Ψυχολογία
Déjà vu: έχει ξανασυμβεί;
Έχετε νιώσει ποτέ την παράξενη αίσθηση πως κάτι που γίνεται τούτη τη στιγμή, έχει επαναληφθεί ολόιδιο στο παρελθόν; Σύμφωνα με στατιστικές, οι περισσότεροι από μας έχουμε τέτοιες εμπειρίες, πολλοί μάλιστα μάλλον τακτικά.
Η ψυχολογία και η νευροφυσιολογία θεωρούν πως έχουν ήδη απαντήσει σχετικά με το φαινόμενο: το θεωρούν απλή παροδική δυσλειτουργία στα ηλεκτροχημικά κυκλώματα του εγκεφάλου. Όμως τα déjà vu είναι, για όποιον τα έχει ζήσει, μια δυνατή, σχεδόν μαγική εμπειρία, που σίγουρα δημιουργεί προβληματισμούς για τη σκοπιμότητα της ύπαρξής τους, όσο και για το πόσο απόλυτη μπορεί να είναι η «αντικειμενική» μας πραγματικότητα.
Déjà vu ονομάζουμε τη χαρακτηριστική και σαφή αίσθηση πως μια σκηνή που ζούμε τούτη εδώ τη στιγμή έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν, με όλες τις λεπτομέρειες, παρόλο που η λογική μπορεί να μάς διαβεβαιώσει πως αυτό είναι απολύτως αδύνατο. Για παράδειγμα, μπαίνοντας κανείς σε ένα σπίτι ή άλλο χώρο όπου είναι αντικειμενικά αδύνατον να έχει ξαναβρεθεί (π.χ. σε μια πόλη ή ξένη χώρα όπου πηγαίνει πρώτη φορά στη ζωή του), νιώθει πως έχει ξαναζήσει την ίδια ακριβώς σκηνή, πως τα ίδια ακριβώς άτομα (που μπορεί να μην έχει ξαναδεί ποτέ πριν) λένε τα ίδια ακριβώς λόγια, γελάνε με τον ίδιο τρόπο, κάνουν τις ίδιες ακριβώς κινήσεις, σαν να επρόκειτο για χορογραφία ή για θεατρικό έργο που ξαναπαίζεται ολόιδιο. Ο όρος déjà vu είναι γαλλικός, προφέρεται ντεζά βυ, και όχι ντεζά βου, και σημαίνει «ήδη ιδωμένο» ή, σε ελεύθερη απόδοση, «το έχω ξαναδεί».
Αυτό που κάνει την εμπειρία τόσο χαρακτηριστική και αναγνωρίσιμη είναι η σαφήνεια και η ακρίβειά της. Δεν πρόκειται απλώς για μια αίσθηση οικειότητας με έναν άγνωστο χώρο ή με άτομα που μόλις γνωρίσαμε, αλλά για μια απόλυτη σιγουριά πως τα πράγματα έχουν ξανασυμβεί, όχι περίπου, αλλά ακριβώς όπως και τώρα. Συνήθως αναγνωρίζει κανείς τα πράγματα ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν συμβούν, ενώ άλλοτε γνωρίζει ακόμη επακριβώς τι θα γίνει ή θα ειπωθεί πριν οποιοσδήποτε κάνει ή πει οτιδήποτε. Για κάποιους αυτό το αίσθημα της βεβαιότητας είναι απίστευτα ισχυρό και μπορεί να οδηγήσει τον νου σε κατάσταση διευρυμένης συνειδητότητας, άλλοι πάλι το βιώνουν σαν κάτι σπάνιο μεν, ιδιαίτερο, αλλά απόλυτα φυσιολογικό. Συνήθως η διάρκεια είναι αντιστρόφως ανάλογη της έντασης του φαινομένου -όσο πιο σαφές και έντονο είναι, τόσο λιγότερο διαρκεί. Αναφέρονται πάντως περιστατικά όπου, αντίθετα με τον πιο πάνω κανόνα, τα άτομα ήταν ταυτόχρονα σε θέση να προβλέπουν την παραμικρή λεπτομέρεια για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Σε μερικούς ανθρώπους το déjà vu συνοδεύεται από μια αίσθηση πως κάτι πολύ σοβαρό και δυσοίωνο πρόκειται να συμβεί, για τους περισσότερους όμως έχει μάλλον την ευχάριστη απόχρωση πως γίνονται μάρτυρες μιας εξαιρετικής και θαυμαστής στιγμής. Συχνά το φαινόμενο ξεκινά αρχικά από απλές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, το φως που πέφτει με έναν ορισμένο τρόπο στον τοίχο, τη διάταξη που έχουν μερικά ποτήρια πάνω στο τραπέζι, ένα αντικείμενο που πέφτει και αναπηδά στο πάτωμα. Έπειτα η αίσθηση γενικεύεται και οδηγεί στο αίσθημα πως γνωρίζουμε τι θα συμβεί αμέσως μετά, ακριβώς σαν να ήταν μια ταινία που έχουμε ξαναδεί.
