Κοινωνία - Κόσμος
Σιμόν ντε Μποβουάρ: το ταξίδι της Γυναίκας στη Ζωή

Σιμόν ντε Μποβουάρ (Simone de Beauvoir 1908-1986), Γαλλίδα συγγραφέας, φιλόσοφος, διανοούμενη, ακτιβίστρια και φεμινίστρια· υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές της γαλλικής διανόησης του 20ού αιώνα, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του υπαρξιστικού και φεμινιστικού λόγου.
Το όνομά της παραμένει στενά συνδεμένο με εκείνο του διάσημου φιλοσόφου Ζαν-Πολ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre), με τον οποίο η μακροχρόνια συντροφική και πνευματική σχέση υπήρξε θρυλική. Το έργο της Το Δεύτερο Φύλο θεωρείται ο σημαντικότερος λόγος που έγινε διάσημη, καθώς θεωρείται η «Βίβλος του Φεμινισμού».
Η Ζωή και το Έργο της
Το πλήρες όνομα της ήταν Σιμόν Λισί Ερνεστίν Μαρί Μπερτράν ντε Μποβουάρ (Simone-Lucie-Ernestine-Marie Bertrand de Beauvoir). Γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1908 στο Παρίσι, από αριστοκρατική οικογένεια. Η μητέρα της Φρανσουάζ Μπρασέρ (Françoise Brasseur) ήταν μία εύπορη αστή, που μεγάλωσε τη Σιμόν και τη μικρότερή της αδελφή Ενριέτ-Ελέν ντε Μποβουάρ (Henriette-Hélène de Beauvoir) σε ένα αυστηρό συντηρητικό περιβάλλον, με πολλούς περιορισμούς. Ο πατέρας της Ζορζ Μπερτράν ντε Μποβουάρ (Georges Bertrand de Beauvoir), δικηγόρος με πνευματικές ανησυχίες, έστρεψε τη Σιμόν στην εκπαίδευση ώστε να αποκατασταθεί επαγγελματικά, καθώς η οικογένεια είχε χάσει σχεδόν όλη την περιουσία της.
Εκείνη αφοσιώθηκε στις σπουδές της και παράλληλα έμαθε το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ένα καθώς πρέπει κορίτσι καθολικού θρησκεύματος. Έγινε η ευσυνείδητη κόρη που αργότερα περιγράφει στα απομνημονεύματά της:
Διαμόρφωσα από την αρχή την προσωπικότητα που ήθελα να παρουσιάζω στον κόσμο. Και μου εξασφάλιζε τόσο πολλούς επαίνους και τέτοια ικανοποίηση η προσωπικότητα αυτή, που τελικά ταυτίστηκα με τον χαρακτήρα που είχα κατασκευάσει.
Η ζωή στο σπίτι της οικογένειας δεν ήταν εύκολη, εξαιτίας της σχέσης των γονέων της, αλλά και της ατμόσφαιρας που δημιουργούσε η ευσεβής μητέρα που θυσιαζόταν για την οικογένεια. Επιπλέον, η σχέση της Σιμόν με τη μητέρα της υπήρξε περίπλοκη και συχνά τεταμένη, κάτι που αποτυπώνεται ιδιαίτερα στο αυτοβιογραφικό της έργο. Για την ίδια τη Σιμόν, ο ρόλος της συζύγου ή της μητέρας δεν υπήρξε τελικά προτεραιότητα στην πορεία της εξέλιξής της.
Η γνωριμία με τον φιλόσοφο Ζαν-Πολ Σαρτρ, το 1921, ήταν σταθμός στη ζωή της. Δεν άργησαν να ερωτευθούν, υπήρξαν ωστόσο ένα αντισυμβατικό ζευγάρι για την εποχή. Δεν έζησαν ποτέ κάτω από την ίδια στέγη και η σχέση τους δεν ήταν αποκλειστική, παρέμειναν όμως μαζί μέχρι τον θάνατο του Σαρτρ, το 1980. Συμφώνησαν να εργαστούν από κοινού για να προάγουν τις φιλοσοφικές τους ιδέες περί ελευθερίας, αναπτύσσοντας επιπλέον μία βαθιά σχέση φιλίας και θαυμασμού ο ένας για τον άλλο.
