Δυτική Εσωτερική Παράδοση
Διόραση: η Εσωτερική Όραση
Διόραση, είναι η δυνατότητα να «βλέπει» κάποιος αυτό που είναι κρυμμένο από τη συνηθισμένη φυσική όραση. Σημαίνει «διαυγής όραση». Ορίζεται ως η ικανότητα όρασης με το εσωτερικό μάτι, η πνευματική μας όραση και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα φαινομένων διαφορετικού χαρακτήρα. Η ονομασία της προέρχεται από την πρόθεση «διά» και από το ουσιαστικό «όραση» και ετυμολογικά σημαίνει αυτός που βλέπει μέσα από, διαπερνά, βλέπει με διαφορετικό τρόπο. Είναι η ικανότητα αντίληψης γεγονότων, ατόμων ή αντικειμένων, να μπορεί να δει κανείς μέσα από την πυκνή ύλη άσχετα από το χρόνο, παρελθόν-παρόν-μέλλον ή την απόσταση, χωρίς τη χρήση καμίας γνωστής αίσθησης[1].
Κατά τον Τσαρλς Γουέμπστερ Λιντμπίτερ (Charles W. Leadbeater)[2], η διόραση, όπως και τόσα άλλα πράγματα στη φύση, είναι ζήτημα δονήσεων και δεν είναι παρά μια προέκταση των δυνάμεων που όλοι χρησιμοποιούμε καθημερινά στη ζωή μας. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός δονήσεων, διαφόρων ταχυτήτων-κυμάτων, μέσα στην τεράστια θάλασσα της ύλης που μας περιβάλλει που εμείς ανταποκρινόμαστε απειροελάχιστα. Οι περισσότεροι από εμάς αναγνωρίζουμε τις πιο αργές, γνωστές μας ως ήχος και φως, ενώ υπάρχουν και οι πιο ευαίσθητοι, οι πιο δεκτικοί, που μπορούν να δουν, πέρα από αυτά τα δύο, ένα μεγαλύτερο εύρος δονήσεων.
Είναι πολύ πιθανό ένας άνθρωπος να αναπτύξει τη δύναμη της διάκρισης καθώς μαθαίνει να βλέπει πράγματα αόρατα για τους περισσότερους και να ακούει όσα δεν μπορούν άλλοι να ακούσουν και αυτό γιατί υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός τέτοιων δονήσεων που απλώς περιμένουν να αναγνωριστούν.
Ο άνθρωπος, πέρα από το φυσικό σώμα και τις καθαρά σωματικές αισθήσεις, διαθέτει παράλληλα και πιο λεπτοφυή τμήματα της υλικής μορφής όπως είναι το αστρικό και το νοητικό, καθένα από τα οποία μπορεί να δραστηριοποιηθεί και να ανταποκριθεί με τη σειρά του στις δονήσεις της ύλης στο δικό του επίπεδο. Και καθώς μαθαίνει να λειτουργεί μέσα από αυτούς τους φορείς, ανοίγονται στο Εγώ δύο εντελώς νέοι και κατά πολύ ευρύτεροι κόσμοι γνώσης και δύναμης, που διεισδύουν ο ένας μέσα στον άλλο επεκτείνοντας τις αισθήσεις και δίνοντας τη δυνατότητα της αντίληψης δονήσεων πολύ ψηλότερων και πολύ χαμηλότερων από τις γνωστές. Ένα μεγάλο τμήμα αυτών των πρόσθετων δονήσεων θα εξακολουθεί να ανήκει στο φυσικό πεδίο και απλώς θα μας επιτρέπει να συλλέγουμε εντυπώσεις από το αιθερικό τμήμα αυτού του πεδίου.
