Δυτική Εσωτερική Παράδοση
Τα Πέπλα της Αρνητικής Ύπαρξης
Ο εσωτεριστής, όταν προσπαθεί να διατυπώσει τη φιλοσοφία του για να επικοινωνήσει με τους άλλους, έρχεται αντιμέτωπος με το γεγονός ότι η γνώση του για τις ανώτερες μορφές ύπαρξης αποκτάται με μια διαδικασία που δεν σχετίζεται με τη σκέψη. Πρόκειται ουσιαστικά με μια διαδικασία κατανόησης που ξεκινά μόνο όταν αφήνει κανείς πίσω του τη σκέψη.
Συνεπώς, οι αφηρημένες έννοιες γίνονται γνωστές σε μια περιοχή της συνείδησης από εκείνους που είναι σε θέση να τη χρησιμοποιήσουν, προκειμένου να εκφράσουν τις ιδέες στην αρχική μορφή τους. Όταν προσπαθεί κανείς να μεταβιβάσει αυτές τις ιδέες σε όσους δεν διαθέτουν την ανάλογη εμπειρία αυτού του τρόπου συνείδησης, ή θα πρέπει να τις κρυσταλλώσει στη μορφή είτε να αποτύχει στη μεταβίβαση οποιαδήποτε ικανοποιητικής εντύπωσης.
Για την Ντίον Φόρτσιουν (Dion Fortune) οι μυστικιστές, προκειμένου να γίνουν κατανοητοί, χρησιμοποιούν συνήθως μεταφορές για να μεταβιβάσουν τις εντυπώσεις τους, ενώ οι φιλόσοφοι κατασκευάζουν λαβυρίνθους λέξεων, ξεφεύγοντας από τα πλαίσια της φωτισμένης ψυχής, που είναι και ο τελικός στόχος μιας τέτοιας διαδικασίας κατανόησης. Οι Καββαλιστές, ωστόσο, χρησιμοποιούν μια άλλη μέθοδο. Δεν προσπαθούν να εξηγήσουν στον νου αυτό που ο νους δεν είναι εξοπλισμένος να εξετάσει και να ερμηνεύσει. Τού παρέχουν απλώς μια σειρά συμβόλων για να διαλογιστεί και αυτά τα σύμβολα τού δίνουν τη δυνατότητα να χτίσει μια κλίμακα κατανόησης σκαλοπάτι σκαλοπάτι και να αναρριχηθεί εκεί που δεν μπορεί να πετάξει. Ο νους δεν μπορεί να αδράξει την υπερβατική φιλοσοφία, με τον ίδιο τρόπο που το μάτι δεν μπορεί να δει τη μουσική[1].
Τα Πέπλα της Aρνητικής ΄Υπαρξης
Τα Πέπλα της Αρνητικής Ύπαρξης |
Ο διαλογισμός σε σύμβολα είναι πιθανώς ο καλύτερος τρόπος για να μπορέσει κανείς να προσεγγίσει τόσο αφηρημένες έννοιες, όσο αυτές που περιγράφονται. Στο καββαλιστικό σύστημα τα τρία πέπλα της Αρνητικής Ύπαρξης ονομάζονται:
Αΐν («Φως»)
Αΐν Σοφ («Απεριόριστο»),
Αΐν Σοφ Αούρ («Απεριόριστο Φως»)
Μέσα ή πέρα από αυτά τα πέπλα υπάρχουν όλα όσα δεν είναι. Κατά μία έννοια αυτό το δεν είναι συνδέεται οντολογικά με την προΰπαρξη, την κατάσταση όλων των πραγμάτων, πριν εμφανιστούν στο Κέτερ, την πρώτη σεφίρα ή σφαίρα ύπαρξης. Σύμφωνα με τον Σάμιουελ Μάδερς (Samuel Mathers), ο απεριόριστος ωκεανός του αρνητικού φωτός εμπεριέχει τις κρυμμένες ιδέες των σεφιρόθ και δε διαχέεται από κάποιο συγκεκριμένο κέντρο, γιατί δεν έχει κέντρο, αλλά μέσα στην απειροσύνη του διαμορφώνει ένα κέντρο και επικεντρώνεται γύρω από αυτό, τη σεφίρα Κέτερ. Σε αυτή την περίπτωση το Κέτερ δεν είναι παρά το Μαλκούτ των κρυμμένων σφαιρών στην περιδίνηση του αρνητικού φωτός και το Μαλκούτ βρίσκεται στο Κέτερ[2] ή όπως το θέτει ο Τόμας Βον (Thomas Von), ο αλχημιστής, γνωστός περισσότερο ως Ευγένιος Φιλαλήθης[3], εμφανώς παραθέτοντας τον Πρόκλο:
(Ο ουρανός βρίσκεται στη γη, αλλά με έναν γήινο τρόπο.
