Περιβάλλον - Οικολογία
Οικοψυχολογία
Η σύγχρονη τάση της Ψυχολογίας που διερευνά κατά πόσο η έλλειψη του φυσικού περιβάλλοντος και η επανένταξη σε φυσικές δραστηριότητες επηρεάζει την ψυχική ισορροπία του ανθρώπου ονομάζεται Οικοψυχολογία.
Βασικό όραμά της είναι η επανασύνδεση του σύγχρονου ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον και η ουσιαστική επαφή του με αυτό. Αποβλέπει στην εξισορρόπηση της ανθρώπινης ψυχής μέσω της επίτευξης ισορροπίας στον πλανήτη, καθώς το ένα επηρεάζει το άλλο.
Θεμελιώδης παράγοντας διαμόρφωσης της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς του ανθρώπου θεωρείται η σχέση του με το φυσικό περιβάλλον. Ουσιαστικά, πρόκειται για μία σχέση αλληλεπίδρασης, καθώς η ψυχική ισορροπία του ατόμου επηρεάζει το φυσικό περιβάλλον, και αντίστροφα.
Επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος διαθέτει μία έμφυτη συγγένεια με τον φυσικό κόσμο, μία εσωτερική βιολογική ανάγκη, απαραίτητη για την ανάπτυξή του. Έρευνες από τον χώρο της Ψυχολογίας και της Κοινωνιολογίας καταδεικνύουν ότι η έλλειψη της επαφής με τη φύση μπορεί να αλλοτριώσει την ανθρώπινη συμπεριφορά, ιδιαίτερα στις πόλεις. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που παρατηρείται έντονα στις μέρες μας.
Κορυφαίοι ψυχολόγοι, όπως ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (Carl G. Jung), o Γουίλιαμ Τζέιμς (William James), o Σίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud), o Μπάροουζ Φρέντερικ Σκίνερ (Burrhus F. Skinner), και σημαντικοί φιλόσοφοι, περιβαλλοντολόγοι, μεταξύ των οποίων ο Άλντο Λέοπολντ (Aldo Leopold) και o Τζον Μιούιρ (John Muir), διερεύνησαν τη σχέση ανθρώπου-φύσης και αναφέρθηκαν στον σεβασμό με τον οποίο ο άνθρωπος οφείλει να συμπεριφέρεται στο περιβάλλον του[1].
΄Ανθρωπος και Περιβάλλον
Η Οικοψυχολογία διερευνά τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, αναζητώντας τρόπους για μια βαθύτερη συναισθηματική και ψυχική σύνδεση μεταξύ τους. Εκτείνεται πέρα από τη συμβατική Ψυχολογία που διαχωρίζει την εσωτερική-ανθρώπινη πραγματικότητα από τον εξωτερικό-φυσικό κόσμο.
Προσεγγίζει τη φύση ως Όλον, ως ζωντανή υπόσταση, και όχι ως δεξαμενή πόρων για ανθρώπινη χρήση και εκμετάλλευση. Η φύση αποτελεί μία ευρύτερη κοινότητα ζωής, στην οποία οι άνθρωποι συμμετέχουν ως μέλη. Η ψυχολογική ευημερία τους είναι αναπόσπαστα συνδεμένη με την εγκαθίδρυση υγειών αμοιβαίων σχέσεων με τον φυσικό κόσμο.
Την ίδια στιγμή η Οικοψυχολογία ερευνά τα αίτια της οικολογικής κρίσης και τους λόγους που το ανθρώπινο είδος εκδηλώνει περιβαλλοντικά επιζήμιες συμπεριφορές. Παρατηρεί ότι η αποσύνδεση του πολιτισμού από τη φύση προκαλεί παθολογίες στον άνθρωπο και τον πλανήτη, επηρεάζοντας τη ζωή αρνητικά. Η συνείδηση της σύγχρονης κοινωνίας, όντας εγωκεντρική και καταναλωτική, αναπτύσσει έντονα φαινόμενα υπερεκμετάλλευσης. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η οικολογική κρίση αντανακλά την ψυχολογική και πνευματική ψυχική κρίση του ανθρώπου[2].
Επιπλέον, στο πλαίσιο της Οικοψυχολογίας γίνονται προσπάθειες να αναπτυχθεί μια πολυπολιτισμική προσέγγιση, να εξεταστεί πώς ο πολιτικός και ο επιχειρηματικός κόσμος διαστρέφει την ανθρώπινη συνείδηση προς μια καταναλωτική συμπεριφορά και πώς θα μπορούσε να εμπλακεί ενεργά στο έργο της κοινωνικής αλλαγής[3].
