Σύμβολα - Μύθοι
Μούσες, Πηγή Έμπνευσης και Διανόησης
Οι Μούσες, ήταν Θεότητες - προστάτιδες της δημιουργίας, της ποίησης, της ομορφιάς και των τεχνών. Κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, γεννήθηκαν καθώς λένε, κατά τη διάρκεια της γαμήλιας τελετής, όταν ο Δίας ρώτησε τους παριστάμενους θεούς αν τους έλειπε κάτι˙ κι εκείνοι απάντησαν ότι θα ΄πρεπε να φτιάξει κάποιες θεότητες που επάξια και με ταιριαστά λόγια και μουσική να υμνολογήσουν τα κατορθώματά του και τον θαυμαστό τρόπο που έβαλε σε τάξη το Σύμπαν, τον κόσμο των θεών και των ανθρώπων.
Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές, οι Μούσες, ήταν απλές Νύμφες των βουνών και των νερών, που με την πάροδο του χρόνου προβιβάστηκαν σε θεές.
Οι αρχαίοι συγγραφείς διαφωνούσαν και για την καταγωγή τους και για τον αριθμό τους, αλλά και για το ποιό ακριβώς ήταν το έργο τους. Στην αρχή οι δικαιοδοσίες τους ήταν συγκεχυμένες και αόριστες, με το πέρασμα των καιρών ξεκαθάρισαν και απέκτησαν «καθεμία» μια ιδιαίτερη αρμοδιότητα.
Ανεξάρτητα όμως από τις διαφωνίες τους, οι Μούσες συμμετείχαν στα μυθολογικά δρώμενα των αρχαίων Ελλήνων και κατείχαν εξέχουσα θέση στις καρδιές των ποιητών, των αοιδών και γενικά σε όσους ασχολούνται με την τέχνη και την συγγραφή, καθώς προσφέρουν την έμπνευση και το πάθος που χρειάζονται για το έργο τους.
Η ετυμολογία της λέξης Μούσα είναι αμφίβολη, αν και φαίνεται ινδοευρωπαϊκής προελεύσεως. Από αυτή δημιουργήθηκαν στη συνέχεια οι λέξεις μουσική, μουσείο και όλα τα σχετικά παράγωγα.
Το Μούσα, παράγεται από το μαούσα = Μούσα. Το «μα» είναι ρίζα του ρήματος μάω-μω = επινοώ, ερευνώ, ζητώ να μάθω σε βάθος ή ψάχνω διανοητικά. Κατά άλλους προέρχεται από τη ρίζα «μας» ή «μους» που σημαίνει γενιά, παραγωγή, ανάπτυξη έξω από μία αρχή. Για κάποιους η λέξη έχει την ίδια ρίζα με το μανθάνω (ως θεές της παρεχόμενης θεϊκής Γνώσης) ή από το λατινικό mons (που σημαίνει όρος, ως καταρχήν νύμφες των ορέων). Πιθανή προέλευση από το μώσθαι (ζητείσται, από το μώμαι, και μώσις, η αναζήτηση) αναφέρουν ο Πλάτωνας και άλλοι, ενώ η λέξη παραδίδεται συχνά και ως Μώσα (δωρική), Μώα (λακωνική) ή Μοίσα (αιολική). Διατυπώθηκε και η άποψη πως έχει την ίδια ρίζα με τη μύηση, επειδή οι Μούσες μυούν τους απαίδευτους. Πιο πιθανή φαίνεται η προέλευση από το μονθ-yα (πρβ. «μενθήρη» φροντίδα, «μανθάνω»), για την οποία συνηγορεί και η βασική λειτουργία των Μουσών.
Η Αρχική Εμφάνιση των Μουσών
Τις πρώτες πληροφορίες για τις Μούσες, τις βρίσκουμε στην Ιλιάδα του Ομήρου, όπου ο ποιητής τις καλεί να του «πουν», να του θυμίσουν τα γεγονότα και τα πρόσωπα του ηρωικού παρελθόντος. Οι Μούσες τα ξέρουν όλα, τα έχουν δει όλα. Ο ποιητής τα έχει μόνο ακουστά και δεν μπορεί να τα συγκρατήσει στη μνήμη του. Χωρίς τις Μούσες είναι αδύνατη η επική ποιητική δημιουργία.