Η γη βρίσκεται στον ουρανό αλλά με έναν ουράνιο τρόπο).
Ο Πρόκλος με τη σειρά του θεωρεί ότι ο Ουρανός εμπεριέχει και τα 4α στοιχεία, αλλά σε διαφορετική κατάσταση ύπαρξης και ότι ο κοσμικός χώρος είναι ένα σώμα καθαρού και αόρατου φωτός, μέσα στο οποίο είναι βυθισμένο το ορατό Σύμπαν[4]. Παρόλο που η αρνητική ύπαρξη ως ξεχωριστή οντότητα δεν μπορεί να οριστεί, εντούτοις είναι δυνατό να κατανοηθεί ως ενότητα, στην οποία αποδόθηκαν διάφοροι χαρακτηρισμοί, (Το Κρυμμένο του Κρυμμένου), (Ο Αρχαίος των Αρχαίων), (Ο Αγιότερος Αρχαίος). Τέτοιοι χαρακτηρισμοί αναδεικνύουν στην πραγματικότητα το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να ερμηνευτούν τα αρνητικά πέπλα καθώς, αναπαριστούν μια πραγματικότητα που εξ ορισμού βρίσκεται πέρα από την ανθρώπινη κατανόηση. Σύμφωνα με τον Ίσραελ Ρεγκάρντιε (Israel Regardie), (εφόσον υπερβαίνει κάθε πεπερασμένη κατανόηση αμετάβλητη και απεριόριστη, ακόμα και η βαθύτερη θεώρηση της ανθρώπινης διάνοιας δεν μπορεί να προσεγγίζει στο ελάχιστο την ουσία της, θα μείνει για πάντα μία μυστήρια κενότητα, ένα τίποτα)[5]. Ο Ρεγκάρντιε συνεχίζει αναφέροντας ότι το Αΐν Σοφ δεν είναι Πνεύμα αλλά μάλλον θεμελιώδης κατάσταση, η έσχατη αιτία της ύλης και της δύναμης. Η έσχατη αιτία ωθείται σε αυθόρμητη ύπαρξη από τα αρνητικά πέπλα εξαιτίας αυτού που αποκαλεί ο Ρεγκάρντιε κυκλικό νόμο, ο οποίος μπορεί να ταυτιστεί με τη «θέληση για εκδήλωση». Αυτός ο νόμος αναφέρει ότι το φως (Αΐν) είναι κανονικά σε μια κατάσταση ηρεμίας, κινούμενο σταθερά σε έναν τέλειο κύκλο, ως Ουροβόρος. Ωστόσο, ενίοτε το φως επικεντρώνεται στον εαυτό του και πολώνεται σε πνεύμα και ύλη. Ο μηχανισμός αυτής της διαδικασίας δεν είναι ασαφής για τον Ρεγκάρντιε, και προτείνει πώς είναι αδύνατο να γίνει κατανοητό υπό οποιαδήποτε λογική έννοια. Αλλά οποιαδήποτε και αν είναι η μέθοδος, το αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι η συγκέντρωση του άπειρου φωτός στο Κέτερ.
