Σύμβολα - Μύθοι
Ο Δράκοντας στη Μυθολογία, την Αλχημεία και την Εσωτερική Φιλοσοφία
Ο δράκοντας είναι ένα πανάρχαιο μυθολογικό σύμβολο, που χρησιμοποιείται και στον μυστικισμό επί αιώνες. Οι μυθολογικές του απεικονίσεις ποικίλουν, ανάλογα με το πολιτισμικό πλαίσιο σε ανατολή και δύση και εμφανίζεται τόσο φτερωτός όσο και άπτερος. Απεικονίσεις του συμβόλου καταγράφονται στο αλχημικό έργο, με εντυπωσιακότερη πιθανώς εκείνη του Theatrum Chemicum Britannicum, ένας αλχημικός δικέφαλος δράκοντας που ατενίζει τον ήλιο και τη σελήνη[1].
Συμβολικά, ο δράκοντας αντιπροσωπεύει τη δράση, ωθεί τις εν δυνάμει καταστάσεις να συμβούν, να εκδηλωθούν στον φυσικό κόσμο. Στη μυθολογική παράδοση και τον αλχημικό συμβολισμό οι δράκοντες συνδέονται συχνά, αλλά όχι πάντα, με το πυρ και το πρωταρχικό χαοτικό υλικό.
Ο Δράκοντας στον Μύθο και την Παράδοση
Οι αρχαίοι λαοί στην Εγγύς Ανατολή πίστευαν σε πλάσματα παρόμοια με αυτά που οι σύγχρονοι άνθρωποι αποκαλούν δράκοντες. Οι αναφορές σε δράκοντες αγαθοεργούς και κακόβουλους εμφανίζονται σε όλη την αρχαία μεσοποτάμια λογοτεχνία. Στη σουμεριακή ποίηση, οι μεγάλοι βασιλείς συγκρίνονται συχνά με το ουσουμγκάλ, ένα γιγάντιο, οφιοειδές τέρας[2]. Σε ανάλογα έργα τέχνης από την ακκαδική περίοδο (περ. 2334 - 2154 ΠΚΕ) μέχρι τη νεοβαβυλωνιακή περίοδο (626 π.Χ.- 539 ΠΚΕ) ο δράκοντας εμφανίζεται συνήθως με το στόμα ανοιχτό. Είναι συνήθως γνωστός ως ούμου ναΐρου δηλαδή «το θηρίο που προκαλεί βροχή» και συσχετίζεται με τον θεό Ισκούρ (Χαντάτ). Παραλλαγή στο θέμα αποτελεί ο δράκοντας-λέοντας με δύο κέρατα και ουρά σκορπιού, που εμφανίζεται στην τέχνη κατά τη νεοασσυριακή περίοδο (911 π.Χ.-609 ΠΚΕ). Ένα ανάγλυφο που πιθανότατα ανέθεσε σε τεχνίτες ο βασιλιάς Σενναχερίμ δείχνει τους θεούς Ασούρ, Σιν και Αντάντ να στέκουν στην πλάτη ενός τέτοιου δράκοντα[3].
Ένα άλλο δρακόμορφο πλάσμα, με σώμα και λαιμό φιδιού, μπροστινά πόδια λέοντα και πίσω πόδια πτηνού εμφανίζεται στη μεσοποτάμια τέχνη από την ακκαδική έως την ελληνιστική περίοδο (323 π.Χ.-31 ΠΚΕ). Αυτό το πλάσμα, γνωστό στους Ακκάδες ως μουσούσου, δηλαδή «οργισμένο φίδι», χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο για συγκεκριμένες θεότητες και επίσης ως γενικό προστατευτικό έμβλημα. Φαίνεται πως ο συγκεκριμένος δράκοντας ήταν αρχικά ακόλουθος του θεού του κάτω κόσμου Νιναζού, αλλά αργότερα έγινε ο βοηθός του θεού Χουριάν Τισπάκ, ο μεταγενέστερος Μαρδούκ και ο Ασσύριος Ασούρ[4]. Στη βαβυλώνια μυθολογία ο δράκοντας συνδέεται με τη θηριομορφική όψη της Τιαμάτ, της θεάς που προσωποποιεί το πρωτογενές χάος και δολοφονήθηκε από τον Μαρδούκ στο βαβυλώνιο έπος Ενούμα Ελίς. Σε διάφορα κείμενα περιγράφεται με κέρατα, ουρά και αδιαπέραστο δέρμα, όλα τα χαρακτηριστικά που υποδηλώνουν ότι θεωρείτο ως κάποια μορφή θηλυκού δράκοντα[5].