Ο Ησίοδος στη Θεογονία μας αφηγείται τη γέννηση των Μουσών: «Η Μνημοσύνη που βασίλευε στους λόφους των Ελευθερών με τον γιο του Κρόνου κοιμήθηκε στην Πιερία και τις παρθένες τούτες γέννησε, που κάνουν τα βάσανα να ξεχνάμε και τους πόνους να σταματάνε. Νύχτες εννιά ο συνετός ο Δίας στο ιερό κρεβάτι κοιμάται στο πλάι της Μνημοσύνης, μακριά από όλους τους αθάνατους. Και όταν οι εποχές και οι μήνες τον κύκλο τους συμπλήρωσαν και όταν μέρες πολλές περάσαν, η Μνημοσύνη εννιά κόρες γέννησε, που σ’ όλες το ίδιο πνεύμα έδινε ζωή και όλες τις μάγευε η μουσική και είχαν στο στήθος μια καρδιά που ανήσυχα ποτέ της δεν χτυπούσε. Στην κορυφή κοντά του χιονισμένου Όλυμπου τις γέννησε, όπου όλες τους αντάμα υπέροχα τραγούδια τραγουδούσαν, σε κατοικίες μένοντας περίλαμπρες».
Ο ποιητής παραθέτει και τα ονόματα των εννέα Μουσών: «Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία, και Καλλιόπη, που είναι η πιο δυνατή απ’ όλες, επειδή συντροφιά κάνει με τους σεβαστούς βασιλιάδες».
Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι ένας άνθρωπος από τη Μακεδονία, ο Πίερος, έφτασε στην περιοχή του Ελικώνος φέρνοντας μαζί του και τη λατρεία των εννέα Μουσών. Είχε εννέα κορίτσια, τις Πιερίδες. Τα κορίτσια αυτά ονομάζονταν όπως οι Μούσες, και ήταν αρχικά οι ίδιες οι Μούσες, ή ήταν πλαστές Μούσες που λατρεύτηκαν με τις πραγματικές[1].
Ο Παυσανίας, αλλά και Λατίνοι μυθολογικοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι υπήρχαν δύο γενιές Μουσών, όπου στην πρώτη γενιά ήταν κόρες του Ουρανού και της Γαίας, και στη δεύτερη, κόρες του Δία και της Μνημοσύνης[2].
Ο αριθμός τους επίσης ποικίλει και αναφέρονται τρεις, τέσσερεις, εφτά ή οκτώ, όπως και τα ονόματά τους που αλλάζουν από συγγραφέα σε συγγραφέα.
Ο Παυσανίας μας παραδίδει τα ονόματα τριών αρχικά Μουσών: Μνήμη, Μελέτη, και Αοιδή ως κόρες της Μνημοσύνης που έχουν τη βασική λειτουργία της μνήμης και της γνώσης.
Στους Δελφούς λάτρευαν τρείς άλλες Μούσες, τη Νεάτη ή Νήτη, τη Μέση και την Υπάτη, που σχετίστηκαν με τις τρείς χορδές της αρχαίας μουσικής κλίμακας της λύρας: Η Νεάτη (η κατώτατη των τριών), η Μέση (η μεσαία) και η Υπάτη (η μεγαλύτερη ως προς το μήκος). Τρείς επίσης συναντάμε στην Σικυώνα και επτά στη Λέσβο.
Επικράτησε ωστόσο η άποψη του Ησίοδου που μιλά για εννέα Μούσες. Στην ελληνική Μυθολογία αναφέρεται ότι ο αριθμός εννέα έχει ίσως παρθεί από τον αριθμό των χορευτών σε ορισμένους λατρευτικούς χορούς ή είναι πολλαπλάσιο του αριθμού τρία, αριθμού συνηθισμένου για γυναικείες θεότητες (κόρες).
Ανάλογες θεότητες αναφέρονται στη ρωμαϊκή, την ινδική και την αιγυπτιακή μυθολογία[3], όπου μουσικές και «πεπαιδευμένες» γυναικείες θεότητες, «αυτές που οι Έλληνες ονομάζουν Μούσες», ακολουθούσαν τον αιγύπτιο Διόνυσο-Όσιρι.
Η λατρεία τους κοντά σε πηγές, σε συνδυασμό με κάποιες από τις αρχαίες μαρτυρίες, φαίνεται να υποδεικνύουν ότι αρχικά κατάγονταν από νεράιδες της φύσης. Γρήγορα, ωστόσο, μέσα στην πρώτη προχριστιανική χιλιετία, ήταν ήδη θεές της παρεχόμενης στους θνητούς θεϊκής Γνώσης. Αποτελούσαν, έκτοτε, ένα διαχρονικό πολιτιστικό σύμβολο, με καταγωγή που ανάγεται στις απαρχές της ελληνικής ιστορίας.