Όπως και να έχει, η ψυχική υγεία και η πνευματική ολοκλήρωση συνδέονται άρρηκτα με την περιβαλλοντική ισορροπία. Για τον λόγο αυτό η Οικοψυχολογία ωθεί στην υιοθέτηση ενός βιώσιμου τρόπου ζωής, που δεν βλάπτει τον πλανήτη, υιοθετώντας υγιείς οικολογικές και ψυχολογικές αρχές. Θεωρεί πως όταν η φύση προσεγγίζεται με σεβασμό και βαθειά αγάπη εκ μέρους μας, μεταφέρει μια βαθειά αίσθηση αρμονίας, ισορροπίας και διαχρονικότητας[4].
Εξάλλου, ο ανθρώπινος ψυχισμός συνδέεται αναπόσπαστα με τη φύση, ως πτυχή του ευρύτερου ψυχισμού της. Παρότι ο ανθρώπινος νους επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τον σύγχρονο κόσμο, η Οικοψυχολογία θεωρεί ότι η βαθιά δομή του προσαρμόζεται και επηρεάζεται από το φυσικό περιβάλλον στο οποίο εξελίχθηκε. Δεν βρίσκεται μακριά από τον φυσικό κόσμο, αλλά είναι βαθιά ριζωμένος και συνυφασμένος με αυτόν[5].
Οικοψυχολογία και Αρχαία Σοφία
Η Οικοψυχολογία αντλεί τις αρχές της από τη σοφία αρχαίων και σύγχρονων πολιτισμών που ενστερνίστηκαν το φυσικό περιβάλλον ως αναπόσπαστο τμήμα της έκφρασης και της εξέλιξής τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ινδιάνοι, οι σαμάνοι, οι αβορίγινες, οι παγανιστές, οι βουδιστές, οι ινδουιστές και οι ησυχαστές μοναχοί οι οποίοι έχουν επιλέξει έναν τρόπο ζωής στοχαστικό, βαθιά συνυφασμένο με τη φύση. Αυτός ο τρόπος θεωρείται οικοψυχολογικός[6].
Η διατήρηση και προστασία των ιερών τόπων και χώρων τους, ήταν ανέκαθεν καθοριστική στην έκφραση μιας ανώτερης πνευματικότητας, που συντελούσε στην ευρύτερη ευημερία των κοινωνιών. Θωρούνταν τόποι ενέργειας και θεραπείας, όπου οι δυνάμεις της φύσης λειτουργούσαν καταλυτικά στην εξύψωση του πνεύματος και την αρμονική έκφρασή του.
Στην φιλοσοφία των Μαορί της Νέας Ζηλανδίας δίνεται έμφαση στη βαθιά σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων και του φυσικού κόσμου, που θεωρούν «αμετάβλητη και αχώριστη». Τη σχέση αυτή διαφυλάσσουν μέσω του kaitiakitanga ή οικολογικής κηδεμονίας, της ευθύνης, της φροντίδας και σοφής διαχείρισης ουρανού, θάλασσας και γης.
Μέσα από πρακτικές προστασίας του περιβάλλοντος το kaitiakitanga διασφαλίζει την ειρήνη στο φυσικό σύστημα, αποτρέποντας εισβολές που προκαλούν μόνιμες ανισορροπίες και προστατεύει από περιβαλλοντικές ζημιές, στοχεύοντας στην αποκατάσταση του οικοσυστήματος και του πολιτισμού.
Επιπλέον, η Οικοψυχολογία στηρίχθηκε στην εσωτερική παράδοση της Δύσης, μέσω της αλχημείας και του μυστικισμού, αλλά και σε πιο σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, όπως το ρομαντικό κίνημα στην Ευρώπη.
«Όλα είναι Ένα»: Με αυτή τη φράση οι μυστικιστές, ανέκαθεν, υποστήριζαν την ενότητα όλων των πραγμάτων. Ειδικότερα, οι αλχημιστές του αρχαίου κόσμου πίστευαν ότι «όπως επάνω, έτσι και κάτω». Για αυτούς το επάνω ήταν ο μακρόκοσμος, ο κόσμος των ουράνιων σφαιρών, των αγγελικών υπάρξεων και της Μητέρας Φύσης. Κάτω ήταν ο μικρόκοσμος, η ανθρώπινη ψυχή και η Γη. Μεταξύ αυτών των δύο υπήρχε ένας ζωτικός σύνδεσμος, μία μεγάλη κοσμική ενότητα, μία ενιαία αρμονία.