Άλλες φορές πάλι μπορεί να μην πρόκειται για το τυπικό πλήρες déjà vu, αλλά απλώς μια μυρωδιά, ένα μουσικό κομμάτι ή η ποιότητα του φωτός μιας συγκεκριμένης μέρας ξυπνά μια έντονα οικεία ανάμνηση κάποιων στιγμών του παρελθόντος, μεταφέροντάς μας πάλι εκεί. Αυτές οι περιπτώσεις δεν αποτελούν γνήσια ή τουλάχιστον πλήρη déjà vu. Το ίδιο και κάποιες περιπτώσεις που δεν χαρακτηρίζονται από σαφήνεια, απλώς από μια αόριστη αίσθηση οικειότητας ή ανάμνησης που αφορά μόνο κάποια αποκομμένη λεπτομέρεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ πιο εύκολο να υποθέσει κανείς πως απλώς μια λεπτομέρεια της τωρινής στιγμής ξυπνάει την ανάμνηση μιας παρόμοιας που μπορεί να συναντήσαμε πριν καιρό.
Η συχνότητα ποικίλλει επίσης από άτομο σε άτομο: σε άλλους παρατηρείται έξαρση του φαινομένου, π.χ. μερικές φορές σε μια εβδομάδα, έπειτα αραίωση ή απουσία περιστατικών για εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια. Σε άλλους πάλι η συχνότητα δεν έχει πολλές διακυμάνσεις. Γενικά, πολλά άτομα συμφωνούν πως οι εμπειρίες déjà vu είναι συχνότερες, εντονότερες και πιο ξεκάθαρες στη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, ενώ μετά την ενηλικίωση και όσο συνεχίζουν να περνούν τα χρόνια, εξασθενούν σε ένταση και αραιώνουν σε συχνότητα. Συνήθως αυτό συνδέεται με την «αυξημένη φαντασία» των παιδιών, όμως αυτή είναι μάλλον μια πολύ απλουστευτική ερμηνεία Σε κάποια άτομα μάλιστα το φαινόμενο παραμένει αμείωτο σε ένταση και συχνότητα. Συνήθως πάντως όσοι εξακολουθούν να έχουν εμπειρίες déjà vu ως ενήλικοι συμφωνούν πως στην παιδική ηλικία αυτές είχαν περισσότερη γοητεία. Η ευχαρίστηση, η έξαψη και η μαγεία μειώνονται ή και εξαλείφονται από τις εκλογικευτικές διαδικασίες των ενηλίκων, που στόχο έχουν να μειώσουν τον τρόμο που συνοδεύει κάθε επαφή με το άγνωστο.
Η Επιστημονική Ερμηνεία
Μία εκδοχή για τον μηχανισμό του φαινομένου είναι πως πρόκειται για μικρό σφάλμα των αισθήσεων και της αντίληψης κατά το οποίο με τη θέα ενός αντικειμένου εκλύονται συγκεκριμένα προϊόντα του ενδοκρινικού συστήματος, ορμόνες ή νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου, ο συνδυασμός των οποίων ήταν συνδεδεμένος αποκλειστικά με ένα άλλο αντικείμενο ή περιστατικό. Έτσι, ένα εντελώς νέο για μας αντικείμενο ή συμβάν ξυπνάει την ίδια ακριβώς εντύπωση με ένα παλαιότερο οικείο αντικείμενο ή περιστατικό.