Δηλαδή, αν και το φυσικό μάτι ή αυτί έχει αναμφισβήτητα ένα αντίστοιχο από αστρική ύλη, αυτό το συγκεκριμένο τμήμα αστρικής ύλης δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο ικανό να ανταποκριθεί στις δονήσεις που παράγουν αστρική όραση ή αστρική ακοή από οποιοδήποτε άλλο τμήμα του φορέα. Όλα αυτά, είναι η ικανότητα ανταπόκρισης σε δονήσεις όπως αυτές μεταβιβάζονται στην ανθρώπινη συνείδηση όταν λειτουργεί με το αστρικό σώμα, πληροφορίες ίδιου τύπου με εκείνες που μεταβιβάζονται από τα μάτια και τα αυτιά, όταν ο άνθρωπος λειτουργεί με το φυσικό του σώμα. Όταν, λοιπόν, αυτές οι δονήσεις βρεθούν στο πεδίο της γνωστικής λειτουργίας αποκτούμε μονομιάς πλήρη αντίληψη του συγκεκριμένου αντικειμένου σαν να το βλέπαμε, ακούγαμε, αισθανόμασταν.
Στο σημερινό εξελικτικό στάδιο του ανθρώπου, οι αισθήσεις και η λειτουργία των αστρικών σωμάτων είναι απόλυτα ικανές να δεχθούν εντυπώσεις από αντικείμενα και οντότητες του δικού τους πεδίου. Αρχικά, η χρησιμότητά τους κατά την επάνοδο στο φυσικό σώμα, έγκειται στο να αφυπνιστεί το Εγώ στις πραγματικότητες του αστρικού πεδίου και να παρακινηθεί να βγει από τη χρυσαλλίδα που δημιουργήθηκε από τις σκέψεις του, να κοιτάξει γύρω του, να παρατηρήσει και να μάθει. Και κατά δεύτερον, η συνείδηση να είναι τόσο συγκρατημένη κατά τη διάρκεια επιστροφής του Εγώ στον υλικό φορέα, ώστε να του επιτρέψει να καταγράψει στο φυσικό του εγκέφαλο την ανάμνηση όσων έχει δει ή μάθει.
Σύμφωνα με την αμερικανίδα συγγραφέα Ρόζμαρι Έλεν Γκίλεϊ (Rosemary E. Guiley)[3], διόραση είναι η αντίληψη αντικειμένων, γεγονότων ή ανθρώπων του παρόντος που μπορεί να γίνονται αισθητοί μέσω των κανονικών αισθήσεων. Αυτή η αίσθηση όρασης μπορεί να εκδηλωθεί σαν εσωτερικό ή εξωτερικό όραμα ή σαν αίσθηση εικόνων. Είναι μια κοινή ψυχική εμπειρία που συμπίπτει με άλλες ψυχικές λειτουργίες και φαινόμενα όπως διακοή, κρυπταισθησία, τηλεπάθεια, πρόγνωση, αναδρομικό βίωμα, ψυχομετρία και τηλεσκοπία[4].
Η διόραση έχει αναγνωριστεί, χρησιμοποιηθεί και καλλιεργηθεί από τους αρχαίους χρόνους. Προφήτες, μάντεις, σαμάνοι, μάγοι, μάγισσες, σοφοί κάθε είδους σε όλες τις εποχές έχουν οικειοποιηθεί τις δυνατότητες της διόρασης. Πολλοί έχουν γεννηθεί προικισμένοι με το δώρο της διόρασης, ενώ άλλοι την έχουν συνειδητά καλλιεργήσει και αναπτύξει με συνεχή άσκηση. Αιγύπτιοι και Έλληνες ιερείς χρησιμοποιούσαν μείγματα βοτάνων για να έχουν προσωρινά διορατικές ικανότητες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης και της μύησης των νεοφώτιστων. Η μάντισσα Πυθία στους Δελφούς της αρχαίας Ελλάδας οδηγούσε τον εαυτό της σε καταστάσεις διόρασης, αναπνέοντας καπνό από καμένα δαφνόφυλλα για τα προφητικά της οράματα. Άλλοι αρχαίοι είχαν ανακαλύψει συγκεκριμένες φυσικές πηγές και πηγάδια, τα οποία τους προσέδιδαν τα χαρακτηριστικά του διορατικού. Οι Σαμάνοι έφταναν σε διορατικές καταστάσεις μέσω εκστατικών χορών, ψαλμωδιών, του ρυθμικού ήχου των κρουστών και κάποιες φορές με τη βοήθεια παραισθησιογόνων. Ο εκστατικός τελετουργικός χορός ως μέσο για διαυγή όραση έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς πολιτισμούς σε όλες τις ιστορικές περιόδους, περιλαμβανομένων των Αιγυπτίων, των Ινδών και των Σούφι. Στη Γιόγκα η διόραση έρχεται ως αποτέλεσμα του ανοίγματος του έκτου τσάκρα, που βρίσκεται ανάμεσα στα φρύδια και ονομάζεται τρίτο μάτι, και αποτελεί ένα από τα πολλά ψυχικά παράγωγα, τα σίντις, της γιογκικής πνευματικής ανάπτυξης[5].