Ήταν ένα πνεύμα ελεύθερο, αλλά και ιδιόρρυθμο στον τρόπο έκφρασής του. Η ζωή της ολόκληρη υπήρξε ανατρεπτική και επαναστατική, έντονα στραμμένη στα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής. Συνδέθηκε φιλικά με τον Αμερικανό συγγραφέα και διανοούμενο Ρίτσαρντ Ράιτ (Richard Wright), σημαντική μορφή του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ, έχοντας κοινό ενδιαφέρον για προβλήματα όπως η καταπίεση ανθρώπων, ο ρατσισμός και η αποικιοκρατία, αλλά και με τον Τζέιμς Μπόλντουιν (James Baldwin), Αμερικανό συγγραφέα και ακτιβιστή για τα πολιτικά δικαιώματα.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, ήρθε σε επαφή με σημαντικές φυσιογνωμίες, όπως ο Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus), ο Ζαν Ζενέ (Jean Genet), ο Πάμπλο Πικάσο (Pablo Picasso) και άλλα «αντιστασιακά στοιχεία» του Παρισιού. Επιπλέον, πήρε μέρος στην οργάνωση «Σοσιαλισμός και Ελευθερία» που ίδρυσε ο Σαρτρ στο πλαίσιο της γαλλικής αντίστασης. Το 1960, η Σιμόν και ο Σαρτρ επισκέφθηκαν την Κούβα μετά την πρόσκληση του Φιντέλ Κάστρο (Fidel Castro). Στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του Μάη του ’68 συντάχθηκε με το φοιτητικό κίνημα, και το θρυλικό καφέ Les Deux Magots του Παρισιού υπήρξε βασικό σημείο συγκέντρωσης διανοούμενων.
Αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή της στην υποστήριξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και ιδιαίτερα της γυναίκας, για μία καλύτερη θέση και μεταχείρισή της στην κοινωνία. Δεν είναι άλλωστε τυχαία και η διάσημη φράση της «δεν γεννιόμαστε γυναίκες, γινόμαστε». Θεωρείται μητέρα του φεμινισμού, προσφέροντας μέσα από τα γραπτά της μία ριζοσπαστική ερμηνεία στο τι είναι γυναίκα. Θέλησε να μιλήσει δυναμικά μέσα από τα κείμενά της για τις γυναίκες, δίνοντας φωνή στη «βιωμένη εμπειρία» τους. Παρουσίασε τον ρατσισμό και τον σεξισμό που βιώνουν, εντοπίζονταν τις ρίζες τους στην κουλτούρα.
Τη δεκαετία του ’70 πρωτοστάτησε στις διαδηλώσεις για το δικαίωμα στην νόμιμη άμβλωση και υπέγραψε μεταξύ άλλων το διάσημο κείμενο με τις 342 υπογραφές γυναικών, που δήλωναν ότι είχαν προχωρήσει σε μη νόμιμη άμβλωση. Υπήρξε έντονα ανατρεπτική, αμφισβητώντας τις απόψεις αξιόπιστων μελετητών, ανδρών και γυναικών, από γιατρούς μέχρι ψυχολόγους, από μυθιστοριογράφους έως συγγραφείς, και καλούσε τις γυναίκες να εκφράζουν ελεύθερα τις εμπειρίες τους, τόσο για τον έρωτα όσο και για άλλα τους βιώματα.
Το 1946, στο δοκίμιό της Για μία Ηθική της Αμφισβήτησης, άσκησε έντονη κριτική στους φιλοσόφους για το γεγονός ότι προσπαθούσαν να δραπετεύσουν από την πραγματικότητα. Επιπλέον, πρότεινε μία ηθική που θα αναδείκνυε την αμφισημία της ανθρώπινης ζωής, έτσι ώστε οι άνθρωποι να έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν τι θέλουν να είναι –όχι μια για πάντα, αλλά «στιγμή τη στιγμή για μία ολόκληρη ζωή». Με το έργο της διατράνωσε ότι αληθινά ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που δεν αντέχει να είναι ακόλουθος κάποιου άλλου.