Στην αιγυπτιακή μυθολογία ο Απέπ είναι ένα γιγαντιαίο φίδι που κατοικεί στο Ντουάτ, τον αιγυπτιακό Κάτω Κόσμο. Ο πάπυρος Bremner-Rhind, που γράφτηκε γύρω στο 310 ΠΚΕ, διατηρεί το ιστορικό μιας αρχαιότερης αιγυπτιακής παράδοσης ότι κατά τη δύση του ήλιου ο Ρα κατέρχεται στο Ντουάτ για να πολεμήσει τον Απέπ[6]. Σε ορισμένες αφηγήσεις ο Απέπ έχει ύψος οκτώ ανδρών και το κεφάλι του είναι καλυμμένο με πυρόλιθο[7]. Οι καταιγίδες και οι σεισμοί θεωρούντο ότι προκαλούνταν από τον βρυχηθμό του Απέπ και οι ηλιακές εκλείψεις γίνονταν αντιληπτές ως αποτέλεσμα της επίθεσης του Απέπ στον Ρα κατά τη διάρκεια της ημέρας[8]. Σε ορισμένες εκδοχές του μύθου ο Απέπ σκοτώνεται από τον Σετ[9]. Ο Νεχεμπκάου είναι ένας άλλος γιγάντιος όφις που φυλάσσει το Ντουάτ, αλλά βοηθά τον Ρα στη μάχη του ενάντια στον Απέπ. Ο Ντενουέν με τη σειρά του είναι γιγάντιο φίδι που αναφέρεται στα Κείμενα των Πυραμίδων. Το σώμα του είναι φτιαγμένο από πυρ και φέρεται ότι εξαπέλυσε τέτοια πύρινη λαίλαπα, που σχεδόν κατέστρεψε όλους τους θεούς του αιγυπτιακού πανθέου. Ο δράκοντας νικήθηκε εντέλει από τον Φαραώ, νίκη που επιβεβαίωσε το θεϊκό δικαίωμα του Φαραώ να κυβερνά την Άνω και την Κάτω Αίγυπτο[10].
Από τη μυθολογική παράδοση της Αιγύπτου έρχεται ο ουροβόρος, το αιγυπτιακό σύμβολο του φιδιού που καταπίνει την ουρά του. Ο πρόδρομος του ουροβόρου είναι ο πολυπρόσωπος όφις με τις πέντε κεφαλές. Σύμφωνα με το Αμντουάτ, το αρχαιότερο βιβλίο της μεταθανάτιας ζωής, περιγράφεται προστατευτικά τυλιγμένος γύρω από το σώμα του θανόντος Ρα. Η αρχαιότερη απεικόνιση ουροβόρου προέρχεται από τον τάφο του Τουταγχαμών[11]. Στους πρώτους αιώνες ΚΕ ο ουροβόρος υιοθετήθηκε ως σύμβολο από τους Γνωστικούς και στο κεφάλαιο 136 του Πίστη-Σοφία, ενός πρώιμου γνωστικού κειμένου, περιγράφεται ως «μεγάλος δράκοντας του οποίου η ουρά βρίσκεται στο στόμα του»[12].
Στον ουγγαριτικό Κύκλο του Βάαλ, ο θαλάσσιος δράκος Λοτάνου περιγράφεται ως «ισχυρό περιελισσόμενο φίδι με επτά κεφάλια». Ο Λοτάνου άλλοτε σκοτώνεται από τον θεό της καταιγίδας Βάαλ και άλλοτε από την παρθένο πολεμίστρια θεά Ανάτ[13]. Στο Βιβλίο των Ψαλμών[14] ο θαλάσσιος δράκοντας Λεβιάθαν, το όνομα του οποίου είναι συγγενές με εκείνο του Λοτάνου[15], θανατώνεται από τον Ιεχωβά, τον εθνικό θεό του Ισραήλ, ως μέρος της δημιουργίας του κόσμου[16]. Στον Ησαΐα 27: 1, η θανάτωση του Λεβιάθαν από τον Ιεχωβά προφητεύεται ως τμήμα της αποκατάστασης της παγκόσμιας τάξης[17].
Στην πρωτο-ινδοευρωπαϊκή παράδοση της δύσης απαντάται η ιστορία ενός δρακοκτόνου ήρωα[18]. Στις περισσότερες αποδόσεις αυτού του μύθου, ο ήρωας είναι κάποιο είδος μετεωρολογικού θεού-κεραυνού. Σχεδόν σε κάθε επανάληψη του μύθου, ο δράκοντας είναι πολυκέφαλος και είναι πάντα με κάποιο τρόπο συνδεδεμένος με το νερό[19].