Αυτή η ερμηνεία δεν απαντά όμως επαρκώς στο γιατί κάποιες φορές έχουμε την σιγουριά ότι κάτι συγκεκριμένο θα συμβεί, και πολύ περισσότερο γιατί μερικές φορές συμβαίνει όντως αυτό που προβλέψαμε. Αν η πρόβλεψη είναι δυνατόν να καταγραφεί, αν δηλαδή την έχουμε εκμυστηρευτεί σε κάποιον ή πολύ περισσότερο την έχουμε γράψει στο χαρτί, τότε η θεωρία περί απλής εντύπωσης δεν επαρκεί. Επίσης υπάρχουν déjà vu που σχετίζονται με κάτι που είδαμε σε όνειρο. Και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν δύο περιπτώσεις. Μια κατάσταση που ζούμε απλώς μας θυμίζει μια ανάλογη σκηνή που ζήσαμε μέσα σε όνειρο: δηλαδή μια ξεχασμένη ονειρική εμπειρία, που ίσως δεν είχε φτάσει καν στο συνειδητό μας, (δηλαδή να μην τη θυμόμασταν το πρωί), ανασύρεται από το υποσυνείδητο από κάποιο παρόμοιο ερέθισμα και βιώνεται σαν τωρινή ανάμνηση. Όμως τι γίνεται όταν ένα όνειρο αγγίζει τα όρια της πρόβλεψης ή της προφητείας, όταν δηλαδή βλέπει κανείς στον ύπνο του, και μάλιστα με λεπτομέρειες, κάτι εντελώς ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό, που τελικά συμβαίνει όντως κάποια στιγμή στην πραγματικότητα; Εδώ η εκδοχή της απλής ανάμνησης δεν αρκεί για να εξηγήσει το πώς οι αναμνήσεις ανασύρονται ουσιαστικά όχι από το παρελθόν, αλλά από το μέλλον...
Η κυρίαρχη επιστημονική άποψη λέει πως η βεβαιότητα του déjà vu είναι αποτέλεσμα αυταπάτης: δεν είμαστε πραγματικά σε θέση να προβλέψουμε τι θα συμβεί την επόμενη στιγμή, απλώς αφού συμβεί, έχουμε εκ των υστέρων την εντύπωση πως το γνωρίζαμε από πριν. Κατά κάποιον τρόπο, η πρόσφατη μνήμη βραχυκυκλώνεται κι έτσι κάτι εντελώς πρόσφατο μάς μοιάζει σαν να ήταν ήδη από καιρό καταγραμμένο στις παλιότερες μνήμες μας.
Η επιστημονική υπόθεση είναι πως η ηλεκτροχημική λειτουργία του εγκεφάλου -ή κάποιων τμημάτων του- διακόπτεται για ένα απειροελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου, δηλαδή ο εγκέφαλος «σβήνει» στιγμιαία και ξανανάβει αμέσως. Καθώς η λειτουργία επανέρχεται, ο εγκέφαλος αρχίζει να επεξεργάζεται ξανά τα δεδομένα με τα οποία ασχολούνταν πριν τη διακοπή, αντιμετωπίζοντάς τα όμως ως εντελώς άγνωστα και καινούρια. Αποτέλεσμα του στιγμιαίου «μπλακ-άουτ» είναι ένα διχασμός: από τη μία ο εγκέφαλος βλέπει τα πράγματα ως άγνωστα για αυτόν, από την άλλη ανακαλύπτει τα ίχνη της επαφής του μαζί τους. Από κει, σύμφωνα με τη θεωρία, πηγάζει το έντονο αίσθημα οικειότητας που χαρακτηρίζει το déjà vu. Για κάποιο άγνωστο λόγο, αυτή η απειροελάχιστη χρονική διαφορά μεγεθύνεται στον νου μας και έτσι έχουμε το αίσθημα πως το γεγονός συνέβη, όχι πριν μερικά χιλιοστά του δευτερολέπτου, αλλά βδομάδες ή μήνες πριν. Έτσι παρόλο που σε λάθος χρόνο πυροδοτείται ένα ψευδές αίσθημα ανάμνησης εμείς το βιώνουμε σαν κανονική, σαφή ανάμνηση, και όπως όλες τις άλλες αναμνήσεις μας, σπεύδουμε να το τοποθετήσουμε στο παρελθόν. Ενδιαφέρουσα υπόθεση, που θα μπορούσε όντως να εξηγεί τα αίτια του φαινομένου, όμως ακόμη δεν φωτίζει όλες τις πτυχές του.
Ένα σημείο αντιλόγου σε αυτήν την θεωρία είναι πως μετά από ένα déjà vu δεν έχουμε αίσθημα «χαμένου χρόνου» ή κενού, αντιθέτως η ροή του χρόνου βιώνεται φυσιολογικά, παρόλο που η συνήθης διάρκεια του φαινομένου (κατά μέσο όρο 10 δευτερόλεπτα) θα αρκούσε για να νιώσουμε κάποιο χρονικό χάσμα. Επίσης σε αυτόν τον χρόνο, οι άλλοι γύρω μας ενδεχομένως θα αντιλαμβανόντουσαν κάποιο αντίστοιχο κενό στις αντιδράσεις μας.