Με τη σειρά του ο ΄Αλιστερ Κρόουλι (Aleister Crowley), επιχειρεί να ερμηνεύσει τα πέπλα της αρνητικής ύπαρξης στην πραγματεία του Καββαλιστικό Δόγμα. Πρώτα αναφέρει το Τίποτα, ή την απουσία πραγμάτων, אין [Αΐν], την οποία διαφοροποιεί από την Αρνητική Ύπαρξη, θεωρώντας ότι το τίποτα δεν μπορεί να υπονοεί οποιαδήποτε μορφή ύπαρξης. Κατόπιν αναφέρει το Απεριόριστο [Αΐν Σοφ] אין סוף. Το Απεριόριστο χρησιμοποιείται εδώ ως απεριόριστο διάστημα εισάγοντας την έννοια μιας αρχέγονης δυαδικότητας που γίνεται αντιληπτή χάρη στη σύνδεσή της με το 'Aπειρο. Είναι η δυαδικότητα ανάμεσα στο απείρως μικρό και το απείρως μεγάλο, που συγκρούονται στο απεριόριστο διάστημα, παράγοντας μια καθορισμένη και συνεπώς πεπερασμένη θετική ιδέα, η οποία είναι το Φως אור [Αούρ]. Η λέξη Αούρ θεωρείται σημαντική για την συνολική ερμηνεία των πέπλων. Συμβολίζει το Εκδηλωμένο Σύμπαν αμέσως μετά το Χάος, τη Σύγκρουση των άπειρων Αντιθέτων. Το א [Αλεφ] είναι το Αυγό της Ύλης. Το ו [Γιοντ] με τη σειρά του είναι ο Ταύρος, η Κίνηση της Ενέργειας και το ר [Ρες] είναι ο Ήλιος, ένα οργανωμένο σύστημα Τροχιών[6].
Η Θεμελίωση της Aρνητικής Ύπαρξης στην Aρχαία Eλληνική Φιλοσοφία
Ο νεοπλατωνικός Πλωτίνος |
Εξετάζοντας τη φιλοσοφική βάση της αρνητικής ύπαρξης είναι αναγκαίο να συζητηθούν κάποιες διαφορές και διακρίσεις. Η πρώτη διάκριση αφορά στη διαφορά του Μη όντος ως μη-ύπαρξη κάποιου ιδιαίτερου όντος (ενός μονόκερω για παράδειγμα), και της μη-ύπαρξης ως οντολογική έννοια, ως άρνηση του όλου ή ανυπαρξία.
Η δεύτερη διάκριση αφορά στη διαφορά μεταξύ της άρνησης, της ανυπαρξίας και της μη-ύπαρξης. Είναι όροι που χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο ενίοτε, αλλά δεν είναι αναγκαία το ίδιο πράγμα. Η άρνηση υπονοεί την αντίθεση. Η ανυπαρξία εισάγει την ιδέα της απουσίας. Η μη-ύπαρξη είναι δυνατόν να σημαίνει κάτι από αυτά τα δύο ή υπονοεί πιθανώς μια κατάσταση ύπαρξης πριν ή μετά την ύπαρξη. Σε ένα άλλο εννοιολογικό πλαίσιο είναι πιθανό να υπονοεί μια κατάσταση υπερύπαρξης.
Η τρίτη διάκριση φαίνεται ότι αφορά στη διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους της μη-ύπαρξης, ο ένας από τους οποίους είναι οντολογικός και ο δεύτερος διανοητικός. Ο πρώτος αφορά στην κατάσταση της μη-ύπαρξης του όλου, ως κατάσταση ενότητας. Το όλον είτε δεν υπάρχει, είτε είναι αρνητική ύπαρξη, ή δεν εγείρεται καν ζήτημα ύπαρξης. Η δεύτερη, η διανοητική μη-ύπαρξη, είναι μια κατάσταση στην οποία όλα είναι ακαθόριστα. Υπάρχει μόνο το άμορφο και αδιαφοροποίητο χάος, κάτι εντελώς διαφορετικό. Η έμφαση δίνεται στην έλλειψη διανοητικής δράσης και όχι στην έλλειψη ύπαρξης. Είναι πολύ πιθανό να εμφανίζονται και οι δύο τύποι μη-ύπαρξης σε μία θεωρία, αλλά πολύ συχνά επικρατεί μόνον ο ένας.