Στον ελληνορωμαϊκό κόσμο η λέξη δράκων σημαίνει, επίσης, όφις, αλλά η συνηθέστερη αναφορά είναι εκείνη του γιγάντιου ερπετού που είτε κατέχει υπερφυσικά χαρακτηριστικά ή ελέγχεται από κάποια υπερφυσική δύναμη[20]. Η πρώτη αναφορά «δράκοντα» στην αρχαιοελληνική λογοτεχνία συμβαίνει στην Ιλιάδα, στην οποία ο Αγαμέμνονας περιγράφεται να φέρει ένα μπλε μοτίβο δράκοντα στη ζώνη του ξίφους του και το έμβλημα του τρικέφαλου δράκοντα στο στήθος[21]. Στους στίχους 820-880 της Θεογονίας, ο Δίας μάχεται τον Τυφώνα, ο οποίος έχει εκατό κεφάλια φιδιού που αναπνέουν[22]. Ο Δίας κατακαίει στο πρότυπο του πρωτοϊνδοευρωπαϊκού μύθου όλα τα κεφάλια του Τυφώνα με τις αστραπές του και στη συνέχεια τον εκτοξεύει στα Τάρταρα[23]. Στον Ομηρικό Ύμνο του Απόλλωνα, ο θεός Απόλλων χρησιμοποιεί τα δηλητηριασμένα βέλη του για να σκοτώσει τον Πύθωνα, στην περιοχή γύρω από τους Δελφούς, προκειμένου να εγκαταστήσει εκεί το ιερό του. Ο Ησίοδος αναφέρει επίσης ότι ο ήρωας Ηρακλής αποκεφάλισε τη Λερναία Ύδρα. Το όνομα Ύδρα σημαίνει «νερόφιδο» στα Ελληνικά και εδώ το πυρ χρησιμοποιείται ως μέσο οριστικής θανάτωσης[24]. Στην τέταρτη Ωδή του Πίνδαρου, ο Αιήτης της Κολχίδας λέει στον ήρωα Ιάσωνα ότι το χρυσόμαλλο δέρας που αναζητά φυλάσσεται από ένα γιγάντιο δράκοντα[25]. Ο δράκοντας απαντάται και στον ιδρυτικό μύθο των Θηβών, να φυλάσσει την πηγή στην οποία ήθελε να θυσιάσει ο Κάδμος. Η θανάτωση του δράκοντα επιφέρει την τιμωρία του Άρη. Ο μύθος ολοκληρώνεται όταν ο Κάδμος και η Αρμονία στην Ιλλυρία μεταμορφώνονται σε δράκοντες[26].
Κατά τον πέμπτο ΠΚΕ αιώνα, ο Ηρόδοτος ανέφερε στο βιβλίο Δ΄ των Ιστοριών του ότι η δυτική Λιβύη κατοικείτο από τερατώδη φίδια[27] και στο βιβλίο Γ΄ εξιστόρησε ότι η Αραβία φιλοξενούσε πολλά μικρά φτερωτά φίδια[28] που προτιμούσαν τα δέντρα που παρήγαγαν το λιβάνι[29]. Ο Ηρόδοτος παρατήρησε, σύμφωνα με την αφήγησή του ότι τα φτερά έμοιαζαν με εκείνα των νυχτερίδων και ότι, σε αντίθεση με τα ερπετά που βρίσκονται σε κάθε γη, τα φτερωτά φίδια βρίσκονται μόνο στην Αραβία[30]. Ο Ίππαρχος με τη σειρά του περιέλαβε τον αστερισμό του Δράκοντα στους σαράντα έξι αστερισμούς του[31].
Στην Αποκάλυψη 12: 3, ο Ιωάννης περιγράφει το όραμα ενός Μεγάλου Κόκκινου Δράκοντα με επτά κεφάλια, δέκα κέρατα, επτά στέμματα και μια τεράστια ουρά, εικόνα που εμπεριέχει το όραμα των τεσσάρων θηρίων στο βιβλίο του Δανιήλ[32] και του Λεβιάθαν που περιγράφεται σε διάφορα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης[33]. Ο Μεγάλος Κόκκινος Δράκοντας εξαφανίζει το «ένα τρίτο του ήλιου ... ένα τρίτο του φεγγαριού και ένα τρίτο των αστεριών» από τον ουρανό και κυνηγά τη Γυναίκα της Αποκάλυψης[34].
Αργότερα, κατά τον δεύτερο αιώνα ο Φλάβιος Φιλόστρατος πραγματεύεται την ύπαρξη δρακόντων στην Ινδία στον Βίο του Απολλώνιου Τυανέα (ΙΙ, 17 και ΙΙΙ, 6-8), ενώ ο Κλαύδιος Αιλιανός στο Περί Ζώων αναφέρει πως η Αιθιοπία κατοικείτο από ένα είδος δράκοντα με μεγάλη διάρκεια ζωής που κυνηγούσε ελέφαντες[35].
Η σύγχρονη δυτική εικόνα του δράκοντα εξελίχθηκε στη δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και είναι συνδυασμός της αντίληψης των δρακόντων της κλασικής ελληνορωμαϊκής λογοτεχνίας, αναφορών σε δράκοντες στους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής που σώζονται στη Βίβλο και των δυτικοευρωπαϊκών λαϊκών παραδόσεων[36]. Στην περίοδο μεταξύ του ενδέκατου και του δέκατου τρίτου αιώνα παρατηρείται στην Ευρώπη το μέγιστο ενδιαφέρον για τους δράκοντες ως ζωντανά πλάσματα[37]. Η δυτική αντίληψη για τους δράκοντες τους απεικονίζει ως φτερωτά πλάσματα που εκτοξεύουν φωτιά, παράγοντας έτσι αρνητικούς φοβικούς συνειρμούς για κάτι που πρέπει να καταστραφεί. Η ανθρωπολογική έρευνα ερμηνεύει αυτούς τους φοβικούς συνειρμούς ως ενστικτώδη φοβική τάση απέναντι στα φίδια και άλλα πλάσματα-θηρευτές των πρώτων ανθρώπων[38]. Όμως, τα δρακόμορφα πλάσματα, αν και εμφανίζονται σχεδόν σε όλους τους ανθρώπινους πολιτισμούς[39], δεν αντιμετωπίζονται πάντα με αρνητικούς συνειρμούς.