Κάποιοι υπερτονίζουν τη στεγνά μηχανιστική πλευρά της παραπάνω θεωρίας, στην προσπάθειά τους να αρνηθούν κάθε μυστηριώδη ή ανεξήγητη διάσταση στο θέμα. Για αυτούς, ο εγκέφαλος δεν είναι παρά ένας ισχυρός υπολογιστής. Φαινόμενα σαν αυτό αποτελούν απλώς μικρές αστοχίες του νευρικού μας λογισμικού (software), ίσως ακόμη και μικρή κατασκευαστική ατέλεια του hardware. Όσο για το επιχείρημα πως το déjà vu το νιώθουμε τόσο ζωντανό και αληθινό που δεν θα μπορούσε να είναι απλώς κατασκεύασμα του νου, οι θιασώτες της επιστημονικής θεωρίας απαντούν ως εξής: ό,τι «νιώθω» δεν είναι παρά αποτέλεσμα χημικών διεργασιών που, όπως κάθε μηχανική διαδικασία, μπορεί να παρουσιάσουν κάποια στιγμή σφάλματα στη διεξαγωγή τους.
Έτσι, υποτίθεται πως το σύστημά μας, όπως ακριβώς ένας υπολογιστής, αναγκάζεται να κάνει μια στιγμιαία επανεκκίνηση, με αποτέλεσμα να ξεγελιέται η αίσθησή μας του χρόνου. Με την ίδια λογική μάλιστα, κάποιοι θεωρούν πως η επανεκκίνηση ίσως είναι απαραίτητη για το Νευρικό μας σύστημα, αφού έτσι κάποιες λειτουργίες του ξεκινούν ξανά από μηδενική βάση.
Ο εγκέφαλος λειτουργεί συνεχώς, ακόμη και στον ύπνο μας, έτσι ίσως επιλέγει αυτές τις στιγμιαίες παύσεις ενώ είμαστε ξύπνιοι ώστε να ξαναρρυθμίζεται και να ξεφορτώνεται κάποια περιττά δεδομένα. Αν δεχτούμε αυτό, τότε όσο περισσότερα déjà vu έχει κανείς τόσο το καλύτερο για το νευρικό σύστημα, αφού έτσι εξοικονομεί ενέργεια και ξεκουράζεται.
Πάντως δεν φαίνεται ακόμη να υπάρχουν αξιόλογες αποδείξεις της θεωρίας των «επανεκκινήσεων». Αναγνωρίζουμε στην εγκεφαλική λειτουργία διάφορους βαθμούς εγρήγορσης, όμως δεν υπάρχει ένδειξη πως υφίσταται κάποιο επίπεδο μηδενικής δραστηριότητας, στο οποίο ο εγκέφαλος επιστρέφει για να «επανεκκινήσει». Αντίθετα, η λειτουργία του μοιάζει συνεχής, και όπως δείχνουν ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα σε βαθύ ύπνο ή αναισθησία, δεν παύει ποτέ να επεξεργάζεται πληροφορίες. Μια άλλη ενδιαφέρουσα εκδοχή μιλά για σφάλμα συγχρονισμού των δύο εγκεφαλικών ημισφαιρίων -οι πληροφορίες από το ένα μάτι διοχετεύονται ταχύτερα (κατά μερικά milliseconds) στον εγκέφαλο από ό,τι στο άλλο. Είναι άραγε λοιπόν το déjà vu μόνο αυτό, πρόκειται απλώς για τα «windows» του μυαλού μας που «κολλάνε» και επανεκκινούν, μια απλή αστοχία του συστήματος, ή μήπως πρόκειται για αληθινά παράθυρα που υπάρχουν ακριβώς για να μας ανοίγονται δρόμοι εμπειρίας προς τις άγνωστες δυνατότητες της επίγνωσής μας;
Ψυχολογία και Πειράματα
Η ψυχολογική ερμηνεία μάς υπενθυμίζει πως ο εγκέφαλός ήδη καταγράφει εικόνες και εντυπώσεις πριν αποκτήσουμε συνειδητή επίγνωση ότι τις βλέπουμε. Υπάρχουν δύο διαφορετικά κυκλώματα με τα οποία το οπτικό σήμα μεταφέρεται από το μάτι διαμέσου του εγκεφάλου ως τον οπτικό φλοιό, εκεί όπου γίνεται η επεξεργασία των εικόνων. Ίσως αυτή η μη συνειδητή πληροφορία καταφέρνει κάποιες φορές να περάσει πίσω στο συνειδητό μας με την ταμπέλα της ανάμνησης.