Οι Βαθμίδες της Διόρασης
Το εύρος της διόρασης βιώνεται με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικές βαθμίδες. Στην απλούστερή της μορφή συνιστά την εσωτερική οπτική αντίληψη συμβολικών εικόνων που πρέπει να ερμηνευτούν ανάλογα με το ιδιαίτερο εννοιολογικό σύστημα κάθε ατόμου. Στην ανώτερή της μορφή συνιστά την αντίληψη εξωφυσικών πεδίων, των αστρικών, αιθερικών και πνευματικών κόσμων μαζί με τα όντα που ενοικούν σε αυτά, καθώς και των πεδίων της αύρας που περιβάλλουν κάθε φυσικό αντικείμενο. Οι περισσότερες διορατικές εμπειρίες ανήκουν στο πεδίο μεταξύ αυτών των μορφών.
Κατά τον Τσαρλς Λιντμπίτερ, ανάλογα με το είδος διόρασης, δηλαδή νοητική, αστρική ή αιθερική διαχωρίζονται και τα διάφορα φαινόμενα της διόρασης. Αυτά διαφέρουν πολύ μεταξύ τους ως προς το χαρακτήρα και το βαθμό αλλά και την ικανότητα του διορατικού, που δεν είναι εύκολο να ταξινομηθούν ικανοποιητικά. Ομαδοποιώντας τα έχουμε αρχικά την Απλή Διόραση, η οποία είναι ένα άνοιγμα της όρασης, που επιτρέπει στον κάτοχό της να βλέπει όποιες αστρικές ή αιθερικές οντότητες τυγχάνει να βρίσκονται γύρω του, στον παρόντα χρόνο. Σε αυτήν, υπάρχει η δυνατότητα να δει κάποιος μέσα από άψυχα αντικείμενα π.χ. να δει μέσα από ένα τοίχο, ή τα περιεχόμενα ενός κλειστού κουτιού, να διαβάσει ένα σφραγισμένο γράμμα. Να δει βαθιά μέσα στη γη μια φλέβα μετάλλου, ή τα στοιχειακά πλάσματα της φύσης, αλλά και τις πρωτεϊκές μορφές τους, ακόμη και τους αγγέλους και τα λαμπερά όντα. Αποκτάται η ικανότητα ανακάλυψης τετραδιάστατων μορφών αλλά και αιθερικών χρωμάτων, ώστε να μπορεί να δει κάποιος την αύρα και το αστρικό σώμα ή κάποιον που έχει ήδη αποχωρήσει[6].