Ο διαχωρισμός του επάνω από το κάτω, του εσωτερικού από το εξωτερικό, του πνεύματος από την ύλη, έχει οδηγήσει στην έλλειψη βαθύτερης κατανόησης του ανθρώπου σε σχέση με τη φύση. Είναι αναγκαιότητα του ανθρώπου να βρει και πάλι τον σύνδεσμο με τον πλανήτη που του προσφέρει τη ζωή[7].
Η Πορεία Εξέλιξης
Παρ΄ όλο που η ονομασία Οικοψυχολογία είναι σχετικά πρόσφατη και αποτελεί νεοσύστατο τομέα έρευνας, το αντικείμενό της δεν είναι εντελώς νέο. Πολυάριθμες αναφορές στη σχέση ανθρώπου-φύσης έχουν γίνει τουλάχιστον από την εποχή του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ (Jean-Jacques Rousseau).
Το πρώτο, ωστόσο, σημαντικό έργο που πρότεινε τη σύνδεση της Ψυχολογίας με τον φυσικό κόσμο εμφανίστηκε το 1960. Στο βιβλίο του The Nonhuman Environment: In Normal Development and in Schizophrenia, ο αμερικανός ψυχαναλυτής Χάρολντ Φρέντερικ Σερλς (Harold F. Searles) ανέφερε ότι οι ψυχολόγοι της εποχής του, θεωρούσαν τον κόσμο της φύσης πέρα από τον άνθρωπο, άσχετο με την ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας. Σαν να υπήρχαν οι άνθρωποι εντελώς μόνοι τους στο σύμπαν.
Ο ίδιος, ωστόσο, υποστήριξε ότι η αίσθηση της συνάφειας με άλλες υπάρξεις, ακόμη και αν παραμένει σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητη, είναι ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ανθρώπινης ζωής. Είναι κάτι που οι άνθρωποι οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη, για να είναι ισορροπημένοι και υγιείς. Και πράγματι, τα επόμενα χρόνια κατέδειξαν μία σειρά εξελίξεων, που οδήγησαν προς την ανάπτυξη μιας οικοψυχολογικής ευαισθητοποίησης.
Το 1963, ο Ρόμπερτ Γκρίνγουεϊ (Robert Greenway) εισήγαγε τον όρο ψυχοοικολογία (psychoecology), καθώς αναζητούσε μία γλώσσα ικανή να συγχωνεύσει εννοιολογικά τον νου με τη φύση, αλλά και για να περιγράψει το μετέπειτα έργο του στην Ψυχολογία σχετικά με την εμπειρία της άγριας φύσης. Μελέτες για την οικολογία του νου πραγματοποίησε και ο Γκρέγκορι Μπέιτσον (Gregory Bateson), στις δεκαετίες ’60 και ’70, εντοπίζοντας τον ανθρώπινο νου μέσα σε έναν ευρύτερο οικοσυστημικό Νου.
Ανάλογα, ο αμερικανός περιβαλλοντολόγος Πολ Σέπαρντ (Paul Shepard), στα τέλη της δεκαετίας του ’60, είχε επισημάνει ότι το κεντρικό πρόβλημα της ανθρώπινης οικολογίας είναι η σχέση μεταξύ νου και φύσης. Το 1982 εξέδωσε ένα ιδιαίτερα σημαντικό έργο, με τίτλο Nature and Madness, στο οποίο υποστήριζε ότι η φυσιολογική ψυχολογική ανάπτυξη απαιτεί τα παιδιά να είναι απόλυτα συνδεμένα με τον φυσικό κόσμο και οι έφηβοι να μυούνται στην ιερότητα, το μυστήριο και την ποίηση της γήινης ζωής. Σύμφωνα με τον Σέπαρντ, η παράλογη καταστροφή της Γης από τη δυτική κοινωνία μπορεί να συνδεθεί με την διαταραχή αυτής της φυσιολογικής διαδικασίας που απορρέει από τα βάθη της ψυχής.
Ο Σέπαρντ αναφέρθηκε στις επιπτώσεις της ψυχολογικής ανάπτυξης του ανθρώπου, από την όλο και μικρότερη επαφή του με την άγρια φύση. Παρατήρησε πως η ανθρώπινη σχέση με τη γη είχε ροπή προς τη λεηλασία, την αλλοίωση και τον έλεγχο. Διερεύνησε τις πολιτισμικές ρίζες της οικολογικής μας κρίσης και πρότεινε τρόπους αποκατάστασης των διαρρηγμένων δεσμών μας με τη γη, το παρελθόν και τη φύση.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, σημαντική απήχηση απέκτησε το κίνημα της Βαθιάς Οικολογίας, «Deep Εcology». Πρόκειται για μία σύγχρονη σχολή οικολογικής φιλοσοφίας, στην οποία η σύνδεση ανθρώπου και Γης προσεγγίζεται ως διεργασία απόκτησης οικολογικής συνείδησης και ωριμότητας, οδηγώντας την ύπαρξη στη συνειδητοποίηση ενός οικολογικού εαυτού. Λόγω της ψυχο-πνευματικής ποιότητας των απόψεων και των πρακτικών της, θεωρήθηκε πρόδρομος της Οικοψυχολογίας, ενώ ορισμένοι θεωρούν τα δύο κινήματα ουσιαστικά ίδια.