Μετεξελίξεις των Μουσών και Συμβολισμός
Οι Μούσες στα έργα του Ομήρου, όπως αναφέραμε, φαίνονται να είναι αποκλειστικά θεές της μνήμης που τον βοηθούν να θυμηθεί ένα γεγονός.
Εκείνες είναι, κατά τον Ησίοδο, οι εννιά αδελφές που μαγεύουν την ψυχή του Δία με τις συγχορδίες και τον έμμετρο λόγο τους. Αχώριστες αποτελούν μια χορωδία που τραγουδάει στους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδας, καθώς και στου Κάδμου και της Αρμονίας.
Είναι γνωστή η στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη θρησκεία και την ποίηση κατά τους πρώτους ελληνικούς χρόνους. Αναφέρουν πως: «Οι πρώτοι ιερείς των Μουσών ήταν ταυτόχρονα και ποιητές που τραγούδησαν τις θεές και οι πρωτόγονοί τους ύμνοι είχανε διαφυλαχτεί από οικογένειες ιερωμένων».
Ο Πλάτωνας στο Φαίδρο αναφέρει τον ακόλουθο μύθο: «Όταν γεννήθηκαν οι Μούσες και δημιουργήθηκε η μουσική, τόσο γοητεύτηκαν οι άνθρωποι εκείνου του καιρού, που δεν τρώγανε μηδέ και πίναν ώσπου σιγά-σιγά πεθαίνανε, χωρίς πόνο. Και βγήκαν από τούτους οι τζίτζικες, η ευνοημένη φυλή των Μουσών που ζουν χωρίς να υποφέρουν από πείνα, χωρίς να τρων, χωρίς να πίνουν, τραγουδώντας από την πρώτη στιγμή που θα γεννηθούν έως τη στιγμή που θα πεθάνουν. Κι έπειτα πηγαίνουν στις Μούσες και λένε σε κάθε μια ποιοί εδώ κάτω τους είναι πιστοί».
Οι Μούσες ήταν φιλικές προς τους ανθρώπους και είχαν αδυναμία στους καλλιτέχνες, οι οποίοι τις επικαλούνταν για να τους «εμπνεύσουν». Είχαν επίσης και μαντικές ικανότητες, σύμφωνα με τον Ησίοδο και τον Πίνδαρο, ενώ ο Πλούταρχος αναφέρει ότι η πρώτη Σίβυλλα[4] είχε ανατραφεί στον Ελικώνα από τις Μούσες.
Ο Πλάτωνας μας πληροφορεί ότι ως Μουσαγέτης, ο αδελφός τους Απόλλωνας, ηγείται των Μουσών και αναφέρει ακόμα πως οι θεοί ελέησαν τους θνητούς χορηγώντας ως συγχορευτές όχι μόνο τις Μούσες και τον Απόλλωνα, άλλα και τον Διόνυσο. Όλοι οι σπουδαίοι ποιητές και μελοποιοί δεν έγιναν σπουδαίοι λόγω της τεχνικής τους επάρκειας, αλλά επειδή ήταν κατεχόμενοι ένθεοι, όπως οι «κορυβαντιώντες». Όποιος, λοιπόν επιχειρεί να πλησιάσει τη θύρα της Ποίησης χωρίς μουσική μανία και πιστεύει πως είναι ποιητής, πρέπει να γνωρίζει ότι θα είναι ατελής τόσο ο ίδιος όσο και η ποίησή του.
Οι Μούσες προσφέρουν στους θνητούς τη θεϊκή Αλήθεια, την έμπνευση, τη γνώση, την έκφραση, την ευψυχία και το όλον της μουσικής δημιουργίας, γενικότερα.
Εκπροσωπούν την ομορφιά της τέχνης, η οποία δεν είναι μόνο αισθητική-μορφική αλλά και ομορφιά περιεχομένου. Θεότητες της «προφορικής παράδοσης», που διασώζουν από το παρελθόν ό,τι θεωρείται απαραίτητο για τη διατήρηση και την επιβίωση της κοινότητας όπως αξίες, αρχές και κανόνες συμπεριφοράς.