Στην Άπω Ανατολή, για παράδειγμα, αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά ελαχιστοποιούνται και ο συμβολισμός είναι αμφίθυμος. Εκεί ο δράκοντας-βασιλέας, γνωστός και ως δράκοντας-θεός, είναι μετεωρολογικός θεός. Είναι εκείνος που δίνει τη βροχή και θεωρείται ζωομορφική αναπαράσταση της γιανγκ αρσενικής αρχής της γέννησης[40]. Είναι η συλλογική προσωποποίηση της αρχαίας ιδέας του λονγκ του κινεζικού δράκοντα. Προσλαμβάνει διάφορες μορφές, και η σημαντικότερη ανάμεσά τους είναι εκείνη του κοσμολογικού Σιχάι Λονγκουάνγκ (四海龍王 «Δράκοντας Βασιλέας των Τεσσάρων Θαλασσών»)[41], που μαζί με τον Κίτρινο Δράκοντα (黃龍 Χουάνγκλονγκ), συμβολίζουν τις υδάτινες και χθόνιες δυνάμεις υπό τον έλεγχο των Πέντε Μορφών της Ύψιστης Θεότητας (五方上帝 Γουφάνγκ Σάνγκτι), ή τη ζωομορφική τους ενσάρκωση. Ένας από τους τίτλους που του αποδίδονται είναι ο Δράκοντας Βασιλέας των Πηγών και των Πηγαδιών[42]. Είναι βασιλέας όλων των δρακόντων και υπό την εποπτεία του βρίσκονται όλα τα πλάσματα της θάλασσας. Οι αρχαίοι Κινέζοι συμπεριελάμβαναν τον Δράκοντα στον ζωδιακό τους, αλλά αντί να βρίσκεται κοντά στον βόρειο ουράνιο πόλο, ο κινεζικός Δράκοντας τοποθετήθηκε ανάμεσα στα αστέρια του αστερισμού που είναι γνωστός στη Δύση ως Ζυγός[43].
Στην εικονογραφία συχνά απεικονίζονται δύο δράκοντες που αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον. Ειδικότερα στον ευρωπαϊκό και ισλαμικό ερμητισμό, αυτή η αντιπαράθεση αποκτά τη σημασία του συμβολισμού των όφεων του κηρυκείου. Πρόκειται για την εξουδετέρωση των αντίθετων τάσεων, του αλχημικού θείου και του υδραργύρου και η βαθύτερη, μη ανεπτυγμένη φύση απεικονίζεται με τον ουροβόρο, τον δράκοντα που δαγκώνει την ουρά του. Στην Άπω Ανατολή ο δράκοντας συμβολίζει διαφορετικές όψεις, καθώς είναι ταυτόχρονα πλάσμα του ύδατος, της γης, του κάτω κόσμου και είναι φύσει ήπιος. Οι συγκεκριμένες ήπιες ιδιότητες τον συνδέουν συνειρμικά με τον Κετζαλκοάτλ, τον φτερωτό όφι των Αζτέκων[44].
Ο Δράκοντας στην Αλχημική Παράδοση και την Ψυχολογία
Σύμφωνα με το Mysterium Coniunctions του Καρλ Γκ. Γιουνγκ (C.G. Jung), ο δράκοντας είναι προσωποποίηση του θείου και συμβολίζει το αρσενικό στοιχείο. Δεδομένου ότι ο δράκοντας ανανεώνεται δαγκώνοντας την ουρά του, η ουρά συμβολίζει το αρσενικό όργανο και το στόμα το θηλυκό. Ο δράκος αναλώνει ολόκληρο το σώμα του στο κεφάλι του. Έτσι, συμμετέχει στην πλέον επικίνδυνη και αρνητική φύση του, μετουσιώνοντάς την στο εσωτερικό πυρ του Ερμή. Αυτή η αρνητική και θειώδης δρακόντεια φύση ονομάζεται συχνά το «κεφάλι του δράκοντα» (caput draconis), το οποίο αναφέρεται ως το «πιο ολέθριο δηλητήριο», ένας δηλητηριώδης ατμός που αναπνέει ο φτερωτός δράκοντας. Ωστόσο, ο φτερωτός δράκοντας, που συμβολίζεται με τον υδράργυρο, γίνεται θηρίο που αναπνέει δηλητήριο μόνο όταν ενωθεί με τον άπτερο δράκοντα, που αντιστοιχεί στο θείο.