Το φαινόμενο αγνοήθηκε συστηματικά για πολλές δεκαετίες από την επιστήμη, όμως είναι πραγματικό. Στο παρελθόν η Φροϋδική ψυχανάλυση το ερμήνευσε ως προϊόν συγκρούσεων στο υποσυνείδητο, ενώ για χρόνια συνδέθηκε επίσης με καταστάσεις που προηγούνται των κρίσεων επιληψίας. 'Ομως, η μελέτη δείχνει πως το γνήσιο τυπικό déjà vu τελικά διαφέρει ως εμπειρία από εκείνα που παρουσιάζουν οι επιληπτικοί ως προοίμιο των κρίσεων. Το φαινόμενο παρατηρείται και σε απολύτως φυσιολογικά άτομα, συνδέεται όμως επίσης και με καταστάσεις κόπωσης, που πιθανόν να θολώνουν τα όρια μεταξύ πρόσφατης και μακροχρόνιας μνήμης. Σε κατάσταση κόπωσης μπορεί επίσης να παρατηρηθεί και ένα άλλο φαινόμενο, το λεγόμενο jamais vu, σε ελεύθερη απόδοση «δεν το έχω δει ποτέ», κατά το οποίο οικείες καταστάσεις γίνονται αντιληπτές ως πρωτόγνωρες.
Ένα από τα πρώτα πειράματα για την πρόκληση καταστάσεων παρόμοιων με déjà vu ήταν το εξής: σε μια ομάδα φοιτητών δίνεται να απομνημονεύσουν μια λίστα από λέξεις, έπειτα τους παρουσιάζεται σε οθόνη μια δεύτερη σειρά λέξεων και ζητείται να αναγνωρίσουν όσες είναι κοινές στις δύο λίστες. Παρατηρήθηκε πως όταν μια νέα λέξη στην οθόνη συνοδευόταν από ένα ελαφρό αναβόσβημα για μερικά χιλιοστά του δευτερολέπτου, πολύ ανεπαίσθητο για να γίνει συνειδητά αντιληπτό, τότε οι φοιτητές την αναγνώριζαν ως γνωστή, παρότι δεν ήταν.
Φαίνεται πως déjà vu προκαλείται από διάφορα αίτια που μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με τις συνθήκες ή με το άτομο. Η αίσθηση οικειότητας δεν είναι σωστό να αποδίδεται, λένε οι ψυχολόγοι, σε μία και μόνο πηγή. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να έχει υπόψη του βιβλία ή ταινίες που διαδραματίζονται σε έναν μακρινό τόπο, και όταν κάποτε την επισκεφτεί, να νιώσει πως γνωρίζει το μέρος καλά. Η πιθανότητα να έχουμε ξεχάσει το βιβλίο ή την ταινία είναι μεγάλη, παρόλο που οι πληροφορίες μπορεί να παρέμειναν διαθέσιμες στον εγκέφαλο. Επίσης δεν είναι απαραίτητο το αρχικό ερέθισμα να είναι καν αντικειμενικό: μπορεί απλώς να φανταστούμε έντονα μια κατάσταση, και αν κάποτε αυτή πραγματοποιηθεί, να πυροδοτηθεί και πάλι αίσθημα οικειότητας που εμείς το ερμηνεύουμε ως εντύπωση πως «αυτό το έχουμε ξαναζήσει».
Ερευνητές προσπαθούν να προκαλέσουν στο εργαστήριο αίσθημα παρόμοιο με το déjà vu. Σε μια ομάδα φοιτητών δίνεται μια σειρά από φωτογραφίες να παρατηρήσουν για 1-2 δευτερόλεπτα την καθεμιά, και τους ζητείται να αναζητήσουν ένα μικρό σημάδι που είναι κρυμμένο σε αυτές. Οι εικόνες απεικονίζουν, μεταξύ άλλων, τόπους όπου οι ίδιοι δεν έχουν βρεθεί ποτέ. Η συνειδητή αναζήτηση του σημαδιού είναι ουσιαστικά τέχνασμα ώστε η υπόλοιπη εικόνα να αποτυπωθεί στο υποσυνείδητό τους. Όταν αργότερα ρωτούνται αν έχουν βρεθεί σε κάποια από αυτά τα μέρη, οι συμμετέχοντες αναγνωρίζουν στις απομνημονευμένες εικόνες τόπους όπου υποτίθεται ότι έχουν βρεθεί. Προφανώς απέχουμε ακόμη πολύ από το να πούμε πως έχουμε διαλευκάνει το φαινόμενο σε όλη του την πολυπλοκότητα, όμως αυτά τα πειράματα αποτελούν μια καλή αρχή. Οι ψυχολόγοι επαναλαμβάνουν πως αυτού του είδους η ερμηνεία δεν αποκλείει καθόλου την πιθανότητα κάποια déjà vu να έχουν πιο μυστηριώδεις αιτίες ή μηχανισμούς, που να μην επιδέχονται προς το παρόν επιστημονική εξήγηση.
