Σύμβολα - Μύθοι
Ο Συμβολισμός του Φιδιού στην Ελληνική Λαϊκή Τέχνη
Τα μοτίβα που συναντάμε συχνά σε αντικείμενα λαϊκής τέχνης δεν είναι τυχαία. Έχουν αρχαία προέλευση, περιέχουν μια βαθιά σοφία και ένα συμβολικό περιεχόμενο που αξίζει τον κόπο να προσεγγίσουμε. 'Aλλωστε αφορά την φυλετική μας ταυτότητα.
Η κατάκτηση της δυτικής σκέψης από τον μαγικό κόσμο των συμβόλων, στοιχείων σύμφυτων των εξω-ευρωπαϊκών πολιτισμών, συντελείται κατά τον 19ο αι. με την εμφάνιση στο προσκήνιο της ιστορίας λαών της Ασίας, καθώς και νέων εξωτικών ή πρωτόγονων εθνοτήτων, όπως της Ωκεανίας και της Αφρικής.
Για πρώτη φορά οι λαοί, των οποίων η παρουσία στο παγκόσμιο ιστορικό γίγνεσθαι ήταν απλώς ενδεικτική, ετοιμάζονται ν' ακολουθήσουν τα μεγάλα ρεύματα της παγκόσμιας ιστορίας, αναγκάζοντας την Ευρώπη να εγκαταλείψει την ορθολογιστική και εμπειρική της αυτάρκεια, να σκύψει με βαθύτερη κατανόηση στις δικές τους κλίμακες αξιών και ν' αρχίσει «διάλογο» μαζί τους.
Η πραγματική όμως σύλληψη ή αντίληψη του συμβόλου ως ουσιαστικού και αυτόνομου στοιχείου της πνευματικής ζωής θα επιτευχθεί κατά τον 20ο αι. Η εθνολογία καθώς αναπτύχθηκε συνέβαλε στη σημασία που έχουν τα σύμβολα για την κατανόηση των αρχαϊκών πολιτισμών, αλλά και με την άνθηση της ψυχανάλυσης που καθιέρωσε ως λέξεις - κλειδιά τους όρους «εικόνα», «σύμβολο» και «συμβολισμός»[1].
Η ερμηνεία των συμβόλων, παρ' όλη την άνθηση που εμφανίζει κατά τις τελευταίες δεκαετίες, δεν έχει οργανωθεί σε επιστήμη με συμπεράσματα απόλυτα και αντικειμενικά. Η Συμβολική (όπως θα λέγαμε με μια λέξη αυτή την πρακτική) παραμένει στο επίπεδο του «προσωπικού» και του «υποκειμενικού», γι' αυτό ένα σύμβολο πολλές φορές δέχεται διάφορες ερμηνείες.
Αν ήθελε κανείς να δώσει με λίγα λόγια τον ορισμό της λέξης «σύμβολο», θα έλεγε ότι αυτό είναι η προβολή του ιδεατού στον κόσμο του πραγματικού[2].
Αν ανατρέξει κανείς στην καταγωγή του συμβόλου, όπως αυτό εμφανίζεται στις δομές της ανθρώπινης κοινωνίας, θα βρεθεί μπροστά σ' ένα αντικείμενο, π.χ. σ' ένα κομμάτι ξύλο, που κομμένο στα δύο μοιράζεται ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, τα οποία πρόκειται ν' αποχωριστούν, για να χρησιμεύσει ως σημείο αναγνώρισης όταν ξανασμίξουν. Η αμφίσημη αυτή έννοια του χωρισμού και της ένωσης αποτελεί τη βαθύτερη ουσία του καθαρού συμβόλου και το χαρακτηρίζει σ' όλες του τις χρήσεις. Έτσι, στη θρησκεία, το σύμβολο διαχωρίζεται και ταυτόχρονα ταυτίζεται με την έννοια του θείου. Στην τέχνη διακρίνεται και συγχρόνως ενώνεται με το αντικείμενο που εικονίζει, ενώ στην ψυχανάλυση εισχωρεί στα έγκατα της ψυχής, για να διαχωρίσει και συγχρόνως να ενώσει τη συνείδηση με τις αόρατες διεργασίες του υποσυνειδήτου[3].