Τα βήματα της οικολογικής παράδοσης ακολούθησε και η περιβαλλοντική ακτιβίστρια και συγγραφέας Τζοάνα Μέισι (Joanna R. Macy), στη δεκαετία του ’80, πραγματοποιώντας εκπαιδευτικά εργαστήρια διεθνώς, υπό τον τίτλο Despair and Empowerment Work. Είχαν ως βασική αρχή ότι η προσωπική αγωνία για την κατάσταση του πλανήτη δεν είναι απλώς ατομική νεύρωση, αλλά μια υγιής έκφραση του πόνου για τον κόσμο, του πόνου που νιώθει κανείς ως αποτέλεσμα της εσωτερικής σύνδεσής του με το οικολογικό σύνολο[8].
Καθώς ο άνθρωπος βιώνει συνειδητά αυτόν τον πόνο, οδηγείται σε ένα είδος πνευματικής αφύπνισης, όπου συνειδητοποιεί την αλληλεξάρτησή του με όλη τη ζωή. Η Μέισι συμμετείχε, μαζί με τον Τζον Σιντ (John Seed), στην δημιουργία ενός τελετουργικού με την ονομασία Συμβούλιο όλων των Όντων (Council of All Beings), στο οποίο οι συμμετέχοντες, αποβάλλοντας τα ανθρώπινα όριά τους, ταυτίζονται και βιώνουν τον πόνο άλλων μορφών ζωής.
Αξιοσημείωτη υπήρξε και η εξέλιξη της Υπερπροσωπικής Ψυχολογίας, «Transpersonal Psychology», που εστίασε στην ψυχολογική μελέτη της πνευματικής εμπειρίας και των μη δυαδικών καταστάσεων συνείδησης. Αποτέλεσε θεμελιώδη βάση στο όραμα της Οικοψυχολογίας για υπέρβαση του δυισμού, ώστε άνθρωπος και φυσικός κόσμος να μην διαχωρίζονται.
Και πράγματι, μεγάλο μέρος της Οικοψυχολογίας, όπως και της Βαθιάς Οικολογίας, επικεντρώνεται σε μυστικιστικές εμπειρίες διάλυσης του εγώ, που ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει μέσα στον φυσικό κόσμο.
Αυτές, όπως και πολλές άλλες αναζητήσεις-έρευνες-επιστήμες, συμπεριλαμβανομένης της εμφάνισης της περιβαλλοντικής ψυχολογίας, της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και του οικοφεμινισμού[9], προετοίμασαν το έδαφος για ένα σαφές κίνημα Οικοψυχολογίας, που κάνει την εμφάνισή του στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Το πρώτο σημαντικό έργο που διερεύνησε άμεσα την ιδέα της Οικοψυχολογίας ήταν το βιβλίο του ακαδημαϊκού ιστορικού Τέοντορ Ρόσακ (Theodore Roszak), The Voice of the Earth, το 1992. O όρος Οικοψυχολογία (Ecopsychology) προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις οικολογία και ψυχολογία, και η επινόησή του αποδίδεται στον ίδιο τον Ρόσακ, μέσω του εν λόγω συγγράμματος[10].
Την περίοδο της έκδοσής του η ιδέα της Οικοψυχολογίας άρχισε να αποκτά μεγαλύτερη δημοτικότητα, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκαν διάφορα εργαστήρια Οικοψυχολογίας. Επιπλέον, άρχισε να βρίσκει τον δρόμο της μέσα από ορισμένα τμήματα κολεγίων και πανεπιστημίων, κυρίως των ΗΠΑ, αλλά και σε Καναδά, Μεγάλη Βρετανία, Ευρώπη και Αυστραλία.
Αργότερα, το 1995, με συνεργάτες τη Μέρι Γκόμες (Mary Gomes) και τον Άλεν Κάνερ (Allen Kanner), ο Ρόσακ εξέδωσε την ανθολογία Ecopsychology: Restoring the Earth, Healing the Mind. Ήταν ένα έργο σχετικό με θέματα Οικοψυχολογίας, που διαδόθηκε ευρέως και είχε μεγάλη απήχηση.