Για πολλούς αιώνες, οι Μούσες παρέμειναν μια αδιάσπαστη ομάδα. Η σύναψη κάθε Μούσας με ένα ορισμένο λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό είδος, όπως την ξέρουμε σήμερα, έγινε για πρώτη φορά στους μεταγενέστερους ρωμαϊκούς χρόνους και παρόλο που συχνά βρίσκεται σε αντίθεση με τις αρχαιότερες μαρτυρίες έγινε αποδεκτή.
Ωστόσο αυτές οι δικαιοδοσίες δεν ήταν απόλυτα καθορισμένες. Όπως προείπαμε πρώτος ο Ησίοδος ονοματίζει τις εννέα Μούσες και με την ίδια σειρά θα τις κατονομάσει περίπου διακόσια χρόνια αργότερα και ο πατέρας της ιστορίας, ο Ηρόδοτος. Τα ονόματά τους παραπέμπουν συνήθως και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε μιας:
Η Κλειώ («κλέος»: φήμη, δόξα) είχε διαδοχικά, μεταξύ των δικαιοδοσιών της, τους ύμνους και τους πανηγυρισμούς των ηρώων, αλλά τελικά έγινε η Μούσα της Ιστορίας. Τα κυριότερα σύμβολά της ήταν η σάλπιγγα, η κλεψύδρα και κυρίως ένα χειρόγραφο που ξετυλίγεται.
Η Ευτέρπη («τέρπω»: ψυχαγωγώ) που αρχικά ανήκε στην ακολουθία του Διόνυσου είναι η Μούσα της Αυλητικής Τέχνης. Έχει υπό την προστασία της τη ρητορική, την «περί φύσιν αλήθεια», αλλά και τον τραγικό χορό, τα μουσικά όργανα και τη διαλεκτική. Για σύμβολό της είχε τον διπλό αυλό. Λέγεται πως έσμιξε με τον θρακικό θεό-ποταμό Στρυμόνα και έφερε στον κόσμο τον Ρήσο.
Η Θάλεια («θάλλω: ακμάζω, φυλλοφορώ) που γιαυτήν ο Βιργίλιος αναφέρει πως «δεν ντράπηκε να κατοικεί στα δάση» υπήρξε αρχικά μια αγροτική θεότητα και Μούσα της Βουκολικής Ποίησης. Τη βλέπουμε να επιστατεί στα υπαίθρια συμπόσια και να παίζει έναν ρόλο στα Αγροτικά Διονύσια, από όπου γεννήθηκε η ελληνική Κωμωδία. Ανακάλυψε τη γεωμετρία, την αρχιτεκτονική και τη γεωργία. Το κυριότερο σύμβολό της ήταν η μάσκα (το προσωπείο), που κρατούσε στο αριστερό της χέρι και το ραβδί που κρατούσε στο δεξί, ενώ είχε το κεφάλι της στεφανωμένο με φύλλα κισσού ή νεαρά κλήματα.
Η Μελπομένη («άδουσα», εκ του μέλπομαι: άδω, «μολπή»: ωδή, ύμνος) έγινε στο τέλος η Μούσα της Τραγωδίας και φαίνεται πως απέκτησε τούτη τη δικαιοδοσία λόγω των σχέσεών της με το Διόνυσο. Ο θεός του κρασιού, ονομάζεται «Μελπόμενος» και, καθώς έλεγε ο Παυσανίας, τον είπαν έτσι για τον ίδιο λόγο που έδωσαν στον Απόλλωνα το επίθετο «Μουσαγέτης» λόγω της σχέσης του με τη μουσική και την ποίηση, τις Μούσες και τις Νύμφες. Τα κυριότερα σύμβολά της είναι η τραγική μάσκα και το ρόπαλο του Ηρακλή, ενώ κάποιες φορές εικονίζεται και με τη λεοντή. Πολύ συχνά φοράει στεφάνι από φύλλα αμπέλου σαν τον Διόνυσο.
Η Τερψιχόρη (η «τέρψη που προσφέρει ο χορός») αρχικά επιστατούσε στους Χορούς και στο Χορό του Δράματος, στο τέλος έγινε η Μούσα της Λυρικής Ποίησης. Επινόησε το χορό, την άρπα και την παιδεία. Η τραγωδία γεννήθηκε από τον χορό, για αυτό και η Τερψιχόρη ακολουθεί πάντα την Μελπομένη, όπου ο χορός αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο. Απεικονιζόταν σε χορευτική στάση ή καθιστή, με τα δάκτυλα στις χορδές μιας λύρας - κιθάρας και το κεφάλι γυρτό ακούγοντας τη μουσική της.