Υπήρξε πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό. Επιδόθηκε στη μελέτη διαφορετικών επιστημονικών συγγραμμάτων, για μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να καταλήξει στη θεωρία περί χειραφέτησης των γυναικών. Το απαύγασμα των ερευνών και των απόψεών της περί γυναίκας συνοψίζεται στο φιλοσοφικό δοκίμιο Το Δεύτερο Φύλο, που εξέδωσε το 1949, κάνοντάς την διάσημη σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η ίδια έχει αναφέρει σχετικά για Το Δεύτερο Φύλο:
Το Δεύτερο Φύλο το θεωρώ απαραίτητο, για τις γυναίκες και για τους άντρες. Μέσα απ’ το βιβλίο βγαίνει η ψυχολογία της γυναίκας, σ’ όλα τα στάδια της εξέλιξής της. Αναφέρω την ιστορία του φεμινιστικού κινήματος, απόψεις συγγραφέων, όπως του Μπρετόν (André Breton), που στα μάτια του η γυναίκα αντιμετωπίζεται σαν ποίηση.
Αν πάντως η γυναίκα παρουσιάζεται σήμερα δυσκολοπροσάρμοστη, χωρίς αρμονία, δίχως ισορροπημένους προσανατολισμούς, σ’ αυτό φταίνε οι αιώνες της τυραννίας των αρσενικών. Μα η γυναίκα κρατάει μέσα της μια θαυμαστή δύναμη.
Βέβαια αυτό το βιβλίο, που πήρε το βραβείο Γκονκούρ, με την τολμηρή του αλήθεια δυσαρέστησε την Καθολική Εκκλησία και το Βατικανό, αλλά εγώ δεν το θεωρώ τόσο κήρυγμα φεμινιστικό, όσο πιο πραγματική εικόνα της γυναίκας.
Ο Ρόλος της Γυναίκας
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ διερεύνησε τη θέση της γυναίκας μέσα από τα δεδομένα της βιολογίας, της ψυχανάλυσης και του ιστορικού υλισμού. Μελέτησε τους ρόλους της σε κάθε φάση της ζωής της, από τη βρεφική έως τη σεξουαλική μύηση, από την ωριμότητα μέχρι τα γεράματα. Συμπεριέλαβε διάφορες καταστάσεις της, όπως σύζυγος, μητέρα, ιερόδουλη, ομοφυλόφιλη, ναρκισσίστρια, ερωτευμένη, μυστικίστρια. Ανέλυσε και επισήμανε τον ρόλο που της έχει αποδοθεί ανά τους αιώνες, αλλά και τις διαδικασίες που σταδιακά οδήγησαν στην ανισότητα των δύο φύλων.
Προσπάθησε να δείξει τους τρόπους με τους οποίους η ταυτότητα της γυναίκας κατασκευάζεται μέσα από τα πρότυπα της κοινωνίας. Θεωρούσε ότι η γυναίκα αντιμετωπίζεται ως το τυπικό παράδειγμα του «Άλλου», και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους της καταπίεσής της:
Η γυναίκα είναι το τυχαίο, το επουσιώδες, το αντίθετο του ουσιώδους.
Ο άνδρας είναι το υποκείμενο, αυτός είναι το απόλυτο –η γυναίκα είναι ο Άλλος.
Αναφέρθηκε σε όλες εκείνες τις συνθήκες που συχνά οδηγούν στον υποβιβασμό της γυναίκας και στις επιπτώσεις που αυτό έχει όταν υποχρεώνεται να παντρευτεί και να εγκαταλείψει την καριέρα της. Η κοινωνία, οι γονείς, η εκπαίδευση, η θρησκεία, όλα, αναφέρει, επιβεβαιώνουν στις γυναίκες μία άνιση μεταχείριση σε σχέση με τους άνδρες και την ανάγκη να έχουν σύζυγο.
Θεωρούσε ότι στα διάφορα στάδια της ζωής του, ένα κορίτσι είναι σύνηθες να ανατρέφεται ώστε να είναι υπάκουο, ήπιο, εξαρτώμενο και παθητικό. Η κοινωνία επενεργεί στο κορίτσι με έναν τρόπο που την υποχρεώνει να δεχτεί τη ζωή της εργασίας στο σπίτι και την τεκνοποίηση, χωρίς ποτέ να διαμαρτύρεται. Μαθαίνει να σκέφτεται ότι είναι το ίδιο το καθήκον της, ο λόγος που γεννιέται.
