Φιλοσοφία
Η Διαχρονική Αναζήτηση της Ενότητας

Από τους Φυσικούς Φιλοσόφους της Αρχαίας Μίλητου έως και τη Σύγχρονη Φυσική ένα υφάδι διατρέχει την αιώνια απορία του ανθρώπου για τον Κόσμο -τι είναι, ποια είναι η αρχή του, ποιες δυνάμεις τον διέπουν, ποια είναι η θέση του Ανθρώπου μέσα σε αυτόν. Απαντήσεις που αρχικά, στα πρώτα βήματα του πολιτισμού, αναδύονταν μέσα από τις φαντασίακες εικόνες των μύθων.
Ωστόσο, στην αυγή του Δυτικού Πολιτισμού, οι Ίωνες φιλόσοφοι στη Μίλητο της Ιωνίας του 6ου αι. π.Χ., επιχείρησαν να ξεφύγουν από την μυθολογική ερμηνεία του κόσμου και, αντικαθιστώντας τους Ομηρικούς θεούς, με τη δύναμη του νου, της παρατήρησης και της λογικής, επιείρησαν για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, να προσεγγίσουν τα φαινόμενα με ορθολογικές απαντήσεις.
Έτσι γεννήθηκε η φυσική φιλοσοφία ως αναζήτηση της αρχής πίσω από τα φαινόμενα.
Αυτή η αναζήτηση για τη μοναδική Αρχή (ἀρχή) –είτε ως ύλη, είτε ως νόμος, είτε ως πνεύμα– δεν παρέμεινε περιορισμένη στους όρους της ύλης. Διαρρέει τη δυτική σκέψη και εμφανίζεται διαρκώς με νέες μορφές που συνδέονται με την συλλογική συνείδηση που διαμορφώνεται στην εκάστοτε εποχή.
Οι Πρώτοι Φυσικοί Φιλόσοφοι
Οι φυσικοί φιλόσοφοι αναζήτησαν την πρωταρχική αιτία -την αρχή που βρισκόταν πίσω από τα φαινόμενα. Αναρωτιώνταν για τη δομή και τη δημιουργία του κόσμου, την ουσία της ύλης, τη φύση της κίνησης και των αλλαγών, τον χώρο, τον χρόνο, την τυχαιότητα, αλλά και για τη συνείδηση και τη βούληση. Για αυτούς, πίσω από την πολυμορφία των φαινομένων υπήρχε ένα θεμελιώδες υπόβαθρο, ένα ενιαίο πεδίο από το οποίο προέκυπταν όλα, κάτι που θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε με την έννοια του "Ενός" ή του "Όλου" στη μεταφυσική.
H πόλη της Μιλήτου της Ιωνίας του 6ου αι. π.Χ. ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση, εμπορικό κέντρο και σταυροδρόμι πολιτισμών. Εκείνη την περίοδο η Μίλητος είχε καταφέρει να εξασφαλίσει μια σχετική σταθερότητα και οι πολεμικές εντάσεις ήταν ήπιες. Οι κάτοικοι και επισκέπτες της πόλης βίωναν ένα ανοιχτό περιβάλλον πολιτικής ελευθερίας χωρίς θεοκρατικούς περιορισμούς. Συνάμα εμπορικά ταξίδια, ναυτικά και ηπειρωτικά απαιτούσαν ανθρώπους με πρακτικές γνώσεις, που δίνανε τεχνικές λύσεις σε ποικίλα προβλήματα. Εκεί συνδυάστηκαν ο πλούτος και η επαφή με ανατολικές παραδόσεις, όπως της Αιγύπτου και της Βαβυλώνας. ΄Ολα αυτά διαμόρφωσαν τις κατάλληλες συνθήκες για να γεννηθεί η νέα, θαρραλέα μορφή των πρώτων φυσικών φιλόσοφων.
Πρώτος απο αυτούς ο Θαλής, πίστευε ότι η θεμελιώδης ουσία του κόσμου είναι το νερό, όχι απλώς ως φυσικό στοιχείο αλλά ως ζωντανή, εμψυχωμένη ουσία που κινεί και ζωογονεί τα πάντα. Διατύπωσε την πρωτοφανή για την εποχή ιδέα ότι η φύση λειτουργεί σύμφωνα με νόμους και ότι τα φυσικά φαινόμενα μπορούν να εξηγηθούν μέσω παρατήρησης, γεωμετρίας και υπολογισμών, χωρίς αυθαίρετες θεϊκές παρεμβάσεις. Εισήγαγε επίσης την έννοια της αυτο-οργάνωσης και της εσωτερικής ζωογόνου δύναμης της φύσης, ιδέα που αποτέλεσε θεμέλιο για την έννοια της ενότητας πίσω από την ποικιλία.
Ο μαθητής του ο Αναξίμανδρος, διαφοροποιήθηκε, υποθέτοντας ότι η αρχή των πάντων δεν είναι υλική, αλλά ένα άμορφο, απεριόριστο υπόβαθρο, το ἄπειρον, από το οποίο αναδύονται όλα. Πίστευε ότι μέσω δυναμικών αντιθέσεων και φυσικών εξελικτικών διαδικασιών, ο κόσμος οργανώνεται και ρυθμίζεται από φυσικούς νόμους που καθορίζουν την αρμονία και τη δικαιοσύνη πέρα από την ανθρώπινη επιθυμία και ότι η ισορροπία του κόσμου επανέρχεται όταν παραβιάζεται. Οι φιλοσοφικές του θέσεις είναι μια πρώιμη μορφή κατανόησης του σύμπαντος ως αυτορυθμιζόμενου οργανισμού.