Το σύμβολο, όσο πιο βαθιά ρίχνει ρίζες στις δομές της ανθρώπινης κοινωνίας τόσο ευρύτερα γίνεται αποδεκτό και τόσο περισσότερο διατηρεί τον δυναμισμό του. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι διατηρεί αναλλοίωτο το αρχικό του σχήμα, ή την αρχική του έννοια σε όλες τις εποχές. Τα σύμβολα, ως ένυλες μορφές, αντίθετα προς τις ιδέες, που μένουν αιώνιες και άφθαρτες, υπόκεινται στον νόμο της παραλλαγής και της φθοράς. Έτσι μπορούν να αλλοιωθούν, ή να απωθηθούν στα βάθη του υποσυνειδήτου, ποτέ όμως να εξαφανισθούν.
Τα σύμβολα παραλλάζουν από εποχή σε εποχή και από ομάδα σε ομάδα. Μπορούν να εμφανίζονται με την πρωταρχική τους μορφή και με άλλη έννοια, προσαρμοζόμενα κάθε φορά στη συγκεκριμένη πραγματικότητα, που μέσα της λειτουργούν και την εκφράζουν[4].
Το σύμβολο, γέννημα της έμφυτης ανάγκης του ανθρώπου να κάνει συγκεκριμένα οπτικά τα νοήματά του και, βγαίνοντας από τα κλειστά όρια του «εγώ», να επικοινωνήσει με τον κόσμο που τον περιβάλλει, παίρνει ιδιαίτερες προεκτάσεις σε δύο από τις πνευματικότερες ανθρώπινες δημιουργίες, που είναι η θρησκεία και η τέχνη.
Το φίδι στα σύμβολα της ελληνικής λαϊκής τέχνης συγκαταλέγεται και η αρχέτυπη έννοια και εικόνα του φιδιού. Πολλοί είναι οι συμβολισμοί, που η θρησκειολογία, η εθνολογία και η ψυχανάλυση έχουν αποδώσει σ' αυτό το ψυχρό, μονοκόμματο κι ευκίνητο πλάσμα, που σέρνεται, συσπειρώνεται και απλώνεται, εξαφανίζεται και επανεμφανίζεται, αθόρυβο και επικίνδυνο, προαιώνιος εχθρός του ανθρώπου.
Για την κοσμογονία, φίδι και άνθρωπος είναι οι αντίποδες της δημιουργίας. Το πρώτο εμφανίζεται στην αρχή της. Ο δεύτερος αποτελεί την τελευταία της πράξη. Έτσι φίδι και άνθρωπος είναι δύο αντίπαλα είδη.
Για τη Βίβλο, και στο ψυχολογικό επίπεδο, το φίδι ενσαρκώνει τη σκοτεινή πλευρά της ψυχής και την τυφλή ματαιοδοξία. Το θανάσιμο δάγκωμά του είναι η «αμαρτία» που τραυματίζει την ψυχή, ταράσσει την αρμονία της ψυχικής ζωής και οδηγεί στην απώλεια της παραδείσιας ευδαιμονίας[5].
Για την πρωτόγονη κοσμολογία το φίδι είναι η μήτρα της ίδιας της ζωής, ο υλικός αυτογονιμοποιούμενος θεός, που αργότερα εκτοπίζεται από το πνεύμα. Με τις κυκλικές κινήσεις του περισφίγγει τον κοσμικό άξονα και γίνεται στήριγμα του κόσμου, ενώ η αρχαϊκή εικονογραφία του «ουροβόρου όφεως», του «φαγονούρη», που βγαίνει από αυτήν την αντίληψη, ταυτίζεται με την αρχαϊκότερη imago mundi, (εικόνα του κόσμου).