Στη Διόραση στον Χώρο έχει να κάνει κάποιος με την ικανότητα όρασης σκηνών - εικόνων ή περιστατικών απομακρυσμένων από το χώρο που βρίσκεται ο παρατηρητής, που είναι πολύ μακρινά. Μια δυνατότητα που επιτρέπει να δει κάποιος οτιδήποτε μέσα στα όρια του πλανήτη, μια που κάθε αντικείμενο εκπέμπει ακτινοβολία -αιθερικές δονήσεις- προς κάθε κατεύθυνση. Ή το ταξίδεμα μιας σκέψης, ως μια ξεχωριστή οντότητα, που έγινε ορατή ως σκεπτομορφή μέσω της υποσυνείδητης ηλεκτρομαγνητικής επίδρασης που προέρχεται από τον εκφραστή της. Σε αυτή τη διαδικασία η συνείδηση του διορατικού παραμένει συνδεδεμένη με το φυσικό σώμα και τις λειτουργίες του. Υπάρχει, όμως, και το ταξίδι μέσω του αστρικού σώματος, μια ενσυνείδητη αστρική έξοδος προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Εδώ το σώμα είτε είναι κοιμισμένο είτε βρίσκεται σε έκσταση. Υπάρχει και μια ανώτερη μορφή διόρασης, το ταξίδι με το νοητικό σώμα, υπερβατική στη δράση της, ξεφεύγοντας τελείως από το φυσικό και το αστρικό. Στη διόραση στον χώρο υπάρχει ο κόσμος των γνωστών ως «ψυχικοί» που εισέρχονται σε κατάσταση δεκτικότητας όπως τα μέντιουμ, οι κρυσταλλομάντεις, οι μορφές οραμάτων της εν εγρηγόρσει συνείδησης ή κατά τον ύπνο, αλλά και η δυναμική που προκαλείται από μια έντονη ψυχική κατάσταση, ως αμοιβαία σκέψη, προκειμένου να προσφερθεί βοήθεια σε άτομο που έχει μεγάλη ανάγκη[7].
Τέλος η Διόραση στον Χρόνο, δηλαδή η ικανότητα όρασης αντικειμένων ή περιστατικών που είναι απομακρυσμένα από τον παρατηρητή όσον αφορά τον χρόνο, εδώ εκφράζεται η δύναμη να κοιτάζει κάποιος στο παρελθόν ή στο μέλλον. Πώς επιτυγχάνεται η πλήρης σύλληψή τους; Εδώ στρεφόμαστε στην άκασα[8] την ύλη του νοητικού πεδίου, τα αρχεία του αστρικού φωτός, τη μνήμη του Λόγου, το ανώτατο Ον, όπου περιέχει την εξελικτική πορεία του ανθρώπινου πνεύματος. Εδώ χρειάζεται μια αφυπνισμένη εξυψωμένη συνείδηση που να μπορεί να ανυψωθεί σε ανώτερα πνευματικά πεδία[9].
Ο Αμερικανός ψυχολόγος Λόρενς Λεσάν (Lawrence LeShan)[10], θεωρεί ότι η πραγματικότητα διαιρείται σε δύο είδη, στην «αισθητηριακή πραγματικότητα» και στη «διορατική πραγματικότητα». Η αισθητηριακή πραγματικότητα είναι η κανονική καθημερινή ζωή, ρέουσα στον πραγματικό χρόνο, η οποία γίνεται αντιληπτή με τις πέντε αισθήσεις. Η διορατική πραγματικότητα βρίσκεται σε ένα υπερυψωμένο πεδίο, όπου ο χρόνος είναι φανταστικός, οι κρίσεις αδύνατες και όλα τα πράγματα γίνονται αντιληπτά ως αλληλοσυνδεόμενα[11].
Υποστηρίζει πως οι διάφοροι όροι που έχουν προκύψει αποσκοπούν στο να περιγράψουν διαφορετικές καταστάσεις και τύπους διόρασης:
Διόραση ακτίνες Χ: Η ικανότητα να βλέπει κάποιος μέσω αδιαφανών αντικειμένων, όπως φάκελοι, κουτιά, τοίχοι, και να εξακριβώνει τι υπάρχει μέσα ή πίσω από αυτά.
Ιατρική Διόραση: Η ικανότητα να βλέπει κάποιος νοσήματα και ασθένειες του ανθρώπινου σώματος, είτε διαβάζοντας την αύρα είτε βλέποντας το σώμα σαν μία διαφάνεια. Ο Έντγκαρ Κέισι (Edgar Cayce)[12], ο πιο διάσημος από όλους τους γιατρούς - διορατικούς, έβλεπε τα Ακασικά αρχεία στο αστρικό επίπεδο για να αντλεί συνταγές και θεραπευτικές πληροφορίες.