Στο επίπεδο της φιλοσοφικής λογικής η άρνηση είναι το αντίθετο της κατάφασης, ο ένας πόλος της δυαδικής λογικής. Το ένα (1) και το μηδέν (0) στον δυαδικό προγραμματισμό δεν σημαίνουν κατ' ανάγκη ότι το μηδέν σημαίνει απουσία κατάστασης, αλλά απλά μία διαφορετική κατάσταση, κάτι που επιβεβαιώνει ουσιαστικά την αρνητική ύπαρξη ως διαφορετικό είδος ύπαρξης. Στο επίπεδο της οντολογικής ερμηνείας της μη ύπαρξης για τον σοφιστή Γοργία η αρνητική ύπαρξη, το μη ον συνδέεται με την ανυπαρξία, την οποία διατυπώνει με τέσσερα διαφορετικά επιχειρήματα.
1. Τίποτα δεν υπάρχει
2. Ακόμα και αν υπάρχει, τίποτα δεν μπορεί να γίνει γνωστό για αυτό
3. Ακόμα και αν μπορεί να γίνει γνωστό, δεν είναι δυνατόν να διδαχθεί
4. Ακόμα και αν μπορεί κάτι να διδαχθεί, δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί από τους άλλους[7].
Πρόκειται δηλαδή για μιας μορφή απόλυτης ανυπαρξίας. Οι φιλόσοφοι εν γένει έστρεψαν την προσοχή τους στη συγκεκριμένη πραγματεία, οι ιστορικοί της φιλοσοφίας, ωστόσο, παρέβλεψαν το ζήτημα της επίδρασης που άσκησε όχι μόνον στην εποχή του αλλά και στις επόμενες γενεές φιλοσόφων[8]. Στο επιχείρημα, όπου ο Γοργίας λέγει (τίποτα δεν υπάρχει), προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη ότι η σκέψη και η ύπαρξη δεν είναι το ίδιο πράγμα, καθώς με τη σκέψη είναι δυνατόν να φτιάξει κανείς μορφές που δεν υπάρχουν στον πραγματικό κόσμο. Αν η σκέψη και η ύπαρξη -προφανώς αναφέρεται αποκλειστικά στην υλική ύπαρξη- ήταν το ίδιο, τότε η σκέψη οποιουδήποτε θα μπορούσε ξαφνικά να υπάρξει υλικά. Είναι θεμελιώδες να κατανοήσει ο αναγνώστης ότι ο Γοργίας, ως παραδοξολόγος κυρίως, αναφέρεται αποκλειστικά στην υλική ύπαρξη της Ελεατικής φιλοσοφικής σχολής, την οποία λίγο-πολύ παρωδεί. Στην πραγματικότητα είναι μάλλον αληθής η πεποίθησή του στην ύπαρξη διαφορετικών πεδίων της εκδήλωσης, δεδομένου ότι πίστευε πως οι (μαγικές επικλήσεις) του μπορούσαν να θεραπεύσουν την ανθρώπινη ψυχή ελέγχοντας τα πανίσχυρα συναισθήματα. 'Aλλωστε έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον ήχο των λέξεων, μέσω των οποίων σαγήνευε το ακροατήριό του[9].