Ιδιαίτερα σημαντικό υπήρξε και το έργο The Spell of the Sensuous: Perception and Language in a More-than-Human World (1996), του οικολόγου και φιλόσοφου Ντέιβιντ Αμπράμ (David Abram). Κατά τον Αμπράμ, ο άνθρωπος αποτελεί μέρος της ευρύτερης κοινότητας της φύσης. Συνδέεται βαθύτερα όχι μόνο με άλλους ανθρώπους, αλλά και με ζώα, φυτά και φυσικά στοιχεία (συμπεριλαμβανομένων των βουνών, των ποταμών, των ανέμων και των καιρικών συνθηκών). Βρίσκεται σε αμοιβαιότητα με τον φυσικό κόσμο και σε βιώσιμη σχέση με τη γη, που είναι ζωντανή και αναπνέει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη Θεωρία της Βιοφιλίας, του βιολόγου Έντουαρντ Όσμπορν Γουίλσον (Edward O. Wilson), τα ανθρώπινα όντα έχουν ένα έμφυτο ένστικτο να συνδέονται συναισθηματικά με τη φύση[11]. Ιδιαίτερα με τις πτυχές της φύσης που οι εξελικτικοί ψυχολόγοι έχουν ονομάσει περιβάλλον εξελικτικής προσαρμοστικότητας, δηλαδή τις φυσικές συνθήκες στις οποίες εξελίχθηκε το ανθρώπινο είδος για να ζει.
Σε αυτό είχε συμφωνήσει και ο Πολ Σέπαρντ. Θεωρούσε ότι στη διάρκεια της εξέλιξής του, σε αμοιβαιότητα με το περιβάλλον, ο άνθρωπος ανέπτυξε τις αισθήσεις του και προσέλαβε ιδιαίτερες πληροφορίες και μηνύματα. Ωστόσο, η ικανότητα επεξεργασίας και αξιοποίησης όλων αυτών με τον καιρό τείνει να εξασθενεί, εξαιτίας της απομάκρυνσης από την ύπαιθρο[12].
Στην Ψυχοοικολογία, οι καθηγητές Ρόμπερτ Γκρίνγουεϊ (Robert Grennway) και Αρτ Γουόρμοθ (Art Warmoth) χρησιμοποιούσαν την επαφή με την άγρια φύση για ψυχοθεραπεία, πάνω από τριάντα χρόνια, όπως και ο ψυχολόγος Μάικλ Κοέν (Michael Cohen), στην εργασία του Επανασύνδεση με τη Φύση.
Πέρα από την Οικοψυχολογία, ένας μεγάλος αριθμός από θεωρίες και επιστήμες σχετικά με την αλληλεπίδραση ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος υπάρχει ανά τον κόσμο σήμερα. Ενδεικτικά θα μπορούσαν να αναφερθούν η Ψυχολογία της Γαίας (Gaia Psychology), η Οικοθεραπεία (Ecotherapy), η Περιβαλλοντική Ψυχολογία (Environmental Psychology), η Πράσινη Ψυχολογία (Green Psychology), η Υπερπροσωπική Ψυχολογία (Transpersonal Psychology), η Πράσινη Θεραπεία (Green Therapy), η Γεωκεντρική Θεραπεία (Earth-centered Therapy), η Ψυχοθεραπεία βασισμένη στη φύση (nature-based Psychotherapy), η Σαμανική Συμβουλευτική (Shamanic Counselling), η Οικοσοφία (Ecosophy)[13].
Η Οικοψυχολογία μέσα από τη ματιά του Ρόσακ
Όσον αφορά την Οικοψυχολογία, η συνεισφορά της στις σύγχρονες περιβαλλοντικές Ψυχολογίες θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική. Η θεμελιώδης αρχή της όπως διατυπώθηκε από τον βασικό της εκπρόσωπο Τέοντορ Ρόσακ, έγκειται στην ανάγκη επανασύνδεσης του ανθρώπου με τον φυσικό κόσμο.
Ειδικότερα, περιγράφεται η σημασία της σύνδεσης του ανθρώπου με το οικολογικό ασυνείδητο, για τη δημιουργία του οικολογικού εγώ. Το οικολογικό ασυνείδητο είναι η βαθύτερη περιοχή του νου, όπου εκδηλώνονται οι έμφυτες ενστικτώδεις παρορμήσεις και οι πρωτογενείς ανθρώπινες διεργασίες. Το οικολογικό εγώ αποτελεί έκφραση της ανθρώπινης συνείδησης σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον.