Περιοδεύουσα Διόραση: Η ικανότητα να βλέπει κάποιος γεγονότα, ανθρώπους και αντικείμενα του παρόντος που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση.
Χωρική Διόραση: Όραμα που υπερβαίνει το χώρο και το χρόνο. Ένας άλλος όρος για αυτό είναι περιοδεύουσα διόραση, αλλά σχετίζεται επίσης και με την προγνωστική διόραση ή με οράματα του μέλλοντος και με την αναδρομική διόραση, με τα οράματα δηλαδή σχετικά με το παρελθόν. Οι Σαμάνοι, οι μάντεις και οι ψυχικοί που ασχολούνται με τα πεδία της εφαρμοσμένης ψι, όπως η ψυχική αρχαιολογία και η ψυχική εγκληματολογία, χρησιμοποιούν αυτού του είδους τη διόραση.
Ονειρική Διόραση: Η κατάσταση κατά την οποία βλέπει κάποιος σε όνειρο αυτό που γίνεται ταυτόχρονα στην πραγματικότητα. Η ονειρική διόραση μπορεί να συνδυαστεί με την πρόγνωση, συνθήκη που είναι ιδιαίτερα βοηθητική και καθοδηγητική σε όλα τα ζητήματα της προσωπικής ζωής, σαν ένας έγκαιρος προειδοποιητικός μηχανισμός.
Αστρική Διόραση: Η αντίληψη των αστρικών και αιθερικών πεδίων, καθώς και των στοιχειακών, των δαιμόνων, των θεοτήτων και των άλλων οντοτήτων που ενοικούν σε αυτά. Είναι επίσης η αντίληψη της αύρας και των χρωμάτων της, των σκεπτομορφών και άλλων τμηματικών εκδηλώσεων της σκέψης. Αυτό επίσης είναι ένα άλλο επίπεδο οραματισμού που χρησιμοποιούν οι σαμάνοι, οι γιόγκι και οι μύστες.
Πνευματιστική Διόραση: Οραματισμός των ανώτερων πεδίων και των αγγελικών όντων, μία μυστικιστική κατάσταση ύπαρξης και γνώσης.
Διόραση και Επιστήμη
Όσον αφορά το πεδίο της επιστήμης, η διόραση, αποτελεί φαινόμενο που εμπίπτει στην κατηγορία της Υπεραισθητήριας Αντίληψης ή αλλιώς ESP (Extra Sensory Perception) και που με τη σειρά του μελετάται από την Παραψυχολογία[13]. Ο όρος ESP οφείλει τη γέννησή του στον Γερμανό ερευνητή Ρούντολφ Τίσχνερ (Dr. Rudolf Tischner)[14], ο οποίος και τον πρωτοχρησιμοποίησε το 1920[15].
Παρόλο που κάποιοι θεωρούσαν δεδομένη την ύπαρξη της διόρασης επί σειρά χιλιάδων ετών, στο χώρο της δυτικής επιστήμης οι πρώτες επιστημονικές προσπάθειες για τη μελέτη της διόρασης έγιναν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του Μεσμερισμού στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, όταν τα μαγνητισμένα υποκείμενα εκδήλωναν διορατικές δυνάμεις και άλλα ψυχικά φαινόμενα.
Το 1830 ο Αλφόνς Σάχαγκνετ (Louis-Alphonse Cahagnet), Γάλλος μαγνητιστής και οπαδός του Σουηδού μυστικιστή Εμάνουελ Σβεντενβόργκ (Emanuel Swedenborg) -μεγάλος διορατικός που είχε την ικανότητα να διερευνά την πνευματική σφαίρα[16]- μελέτησε συστηματικά μία νεαρή γυναίκα, την Αντέλ Μανιό (Adèle Magnot). Βρισκόμενη σε μαγνητική έκσταση η Αντέλ είχε εμπειρίες διορατικών οραμάτων του πνευματικού κόσμου, βλέποντας και συνομιλώντας με τους νεκρούς. Ήταν σε θέση να περιγράφει τα χαρακτηριστικά τους, τη φυσιογνωμία τους, καθώς και τον ρουχισμό που φορούσαν τις τελευταίες στιγμές της ζωής τους. Τους άκουγε με διακοή και μεταβίβαζε τα μηνύματά τους στους ζώντες. Στην αρχή η Αντέλ μπορούσε να δει μόνο τους δικούς της συγγενείς, αλλά στη συνέχεια ήταν σε θέση να δει και νεκρούς συγγενείς ατόμων που της έδιναν μόνο ονόματα. Η ακρίβεια των αναφορών της είχε πιστοποιηθεί από πολλούς και καταγράφηκε από τον Αλφόνς[17].