Η Ερατώ («αξιέραστος») είναι η προστάτιδα της Ερωτικής Ποίησης και του Γάμου, της Μουσικής και της Διαλεκτικής. Απεικονιζόταν πάντα όρθια με μια λύρα - κιθάρα στο χέρι όπως και η Τερψιχόρη. Είναι η Μούσα του Υμεναίου, θεού του γάμου και των νεόνυμφων, γιου του Απόλλωνα και της Μούσας Καλλιόπης (ή της Τερψιχόρης ή της Ουρανίας). Συχνά, έχει έναν Έρωτα στα πόδια της ή αναπαρίσταται γυμνή, θυμίζοντας την Αφροδίτη.
Η Ουρανία ήταν η Μούσα της Αστρονομίας, προστάτιδα των Ουρανίων Σωμάτων, είχε για σύμβολά της την ουράνια σφαίρα, έναν διαβήτη ή ένα ραβδί, και με αυτά προσδιόριζε πάνω στη σφαίρα τη θέση των αστεριών. Λέγεται ότι ήταν μητέρα του προστάτη του γάμου Υμεναίου (με πατέρα τον Διόνυσο) και του περίφημου μουσικού Λίνου (με πατέρα τον Απόλλωνα).
Η Καλλιόπη, («με την ωραία όψη») η πιο σεβαστή και η πρώτη από τις Μούσες, ήταν πάνω από όλα θεά της Επικής Ποίησης. Είχε για σύμβολα τη «γραφίδα» και το «αβάκιον». Απεικονιζόταν καθιστή και σκεφτική, έτοιμη να γράψει, ενώ στηρίζει με το χέρι το κεφάλι της και έχει τον αγκώνα στα γόνατα. Θεωρείται μητέρα του μεγάλου μουσικού Ορφέα[5].
Ως πιο σεβαστή από τις εννέα Μούσες ο Ησίοδος αναφέρει την Καλλιόπη, και δεν τον αμφισβήτησε κανείς. Ο Πλάτωνας, πολύ αργότερα, πρόσθεσε τιμητικά ως δέκατη Μούσα ένα ιστορικό πρόσωπο, την ποιήτρια Σαπφώ.
Η Λατρεία των Μουσών
Η λέξη Μούσα έγινε σταδιακά ταυτόσημη με την Τέχνη, και κάθε ναός ή βωμός αφιερωμένος στις Μούσες ονομαζόταν Μουσεῖον. Ο χώρος όπου καλλιεργούνταν οι τέχνες και τα γράμματα χαρακτηρίζονταν επίσης Μουσεῖον. Γι' αυτό η Αθήνα ήταν τὸ τῆς Ἑλλάδος Μουσεῖον, γιατί εκεί προάγονταν όλοι οι κλάδοι του επιστητού.
H λατρεία των Μουσών ίσως γεννήθηκε αρχικά από το θεϊκό Νου και τη Μνήμη στην Πιερία και τον Όλυμπο, και πιθανόν μεταδόθηκε στη Βοιωτία. Τα ιερά των Μουσών, στα ιστορικά χρόνια, ήταν διαδεδομένα σε όλο τον ελληνικό κόσμο και στις αποικίες του (Ελικών, Παρνασσός, Θεσπιές, Αττική, Σπάρτη, Τροιζήνα, Κόρινθος, Ολυμπία, Δελφοί, Μεγαλόπολις, Ιθώμη, Τεγέα, Πριήνη, Κρότων, Αλεξάνδρεια κ.α.). Οι κατά τόπους Μούσες έπαιρναν συχνά το όνομα του τοπικού ιερού.
Ζούσαν στον Όλυμπο, τραγουδώντας και χορεύοντας δίπλα στον πατέρα τους, τον Δία. Εκεί τραγούδησαν μετά τη νίκη των Ολυμπίων με τους Τιτάνες το αρχαιότερο άσμα τους και με αυτό μαρτυρείται και η αρχαία λατρεία τους. Τότε ο βασιλιάς Αρχέλαος καθιέρωσε στο Δίον δραματικούς αγώνες προς τιμήν του Δία και των Μουσών[6], ενώ είχαν σχέση και με τη λατρεία του Διόνυσου και του Ορφέα.