Σε ό,τι αφορά στη «νοητική» σύλληψη του Μη Όντος, παρατηρούμε ότι στην ιστορία της φιλοσοφίας υπάρχουν διαχρονικά θεωρήσεις ήδη από την εποχή του Παρμενίδη. Ο Παρμενίδης αφορίζει οποιαδήποτε συζήτηση για τη μη-ύπαρξη, για αυτό που δεν μπορεί να γίνει γνωστό και δεν μπορεί συνεπώς να συζητηθεί. Η αιτία για τα επιχειρήματά του και για το γεγονός ότι αποφεύγει οποιαδήποτε συζήτηση είναι σημαντική. Είναι ατραπός «εντελώς μη γνωστέα». Δεν είναι δυνατόν να γνωσθεί, ούτε καν να υποδειχθεί. Με άλλα λόγια, Ο Παρμενίδης απορρίπτει τη μη ύπαρξη μόνον σε επιστημολογική και όχι σε οντολογική βάση. Η ιδέα του Παρμενίδη για το μη ύπαρξη ως ανυπαρξία πέρασε στους Ελεατικούς μαθητές του ως άρνηση των διδασκαλιών του Πυθαγόρα, ο οποίος επιχειρηματολογούσε ότι πράγματι υπήρχε ένα είδος μη ύπαρξης[10].
Η δυνητικότητα, το Εν Δυνάμει Ον αναλυτικότερα, είναι ένα είδος μη-ύπαρξης. Δεν είναι μη ύπαρξη η οποία θα μπορούσε να μετατραπεί σε ύπαρξη με τρόπο κατανοητό τουλάχιστον. Είναι επίσης πιθανό να δει κανείς τη μη ύπαρξη όχι μόνο ως δυνατότητα να γίνει κάτι, αλλά ως δυνατότητα δημιουργίας, φθοράς ή μετουσίωσης. Από αυτή την άποψη η μη ύπαρξη αποκτά μια παροδικότητα.
Ο Πλάτων παρέχει νόημα στην Μη Ον, ορίζοντάς το ως διαφορετικότητα, ως ετερότητα. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει τη σχετικότητα των σοφιστών και την καταφυγή τους στο επιχείρημα πως ότι δεν είναι Ον είναι καταδικασμένο σε ένα είδος ανυπαρξίας για το οποίο δεν μπορεί καν να γίνει συζήτηση. Με αυτή την ερμηνεία και τον προσδιορισμό του Μη Όντος ως το Aλλο η μη ύπαρξη δεν είναι πλέον ανυπαρξία και γίνεται η πηγή μιας αρθρωμένης ποικιλίας σε ό,τι αφορά στη σκέψη και την εκδηλωμένη ύπαρξη[11].
Στο σύστημα του Πλωτίνου ο κύριος λόγος μη ύπαρξης είναι η εγκαθίδρυση της Ενότητας, της Μονάδας. Η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου όντος είναι πολύπτυχη. Η μονάδα, ωστόσο, δεν μπορεί να είναι πολύπτυχη, οπότε είναι αναγκαία η διάκριση μεταξύ του Όντος και της Μονάδας. Το Ένα κατά τον Πλωτίνο προηγείται του Όντος (Ύπαρξης) και της Διάνοιας, γιατί τόσο η Ύπαρξη, όσο και η Διάνοια είναι σύνθετες. Οι έννοιες που αναπτύσσει ο Πλωτίνος για το Μη Ον μοιάζουν φαινομενικά με εκείνες του Αριστοτέλη, καθώς θεωρεί το Γίγνεσθαι ως Μη Ον, όπως και την ακαθόριστη ύλη. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η άποψη του Πλωτίνου είναι διαμετρικά αντίθετη από εκείνων που βλέπουν το Μη Ον ως Μη Ουσία. Όσοι συνδέουν την ύπαρξη, το Ον με την ουσία, θεωρούν τη μη ύπαρξη ανυπαρξία της μονάδας, ενώ ο Πλωτίνος ταυτίζει την «απόλυτη Μη Ύπαρξη» (απολύτως μη ον) με τη Μονάδα, με την ενότητα. Εκείνα τα συστήματα που μπορούν να οργανωθούν σε μεγαλύτερο βαθμό ενότητας είναι περισσότερο διανοητικά και όλα τα συστήματα χρειάζονται μια ανώτερη αρχή που θα τα ενοποιήσει[12].