Είναι μάλλον δύσκολο να μελετήσει κανείς ένα τέτοιο φαινόμενο, που δεν μπορεί να προβλέψει αν και πότε θα συμβεί. Ένα ενδιαφέρον πείραμα είναι να προσπαθήσει κανείς να «σπάσει» τη ροή της προβλεψιμότητας του déjà vu, κάνοντας ή λέγοντας κάτι που να είναι «έξω» από τα αναμενόμενα.
Επίσης, ακόμη καλύτερη πρακτική για κάποιον που θέλει να μελετήσει τέτοια φαινόμενα είναι να κρατά ημερολόγιο με τις εμπειρίες του, δημιουργώντας έτσι ένα αξιόπιστο νήμα μέσα στον χρόνο. Αν μάλιστα κάποιος έχει περισσότερα από δύο διαδοχικά déjà vu με το ίδιο περιεχόμενο, μία σαφής καταχώριση ημερολογίου θα αποτελούσε οριστική απόδειξη ότι υπήρξε πραγματικά επανάληψη μέσα στον χρόνο και δεν πρόκειται απλώς για εντύπωση, φαντασία ή «γλίστρημα» του νου. Αν υποθέσουμε πως ένα πρώτο περιστατικό Α ήταν απλώς φαντασία, αλλά κρατήσουμε μια γραπτή σημείωση του Α και στο μέλλον το αίσθημα επαναληφθεί δεύτερη φορά, τότε η δεύτερη φορά Β είναι υποχρεωτικά πραγματική επανάληψη της Α.
Βέβαια πολλαπλά déjà vu έχουν περισσότερο τα παιδιά, και τα παιδιά δεν χρειάζονται τόσες αποδείξει για να «βεβαιώσουν» την εμπειρία τους, αρκούνται απλώς στην ίδια την εμπειρία. Ο γράφων επιχείρησε κάποτε ως έφηβος να καταγράψει μια εμπειρία déjà vu στο χαρτί, ώστε να επιβεβαιώσει αν ξανασυνέβαινε, δυστυχώς όμως όταν το déjà vu επαναλήφθηκε (;) μετά από καιρό, το αρχικό σημείωμα είχε χαθεί... Ή μήπως η ανάμνηση ότι έγραψα το σημείωμα ήταν κι αυτή παιχνίδι της μνήμης;
Μνήμες από το Άχρονο
Μια φιλοσοφική και θεολογική θεώρηση μιλά για ανυπαρξία του χρόνου όπως τον ξέρουμε: όλα συμβαίνουν μέσα σε ένα Αιώνιο Τώρα, ακόμη και όσα έχουν συμβεί ή θα συμβούν ποτέ. Όταν κάτι σημαντικό συμβαίνει στη ζωή μας, εμείς το αναγνωρίζουμε, όπως π.χ. στο déjà vu, από μια εποχή όπου υπήρχαμε μόνο για να ονειρευόμαστε. Η παρουσία μας εδώ σε αυτό τον κόσμο του διαχωρισμού και της απουσίας ενότητας, οφείλεται στο ότι κάποτε το όνειρο υλοποιήθηκε σε πραγματικότητα.
Όντως, θα μπορούσε κανείς να πει πως οι υπερβατικές εμπειρίες αποκαλύπτουν στους ανθρώπους μια διαφορετική αίσθηση χρόνου, μιας μάλλον αιωρούμενης αιωνιότητας παρά μιας γραμμικής ροής από δευτερόλεπτα, λεπτά και ώρες. Λένε πως ο Θεός μπορεί να βλέπει όλες τις στιγμές, περασμένες, τωρινές και μελλούμενες, σαν μία μόνο Στιγμή μέσα στον χρόνο, ακριβώς γιατί στέκεται έξω από τον χρόνο. Εμπειρίες σαν το déjà vu, που παρακάμπτουν ή καταργούν τη συνήθη ροή του χρόνου, σπάζουν επίσης την τακτοποιημένη μας βεβαιότητα και μας παραδίδουν για μια στιγμή στο θαυμαστό. Η επιστήμη συνδέει το φαινόμενο με συγκεκριμένες βιοχημικές μεταβολές στον εγκέφαλο, όμως πολλοί θεωρούν το déjà vu απόδειξη πως μέσα μας υπάρχει ένα ευαίσθητο κομμάτι που έχει ήδη βιώσει την ίδια κατάσταση, τις ίδιες συνθήκες. Πότε; Σε έναν άλλο χρόνο, διαφορετικό από αυτόν της καθημερινότητας, έξω από τη γραμμική ροή των δευτερολέπτων, σε ένα άχρονο, αιώνιο τώρα.