Για την αρχαϊκή θρησκευτική εμπειρία το φίδι, με τα ημικύκλια και τους κύκλους που διαγράφει με το σώμα του, με τις περιοδικές του εξαφανίσεις και εμφανίσεις και με την ανανέωση που του διασφαλίζει η αλλαγή του δέρματός του, συνδέθηκε με τις φάσεις της σελήνης. Σελήνη, magna mater, (ή μητέρα γη) και φίδι είναι τα τρία στοιχεία που συνθέτουν το σεληνιακό λατρευτικό σύστημα και που εκφράζουν τις δυνάμεις της γονιμότητας και της αθανασίας. Όλες οι θηλυκές γονιμικές θεότητες της μεσογειακής αρχαϊκής λατρείας, όπως η μινωική θεά των όφεων, η Αρκαδική 'Αρτεμις, η Περσεφόνη και η Εκάτη, εικονίζονται να κρατούν στα χέρια τους φίδια.
Ο κεντρικός αυτός συμβολισμός του γονιμοποιού στοιχείου εξηγεί τις με παγκόσμια απήχηση παραδόσεις περί συζεύξεως γυναίκας με φίδι, από την οποία σύζευξη γεννιούνται παιδιά «ξεχωριστά».
Σε τοτεμικές κοινωνίες το φίδι θεωρείται γενάρχης της πατριάς. Οι οφιονείς, αρχαία φυλή που κατοικούσε στην περιοχή των Βαρδουσίων ορέων της Αιτωλίας, ήσαν απόγονοι τοτεμικής πατριάς που καταγόταν από φίδι[6].
Την ίδια σημασία έχει το φίδι και για τον Οφισμό, μια από τις πολυάριθμες αιρέσεις των Γνωστικών, της οποίας οι οπαδοί (οι Οφίτες ή Οφιανοί) το λάτρευαν χρησιμοποιώντας το σε ευχαριστηριακές και μυητικές τελετές.
Από το γεγονός, ότι οι μεγάλες θεότητες της βλάστησης συνδέονται τόσο με τη σελήνη όσο και με τη γη, δηλαδή τόσο με την αναγέννηση όσο και με τον θάνατο (δεν υπάρχει αναγέννηση χωρίς θάνατο), το φίδι ως σεληνιακό σύμβολο γίνεται και σύμβολο του θανάτου, ενσαρκώνοντας τις ψυχές των νεκρών. Για τον αρχαιοελληνικό κόσμο είναι και σύμβολο της ιατρικής, της γνώσης και της μαντικής και συνδέεται με τη λατρεία του Ασκληπιού, του Διόνυσου, του Απόλλωνα και της Αθηνάς[7],[8].
Όμως ο πιο σπουδαίος αρχαιοελληνικός συμβολισμός του φιδιού, που επέζησε και στις νεοελληνικές παραδόσεις, προέρχεται από τη σύνδεσή του με τη λατρεία του Δία, ο οποίος, με τα επίθετα Έρκειος, Κτήσιος και Μειλίχιος, λατρευόταν σ' ολόκληρη την Ελλάδα, ως Ζεύς-Πατήρ, προστάτης του σπιτιού, και εικονιζόταν με τη μορφή του φιδιού σε διάφορα μνημεία, κυρίως σε βωμούς της σπιτικής λατρείας. Αλλά και οι δίδυμοι γιοι του Δία, οι Διόσκουροι, αποδεδειγμένες θεότητες σπιτικές, συνδέονταν με το φίδι, αφού τα βασικά τους σύμβολα, τα «δόκανα» και οι αμφορείς, εικονίζονταν μαζί με παραστάσεις φιδιών.
Ένας άλλος σπιτικός θεός, με μορφή φιδιού, ήταν ο Αγαθός Δαίμων, που το όνομά του βρέθηκε σκαλισμένο σ' έναν από τους βωμούς των σπιτιών της Θήρας, και συνηθισμένη σ' αυτόν σπονδή ήταν λίγες σταγόνες άκρατου κρασιού, που έχυναν στο πάτωμα, στο τέλος του καθημερινού φαγητού.