Από ψυχολογικής άποψης αυτοί οι δύο δράκοι αντιπροσωπεύουν τα αντίθετα. Ο φτερωτός δράκοντας προσπαθεί να αποτρέψει τον άπτερο δράκοντα από το να πετάξει. Είναι πάντοτε αντιμέτωποι, έως ότου κατορθώσει να πετάξει ο άπτερος δράκοντας. Η επίτευξη της πτήσης εδώ συμβολίζει την κατάκτηση ενός εμποδίου ή τα εμπόδια που αποτρέπουν την πλήρη εξατομίκευση. Ο φτερωτός δράκοντας αντιπροσωπεύει εκείνα τα προσωπικά εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, προκειμένου να εξασφαλιστεί η τελειότερη οντότητα. «Κατακτά κανείς τον δράκοντα, αλλιώς ο δράκοντας θα τον κατακτήσει». Με άλλα λόγια χρειάζεται να νικηθεί ο δράκοντας ή το φίδι που συμβολίζει την ύλη στην ατελή και εκφυλισμένη της κατάσταση, πριν ετοιμαστεί η ύπαρξη για την υποδοχή του νέου πνεύματος[45]. Αλχημικά, ο άπτερος δράκοντας συμβολίζει το σταθερό στοιχείο, διακριτό από το πτητικό στοιχείο που αντιπροσωπεύει ο φτερωτός δράκοντας και το σηπτικό στοιχείο που συμβολίζει ο μαχητικός δράκοντας[46].
Ο Κ. Γκ. Γιουνγκ θεωρεί το αρχέτυπο ως «τύπο» της ψυχής, μια εσωτερική νοητική εικόνα στο συλλογικό ασυνείδητο που κυριαρχεί, όταν δεν υπάρχουν άλλες ορθολογικές σκέψεις. Τα ισχυρότερα αρχέτυπα είναι κοινά σε όλες τις εποχές, κάτι που συμβαίνει μεν με το σύμβολο του δράκοντα, αλλά δεν επιβεβαιώνεται η κοινή παραδοχή για τις ιδιότητές του, παρά μόνο αν περιοριστούν στην πολιτισμική επικράτεια μιας ξεχωριστής φυλής, την ελάχιστη δηλαδή απαίτηση που θέτει ο Γιουνγκ για τον χαρακτηρισμό μιας εικόνας ως αρχετύπου. Απαιτείται, επίσης, να είναι η εικόνα σε στενή συμφωνία με αρχαίους μύθους και σύμβολα, κάτι που σχετικά επιβεβαιώνεται στην παρούσα περίπτωση, αν αποδώσουμε τις παραδοσιακές εικόνες του δράκοντα σε διαφορετικές πολιτισμικές επικράτειες.
Ο Κ. Γκ. Γιουνγκ αναφέρεται στον δράκοντα σε πολλά έργα του. Αρχικά τον αναφέρει ως αρχαίο εχθρό του αρχέτυπου ήρωα, αντλώντας το υλικό του κυρίως από την Καινή Διαθήκη και τον Γνωστικισμό. Θεωρώντας ότι η μητέρα-δράκοντας απειλεί να συντρίψει τη γέννηση του Θεού, ο ήρωας οφείλει να νικήσει τον δράκοντα πριν γίνει ήρωας. Αργότερα βλέπει τον μύθο της Τιαμάτ και του Μαρδούκ ως βάση της εικονοπλασίας του ερμητικού ερπετού, του δράκοντα που καταστρέφει και αναδημιουργεί τον εαυτό του και συμβολίζει την prima materia ή φιλοσοφική λίθο. Αναλύοντας τη θεωρία της μητέρας-δράκοντα αναφέρει ότι η μορφή του πατέρα θριαμβεύει επί της μητριαρχίας, υποδηλώνοντας έτσι τη μετάβαση του κόσμου προς το αρσενικό. Ταυτίζει τον δράκοντα απευθείας με το ασυνείδητο, το οποίο κατακτάται από τον ήρωα και μετουσιώνεται στην κατάσταση του συνειδητού. Κατά μία έννοια, τόσο η μητέρα-δράκοντας όσο και το ερμητικό ερπετό είναι στενά συνδεδεμένοι, καθώς και οι δύο παρουσιάζονται ως δημιουργοί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο δράκοντας γίνεται ψυχολογικό αρχέτυπο[47].