Η πατρίδα του Ησίοδου, η ΄Ασκρα, λέγεται πως ήταν η πρώτη πόλη που λατρεύτηκαν οι Μούσες. Ναός δεν υπήρχε παρά μόνο βωμός και διάσπαρτα αγάλματα κάτω από τη σκιά των δέντρων. Όπως αναφέρει ο Παυσανίας μπορούσες εκεί να δεις συμπλέγματα Μουσών του Κηφισόδοτου και του Στρογγυλίωνα, ένα άγαλμα του Θάμυρη, όπου εικονιζόταν τυφλός κρατώντας στο χέρι μια λύρα σπασμένη και ένα άγαλμα του Ησίοδου, όπου εικονιζόταν καθιστός, με μια κιθάρα στα γόνατα.
Σύμφωνα με τον Ησίοδο οι Μούσες είχαν απεικονιστεί πάνω στην ασπίδα του Ηρακλή: «Έβλεπες την ιερή χορωδία των αθάνατων πάνω στην ασπίδα και στη μέση της χορωδίας ο γιος του Δία και της Λητούς έβγαζε από τη λύρα του ήχους μαγευτικούς... Και οι Μούσες της Πιερίας τραγουδούσανε πρώτες...».
Ο Κλαύδιος Αιλιανός αναφέρει ότι, «Ούτε γλύπτης ούτε κανείς ζωγράφος απεικόνισε τις κόρες του Δία οπλισμένες, που σήμαινε ότι όσοι ασχολούνται με τις Μούσες πρέπει να διάγουν βίο ειρηνικό και πράο».
Στην Αθήνα, είχαν ονομάσει μια κορυφή κοντά στην Ακρόπολη «Μουσεῖον» προς τιμή τους, ενώ ο Πλάτωνας είχε χτίσει βωμό στο όνομά τους στην Ακαδημία του. Ίχνη της λατρείας τους βρέθηκαν στην Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, όπου μάλιστα λεγόταν ότι είχε γίνει ο αγώνας τραγουδιού μεταξύ Μουσών και Σειρήνων. Επίσης τις τιμούσαν και σε πολλές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, στις ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας. Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ιδρύθηκε το Μουσείο, ένα φημισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα αφιερωμένο στις Μούσες.
Οι θυσίες που γίνονταν στις Μούσες ήταν ιδιόμορφες. Δεν έσφαζαν ζώα και οι σπονδές τους δεν περιείχαν κρασί. Σκέπαζαν το βωμό με κλαδιά ελιάς, έκαιγαν θυμίαμα και σπόρους σταριού, ζαχαρωμένους με μέλι και τέλος έχυναν τη σπονδή που αποτελείτο από νερό ή μέλι με νερό. Τα ιερά τους φυτά ήταν το ρόδο και ο κισσός και αγαπημένο τους πουλί το αηδόνι.
Η μουσική έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο ιδιαίτερα στα Μεγάλα Παναθήναια και τα Μεγάλα Διονύσια, όπου μουσική, άσμα και όρχηση ήταν άρρηκτα δεμένα με τις εκδηλώσεις. Στο πλαίσιο των γιορτών όχι μόνο γίνονταν διαγωνισμοί αλλά αναπτύχθηκαν και τα σημαντικότερα μουσικά και ποιητικά είδη της εποχής με αποκορύφωμα βέβαια το Αρχαίο Δράμα.
Επίσης, ανάμεσα στις τέσσερις μεγάλες ελληνικές γιορτές, τελούνταν κάθε πέντε χρόνια, οι Θεσπιείς αγώνες, τα «Μουσεία», προς τιμή των Μουσών (τον 3ο π.Χ. αιώνα). Λέγεται ότι ήταν αποκλειστικά μουσικοί και ποιητικοί αγώνες, με έπαθλο ένα απλό στεφάνι. Οι αρχαιότεροι καταχωρημένοι αγώνες που γνωρίζουμε είναι τα «Κάρνεια» στην Αρχαία Σπάρτη, μια πόλη όπου η Μουσική γενικότερα κατείχε εξέχουσα θέση και στην εκπαίδευση των νέων.
Οι Μούσες και η Μουσική
Παρά τις διαφορετικές αρμοδιότητες που είχαν οι Μούσες, παραχώρησαν στη μουσική το προνόμιο να φέρει το όνομά τους. Έτσι, η ελληνική λέξη «μουσική» χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει την τέχνη των ήχων τόσο στους αρχαίους έλληνες, όσο και στους μετέπειτα πολιτισμούς, όρος που αναφέρεται στην παγκόσμια πλέον τέχνη των ήχων.