Φορτισμένο με τόσους και τέτοιους συμβολισμούς, το φίδι και η ιερότητά του επιζούν στις νεοελληνικές παραδόσεις και τις μαγικές πρακτικές του ελληνικού λαού, όπου συχνά η παρουσία του αγγίζει τα όρια της οφιολατρείας. Η πιo διαδεδομένη μορφή είναι η πανελλήνια λατρεία του σπιτικού φιδιού, επιβίωση του Κτησίου Δία. Όπως εκείνος, έτσι και το φίδι του νεοελληνικού σπιτιού είναι ο φύλακάς του, το καλόγνωμο στοιχειό, μνήμη του Μειλιχίου Δία, στο οποίο γίνονται ειδικές προσφορές, απευθύνονται φιλικοί χαιρετισμοί και απαγορεύεται να το σκοτώσουν[9].
Η ελληνική λαϊκή τέχνη, αποκρυστάλλωμα μακραίωνης καλλιτεχνικής επεξεργασίας, κλείνοντας μέσα της υποσυνείδητες μνήμες πανάρχαιων πολιτισμών, όπου η τέχνη λειτουργούσε κυρίως ως έκφραση μιας μαγικής θεώρησης του κόσμου, διατηρεί στα έργα της πλήθος από συμβολικά θέματα, που, ακόμη και όταν η χρήση και η επανάληψη τα έχουν αδειάσει από το μυστικό τους νόημα, διατηρούν αναμφισβήτητα τη μεταφυσική καταγωγή τους[10].
Τέτοια θέματα γίνονται ιδιαίτερα αντιληπτά σε δύο σπουδαίους κλάδους της ελληνικής λαϊκής τέχνης, τη γλυπτική και την κεντητική, και ακόμη ειδικότερα σε έργα που συνδέονται άμεσα με κρίσιμες στιγμές της λαϊκής ζωής ή με στοιχεία και αντικείμενα, που σχετίζονται με μαγικολατρευτικές δοξασίες.
Σημειώσεις
[1]. Mircea Eliade, Images et sympols, ed. Gallimard, 1980, σ. 9-12.
[2]. Ιω. Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, Αθήνα 1947, σ. 9-12.
[3]. Jean Chevalier – Alain Gheerbrant, Dictionnaire des Symboles, ed. Robert Laffont, 1969, σ.VIII.
[4]. Καρλ Γιούνγκ, Ο άνθρωπος και τα σύμβολά του, εκδ. Αρσενίδη, σ. 30.
[5]. Paul Diel, Le symbolisme dans la Bible, ed. Payot, 1975, σ. 164-165.
[6]. Μαρία Παττίχη, Επιστροφή, Κωστάριτσα (Διχώρι) ορεινής Δωρίδας, Αθήνα 1990, σ. 20-22.
[7]. Περισσότερα για τους ποικίλους συμβολισμούς του φιδιού βλ. Dictionnaire des Symboles, σ. 867-879. Mircea Eliade, Traite d'histoire des religions, σ. 146-152 και Raymond Humbert, Le symbolisme dans l'art populaire, Παρίσι 1988, σ. 66.
[8]. Μια χαρακτηριστική ερμηνεία του τρίπτυχου φίδι – δράκοντας – Μέδουσα δίνει και ο Schure αναλύοντας τις παραστάσεις αυτές στο έργο του Ντα Βίντσι. Βλ. Edouard Schure, Οι προφήτες της Αναγέννησης, μετάφρ. Μίνας Ζωγράφου – Μεραναίου, Αθήνα 1956, σ. 97.
[9]. Από την πλούσια βιβλιογραφία με πληροφορίες για το φίδι - καλό στοιχειό του σπιτιού αναφέρουμε ενδεικτικά: Δημ. Οικονομίδης, Ναξιακαί Παραδόσεις, «Λαογραφία», τόμ. ΙΖ΄ / 1957-1958, σ. 65.
[10]. Για τον συμβολισμό στη λαϊκή τέχνη βλ. και Raymond Humbert, Le symbolisme dans l'art populaire, Paris 1988.
Ε.Ρ.