Για τον Γιουνγκ «το φίδι ή ο δράκοντας, ως χθόνιο και ταυτόχρονα πνευματικό ον, συμβολίζει το ασυνείδητο»[48]. Συγκεκριμένα, φαίνεται να αναφέρεται στις «ξαφνικές και απροσδόκητες εκδηλώσεις του, στην επώδυνη και επικίνδυνη παρέμβασή του στις ανθρώπινες υποθέσεις και στις τρομακτικές επιπτώσεις» του για το συνειδητό[49]. Το φίδι ή ο δράκοντας αντιστοιχεί σε αυτό που είναι εντελώς ασυνείδητο και ανίκανο να γίνει συνειδητό, αλλά κατέχει, όπως το συλλογικό ασυνείδητο και ως ένστικτο, μια ιδιότυπη σοφία και μια γνώση που θεωρείται συχνά υπερφυσική. Αυτός είναι ο θησαυρός που φυλάει το φίδι (ή ο δράκοντας), αλλά και ο λόγος για τον οποίο το φίδι συμβολίζει από τη μία το κακό και το σκοτάδι, από την άλλη τη σοφία. Η ανεξαρτησία, η ψυχρότητα και η επικινδυνότητα του ασυνείδητου εκφράζει την ενστικτώδη φύση που υπερβαίνει όλες τις ηθικές και οποιεσδήποτε άλλες ανθρώπινες επιθυμίες και σκέψεις και ως εκ τούτου είναι εξίσου τρομακτικό και συναρπαστικό στις επιπτώσεις του, όπως η ξαφνική ματιά ενός δηλητηριώδους φιδιού[50].
Ο Δράκοντας στην Εσωτερική Φιλοσοφία
Ο Δράκοντας κατέχει ξεχωριστή θέση στην εσωτερική φιλοσοφία και τη μελέτη της εσωτερικής αστρολογίας. Τα ενεργειακά κέντρα του ηλιακού Λόγου περιγράφονται με τη μορφή τεράστιων λωτών[51] ή τροχών, στο κέντρο των οποίων κρύβεται η κεντρική κοσμική ζωή, που αποκαλούμε πλανητικό Λόγο. Είναι ο τόπος συνάντησης δύο ειδών δύναμης, τα οποία καταφθάνουν στους επτά Σοφούς (Ρίσι) της Μεγάλης Άρκτου και τις Επτά Αδελφές ή Πλειάδες από έναν αστερισμό που ονομάζεται Δράκοντας και από την οποία προέρχεται η ονομασία «Ο Δράκοντας της Σοφίας».
Ο διδάσκαλος Τζβαλ Κουλ (Djwal Khul) συνδέει τον Δράκοντα με τη Μικρή και τη Μεγάλη Άρκτο, τον Πολικό Αστέρα, τις Πλειάδες και τον αστερισμό του Αιγόκερω, δίνοντας έμφαση στη μεταμορφωτική επίδραση που ασκεί ο συνδυασμός τους στο ηλιακό μας σύστημα και τους ιδιαίτερους πλανήτες του. Με τον Δράκοντα συνδέεται, επίσης, ο αστερισμός του Ζυγού. Οι δύο αστερισμοί εκπορεύουν τις απαραίτητες ενέργειες σοφίας και συμπόνιας για την εξέλιξη του ηλιακού συστήματος και της ανθρωπότητας. Από αυτή την άποψη ο Δράκοντας εποπτεύει τις εξελιγμένες ανθρώπινες υπάρξεις στην Ατραπό της Γήινης Υπηρεσίας. Οι αποδεδεγμένοι μαθητές που ακολουθούν την ατραπό της υπηρεσίας ονομάζονται εσωτερικά «αγαθοεργοί δράκοντες» και οι ενέργειες με τις οποίες εργάζονται, εκπορεύονται από τον αστερισμό του Δράκοντα, μέσω του ζωδιακού συμβόλου του Ζυγού. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη πνευματική ενέργεια που κατευθύνεται σε όλες εκείνες τις ομάδες που εμπίπτουν στην άμεση επιρροή της και επιφέρει μια βαθιά ικανότητα για ταύτιση. Αυτή η ταύτιση δεν αφορά ούτε τη μορφή ούτε την ψυχή, αλλά αποκλειστικά το πνευματικό σημείο της θετικής ζωής που στην ανθρώπινη μονάδα αποκαλείται «κόσμημα στον Λωτό»[52].
Σύμφωνα με τις Διδασκαλίες της Αιώνιας Σοφίας, ο αστερισμός του Δράκοντα συνδέεται άμεσα με εκείνα τα όντα που ονομάζονται «Δράκοντες της Σοφίας»[53]. Όπως αναφέρεται από την Έλενα Μπλαβάτσκι (H.P. Blavatsky) και τον Τζβαλ Κουλ, οι Δράκοντες της Σοφίας είναι εξαιρετικά εξελιγμένα όντα, μυημένα, που ενσωματώνουν τις αρχές της εξέλιξης στον πλανήτη μας ή εκείνα που κατέχουν εσωτερική γνώση[54]. Ειδικότερα, ο Θιβετανός Διδάσκαλος θεωρεί ότι ο όρος «Δράκοντες της Σοφίας» περιλαμβάνει υποψήφιους, μαθητές διαφόρων βαθμών, μυημένους και αποδεδεγμένους, όσους έχουν εξελιχθεί πέρα από το σημείο της αποκλειστικής εξάρτησης από την καθημερινή διάνοια και που είναι επομένως σε θέση να βιώνουν την υπερβατικότητα σε κάποιο βαθμό.