Θεμελιώδης στόχος της Οικοψυχολογίας, κατά τον Ρόσακ, είναι «να αφυπνίσει την εγγενή αίσθηση της περιβαλλοντικής αμοιβαιότητας, που ενυπάρχει στο οικολογικό ασυνείδητο». Με τον τρόπο αυτό «πασχίζει να θεραπεύσει την πιο θεμελιώδη αποξένωση, εκείνη μεταξύ του ατόμου και του φυσικού περιβάλλοντος».
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στην πνευματική εμπειρία, που ενισχύει την ενσυναίσθηση του φυσικού κόσμου. Θεωρεί τη φύση μυστηριακή και ευφυή, τονίζοντας τα ανιμιστικά και ιερά στοιχεία της: «Μία υπερβατική-πνευματική προσέγγιση του φυσικού κόσμου θα μπορούσε να αλλάξει τις ανθρώπινες στάσεις και συμπεριφορές, προκαλώντας μεταμόρφωση, και την απαλλαγή από τα δεινά του αστικού βιομηχανικού πολιτισμού».
Όπως υποστηρίζει, «χρειάζεται να επιτρέψουμε στην πνευματική αναγέννηση να εκδηλωθεί, προκειμένου τα πράγματα να εκφραστούν με τρόπο ιερό. Η πνευματική προσέγγιση του εαυτού και του κόσμου μπορεί να μεταμορφώσει την ανθρώπινη στάση απέναντι στο φυσικό περιβάλλον». Ταυτόχρονα, «οι επιθυμίες που στηρίζουν τα πρότυπα κατανάλωσής μας πρέπει να κατανοηθούν και να αναμορφωθούν»[14].
Ως προς το οικολογικό ασυνείδητο θεωρεί ότι «αποτελεί τον πυρήνα του ανθρώπινου νου. Η καταπίεση του οικολογικού ασυνείδητου είναι η ρίζα κάθε συνωμοτικής παραφροσύνης στη βιομηχανική κοινωνία. Η ανοιχτή προσέγγιση του οικολογικού ασυνείδητου είναι ο δρόμος προς την ψυχική υγεία».
Σχετικά με τα περιεχόμενα του οικολογικού ασυνείδητου, υποστηρίζει ότι «αντιπροσωπεύουν, σε κάποιο βαθμό, το ζωντανό αρχείο της κοσμικής εξέλιξης, που ανάγεται σε μακρινές αρχικές συνθήκες, πολύ πίσω στον χρόνο. Η ζωή και ο νους αναδύονται μέσα από την πορεία αυτή, ως φυσικά συστήματα, μέσα στην εξελισσόμενη ακολουθία των φυσικών, βιολογικών, νοητικών και πολιτισμικών συστημάτων, που γνωρίζουμε ως σύμπαν».
Για την Οικοψυχολογία, το κρίσιμο στάδιο ανάπτυξης είναι η ζωή του παιδιού. «Το οικολογικό ασυνείδητο αναγεννιέται σαν δώρο, στη μαγική αίσθηση του κόσμου από το νεογέννητο», ενώ η «έμφυτη ανιμιστική ποιότητα της εμπειρίας του παιδιού» χρειάζεται να αποκατασταθεί στους ενήλικες, προκειμένου οι ίδιοι να είναι «λειτουργικά υγιείς». Για να το πετύχει στρέφεται σε πολλές πηγές, μεταξύ των οποίων οι παραδοσιακές θεραπευτικές τεχνικές των πρωτογενών ανθρώπων, ο μυστικισμός της φύσης, όπως εκφράζεται στη θρησκεία και την τέχνη, η εμπειρία της άγριας φύσης, οι γνώσεις της Βαθιάς Οικολογίας.
Όσον αφορά το οικολογικό εγώ, ο Ρόσακ θεωρεί ότι «η ωρίμανσή του προκαλεί την αίσθηση ευθύνης απέναντι στον πλανήτη, όπως ακριβώς η ηθική μας ευθύνη απέναντι στους άλλους ανθρώπους». Αυτήν την ευθύνη η Οικοψυχολογία «επιδιώκει να υφάνει στον ιστό των κοινωνικών σχέσεων και των πολιτικών αποφάσεων».
Αναφέρεται, επίσης, πως «το οικολογικό εγώ ενδυναμώνεται μέσω της ατομικής καλλιέργειας και των κοινωνικών δραστηριοτήτων μικρής κλίμακας». Αντίθετα, «οτιδήποτε επιδιώκει την κυριαρχία μεγάλης κλίμακας και την καταστολή της ατομικής έκφρασης, υπονομεύει το οικολογικό εγώ». Κατά συνέπεια, η Οικοψυχολογία αμφισβητεί έντονα τη λογική του γιγάντιου αστικο-βιομηχανικού πολιτισμού μας, δίχως όμως να απορρίπτει την τεχνολογία και τα επιτεύγματά της που βελτιώνουν τη ζωή. Η Οικοψυχολογία, κατά τον Ρόσακ, είναι «μεταβιομηχανική και όχι αντιβιομηχανική στον κοινωνικό προσανατολισμό της».