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν πως η μουσική ήταν η επιστήμη των αρμονικών σχέσεων του σύμπαντος που βασίζεται στις αναλλοίωτες σταθερές αρχές. Δεν ήταν απλά η τέχνη του συνδυασμού τόνων ή το ταλέντο της αναπαραγωγής τους με ευχάριστο τρόπο. Η μουσική ήταν νόηση, ήταν διάνοια, ήταν πνευματική καλλιέργεια και γνώση.
Έχοντας θεϊκό χαρακτήρα θεράπευε ψυχή και σώμα, εξάγνιζε, καταπράυνε, ενέπνεε, παρακινούσε αλλά και ηρεμούσε τη μανία των ανθρώπων. Τη χρησιμοποίησαν για θεραπεία ψυχικών και σωματικών παθήσεων αποκαθιστώντας την αρμονία η οποία είχε διαταραχθεί.
Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι η μουσική είναι ένα είδος συναισθηματικής κάθαρσης, ενώ ο Πλάτωνας τη χαρακτήριζε ως το φάρμακο της ψυχής. Μαζί με άλλους φιλοσόφους εμβάθυναν τόσο στην αισθητική και ψυχολογία της μουσικής ώστε διαμόρφωσαν τη θεωρία του ήθους ή ηθική θεωρία της μουσικής, που διαπραγματεύεται την επίδρασή της στη συναισθηματική και ψυχική φύση του άνθρωπου.
Ο Ιάμβλιχος σημείωνε ότι οι Πυθαγόρειοι πάντα χρησιμοποιούσαν τη μουσική για αποκατάσταση της υγείας με μελωδίες που αποκαθιστούσαν τα ψυχικά πάθη, τις μελαγχολίες και τους πόνους.
Οι μουσικές θεραπευτικές πρακτικές θεμελιώνονταν πάνω στην αντίληψη ότι ο κόσμος των ήχων και ο εσωτερικός κόσμος της ψυχής συνδέονται μυστικά.
Σύμφωνα με τη Διδασκαλία του Πλάτωνα, η μουσική είχε συμμετοχή σε όλες τις αρμονικές τέχνες. Στο τραγούδι, στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στην αρχιτεκτονική, στην ομιλία, καταλήγοντας πως σε όλες τις εκδηλώσεις του ήχου εκφράζεται η μουσικότητα. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε μια τελετή για όλες τις Μούσες, όπου η τραγωδία, ο χορός και η ρυθμική κίνηση υπηρετούσε την αρμονία του Κόσμου.
Ήταν στενά συνδεδεμένη με τα Μαθηματικά και τη Φιλοσοφία αλλά και με την Ποίηση και το Θέατρο και έπαιξε τεράστιο ρόλο γιατί χάρη σε αυτήν διασώθηκαν τα Ομηρικά Έπη και οι Τραγωδίες. Είχε πρωτεύουσα θέση σε κάθε εκδήλωση (θρησκευτική ή κοινωνική), γιατί γνώριζαν τη δύναμή της και την ηθοπλαστική της αξία. Οι θυσίες, οι γάμοι, οι κηδείες, τα συμπόσια, οι αγώνες, η καθημερινή εργασία, τα θεάματα ακόμη και ο πόλεμος τελούνταν πάντα με τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Στους γάμους η νύφη οδηγείτο στη νέα της κατοικία με τη συνοδεία αυλών. Στις κηδείες «θρήνοι έμμελοι» προέπεμπαν τους νεκρούς στην τελευταία τους κατοικία.
Από ιστορικής άποψης η διδασκαλία της μουσικής φαίνεται πως άρχισε στην Ελλάδα παλαιότερα από ό,τι η διδασκαλία των γραμμάτων. Σε όλες τις εποχές οι αρχαίοι Έλληνες μάθαιναν μουσική και χορό και θεωρούσαν την εκμάθηση του τραγουδιού και των μουσικών οργάνων ως τη βάση της εκπαίδευσης των ελεύθερων πολιτών.
«Μούσες Πιερίδες,
λαμπρά τέκνα Διός και Μνημοσύνης,
ακούστε την ευχή μου.
Χαρίστε μου εύνοια των θεών,
υπόληψη στους ανθρώπους».
Σόλων, Fragmenta 13.1.
Βλέπουμε πως η παρουσία των Μουσών στο ελληνικό Πάνθεο ήταν πράγματι ένα θείο δώρο. Δεν κράτησαν για τον εαυτό τους τα χαρίσματά τους αλλά τα πρόσφεραν γενναιόδωρα σε θεούς και ανθρώπους εμπλουτίζοντας τη σκέψη και τα συναισθήματα κάνοντας τη ζωή τους καλύτερη.