Το ότι το παιδί είναι ο υπέρτατος στόχος της γυναίκας είναι μία δήλωση που έχει ακριβώς την αξία ενός διαφημιστικού σλόγκαν.
Κατά την Μποβουάρ, σε ολόκληρη την πορεία της ανθρώπινης εξέλιξης, η μητρότητα έχει λατρευτεί αλλά και επικριθεί –η μητέρα φέρνει τη ζωή και ταυτόχρονα συνδέεται με τον θάνατο, θυσιάζοντας την ύπαρξή της. Μεταμορφώνεται σε σύμβολο της ζωής, και σε αυτήν τη διαδικασία της κλέβουν την ατομικότητα. Αναμένεται ότι οι γυναίκες γεννιούνται για να γεννήσουν, να μεγαλώσουν τα παιδιά και να ξεχάσουν τη δική τους ατομικότητα, για να γίνουν μητέρες.
Μιλά για την παγίδα που σε πολλές περιπτώσεις αντιπροσωπεύει ο γάμος για τις γυναίκες και τα παιδιά, με ευθύνες πιο βαριές για εκείνες από ό,τι για τους άνδρες, και λόγω του ρόλου τους δεν αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως άτομα έξω από το σπίτι. Πολλές φορές, μάλιστα, μία γυναίκα θυσιάζει την καριέρα της προκειμένου να εξελιχθεί ο σύζυγός της. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να εγκαταλείπει, παρά τη θέλησή της, την καριέρα και ο άνδρας δεν πρέπει να την αποθαρρύνει.
Ο γάμος, όπως κάθε άλλη αυθεντική επιλογή, πρέπει ανά πάσα στιγμή να επιλέγεται ενεργά,
αλλιώς είναι μία πτήση από την ελευθερία σε έναν στατικό θεσμό.
Ίσως όλα αυτά να ακούγονται λίγο υπερβολικά σε κάποιους. Ίσως, ακόμα, όλοι εκείνοι οι αγώνες για μία καλύτερη θέση της γυναίκας να έβαλαν τελικά το λιθαράκι τους προς το καλύτερο. Μια ματιά, ωστόσο, του τι συμβαίνει στον «σύγχρονο, εξελιγμένο κόσμο», μπορεί να μας εκπλήξει από τη διαχρονικότητα των λόγων της Σιμόν ντε Μποβουάρ.
Για την Ισότητα μεταξύ Γυναικών και Ανδρών
Η Μποβουάρ, μιλώντας για την κατάσταση των γυναικών παγκοσμίως, συνειδητοποιεί ότι ο άνδρας και η γυναίκα είναι τελικά συνυπεύθυνοι για τις προκατασκευασμένες αξίες και πεποιθήσεις που έχουν αναπτυχθεί. Υποστηρίζει ότι τα βασικά δικαιώματα του ατόμου θα πρέπει να στηρίζονται στην ισότητα δικαιωμάτων γυναίκας και άνδρα, τα οποία θεμελιώνονται στην κοινή δομή της ύπαρξής τους, ανεξάρτητα από το φύλο τους.
Σε έναν κόσμο όπου τα δύο φύλα θα ήταν ίσα, και τα δύο θα ήταν πιο ελεύθερα.
Παρόλα αυτά, συνήθως οι άνδρες ευνοούνται, με το προνόμιο να εκφράζονται μέσω των έργων τους, ενώ οι γυναίκες δεν είναι λίγες οι φορές που εξαναγκάζονται σε μία ζωή επαναλαμβανόμενης και μη δημιουργικής πραγματικότητας. Ωστόσο, οι γυναίκες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε παρόμοια είδη δραστηριοτήτων και έργων με τους άνδρες. Μέσω της εργασίας τους, μπορούν να απελευθερώνονται, με όλους τους κίνδυνους, τα ρίσκα και την αβεβαιότητα που θα μπορούσε αυτό να συνεπάγεται.