Μεταξύ των σημαντικότερων θεραπευτικών προγραμμάτων της Οικοψυχολογίας αναφέρεται «η επανεκτίμηση ορισμένων επιβεβλημένων αρσενικών χαρακτηριστικών που μας ωθούν να κυριαρχούμε στη φύση, σαν να ήταν ξένη, χωρίς δικαιώματα». Από αυτήν την άποψη, «η Οικοψυχολογία αντλεί σε μεγάλο βαθμό ιδέες από τον Οικοφεμινισμό και τη Φεμινιστική Πνευματικότητα, με σκοπό την απομυθοποίηση των έμφυλων στερεοτύπων».
Τέλος, υποστηρίζει ότι «υπάρχει μια συνεργητική αλληλεπίδραση μεταξύ της πλανητικής και της προσωπικής ευημερίας». «Ο όρος συνέργεια έχει μία παραδοσιακή θεολογική χροιά, η οποία κάποτε δίδασκε ότι το ανθρώπινο και το θείο συνδέονται συνεργατικά στην αναζήτηση της σωτηρίας. Η σύγχρονη οικολογική μετάφραση του όρου θα μπορούσε να είναι: οι ανάγκες του πλανήτη είναι οι ανάγκες του ατόμου, τα δικαιώματα του ατόμου είναι τα δικαιώματα του πλανήτη[15]».
Το Αποτύπωμα στον Σύγχρονο Άνθρωπο
Η Οικοψυχολογία δίνει έμφαση στην επαφή με τη φύση μέσα από ποικίλους τομείς, όπως η οικολογικά προσανατολισμένη ψυχοθεραπεία (ιδιαίτερα στα πλαίσια της ψυχοθεραπείας Gestalt, της σωματικής ψυχοθεραπείας, της γιουνγκιανής ή αναλυτικής ψυχοθεραπείας, καθώς και της υπερπροσωπικής), η ψυχοπνευματική εργασία για την υποστήριξη του οικολογικού ακτιβισμού, η οικοθεραπεία στην άγρια φύση.
Χρησιμοποιεί, επίσης, διάφορες μορφές πρακτικών διαλογισμού, στοιχεία νεοπαγανισμού, τελετουργίες της Γης και σαμανική ψυχοθεραπεία. Επιπλέον, στις δράσεις της συμπεριλαμβάνονται: αφήγηση ιστοριών και ποιητική δημιουργία σε σχέση με τη Γη, βιωματικά προγράμματα για επανασύνδεση με τη φύση, πρακτικές για την οικολογική και αισθητική αφύπνιση, καλλιέργειες, περιβαλλοντική εκπαίδευση.
Χρησιμοποιεί εργαλεία ψυχοθεραπείας από διαφορετικές σχολές με τρόπο ολιστικό. Περιλαμβάνει τεχνικές χαλάρωσης, αφύπνισης των αισθήσεων, προβολής και μεταβίβασης, άμεσο βίωμα της φύσης και των στοιχείων της, επικοινωνία με τον εαυτό και την ομάδα, έκφραση συναισθημάτων και εμβάθυνση εμπειριών. Οι συνεδρίες μπορεί να είναι ατομικές ή ομαδικές, πραγματοποιούνται κυρίως σε ανοιχτό περιβάλλον και έχουν χαρακτήρα θεραπευτικό.
Οι οικοψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι η σύνδεση του ατόμου με τη φύση μπορεί να βελτιώσει τις διαπροσωπικές του σχέσεις και τη συναισθηματική του ευημερία. Αναπόσπαστο μέρος αυτής της πρακτικής είναι η μετακίνηση της ψυχοθεραπείας, και γενικότερα του ατόμου, από κλειστούς εσωτερικούς χώρους σε ανοιχτά περιβάλλοντα.
Ένας περίπατος στο δάσος, ή ακόμα και σε ένα πάρκο της πόλης, είναι αναζωογονητικός. Ψυχολόγοι, όπως ο Ρότζερ Ούλριχ (Roger Ulrich) και η Φράνσις Κούο (Frances Kuo), η Ρέιτσελ και ο Στίβεν Κάπλαν (Rachel and Stephen Kaplan) και άλλοι, έχουν μελετήσει τις ευεργετικές επιδράσεις της διαμονής σε φυσικά περιβάλλοντα και της θέασης τοπίων στον ανθρώπινο ψυχισμό.