Ένας άλλος ορισμός για τους Δράκοντες της Σοφίας περιορίζει την έννοια σε εκείνους που μπορούν να μυήσουν άλλους στην εσωτερική σοφία, δηλαδή στους μυητές[55]. Η Μπλαβάτσκι αναφέρει πως ο τίτλος «Δράκοντας» δόθηκε στους μυημένους των αρχαίων χρόνων, έτσι ώστε η οδυνηρή έννοια της Τροφής του Δράκοντα (δηλαδή όταν αναλώνεται ο μυημένος ως τροφή από τον δράκοντα) να είναι καλυμμένη, συμβολική γλώσσα για την αφομοίωση της αρχικής σοφίας που κληροδοτήθηκε από κάποιον αρχαίο μυημένο[56]. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί για τον όρο «όφις». Σύμφωνα με την Μπλαβάτσκι, οι τίτλοι «Όφις» και «Δράκων» αποδίδονταν στους αρχαίους μυημένους[57]. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Τζβαλ Κουλ αναφέρει πως «... υπάρχει μια βαθιά σημασία που συνδέεται με την έκφραση ‘‘τα φίδια της σοφίας’’ και εφαρμόζεται για όλους μυημένους του καλού νόμου»[58].
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι ο «Όφις της Σοφίας» και ο «Δράκοντας της Σοφίας» ήταν εξ ολοκλήρου ισοδύναμοι όροι και αναφέρονταν σε εκείνους που είχαν αποκτήσει εσωτερική σοφία μέσω των διαδικασιών πειθαρχίας και αυθεντικής πνευματικής μύησης. Φυσικά, οι δράκοντες και τα φίδια έχουν πολλά κοινά ούτως ή άλλως. Σχηματίζουν ένα ατέρμονο κινούμενο σπειροειδές, ενώ κατά τον Θιβετανό Διδάσκαλο ο αστερισμός του Δράκοντα είναι όντως συνδεδεμένος με τον συμβολισμό του ερπετού[59].
Αντί Επιλόγου
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω από τη μελέτη του μυθολογικού, του αλχημικού και εσωτερικού υλικού είναι δυνατόν να προκύψει μια συνθετική εικόνα του συνολικού έργου που προκύπτει για την ανθρωπότητα από την επιρροή του Δράκοντα, μέσω του Ζυγού, της Ιεραρχίας, των συνεργατών του και ολόκληρου του πλανητικού ιστού. Σύμφωνα με τον Τζβαλ Κουλ, ο Δράκοντας δεν είναι απλά μια πηγή ενεργειών από την Κοσμική Λογοϊκή βάση της σπονδυλικής στήλης, ούτε απλά ένα κίνητρο προς τη σοφία, τη συμπόνια και τη δύναμη της πνευματικής ταύτισης, αλλά και μια πηγή από την οποία προέρχεται το μπούντι και το μάνας, ή η διαίσθηση[60] και η διανόηση[61]. Όπως καθίσταται ίσως προφανές, ο Δράκοντας λειτουργεί ως σύνθετη πηγή υψηλότερων ενεργειών, οι οποίες είναι απαραίτητες στην πορεία της εξέλιξης της συνείδησης. Κάθε μία από αυτές τις ενέργειες έχει τη δική της θέση και τη σκοπούμενη λειτουργία, όπως απαιτείται για την πραγμάτωση του Θείου Σχεδίου.
Σημειώσεις
- [1] Robert Vauggan, (εικ.), 1652, Theatrum chemicum Britannicum, στο τέλος του κεφ. Liber Patris Sapientiae, σ. 212.
- [2] Black, Jeremy; Green, Anthony, 1992, Gods, Demons and Symbols of Ancient Mesopotamia: An Illustrated Dictionary, The British Museum Press, p. 71.
- [3] Black & Green, 1992, σ. 121.
- [4] Black & Green, 1992, σ. 166.
- [5] Black & Green, 1992, σ. 177.
- [6] Ogden, 2013, σ. 11
- [7] Niles, Doug (2013), Dragons: The Myths, Legends, and Lore, Avon, Massachusetts: Adams Media, σ. 35.
- [8] Niles, 2013, σ. 36.
- [9] Niles, 2013, σσ. 35–36
- [10] Niles, 2013, σσ. 36-37.
- [11] Hornung, Erik (2001), The Secret Lore of Egypt: Its Impact on the West, New York and London: Cornell University Press, σ. 13
- [12] Hornung, 2001, σ. 44.
- [13] Ballentine, Debra Scoggins (2015), The Conflict Myth and the Biblical Tradition, Oxford, England: Oxford University Press, p. 130
- [14] Ψαλμός 74: 13-14.
- [15] Day, John (2002), Yahweh and the Gods and Goddesses of Canaan, Continuum, σ. 103
- [16] Ballentine, 2015, σ. 130.
- [17] Ballentine, 2015, σσ. 129–130.