Επιπλέον, συνδέει την ανισότητα των φύλων με τον καταμερισμό της εργασίας στο σπίτι και της χαμηλής συμμετοχής των γυναικών σε τομείς όπως οι διευθυντικές θέσεις και η πολιτική. Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι οι υψηλότερες θέσεις προορίζονται κυρίως για άνδρες. Υπάρχει, λοιπόν, πάντα μία ανισότητα, αναφέρει, που πρέπει να προσπαθήσουμε να την κατανοήσουμε για να γνωρίσουμε πώς να διορθώσουμε την κατάσταση στο μέλλον.
Υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητο για τις γυναίκες να ενσωματωθούν στην κοινωνία με δικαιώματα και υποχρεώσεις αντίστοιχα των ανδρών και με όλα τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από κάτι τέτοιο· όπως η ισότητα των μισθών, η δυνατότητα ελέγχου των γεννήσεων και όλες οι αστικές, πολιτικές και νομικές αναγνωρίσεις που κατέχουν οι άνδρες. Χρειάζεται να αντιμετωπίζονται ισάξια, και οι νόμοι, οι κοινωνικές δομές (όπως η παιδική μέριμνα), τα έθιμα και η εκπαίδευση να ανανεώνονται για να προάγουν την ισότητα.
Κατά την Μποβουάρ, η αντίληψη που θέλει τις γυναίκες να είναι υποδεέστερες χρονολογείται από τους πρωτόγονους χρόνους, μία εποχή που η επιβίωση του ανθρώπου εξαρτιόταν από τη σωματική του δύναμη. Θεωρεί, επίσης, ότι η διάκριση των φύλων και η γυναικεία θέση είναι κοινωνικές κατασκευές, θεμελιωμένες από τους άνδρες που συνήθως διαμόρφωσαν την ιστορία της ανθρωπότητας. Επιπλέον, όταν τελικά η κάθε μορφή θρησκείας ανέλαβε να κυριαρχήσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, η μοίρα των γυναικών δεν βελτιώθηκε.
Σε κάθε περίπτωση, η Μποβουάρ διατηρεί τη θεμελιώδη πεποίθηση ότι κάθε άτομο, ανεξάρτητα από το φύλο, την κοινωνική τάξη ή την ηλικία, θα πρέπει να ενθαρρύνεται να ορίζει τον εαυτό του και να λαμβάνει την ατομική ευθύνη που συνεπάγεται η ελευθερία. Ως εκ τούτου θεωρεί ότι, δεν μπορούμε να λέμε πάντα ότι η γυναίκα είναι εντελώς αθώα στην υποταγή της.
Η αμοιβαία κατανόηση των γυναικών προέρχεται από το γεγονός ότι ταυτίζονται μεταξύ τους.
Αλλά για τον ίδιο λόγο κάθε μία είναι εναντίον των άλλων.
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Η Ηθική της Ασάφειας, «υπάρχουν πολλές πιθανές συμπεριφορές, όπου η ανθρώπινη ύπαρξη διαφεύγει της ευθύνης της μέσω προκατασκευασμένων αξιών και πεποιθήσεων». Πολλές γυναίκες είναι κατά κάποιον τρόπο συνένοχες στη δική τους υποταγή, λόγω των φαινομενικών ωφελειών που μπορεί αυτό να αποφέρει, με την προσωρινή παύση από την ευθύνη.
Εξετάζει, μάλιστα, τρεις συγκεκριμένες «ψευδείς» στάσεις όπου οι γυναίκες αποκρύπτουν την ελευθερία: Η ναρκισσιστική, η ερωτευμένη και η μυστικιστική. Και στις τρεις αυτές συμπεριφορές οι γυναίκες αρνούνται την αρχική ουσία της ελευθερίας τους, βυθίζοντάς την στο αντικείμενο. Στην πρώτη περίπτωση το αντικείμενο είναι ο ίδιος ο εαυτός της, στη δεύτερη ο αγαπημένος της και στην τρίτη το απόλυτο ή ο Θεός.
Περί Αφοσίωσης και Έρωτα μεταξύ των Φύλων
Πίστευε ότι οι γυναίκες χρειάζεται να αναγνωρίζουν και να αναπτύσσουν την αφοσίωση μεταξύ των φύλων, επειδή η ενότητα αποτελεί πάντοτε τη βάση για τα καλύτερα αποτελέσματα. Δεν αρκεί να απελευθερωθούν μόνες τους. Μόνο μέσω της ενότητας και της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών μπορεί η κοινωνία να προοδεύσει. Επομένως, χρειάζεται συλλογική αλλαγή, με τη συμμετοχή και των δύο φύλων.
