρωτήρα, η αυτοκτονία είχε αναφερθεί σε μια απογευματινή εφημερίδα εκείνη την ίδια ημέρα. Παρόλο που ο Μόουσις ισχυρίστηκε άδολα ότι δεν είχε δει την συγκεκριμένη εφημερίδα, η πιθανότητα όμως να είχε πέσει το βλέμμα του σε κάποιο φύλλο και να είχε υποσυνείδητα συγκρατήσει την πληροφορία, ή αντίστοιχα η πιθανότητα να είχε ακούσει να διαλαλεί τα νέα ένας εφημεριδοπώλης, είναι δύσκολο να αποκλειστεί.
Η Περίπτωση Τόμσον - Γκίφορντ (Thompson-Gifford)
Η σχεδίαση όπως και η γραφή έχουν εμφανιστεί σε πλήθος «αξιόπιστων» περιπτώσεων με τη ζωγραφική να είναι η κυρίαρχη τεχνική στην περίφημη περίπτωση «Τόμσον - Γκίφορντ».
Το 1905, ένας χρυσοχόος ονόματι Φρεντερίκ Λ. Τόμσον (Frederic L. Thompson), κατακυριεύτηκε ξαφνικά από μια έντονη εσωτερική ώθηση να ζωγραφίσει. Συνάμα άρχισε να υποφέρει από παραισθήσεις δέντρων και τοπίων, οι οποίες λειτουργούσαν ως βασικό υλικό για κάποια από τα έργα του. Τον επόμενο χρόνο επισκέφθηκε την έκθεση ζωγραφικής του πρόσφατα θανόντα καλλιτέχνη Ρόμπερτ Σουέιν Γκίφορντ (Robert Swain Gifford). Κάποια στιγμή σε κατάσταση παραίσθησης άκουσε μια φωνή να του λέει: «Βλέπεις τι έχω κάνει. Μπορείς να συνεχίσεις και να τελειώσεις το έργο μου;» Από εκεί και πέρα η παρόρμηση του Τόμσον να ζωγραφίζει έγινε ακόμη πιο έντονη, και ορισμένες σκηνές αναδύθηκαν στη σκέψη και του εντυπώθηκαν έντονα. Μετά από μερικούς μήνες διαπιστώθηκε ότι τα έργα που ζωγράφισε με αυτές τις σκηνές που έβλεπε παραισθητικά, έμοιαζαν πολύ με σκηνές που αποδείχθηκε ότι ήταν οικείες στον πεθαμένο Ρόμπερτ Σουέιν Γκίφορντ. Οι ομοιότητες μεταξύ των φωτογραφιών αυτών των σκηνών και των θεμάτων του Τόμσον είναι τόσο προφανείς που κάθε παρατηρητής θα μπορούσε να υποθέσει ότι τα έργα έχουν ζωγραφιστεί στα πραγματικά αυτά σκηνικά, ή από φωτογραφίες τους. Ο Τόμσον είχε συλλάβει παραισθητικά, και είχε ζωγραφίσει, εικόνες με μεγάλη ομοιότητα σε σκηνές σημαντικές, του Γκίφορντ, που ο ίδιος δεν είχε ποτέ επισκεφθεί ή δει σε φωτογραφίες.
Η Θεωρία της Τηλεπάθειας
Το επιχείρημα ότι οι «αυτοματιστές» αντλούν την φαινομενικά επαυξημένη γνώση τους από τις δικές τους υποσυνείδητες μνήμες και δεξιότητες δεν ερμηνεύει πειστικά περιπτώσεις όπως της φημισμένης Αμερικανίδας μέντιουμ Πάιπερ (Piper).
Η Πάιπερ μελετήθηκε και εποπτεύτηκε από διακεκριμένους ψυχικούς ερευνητές την περίοδο 1885-1915. Ένα από τα πειράματα που σχεδιάστηκαν για την έρευνα των ικανοτήτων της ήταν να την φέρνουν σε επαφή για κάποιο χρονικό διάστημα με άγνωστα πρόσωπα που για λόγους προφύλαξης της συστήνονταν με ψευδώνυμα. Παρ' όλες τις προφυλάξεις η Πάιπερ ήταν κατ' επανάληψη ικανή, μέσω της αυτόματης ζωγραφικής ή ομιλίας, να δώσει επιβεβαιωμένες κι ορθές πληροφορίες για πεθαμένους φίλους και συγγενείς αυτών των προσώπων.