Για τον Πλωτίνο το Απολύτως Μη Ον, είναι μονάδα (ενότητα). Μέσω της ενοποίησης το Ένα δεν αρνείται την Ύπαρξη, το Ον αλλά την υπερβαίνει. Ωστόσο, είναι δυνατόν να δει κανείς την μη ύπαρξη, το μη Ον ως απλό «δοξογραφικό» επιχείρημα, μειώνοντας ή και εξαφανίζοντας πλήρως την έννοια της υπερβατικής ενότητας. Τόσο ο Ψευδό-Διονύσιος, όσο και ο Εριγένης παίρνουν αυτή τη θέση, δηλαδή αντιλαμβάνονται τη μη ύπαρξη ως «δόξα» (θεώρηση), εξαιτίας πιθανώς των δεσμεύσεών τους απέναντι στο χριστιανικό δόγμα της τριάδας. Η μονάδα ως έσχατη ενότητα, που ήταν τμήμα του συστήματος του Πλωτίνου, δεν ταιριάζει καλά στο τριαδικό δόγμα. Ο Αυγουστίνος απέφυγε το πρόβλημα, αποφεύγοντας να δώσει στη Μονάδα μια εντελώς διακριτή και υψηλή θέση, ενώ ο Ψευδό-Διονύσιος και ο Εριγένης έλυσαν το πρόβλημα εγκαταλείποντας την έννοια της Μονάδας.
Η Θεώρηση της Aρνητικής Ύπαρξης στη Μεσαιωνική και τη Νεότερη Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία
Ο Μάιστερ Έκχαρτ (Meister Eckhart) σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της αρνητικής ύπαρξης αναστρέφει εντελώς τον Παρμενίδη.
Για τον Έκχαρτ το μη Ον δεν είναι η έλλειψη γνώσης-διάνοιας αλλά η παρουσία της διάνοιας μόνον. Η έννοια που αποδίδει ο Έκχαρτ στο Μη Ον είναι η ενοποίηση. Δεν είναι ίδια με την ενοποίηση του Ψευδο-Διονυσίου, για τον οποίο το Μη Ον είναι «δόξα» (θεώρηση) αλλά επίσης μη δυνάμενη να γνωσθεί. Δεν είναι το γραμμικό Μη Ον του Πλωτίνου, για τον οποίο όλα τα όντα είναι εκπόρευση του Μη Όντος, της αρνητικής ύπαρξης, που βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας. Το μη ον του Έκχαρτ βρίσκεται στο κέντρο και όχι στην αρχή της δημιουργίας[13].
Για τον Γκεόργκ Χέγκελ (G.W.F. Hegel) (επιστήμη της λογικής) η Ύπαρξη και το Τίποτα είναι το ίδιο πράγμα. Δεν έχει ορισμό, ούτε μπορεί να δεσμευθεί από τίποτα. Με τον καιρό, αυτές οι δύο έννοιες διαχωρίζονται, αλλά οι άνθρωποι τελικά αναγνωρίζουν την ανυπαρξία τους και με αυτόν τον τρόπο να φέρουν την ύπαρξη και το τίποτα στην αρχική ενωμένη κατάσταση τους[14]. Σύμφωνα με τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre) οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από την ανυπαρξία και αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν ουσία. Υπάρχουμε, αλλά ως άρνηση που αποκτά ουσία μέσω της θέλησης. Μπορούμε πιθανώς να αποφασίσουμε για το είδος της ουσίας, και να πιστέψουμε ότι δεν είμαστε το τίποτα, αλλά στον πυρήνα όλων αυτών η ανθρώπινη εμπειρία είναι μια εμπειρίας ανυπαρξίας. Για τον Σαρτρ δεν περιβαλλόμαστε απλά από την άρνηση, αλλά διαπερνιόμαστε από αυτήν. Κάθε δράση παρέχει μαρτυρία εκείνης της άρνησης που αποτελεί τμήμα μας.