Κάποιοι λένε πως πρόκειται για μεταφορά πληροφοριών μέσα από τον χρόνο, ένα είδος τηλεπάθειας που, εν είδη κλειστού βρόχου, ανακυκλώνει αναμνήσεις συμβάντων που έχουν ήδη συμβεί. Αυτή η ερμηνεία δεν απέχει πολύ από εκείνη ενός προσωρινού ηλεκτρικού βραχυκυκλώματος μέσα στον εγκέφαλό μας, αφήνει όμως χώρο σε μια ελαστική έννοια του χρόνου, και σίγουρα αφήνει επίσης χώρο στο μυστήριο...
Déjà vu & Πνευματική Εξέλιξη: η μέρα της Μαρμότα
Μια άλλη οπτική για το θέμα είναι αυτή που μας δίνει η ενδιαφέρουσα ταινία «η μέρα της Μαρμότα»: μετά από μια δύσκολη μέρα, ο πρωταγωνιστής, ένα άτομο τυπικά εγωκεντρικό, ξυπνάει παγιδευμένος στον χρόνο. Κάθε πρωί ξημερώνει για αυτόν η ίδια πάντα μέρα, όπου τα ίδια ακριβώς γεγονότα διαδραματίζονται με την ίδια ακριβώς σειρά. Είναι αναγκασμένος να ζει ξανά και ξανά τη συγκεκριμένη μέρα, έχοντας επίγνωση πως όλα είναι μια διαρκής επανάληψη, σας θυμίζει κάτι; Το μόνο που αλλάζει είναι η δική του στάση απέναντι στα όσα συμβαίνουν. Σαφής η αναφορά στο déjà vu αλλά και ο αποσυμβολισμός της ίδιας της ζωής μας. Μαθαίνουμε από τα λάθη μας ή όχι; Εξελισσόμαστε μέσα στο χρόνο ή τον σπαταλάμε σε αδράνεια και συνήθειες; Μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι; Ο πρωταγωνιστής τελικά ανακαλύπτει πως μπορείς να ξεπεράσεις την επανάληψη, αρκεί να μπεις σε μια πορεία αυτογνωσίας και βελτίωσης. Μέσα από την αγάπη για όσα πριν προτιμούσε να μισεί, καταφέρνει να ξεφύγει από την χρονοπαγίδα και από τον παλιό του εαυτό. Ίσως και η ζωή όλων μας να είναι διαρκής επανάληψη, ίσως αν όχι στις λεπτομέρειες, σίγουρα στην ουσία, και ίσως το στοίχημα του καθενός μας είναι να ξεφύγει από τη δική του χρονοπαγίδα και να εξελιχθεί.
Ο Φρίντριχ Νίτσε (Friedrich Nietzsche) λέει πως κάθε επιλογή μας, κάθε πράξη μας θα συνεχίσει να επαναλαμβάνεται στον χρόνο εσαεί –ένα είδος κυκλικού χρόνου. Ο ρόλος των déjà vu μπορεί να είναι ακριβώς η υπενθύμιση της σημασίας που έχει κάθε στιγμή ξεχωριστά για την πορεία μας. Κάποιος έγραψε πως είμαστε σαν έναν μύωπα που βαδίζει χωρίς τα γυαλιά του, σταματάει πού και πού, ανοιγοκλείνει μια-δυο φορές τα μάτια για να κρατήσει μια όσο γίνεται καλύτερη εικόνα του κόσμου, και μετά συνεχίζει τη μισότυφλη πορεία του. Οι εμπειρίες déjà vu ίσως είναι αυτές οι στιγμιαίες παύσεις, ένα είδος σελιδοδείκτη ή σημειώσεων που κρατάει η συνείδησή μας σε διάφορες φάσεις της ζωής μας, ώστε να ελέγχει πού και πού αν κρατάμε τη σωστή πορεία.
Μία άλλη ενδιαφέρουσα ερμηνεία συναντάμε και στην ταινία Μatrix. Σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι ζουν χωρίς να το ξέρουν μια εικονική πραγματικότητα, επιβεβλημένη από μηχανές, «τα déjà vu, είναι απλώς μικρά τεχνικά προβλήματα στο δίκτυο (Μatrix) και συμβαίνουν την ώρα που οι προγραμματιστές κάνουν κάποια αλλαγή ή συνδέουν κάποιον στο πρόγραμμα».