Έδωσε όμως έμφαση και στον αληθινό έρωτα, καθώς είπε:
Την ημέρα που η γυναίκα θα μπορέσει να ερωτευτεί με τη δύναμή της και όχι με την αδυναμία της, όχι για να ξεφύγει από τον εαυτό της αλλά για να βρει τον εαυτό της, όχι για να παραιτηθεί αλλά για να επιβεβαιωθεί, μόνο τότε ο έρωτας θα γίνει για αυτήν, όπως και για τον άνδρα, πηγή ζωής και όχι θανάσιμος κίνδυνος.
Θεωρούσε, λοιπόν, ότι πολλές φορές οι γυναίκες βρίσκονται στη θέση να διαιωνίζουν τις καταπιεστικές δομές του μη αμοιβαίου έρωτα με τη συμμετοχή τους σε αυτόν. Ο κόσμος ήταν –και συνεχίζει να είναι– φτιαγμένος έτσι που συχνά τις ωθεί να συναινούν στην ίδια τους την καταπίεση, ζώντας με διαρκή αυταπάρνηση για χάρη της οικογένειας.
Η λέξη αγάπη δεν έχει σε καμία περίπτωση την ίδια έννοια για τα δύο φύλα, και αυτή είναι μια αιτία των σοβαρών παρεξηγήσεων που τους χωρίζουν.
Κατά την Μποβουάρ, «Η γυναίκα ερωτεύεται ολοκληρωτικά: ο έρωτας είναι για εκείνη μία θρησκεία, λατρεύει τον αγαπημένο της, του παραδίδεται ως θυσία». Όταν, λοιπόν, η γυναίκα «χάνεται» μέσα σε έναν έρωτα, που δεν είναι αμοιβαίος, θυσιάζοντας την ελευθερία και την προσωπικότητά της, τότε δεν υπάρχει ισότητα και πολλές είναι οι φορές που εκείνη οδηγείται σε αυτοακύρωση.
Πίστευε ότι μία αυθεντική σχέση βασίζεται στην αμοιβαιότητα, καθώς οραματιζόταν τον έρωτα όχι ως υποταγή, αλλά ως σχέση ελευθερίας, όπου και οι δύο είναι ίσοι, αυθύπαρκτοι, ελεύθεροι:
Η αληθινή αγάπη θα υπάρξει όταν δύο όντα αναγνωρίζουν την ελευθερία και την αυθυπαρξία τού ενός απέναντι στο άλλο.
Το Συγγραφικό της Έργο
Μεταξύ των έργων της σημαντικότερο είναι Το Δεύτερο Φύλο (1949), που θεωρείται ως ένα από τα θεμελιώδη κείμενα του σύγχρονου φεμινισμού. Υπήρξε επαναστατικό για την εποχή του και βρέθηκε για πολλά χρόνια στη λίστα του Βατικανού με τα απαγορευμένα βιβλία.
Ωστόσο, η Μποβουάρ έχει να επιδείξει και άλλα σημαντικά έργα, μεταξύ των οποίων: Πύρρος και Κινέας (1944), φιλοσοφικό δοκίμιο για την ηθική της δράσης, Όλοι οι Άνθρωποι είναι Θνητοί (1946), μυθιστόρημα με φιλοσοφικές προεκτάσεις, Ηθική της Αμφισημίας (1947), φιλοσοφική πραγματεία για την υπαρξιακή ηθική.
Ιδιαίτερη θέση μεταξύ των μυθιστορημάτων της κατέχουν Οι Μανδαρίνοι (1954), που κέρδισε το βραβείο Γκονκούρ. Αναφέρεται στην προσπάθεια μιας ομάδας διανοουμένων μετά τον πόλεμο να εγκαταλείψουν την κοινωνική θέση των «μανδαρίνων» (της μορφωμένης ελίτ) και να αναλάβουν πολιτική δράση. Επίσης το βιβλίο της Ένας Πολύ Γλυκός Θάνατος (1964) αναφέρεται στον θάνατο της μητέρας της σε ένα νοσοκομείο του Παρισιού.