Μπορεί με δυσκολία να υποτεθεί ότι ακόμη και εάν η Πάιπερ είχε κάπως καταφέρει να διαπεράσει την ανωνυμία όλων αυτών, θα έπρεπε επιπλέον να έχει σταχυολογήσει με τα συνήθη για την εποχή μέσα, και να συγκρατήσει συνειδητά και υποσυνείδητα, τις απαραίτητες πληροφορίες για να εξασφαλίσει επιτυχία σε τόσο μεγάλο αριθμό περιπτώσεων. Φυσικά εάν παραδεχθούμε την πιθανότητα τηλεπάθειας, τότε μια άλλη εξήγηση των επιτυχιών της Πάιπερ γίνεται εφικτή: Ότι δηλαδή αποκόμιζε τις πληροφορίες τηλεπαθητικά από τους ίδιους τους ανθρώπους που κάθονταν μαζί της. Αλλά σε μερικές περιπτώσεις η Πάιπερ φαίνεται να έχει δώσει, για κάποια πεθαμένα πρόσωπα, πληροφορίες παντελώς άγνωστες ακόμα και σε οποιονδήποτε από τους παρόντες.
Από τον καιρό της Πάιπερ μέχρι σήμερα, έχει καταγραφεί σημαντικό πλήθος επιτυχημένων περιπτώσεων «πληρεξούσιων συναντήσεων» όπως λέγονται, στις οποίες κάποιος εκπροσωπώντας ένα τρίτο πρόσωπο συναντιέται με ένα μέντιουμ, που λαμβάνει αποδεδειγμένα αξιόπιστα μηνύματα τα οποία ο ίδιος δε θα μπορούσε ποτέ να έχει μεταφέρει.
Διασταυρώσεις
Αυτοπροσωπογραφία της |
Από τα πλέον φημισμένα πειράματα αυτού του είδους είναι κατά πάσα πιθανότητα εκείνα που διεξήχθησαν στη διάρκεια του μεσοπολέμου με τη Βρετανή μέντιουμ Γκλάντις Όσμπορν Λέοναρντ (Gladys Osborne Leonard), η οποία εκτός των άλλων μεθόδων χρησιμοποιούσε και την αυτόματη γραφή. Περιπτώσεις σαν αυτές, εάν επαναλαμβάνονταν σε επαρκή ποσότητα, θα έφταναν την τηλεπαθητική εξήγηση στα όρια του απίστευτου, γιατί θα απαιτούσαν να θεωρήσουμε ότι το μέντιουμ έχει εν δυνάμει τηλεπαθητική ή μαντική πρόσβαση σχεδόν σε οποιαδήποτε πληροφορία στον κόσμο. Η Λέοναρτ με κάποιο τρόπο κατάφερνε να επιλέγει και να εστιάζεται μόνο σε πληροφορίες που είχαν άμεση σχέση και αφορούσαν συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο δεν ήταν καν παρόν.
Ίσως η πλέον αξιοπερίεργη περίπτωση που αφορά την αυτόματη γραφή είναι οι σειρές των «αλληλοσυνδεδεμένων» γραπτών που παράχθηκαν τα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα από έναν αριθμό «αυτοματιστών» που σχετίζονται με την «Εταιρεία για Ψυχική Έρευνα». Όλοι τους με μία εξαίρεση, -την Πάιπερ- δεν ήταν επαγγελματίες μέντιουμ. Οι αρχικές «αυτοματίστριες», η Βέραλ (Verrall), η Κιουμπ- Τέναντ (Coombe-Tenant), ή αλλιώς «κα Γουίλετ (Willett)», η Έλεν Βέραλ (Helen Verrall), «η κα Σάλτερ (W.H. Salter)», η Φλέμινγκ (Fleming), «η κα Χόλαντ (Holland)» και η Στιούαρτ Γουίλσον (Stuart Wilson), ήταν γυναίκες μορφωμένες, με αξιόλογη κοινωνική θέση, και σε καμία περίπτωση δεν ήταν γνωστό ότι είχαν μια μη «φυσιολογική» δραστηριότητα.