Εντέλει έχουμε την άποψη της μη ύπαρξης σαν ένα είδος αρχέγονης σούπας. Ο Τζάκομπ Μπέμε (Jakob Böhme) χρησιμοποιεί τον όρο Ungrund που επινόησε ο ίδιος, για να υποδείξει ότι όλη η δημιουργία έρχεται από μία άβυσσο, όμοια με αυτή του Έκχαρτ, και ότι αυτή η άβυσσος φέρει εγγενώς άπειρα αντιθετικές δυνάμεις, που επιθυμούν να έρθουν σε εκδήλωση. Η δημιουργία που προβάλλει από αυτή την άβυσσο παράξει τον θεό και τη φύση, αλλά ο θεός είναι ένα από τα πνεύματα που διαποτίζουν τη φύση, κάνοντας δυνατή την εκδήλωση της ατομικής θέλησης μέσα από το χάος[15].
Διατρέχοντας ένα μέρος του φιλοσοφικού στοχασμού στο ζήτημα της αρνητικής ύπαρξης παρατηρεί κανείς ότι ο ορισμός της αρνητικής ύπαρξης είναι μάλλον αδύνατος, καθώς ό,τι οριστεί επακριβώς, παύει να είναι αρνητική ύπαρξη. Όντας ορισμένο περνά σε μία στατική κατάσταση, που δεν είναι πλέον αρνητική ύπαρξη, αλλά θεώρηση. Από αυτή την άποψη θα μπορούσαμε να πούμε ότι σοφά απέκλεισαν οι Καββαλιστές το αρχέγονο Αΐν από την ανθρώπινη κατανόηση, όπως και το Αΐν Σοφ, καθώς ακόμη και για το Αΐν Σοφ Αούρ, το Απεριόριστο Φως, μόνον αμυδρή αντίληψη είναι δυνατόν να σχηματιστεί. Όπως αναφέρεται στο Ζοχάρ η μη Ύπαρξη, το μη Ον είναι άγνωστη στον πυρήνα ή στην αρχή ενός συστήματος Ύπαρξης. Χάριν της ανθρώπινης εξέλιξης, απλώνεται ένα πέπλο στην πορεία της Εκδήλωσης, όχι γιατί δεν υπάρχει τίποτα εκεί αλλά γιατί ο ανθρώπινος νους πρέπει να σταματήσει εκεί. Όπως το θέτει η Ντίον Φόρτιουν στο έργο της Μυστική Καββάλα[16]: (Όταν ο ανθρώπινος νους φθάσει στο ύψιστο σημείο ανάπτυξής του και μπορεί να αποσπαστεί η συνείδηση και να σταθεί στηριγμένη στις δυνάμεις της, ίσως κατορθώσει να διαπεράσει τα Πέπλα της Αρνητικής Ύπαρξης, όπως ονομάζονται). Προς το παρόν, ωστόσο, φαίνεται πως ό,τι σχετίζεται με την αρνητική ύπαρξη δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί με φιλοσοφικούς λογικούς όρους.
Παραπομπές – Σημειώσεις
[1]. Fortune, Dion. (2000). The Mystical Qabalah, London: Weiser, 29.
[2]. Kabbalah Unveiled, σ. 21 διαθέσιμο online στο http://www.sacred-texts.com/jud/tku/tku03.htm
[3]. Στο Ευφράτης ή τα Ύδατα της Ανατολής.
[4]. Hockey, Thomas et al. Biographical Encyclopedia of Astronomers, Springer σ. 933.