Μια άλλη παραδοχή της οικοψυχολογίας είναι ότι η αποδοχή και η προσέγγιση της φύσης οξύνει τις αισθήσεις και βοηθάει τους ανθρώπους να καλλιεργούν νέες δεξιότητες. Για παράδειγμα, η ικανότητα ανίχνευσης και προσανατολισμού σε μία άγρια περιοχή βελτιώνεται αν η φύση γίνεται αντιληπτή και αποδεκτή, αντί να φοβίζει.
Είναι, γεγονός, ότι το όραμα που συχνά οι σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες προβάλουν στον άνθρωπο για τη φύση και τις εκδηλώσεις της φαντάζει απειλητικό, καταστροφικό. Προκαλεί φόβο και άγχος, που τον ωθεί να στέκεται αμυντικά, σε επιφυλακή απέναντί της.
Στο βιβλίο Last Child in the Woods: Saving our Children from Nature-Deficit Disorder, του κοινωνιολόγου Ρίτσαρντ Λουβ (Richard Louv), περιγράφεται το κόστος της έλλειψης επαφής των σημερινών παιδιών με το φυσικό περιβάλλον. Αναφέρεται επίσης στο γεγονός ότι η παραμονή των παιδιών στη φύση μπορεί να βοηθήσει στη θεραπεία πολλών ψυχικών διαταραχών, αλλά και άλλων παθήσεων όπως η υπερκινητικότητα, η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και η παιδική παχυσαρκία.
Το Όραμα της Ενότητας
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι τομείς όπως η Οικοψυχολογία, μπορούν να διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο στην επείγουσα ανάγκη συμφιλίωσης μεταξύ της σύγχρονης ανθρωπότητας και του φυσικού κόσμου.
Σύμφωνα με τον Ρόσακ, η κατανόηση της σύνδεσής μας με όλες τις ανθρώπινες, μη ανθρώπινες και υπερανθρώπινες υπάρξεις πρέπει να αυξηθεί, ώστε να συμπεριλάβει το πλανητικό περιβάλλον στο σύνολό του.
Οι μεγάλες αλλαγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν, αν θέλουμε να διατηρήσουμε τον πλανήτη υγιή, δεν θα επιτευχθούν μόνο με τη δύναμη της λογικής ή την επιρροή των γεγονότων. Αντίθετα, θα επέλθουν μέσω του ψυχολογικού μετασχηματισμού. Αυτό που έχει ανάγκη η Γη θα πρέπει να γίνει αισθητό μέσα μας, σαν να ήταν η πιο μεγάλη μας επιθυμία[16].
Σημειώσεις
Πηγές
- • Cohen, Michael, Reconnecting with Nature, 3rd edition, Ecopress.
- • «Ecopsychology». The Encyclopedia of Religion and Nature, edited by Andy Fisher, pub. Bron Raymond Taylor & Jeffrey Kaplan, Thoemmes Continuum, Bristol, 2005.
- • Fisher, Andy (2002), Radical Ecopsychology: Psychology in the Service of Life, Albany: State University of New York Press.
- • Hillard, H. J. (2009), Review of the book Out of the Shadow: Ecopsychology, Story, and Encounters with the Land, Oxford University Press.
- • Metzner, Ralph, Green Psychology, Park Street Press.
- • Roszak, Theodore(1992), The Voice of the Earth, Simon & Schuster, New York.
- • Shepard, Paul (1998), Nature and Madness, University of Georgia Press (first published October 1982).
- • Wilson, E. O. (1995), The Biophilia Hypothesis, Island Press.
-
• Tristan L. Snell, Janette G. Simmonds, R. Scott Webster (2011), Spirituality in the Work of Theodore Roszak: Implications for Contemporary Ecopsychology, Mary Ann Liebert inc, vol. 3, no. 2.
-
Σύνδεσμοι
Οικοψυχολογία: Η Φύση στην Υπηρεσία της Ψυχολογίας, Ψυχογραφήματα: Ηλεκτρονικό Περιοδικό.
The Nature of Sanity, Theodore Roszak, published January 1, 1996 - last reviewed on June 9, 2016, περιοδικό Psychology Today.
About Eco-Psychology, Ginny Anderson.
A New Therapy, Theodore Roszak, περιοδικό BioScience, Volume 45, Issue 1, January 1995, Oxford University Press.
Infogalactic: The Planetary knowledge Core, "Ecopsychology".
Α.Μ.