Τα γραπτά τα οποία παρήγαγαν, τουλάχιστον αυτά που μας αφορούν για το παρόν άρθρο, εμφανίζονταν να εμπνέονται από μία ομάδα πεθαμένων φίλων, δύο από τους οποίους, ο Μάιερς (F.W.H. Myers) και ο Έντμουντ Γκάρνει (Edmund Gurney), έπαιξαν σημαντικό ρόλο τα αρχικά χρόνια στην Εταιρεία για την Ψυχική Έρευνα.
Με σκοπό να παρέχουν στοιχεία για την απόδειξη της επιβίωσης του ανθρώπου μετά το σωματικό θάνατο, αυτή η ομάδα που απαρτιζόταν από νεκρούς ισχυρίστηκαν ότι συμπτωματικά επινόησαν ένα ευφυές σχήμα: Έστελναν σε διάφορους φίλους τους που ήταν εν ζωή, χρησιμοποιώντας διαφορετικά μέντιουμ, αποσπάσματα ενός συνολικού μηνύματος επικοινωνίας -πραγμάτωσαν μια σειρά δηλαδή διακριτών επικοινωνιών- τέτοιων ώστε το νόημα να γίνεται αντιληπτό μόνο όταν συνδέονται τα ξεχωριστά αυτά αποσπάσματα σε ένα ενιαίο σύνολο.
Και σε έναν αριθμό περιπτώσεων -τις επονομαζόμενες «διασταυρώσεις»- αυτοί οι εν ζωή φίλοι που υποτίθεται ότι συμμετείχαν στη επικοινωνία θεώρησαν ότι το εγχείρημα είχε επιτύχει.
Αυτές οι περιπτώσεις είναι συνήθως εξαιρετικά πολύπλοκες και πολλές προκαλούν υπόνοιες καθώς εμφανίζουν νύξεις από την κλασσική λογοτεχνία. Ένα πολύ απλό, κι όχι ασυνήθιστα εντυπωσιακό, παράδειγμα αυτών των «σύμφωνων αυτοματισμών», όπως αυτοί ονομάζονται, είναι το ακόλουθο:
Στις 16 Απριλίου 1907, η Φλέμινγκ στην Ινδία έγραψε με αυτόματη γραφή η οποία περιείχε τις λέξεις «Μαουρίς. Μόρις. Μορς. (Maurice. Morris. Mors.). Και με εκείνο η σκιά του θανάτου έπεσε πάνω του». Το Μορς είναι λατινικά ο «θάνατος». Την επόμενη ημέρα η Πάιπερ, αναδυόμενη από έκσταση, είπε τις λέξεις «Σάνατος» (Sanatos) και μετά «Τάνατος» (Tanatos). Στις 23 Απριλίου, πάλι όταν αναδυόταν από έκσταση, είπε τη λέξη «Θάνατος» (Thanatos), η οποία στα ελληνικά είναι «θάνατος». Στις 29 Απριλίου το χέρι της κας Βέραλ (Verrall) έγραψε ένα ελαφρά διαστρεβλωμένο απόσπασμα από τον Γουόλτερ Σαβέιτζ Λάντορ (Walter Savage Landor): «Ζεσταμένα και τα δύο χέρια πριν τη Φωτιά της Ζωής. Αποτυγχάνει και είμαι έτοιμος να αναχωρήσω». Μετά ζωγράφισε το ελληνικό γράμμα δέλτα, το οποίο υπήρξε πάντα ένα σύμβολο θανάτου για αυτή. Έπειτα έγραψε Manibus date lilia plenis, «δίνω κρίνα με γεμάτα χέρια», ένα απόσπασμα από ένα κείμενο στην Αινειάδα του Βιργιλίου που προλέγει τον πρόωρο θάνατο του Μάρκελλου, ανιψιού του Αυτοκράτορα Αυγούστου. Σύντομα μετά από αυτό έγραψε «φεύγα, φεύγα», οι πρώτες λέξεις από το «φεύγα, φεύγα θάνατε» του Σαίξπηρ, ακολουθούμενο άμεσα από το Pallida mors aequo pede pauperum Tabernas regumque turres έβαλε το pulsat: «Χλωμές σφραγίδες θανάτου αμερόληπτα πάνω στις καλύβες των φτωχών και στους πύργους των πλουσίων», ένα απόσπασμα από τον Οράτιο. Τελικά έγραψε, «έχεις τη λέξη απλά γραμμένη σε όλο το γραπτό σου. Κοίτα πίσω».