Στα 1870 ένας άλλος Γάλλος γιατρός, ο Καθηγητής Σαρλ Ρομπέρ Ρισέ (Charles R. Richet) (1850-1935)[18], άρχισε να μελετά τις διορατικές δυνατότητες ατόμων, ζητώντας τους να μαντέψουν κάρτες που ήταν σφραγισμένες σε φακέλους. Το 1889 μέρος από την εργασία του έγινε με ένα μέντιουμ γνωστό ως Λεονί Β. (Leonie B.), το οποίο και υπνώτιζε[19]. Τη δουλειά του Ρισέ συνέχισε σε μεγάλη έκταση τη δεκαετία του 1930 ο Aμερικανός παραψυχολόγος Τζόζεφ Μπανκς Ράιν (Joseph B. Rhine)[20], που χρησιμοποίησε ένα ειδικό πακέτο με κάρτες σύμβολα για τη διενέργεια χιλιάδων τεστ, τόσο για τη διόραση όσο και για την τηλεπάθεια[21].
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, εντυπωσιακός αριθμός στοιχείων έχουν συγκεντρωθεί, που υποστηρίζουν την ύπαρξη της διόρασης. Στην παραψυχολογία θεωρείται σαν μία από τις τρεις τάξεις ψυχικής αντίληψης, μαζί με την τηλεπάθεια και την πρόγνωση, τάξεις στις οποίες υπάρχει μεγάλη αλληλεπικάλυψη. Πολλοί επιστήμονες αναγνωρίζουν ότι η δυνατότητα διορατικής ανάπτυξης χαρακτηρίζει γενικά τον ανθρώπινο πληθυσμό αλλά και τα ζώα, άλλοι διαφωνούν, ισχυριζόμενοι ότι η διόραση δεν υφίσταται ή ότι αποτελεί απλά μία μορφή τηλεπάθειας.
Οι ψυχικοί και οι αποκρυφιστές διατείνονται ότι σχεδόν καθένας μπορεί να αναπτύξει τη λειτουργία της διόρασης με την ανάλογη άσκηση –όπως η κρυσταλλοσκοπεία ή το κοίταγμα μέσα σε καθρέφτες, κάτοπτρα, κρυσταλλικές μπάλες, φλόγες και λαμπερά αντικείμενα -με ασκήσεις γιόγκα για τη διέγερση του τσάκρα του τρίτου ματιού, καθώς και με ασκήσεις παρατήρησης της αύρας, κοιτώντας μαγνήτες στο σκοτάδι. Οι ισχυρισμοί αυτοί όμως δεν βγήκαν μέσα από τα εργαστήρια. Πολύ πιθανόν η διορατική λειτουργία να μπορεί να επεκταθεί μέσω της ανάπτυξης της πνευματικής συνειδητότητας, που διευκολύνει τη χρήση της έκτης αίσθησης.
Οπωσδήποτε η έκφραση μέσω της δύναμης της Διόρασης είναι μια αρκετά αυξημένη ευθύνη. Οι σπουδαίες ικανότητες που ανοίγονται, μοιάζουν φωτεινοί ορίζοντες που απλώνονται προς όλες τις κατευθύνσεις οδηγώντας μας σε μια λαμπρή εποχή. Η αναγκαιότητα προσεκτικής εκπαίδευσης βρίσκεται κάτω από την ευθύνη των Μυστών της Μεγάλης Λευκής Αδελφότητας από τότε που άρχισε η ιστορία του κόσμου. Αυτή η Αδελφότητα, ως αόρατη αρωγός βρίσκεται στα παρασκήνια της ανθρώπινης εξέλιξης, καθοδηγώντας και βοηθώντας την κάτω από την επιρροή των μεγάλων Κοσμικών Νόμων, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τη Θέληση του Αιώνιου.