Δώρισαν την Μουσική, τη γλώσσα των αγγέλων και του Απόλλωνα. Την Ποίηση, την ομιλούσα ζωγραφική. Τον Χορό, την αρμονία της κίνησης του σώματος. Το Θέατρο, την ευφροσύνη της ψυχής και του νου. Την Αστρονομία, για την εξερεύνηση του σύμπαντος, με τους δορυφόρους και τους γαλαξίες, το αστέρι της αυγής και τον αποσπερίτη. Όλη αυτή η υψηλή τέχνη μας παροτρύνει σε ενέργειες όπου θεραπεύουν, καλλιεργούν και εξισορροπούν την ύπαρξη και την φαντασία μας.
Σημειώσεις
[1] Ελληνική Μυθολογία, Τόμος 2, Ι.Θ. Κακριδής, Εκδοτική Αθηνών.
[2] Ελλάδος Περιήγησης, 9,29,1.
[3] Σύμφωνα με τον Καρλ Γιουνγκ (Carl G. Jung), οι μύθοι και οι τελετουργίες αντιπροσωπεύουν τις μη συνειδητές διεργασίες ολόκληρων φυλών. Έχουν προσαρμοστεί στις κοινές ανάγκες αμέτρητων γενεών με μια πορεία συμβατικοποίησης, που έχει απαλείψει τα προσωπικά στοιχεία. Παραμένουν τα γενικά θέματα που είναι κοινά σε όλα τα άτομα της ομάδας. Το γεγονός ότι ισοδύναμοι μύθοι και τελετουργίες μοιάζουν υπερβολικά μεταξύ τους, ακόμα και στις λεπτομέρειες , στις κουλτούρες πολύ απομακρυσμένων λαών, δείχνει ότι αντιπροσωπεύουν γενικά ψυχικά θέματα που ισχύουν για ολόκληρη την ανθρωπότητα, σε όλα τα μέρη του πλανήτη.
[4] Οι Σύβιλλες, ήταν οι πιο αρχαίες προφήτισσες του Απόλλωνα. Ξακουστή, ως πρώτη ιέρεια του Απόλλωνα στους Δελφούς, ήταν η Σίβυλλα Ηροφίλη (Ιεροφίλη).
[5] Ο Ορφέας ήταν μυθικός ποιητής, περίφημος μουσικός και τραγουδιστής. Υπήρξε θεμελιωτής του ορφισμού, μιας θρησκευτικής τάσης μυστικιστικού χαρακτήρα που αναπτύχθηκε κυρίως τον 6ο αιώνα π.Χ., ενώ οι οπαδοί του ονομάστηκαν ορφικοί. Λέγεται ότι γεννήθηκε στο σπήλαιο των Μουσών, στα Λείβηθρα, και ότι στην ποίηση και στη μουσική τον μύησαν οι ίδιες οι Μούσες, άλλοι θεωρούν δάσκαλό του τον Απόλλωνα, που του έκανε δώρο την λύρα. Η εξαίσια μουσική του Ορφέα μάγευε ανθρώπους, ζώα, δέντρα και πουλιά, ακόμα και άψυχα όντα. Οι βράχοι έκλαιγαν, τα δέντρα χόρευαν και υποκλίνονταν στο πέρασμα του, τα πουλιά πετούσαν πάνω από το κεφάλι του και τα άγρια θηρία ημέρευαν δίπλα του. Εκτός από τη μουσική (την οποία λένε ότι εφηύρε ο ίδιος) κατείχε και την τέχνη της μαντείας.
[6] Διόδωρος Σικελιώτης 17.16.3-4.
Βιβλιογραφία
• Ζακ Ρισπέν, Ελληνική Μυθολογία, Τριήρης (1990).
• Ελληνική Μυθολογία, Τόμος 2, Ι.Θ. Κακριδής, Εκδοτική Αθηνών (1990).
• Νίκος Φαρούπος, Ο Κόσμος των Φανταστικών Όντων των Αρχαίων Ελλήνων, Κέδρος (2004).
• Καρλ Γιουνγκ, Σύμβολα της Μεταμόρφωσης, Αρσενίδη (1991).
• Manouela Dun Masceti, Το Τραγούδι της Θεάς Εύας, Γκοβόστη (1990).
Ε.Γ.