Καμία από τις τρεις κυρίες δεν ήξεραν τίποτε από αυτό που οι άλλες είχαν γράψει ή πει. Η Πάιπερ δεν ήξερε ελληνικά. Η λέξη «θάνατος» βρέθηκε στα γραπτά της Χόλαντ μόνο σε τρεις περιπτώσεις, στα γραπτά της Βέραλ βρέθηκε μόνο μία.
Πολλές από τις περιπτώσεις των «διασταυρώσεων» απέχουν πολύ από το να είναι ευφυείς ή αξιοσημείωτες. Μπορούμε τουλάχιστον να συμφωνήσουμε ότι εάν η σύνδεση των γραπτών των διάφορων «αυτοματιστών» δεν αποδοθεί σε υλοποίηση σχεδίου εκλιπόντων προσώπων, αναγκαζόμαστε να κάνουμε βάσιμες υποθέσεις για συνωμοσία απάτης, που οργανώνεται και εκτελείται τουλάχιστον από τον υποσυνείδητο νου των εμπλεκομένων «αυτοματιστών».
Φαίνεται ότι οι πιθανές εναλλακτικές της πνευματιστικής ερμηνείας, για ορισμένες «αυτοματιστικές» γραφές δεν στέκουν εύκολα. Η δε πιθανότητα σκόπιμης απάτης μπορεί να αποδειχθεί μόνο για ένα πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων. ΑπΆ την αντίπερα όχθη, αυτό που κάνει την πνευματιστική ερμηνεία μη αποδεκτή για πολλούς ερευνητές είναι το γεγονός ότι οι καλύτερες και πιο αξιόλογες περιπτώσεις συνήθως βρίσκονται αξεδιάλυτα μπλεγμένες με τις χείριστες. Οι πιο αξιόπιστοι «αυτοματιστές» θα εγγυηθούν εξίσου για τις δικές τους όσο και για τις περισσότερες των αμφίβολης αξίας περιπτώσεων, και αυτό το γεγονός προξενεί σύνθετα προβλήματα εξαιρετικά δύσκολα να αντιμετωπιστούν.
Βιβλιογραφία
Γενικό εισαγωγικό υλικό μπορεί να βρεθεί στα:
• G.N.M. Tyrell, Η Προσωπικότητα του Ανθρώπου, Pelican, 1947.
• Rosaline Heywood, Η Έκτη Αίσθηση, 1959.
• W.H.Salter, Sidgwick & Jackson, Zoαs, 1961.
Για χρήσιμες περιλήψεις σημαντικών πηγών, μπορεί κανείς να αναστρέξει στα:
• F.W.H. Myers Ανθρώπινη Προσωπικότητα και η επιβίωσή της από το Σωματικό Θάνατο, Longmans, 1903, 2 τόμοι.
• F. Podmore, Σύγχρονος Πνευματισμός, επανέκδοση ως: E.J. Dingwall Humphrey, Μέντιουμ του 19ου αιώνα, 1963.
Για χρήσιμο υλικό υποστήριξης, μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς τα:
• Morton Prince Το Υποσυνείδητο, Macmillan, New York, 1914.
• Bernard Hart, Ψυχοπαθολογία, Cambridge Univ. Press, 1927.
μτφρ. Τ.Α.Κ.