Σημειώσεις
[1]Leadbeater 1903, 5-6.
[2]Ο Τσαρλς Γουέμπστερ Λιντμπίτερ (Charles W. Leadbeater) (1854-1934), ήταν μέλος της Θεοσοφικής Εταιρείας, συγγραφέας αποκρυφιστικών θεμάτων και συνιδρυτής με τον Τζέιμς Γουέντγουντ (James I. Wedgwood) της Φιλελεύθερης Καθολικής Εκκλησίας.
[3]Η Ρόζμαρι Έλεν Γκίλεϊ (Rosemary E. Guiley) (1950-2019), ήταν αμερικανίδα συγγραφέας σε θέματα που σχετίζονται με την πνευματικότητα, τον αποκρυφισμό και το παραφυσικό.
[4]Guiley 2007, 95.
[5]Guiley 1994, 159.
[6]Leadbeater 1903, 30-32.
[7]Leadbeater 1903, 96-98.
[8]Άκασα: η λεπτοφυής, υπεραισθητή πνευματική ουσία που διαπερνάει όλο το διάστημα, η αρχέγονη ουσία που εσφαλμένα ταυτίζεται με τον Αιθέρα. Σε σχέση με τον Αιθέρα, είναι ότι το Πνεύμα για την ύλη. Είναι το Παγκόσμιο διάστημα στο οποίο υπάρχει έμφυτη η αιώνια Ιδεοπλασία του Σύμπαντος με τις πάντα μεταβαλλόμενες όψεις στα πεδία της ύλης και αντικειμενικότητας και από το οποίο ακτινοβολείται ο Πρώτος Λόγος ή εκδηλωμένη σκέψη.
[9]Leadbeater 1903, 28. Για την πλήρη ανάπτυξη αυτής της ταξινόμησης που εμπνεύστηκε ο Leadbeater από το βιβλίο του Sinnett Rationale of Mesmerism, βλ. Leadbeater 1998, κεφ. 1, 2, 4, 7.
[10]Ο Λόρενς Λεσάν (Lawrence LeShan) (1920-2020), ήταν Αμερικανός ψυχολόγος, εκπαιδευτικός και συγγραφέας του Howto Meditate, ενός πρακτικού οδηγού διαλογισμού.
[11]LeShan 1974, 61-79.
[12]O Έντγκαρ Κέισι (Edgar Cayce) (1877-1945), ήταν Αμερικανός μυστικιστής με ικανότητες στην αστρική προβολή, την προφητεία και τον μεντιουμισμό, έβλεπε τα Ακασικά Αρχεία ή το «Βιβλίο της Ζωής» (Book of Life) και τις αύρες. Έγινε διάσημος για τις προφητείες του, όπως τη θεραπεία των πασχόντων και τη μελέτη της θρησκείας. Ασχολήθηκε με διαφορετικά θέματα όπως ίαση, μετενσάρκωση, πολέμους, Ατλαντίδα και μελλοντικά γεγονότα, ενώ ισχυριζόταν ότι βρισκόταν σε κατάσταση υπνωτιστικής έκστασης (αυτοϋπνωτισμού). Ορισμένοι, τον θεωρούν ως τον αληθινό ιδρυτή και κύρια πηγή των πεποιθήσεων του Κινήματος του New Age.
[13]Guiley 2007, 96.
[14]Ο Ρούντολφ Τίσχνερ (Dr. Rudolf Tischner) (1879-1961), ήταν Γερμανός γιατρός και ερευνητής παραψυχολόγος, ο οποίος πρωτοχρησιμοποίησε τον όρο ESP (Extra Sensory Perception) το 1920 στο έργο του Über Telepathieund Hellsehen, Experimental Τheoretische Untersuchungen: Bergmann, Μόναχο 1920 («Τηλεπάθεια και Διόραση, Έρευνα σε Θεωρητικό και Πειραματικό Στάδιο»).