Μια θεωρία για το déjà vu λέει πως το μυαλό ξεγελά στιγμιαία τον ίδιον τον εαυτό του, εξαιτίας λανθασμένης αναγνώρισης των δεδομένων του περιβάλλοντος. Όμως για κάποιους τουλάχιστον από τους υποστηρικτές θα μπορούσε να αντιστρέψει κανείς αυτήν την θεωρία, και να την δει να εφαρμόζεται στους ίδιους... Συχνά υποστηρίζουμε μια άποψη με σθένος που δεν δικαιολογείται από τα αντικειμενικά ή επιστημονικά στοιχεία. Μήπως κι αυτό δεν συνιστά σφάλμα αντίληψης και ερμηνείας, μια κακή αξιολόγηση και διαχείριση των δεδομένων;
Σφάλμα ερμηνείας των οπτικών ή άλλων δεδομένων; Βραχυκύκλωμα των κυκλωμάτων χρονικής αντίληψης; Παροδική, στιγμιαία παύση του εγκεφάλου; Μηνύματα από το πανίσχυρο υποσυνείδητο που προσπαθεί συνειδητά να επικοινωνήσει μαζί μας;
Ή μήπως, ανάμνηση στιγμών από προηγούμενες ζωές; Απόηχοι από παράλληλες πραγματικότητες; Στιγμιαία επανασύνδεση με τον αιώνιο άχρονο Χρόνο του ονείρου; Μνήμες από στάδια που προηγούνται ακόμη και της ίδιας της ζωής;
Στις γαλλικές λέξεις déjà vu, η οξεία και η βαρεία πάνω στο déjà, με τις αντίθετες κλίσεις τους, μοιάζουν να αναπαριστούν τις δύο αντίθετες κατευθύνσεις στην πορεία του χρόνου, παρελθόν και μέλλον, ενώ οι πιο φιλοπαίγμονες ίσως δουν την ίδια τη λέξη να σηκώνει τα φρύδια της περιπαιχτικά ή με απορία...
Ό,τι και αν είναι, το déjà vu δεν είναι κάτι απομονωμένο, συγγενεύει με παραπλήσια φαινόμενα και έτσι πρέπει να μελετάται. Η επιστήμη θα πρέπει κάποτε να επιχειρήσει να απαντήσει όλα αυτά τα ερωτηματικά σε ενιαία βάση με μια συνολική θεωρία. Προς το παρόν, μερικοί επιχειρούν να «ξεμπερδεύουν» με λογικοφανείς αλλά όχι ακόμη επαρκώς αποδεδειγμένες ερμηνείες, κάτι που ωθεί τους πιο αδύναμους χαρακτήρες να αποσιωπούν όσα στοιχεία δεν ταιριάζουν με τη θεωρία τους. Αυτή η λογική τού να «κρύβεις τα σκουπίδια κάτω από το χαλί» δεν προσφέρει προφανώς πολλά στο ξεκαθάρισμα του τοπίου... Φυσικά, την ίδια ακριβώς στάση επιδεικνύουν και πολλοί από τους «οπαδούς» του μυστηριώδους, που αρνούνται κάθε φυσικοχημική ή βιοχημική ερμηνεία, απορρίπτοντας με τη σειρά τους συλλήβδην όλες τις κατακτήσεις της επιστήμης ως ...υλιστικές. Ουσιαστικά, πίσω από αυτήν την ανάγκη καθησυχασμού υπάρχει κοινή και για τους δυο αιτία: ο φόβος του ανθρώπου για το άγνωστο, την άγνοια, τον θάνατο και την ανυπαρξία. Έχουμε ανάγκη να γνωρίζουμε εδώ και τώρα, έτσι συχνά αγκαλιάζουμε όποια ερμηνεία βρίσκουμε πιο κοντινή σε εμάς, και επενδύουμε συναισθηματικά σε αυτήν, πράγμα που μειώνει τις πιθανότητες να συνεργαστούμε με άλλους αργότερα και άρα εντέλει να ξεπεράσουμε τον φόβο μας.
Άλλοι επιλέγουν να πιστέψουν την επιστήμη, άλλοι προτιμούν να εμπιστευτούν κυρίως τις αισθήσεις τους. Όμως όλες οι θεωρίες και απόψεις μας παραμένουν πρακτικά αναπόδεικτες, για αυτό όλοι μας πρέπει να μείνουμε όσο γίνεται πιο ανοιχτοί στον αντίλογο και τον διάλογο.
Η αντιπαράθεση είναι επιφανειακή: στην ουσία Επιστήμη και Πνευματικότητα αποτελούν απλώς δύο διαφορετικές ονομασίες της αναζήτησης για απαντήσεις στα βασικά ερωτήματα της ζωής.
Οι απαντήσεις που όλοι ψάχνουμε ίσως περνάνε αναγκαστικά από όσους σκέπτονται αντίθετα από μας, και ίσως αυτή η φαινομενική ύπαρξη των δύο αντίθετων πόλων να είναι μια φάση εντελώς απαραίτητη για τη λύση και των πιο δύσκολων αλλά ζωτικών αινιγμάτων.
Γ.Ν.