- [18] Mallory, J. P., Adams, D.Q. (2006), The Oxford Introduction to Proto-Indo-European and the Proto-Indo-European World, Oxford: Oxford University Press, σσ. 436–437
- [19] West, Martin Litchfield (2007), Indo-European Poetry and Myth, Oxford: Oxford University Press, σσ. 255–263.
- [20] Ogden, Daniel, 2013, Drakon: Dragon Myth and Serpent Cult in the Ancient Greek and Roman Worlds, Oxford: Oxford University Press, σσ, 2-4.
- [21] Drury, Nevill, 2003, The Dictionary of the Esoteric, Motilal Banarsidass Publ. σ. 79.
- [22] West, 2007, σ. 257.
- [23] West, 2007, σ. 258.
- [24] Ogden, 2013, σ. 28.
- [25] Ogden, 2013, σσ. 59-60.
- [26] Ogden, 2013, σσ. 48-49.
- [27] Charlesworth, James H. 2010, The Good and Evil Serpent: How a Universal Symbol Became Christianized, New Haven, Connecticut: Yale University Press, σ. 169.
- [28] Jones, David E. 2000, An Instinct for Dragons, New York City, New York and London, England: Routledge, σ. 168.
- [29] Charlesworth, 2010, σ. 169.
- [30] Charlesworth, 2010, σ. 170.
- [31] Grasshoff, Gerd, 1990, Toomer, Gerald, (ed.) The History of Ptolemy's Star Catalogue, Studies in the History of Mathematics and Physical Sciences, 14, New York: Springer-Verlag1990, σσ. 35-36.
- [32] Kelly, Henry Ansgar (2006), Satan: A Biography, Cambridge: Cambridge University Press, σ. 150.
- [33] Kelly, 2006, σσ. 150-151.
- [34] Kelly, 2006, σ. 151.
- [35] ETHIOPIAN DRAGON (Drakon Aithiopikos) – Giant Serpent of Greek & Roman Legend. Ανάκτηση 10 Δεκεμβρίου 2018.
- [36] Fee, Christopher R. (2011), Chance, Jane, ed., Mythology in the Middle Ages: Heroic Tales of Monsters, Magic, and Might, Praeger Series on the Middle Ages, Santa Barbara, California, Denver, Colorado, and Oxford, England, σ. 11.
- [37] Jones, David E. 2000, An Instinct for Dragons, New York City, New York and London, England: Routledge, σ. 101.
- [38] Jones, 2000, σ. 32.
- [39] Malone, Michael S. 2012, The Guardian of All Things: The Epic Story of Human Memory, New York City, New York: St. Martin's Press, σ. 96.
- [40] Tom, K. S. 1989. Echoes from Old China: Life, Legends, and Lore of the Middle Kingdom. University of Hawaii Press, σ. 55.
- [41] Overmyer, Daniel L. 2009. Local Religion in North China in the Twentieth Century the Structure and Organization of Community Rituals and Beliefs. Leiden; Boston: Brill, σ. 20.
- [42] Overmyer, 2009, σ. 21.
- [43] Temple Richmond, Maureen, 2018, Draco, The Esoteric Quarterly, σ. 19.
- [44] Chevalier, Jean and Alain Gheerbrant, 1996, A Dictionary of Symbols. New York: Penguin Books. σσ. 142-145. Επίσης, Biedermann, Hans, 1992, Dictionary of Symbolism: Cultural Icons and the Meanings Behind Them. New York: Facts On File, σσ. 54-55.
- [45] Wilson, C., 1975, Mysterious Powers and Spirit Worlds, London: Aldus Books Ltd., σ. 114
- [46] Cirlot, J.E., 1971, A Dictionary of Symbols, London: Routledge and Kegan Paul, σ. 87.
- [47] Βλ. Jung, G. C., Psychological Types, επίσης Psychology and Alchemy και Jung on Active Imagination.
- [48] Jung, C.G., Collected Works, 9i, para. 651.
- [49] Jung, C.G., Collected Works, 5, para. 580.
- [50] Jung, C.G., Collected Works, 9ii, para. 370.
- [51] Pranava-Vada, σσ. 84, 311.
- [52] Bailey, Alice A. 1925, A Treatise on Cosmic Fire, New York: Lucis Publishing σ. 1245.
- [53] Bailey, 1925, σ. 1162.
- [54] Boris de Zirkoff, Helena P. Blavatsky, Collected Writings, Wheaton: Quest Books/Theosophical Publishing House, σσ. 1933-1991, επίσης Blavatsky, The Secret Doctrine, Vol. I, σ. 404 και Bailey, 1925, 705 – 706.
- [55] Blavatsky, Secret Doctrine, Vol. II, σ. 355
- [56] Blavatsky, Secret Doctrine, Vol. II, σ. 404.
- [57] de Zirkoff, Collected Works, Vol. XIV, σ. 435.
- [58] Bailey, 1925, σ. 892.
- [59] Bailey, 1925, σσ. 892-895.
- [60] Bailey, 1925, σ. 1162
- [61] Bailey, Esoteric Astrology, σ. 45.
Κ.Κ.