[15]Roeckelein 2006, 450.
[16]Παραμελημένος από τη σχετική βιβλιογραφία. Βλ. περισσότερα για τα πειράματά του Hanegraaff 2016, 105-123.
[17]Fodor, N. 1933, Encyclopedia of Psychic Science. London: Arthurs Press.
[18]Ο Σαρλ Ρομπέρ Ρισέ (Charles R. Richet) (1850-1935), ήταν Γάλλος γιατρός και φυσιολόγος. Το 1891 ίδρυσε την επιθεώρηση Annales dessciences psychiques, «Χρονικά Ψυχικών Επιστημών». Το 1905 έγινε πρόεδρος της Εταιρίας Παραψυχολογικών Ερευνών (Society for Psychical Research) της Αγγλίας. Είναι ο πατέρας του όρου «εκτόπλασμα», βλ. Blom 2010 168. Διεξήγαγε πειράματα με μέντιουμ. Τιμήθηκε το 1913 με το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής και το 1914 έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών. Ασχολήθηκε με την ύπνωση και την εξωαισθητηριακή αντίληψη. Το 1919 έγινε επίτιμος πρόεδρος του Διεθνούς Μεταφυσικού Ινστιτούτου (Institut Métapsychique International) των Παρισίων και το 1929 ενεργός πρόεδρος.
[19]Plas 2012, 91-107.
[20]Ο Τζόζεφ Μπανκς Ράιν (Joseph B. Rhine) (1895-1980), ήταν Αμερικανός βοτανολόγος που εγκαθίδρυσε την παραψυχολογία ως κλάδο της ψυχολογίας, ιδρύοντας το εργαστήριο παραψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Duke, το Journal of Parapsychology, το Ίδρυμα Έρευνα για τη φύση του ανθρώπου και τον Παραψυχολογικό Σύλλογο. Ξεκίνησε τις μελέτες που βοήθησαν στην ανάπτυξη της παραψυχολογίας σε έναν κλάδο της επιστήμης.
[21]McVaugh, M., & Mauskopf, S. 1976. J. B. Rhine's Extra-Sensory Perception and Its Background in Psychical Research. Isis, 67(2): 161-189.
Βιβλιογραφία
• Blom, J.D. 2010. A Dictionary of Hallucinations, Berlin: Springer.
• Fodor, N. 1933, Encyclopedia of Psychic Science. London: Arthurs Press.
• Guiley,R.E. 2007.The Encyclopedia of Ghosts and Spirits, USA: Facts on Files.
• Guiley R.E. 1994. Εγκυκλοπαίδεια Μυστικιστικών και Παραφυσικών Εμπειριών, Αθήνα: Anoubis.
• Hanegraaff W.J. 2016. The First Psychonaut? Louis-Alphonse Cahagnet’s Experiments with Narcotics, International Journal for the Study of New Religions 7(2): 105-123.
• Leadbeater, Ch.W. 1998. Η Τέχνη της Διόρασης, Αθήνα: Ιάμβλιχος.
• Leadbeater, Ch.W. 1903. Clairvoyance, London: Theosophical Publishing Society.
• LeShan, L. 1974. The Medium, the Mystic, and the Physicist: Toward a General Theory of the Paranormal, New York: Viking Press.
• McVaugh, M., & Mauskopf, S. 1976. J.B. Rhine's Extra-Sensory Perception and Its Background in Psychical Research, Isis 67(2): 161-189.
• Plas, R. 2012. Psychology and psychical research in France around the end of the 19th century, History of the Human Sciences, 25(2): 91-107.
• Μπλαβάτσκυ, Π.Ε. 1995. Βίβλος του Αποκρυφισμού, σελ. 12, Αθήνα: Κέδρος.
• Roeckelein, J.E. 2006. Elsevier's Dictionary of Psychological Theories, Amsterdam: Elsevier.
Ι.Φ.