[5]. Regardie, Israel 1995, The Tree of Life. S. Weiser. σ 45
[6]. Βλ. Appendix στο Crowley, Aleister .(1905). The Collected Works. (Volume I). Bolscine: Society for the Propagation of Religious Truth (S.P.R.T.).
[7]. McComiskey, Bruce (1997). "Gorgias, "On Non-Existence": Sextus Empiricus, "Against the Logicians" 1.65-87, Translated from the Greek Text in Hermann Diels's "Die Fragmente der Vorsokratiker". Philosophy and rhetoric 30 (1): 45. Retrieved 31 October 2013.
[8]. Hays Steve. (1990). On the Skeptical Influence of Gorgias's On Non-Being. Journal of the History of Philosophy. Volume 28, Number 3, July. pp. 327-337.
[9]. Herrick, James. (1997). The History and Theory of Rhetoric, Boston: Allyn and Bacon. 42.
[10]. Pinhas Ben-Zvi (2002). Lewis Carroll and the Search for Non-Being The Philosopher, Volume LXXXX No. 1.
[11]. Brann, Eva T. H. (2001). The Ways of Naysaying: No, Not, Nothing, and Nonbeing, ΝΥ: Rowman & Littlefield, 169.
[12]. Gerson, Lloyd P. (1996). The Cambridge Companion to Plotinus, UK: Cambridge University Press, 334.
[13].Kelley, C. F. (2008). Meister Eckhart on Divine Knowledge. Berkeley: Frog Books, 200
[14]. Houlgate, Stephen. (2006). The Opening of Hegel's Logic: From Being to Infinity, West Lafayette: Purdue University Press.269.
[15]. Hessayon, Ariel and Sarah Apetrei. (2013).An Introduction to Jacob Boehme: Four Centuries of Thought and ReceptionLondon: Routledge. 285
[16]. Fortune, Dion. (2000). The Mystical Qabalah, London: Weiser, 30.
Βιβλιογραφία
• Brann, Eva T. H., The Ways of Naysaying: No, Not, Nothing, and Nonbeing, Rowman & Littlefield, ΝΥ 2001.
• Crowley, Aleister, The Collected Works, (Volume I), Bolscine: Society for the Propagation of Religious Truth
(S.P.R.T.), 1905.
• Fortune, Dion, The Mystical Qabalah, Εκδοτικός Weiser, London, 2000.
• Gerson, Lloyd P. The Cambridge Companion to Plotinus, Cambridge University Press, UK, 1996.
• Herrick, James. The History and Theory of Rhetoric, Εκδότης Allyn and Bacon, Boston, 1997.
• Hessayon, Ariel and Sarah Apetrei. An Introduction to Jacob Boehme: Four Centuries of Thought and Reception
Routledge, London, 2013.
• Houlgate, Stephen, The Opening of Hegel's Logic: From Being to Infinity, Purdue University Press, West Lafayette,
2006.
• Kelley, C. F., Meister Eckhart on Divine Knowledge, Frog Books, Berkeley, 2008.
• Mathers, S. L. MacGregor,The Kabbalah Unveiled, Dover Publications, Mineola, 2006.
• Regardie, Israel, The Tree of Life, S. Weiser, London, 1995.
• Hockey, Thomas, et al Biographical Encyclopedia of Astronomers, Springer, Berlin, 2007.
Ειδικός περιοδικός τύπος
• Hays Steve. (1990). On the Skeptical Influence of Gorgias's On Non-Being. Journal of the History of Philosophy. Volume 28, Number 3, July. pp. 327-337.
• McComiskey, Bruce (1997). "Gorgias, "On Non-Existence": Sextus Empiricus, "Against the Logicians" 1.65-87, Translated from the Greek Text in Hermann Diels's "Die Fragmente der Vorsokratiker". Philosophy and rhetoric 30 (1): 45.
• Pinhas Ben-Zvi (2002). Lewis Carroll and the Search for Non-Being The Philosopher, Volume LXXXX No. 1.
Κ.Κ.