Μεγάλο μέρος του συγγραφικού της έργου είναι αφιερωμένο σε αυτοβιογραφικά κείμενα, που πέρα από το προσωπικό ενδιαφέρον, αποτελούν ένα πορτρέτο της πνευματικής ζωής της Γαλλίας, από τη δεκαετία του ’30 έως τη δεκαετία του ’70. Περιλαμβάνονται σε τρεις τόμους: Αναμνήσεις μιας Καθώς Πρέπει Κόρης (1958), Η Δύναμη της Ηλικίας (1960), Η Δύναμη των Πραγμάτων (1963).
Η Μποβουάρ ενδιαφέρθηκε ακόμη και για το ζήτημα των γηρατειών, με το έργο της Τα Γηρατειά (1970). Το 1981 έγραψε το βιβλίο Η Τελετή του Αποχαιρετισμού, ένα γεμάτο πόνο απολογισμό των τελευταίων χρόνων του Σαρτρ. Στο έργο της περιλαμβάνονται επίσης ταξιδιωτικά δοκίμια για την Κίνα και την Αμερική, αλλά και συνεντεύξεις.
Επίλογος
Στις 14 Απριλίου του 1986 η Σιμόν Ντε Μποβουάρ άφησε την τελευταία της πνοή, λόγω πνευμονίας. Θάφτηκε πλάι στον Ζαν-Πολ Σαρτρ, στο Κοιμητήριο Μονπαρνάς του Παρισιού.
Σε όλη της τη ζωή υπήρξε αφοσιωμένη στην αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών. Ορισμένες πτυχές των απόψεών της μπορεί να φαίνονται ξεπερασμένες σήμερα, επειδή η θέση της γυναίκας στην κοινωνία έχει εξελιχθεί σημαντικά. Παρόλα αυτά, το έργο της αποτελεί πρότυπο και ιστορικό ανάγνωσμα του γυναικείου κινήματος.
Ωστόσο, ακόμα και σήμερα υπάρχει συζήτηση για τις αμβλώσεις και για την ανεξαρτησία της γυναίκας. Συζητείται εάν έχει το δικαίωμα στο σώμα της και στο πώς να το χρησιμοποιεί. Η θέση της, αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια διαμαρτυρίας και αγώνων, παραμένει σε πολλές των περιπτώσεων ίδια. Υπάρχει μία πλαστή ελευθερία που στην ουσία δεν της δίνει συχνά το δικαίωμα να αποφασίζει για τον εαυτό της, βάζοντας την πάντα σε μια υποδεέστερη θέση.
Ίσως θα πρέπει να περάσουν ακόμη περισσότερα χρόνια μέχρι η γυναίκα να καταφέρει να ισορροπήσει και να ανακαλύψει τη δύναμη που κρύβει. Να σταθεί στα πόδια της και να μην περιμένει την επιβεβαίωση, να κατανοήσει την αξία της ως οντότητα και να αφεθεί σε αυτήν τη δύναμη, ώστε να της δώσει ώθηση για την πραγματοποίηση των επιθυμιών και των οραμάτων της.
Και όπως αναφέρει και η ίδια η Σιμόν ντε Μποβουάρ:
Άλλαξε τη ζωή σου σήμερα. Μη στοιχηματίζεις στο μέλλον,
ενήργησε τώρα χωρίς καθυστέρηση.
Βιβλιογραφία
- Bakewell, Sarah (2016), At the Existentialist Café: Freedom, Being, and Apricot Cocktails. Other Press.
- Kirkpatrick, Kate, Πώς η Σιμόν Έγινε η Μποβουάρ, Μία Ολόκληρη Ζωή, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2021.
- Σιμόν ντε Μποβουάρ, Το Δεύτερο Φύλο, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009.
- «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», Συνέντευξη 3.1.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ».
Σύνδεσμοι
- "Simone de Beauvoir", Wikipedia
- “Quotes and Takeaways from The Second Sex by Simone de Beauvoir”, Learning Literature with Purba
- “Σιμόν ντε Μποβουάρ: Η ιέρεια του φεμινισμού”, Σαν Σήμερα
Ε.Ρ.