Ο Αναξιμένης, πρότεινε τον αέρα ως θεμελιώδη, ενεργό, απέραντο μέσο που διαπνέει τα πάντα. Η πύκνωση και η αραίωση του αέρα εξηγεί όλα τα φυσικά φαινομένα. Η αραίωση μετατρέπει τον αέρα σε φωτιά, η πύκνωση σε σύννεφο, νερό, γη και πέτρα. Ο αέρας φέρει ενέργεια, κίνηση και ζωογόνο δύναμη, και μέσω αυτού εισάγεται η έννοια της αναλογίας μικρόκοσμου και μακρόκοσμου: ο άνθρωπος "αναπνέει" τον κόσμο, και ο κόσμος "αναπνέει" μέσω του ανθρώπου.
Ένα Πνεύμα Ζητά να Εκδηλωθεί
Η ιστορία δείχνει πως σε ορισμένες περιόδους της ανθρωπότητας αναδύεται ένα ιδιαίτερο πνεύμα, μια εσωτερική ορμή που ζητά να εκφραστεί. Τότε βρίσκει τα κατάλληλα πρόσωπα για να το μεταφέρουν, να του δώσουν φωνή και μορφή, ώστε το ευρύτερο κοινό να μπορέσει να αντιληφθεί και να κατανοήσει το νέο ρέυμα σκέψης που έρχεται. Έτσι, εκτός από τους πρώτους Μιλήσιους φυσικούς φιλοσόφους, που άνοιξαν το δρόμο, την ίδια εποχή αναδείχθηκαν και άλλοι στοχαστές με συναφείς αναζητήσεις.
Ο Ηράκλειτος από την Έφεσο που έδρασε στα τελευταία χρόνια του 6ου αι. π.Χ. αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στοχαστή που διεύρυνε την αναζήτηση των φυσικών φιλόσοφων. Αυτός έθεσε τη φωτιά ως θεμελιώδη αρχή του κόσμου, σύμβολο συνεχούς κίνησης και πνευματικής φώτισης. Η ιδέα της συνεχούς μεταβολής αποτυπώνεται στην περίφημη εικόνα του ποταμού: «Σε έναν ποταμό δεν μπορείς να μπεις δύο φορές. Πεποίθηση του ήταν ότι η σύγκρουση των αντιθέτων λειτουργεί ως δημιουργική δύναμη και ότι όλα παράγονται από την σύγκρουση. Θεωρούσε ότι εντέλει ο Λόγος οργανώνει την αόρατη τάξη του κόσμου, αλλά παραμένει δυσπρόσιτος στον κοινό άνθρωπο που μόνο με την κατάκτηση της σοφίας και την εσωτερική καθαρότητα μπορεί να τον κατανοήσει.
Παράλληλα, ο περιηγητικός στοχαστής Ξενοφάνης (6ος-5ος αι. π.Χ.), που απο την μικρασιατική Κολοφώνα, αφού μελέτησε τις διδασκαλίες των Μιλήσιων, όρισε ως αρχή του κόσμου τη γη και το νερό, τα οποία σε διάφορες αναλογίες παράγουν τις διαφορετικές μορφές. Αντιτάχθηκε στον ανθρωπομορφισμό των θεών και εισήγαγε την ιδέα του ενός αμετάβλητου και καθολικού θεού. Αυτός δεν είναι απόμακρος αλλά η σχέση θεός–άνθρωπος–κόσμος συγκροτεί μια τριπλή ενότητα με εσωτερική συνοχή.
Την ίδια χρονική περίοδο (τέλη 6ου – 5ου αι. π.Χ.), η σχολή των Ελεατών, με κύριους εκπροσώπους τον Παρμενίδη, τον Ζήνωνα και τον Μέλισσο, μετέτρεψαν το ερώτημα από την αναζήτηση της ερμηνείας του κόσμου φυσιοκρατικά, σε ερώτημα τι είδους φύση έχει αυτό που υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα.
Ο Παρμενίδης είναι το κεντρικό σημείο αυτής της στροφής: θεμελίωσε την ιδέα ότι το αληθινό Ον είναι ένα, αμετάβλητο, αιώνιο και αγέννητο, ενώ κάθε μορφή αλλαγής αποτελεί απλώς φαινόμενο και πλάνη της ανθρώπινης εμπειρίας.
Στο έργο του που είναι ένα ποίημα όπου αφηγείται μια ατραπό, διειγείται ότι του αποκαλύπτεται από μια θεά, πως υφίστανται δύο οδοί, αυτοί της Αλήθειας όπου το Ον νοείται ως απόλυτο και αδιαίρετο, και πίσω από τα φαινόμενα και την Οδό της Δόξας, που περιγράφει τον κόσμο όπως φαίνεται με τις αισθήσεις –μεταβαλλόμενο, πολλαπλό και απατηλό. Με το ποίημα του Παρμενίδη επομένως η φιλοσοφία ξεφεύγει από την παρατήρηση της φύσης και περνά στη διερεύνηση της ίδιας της δομής του Είναι.
Η Γνώση του Κόσμου Οδηγεί στην Αυτογνωσία
Αυτή η στροφή προς τη μεταφυσική θεώρηση του κόσμου, δεν σήμανε το τέλος της φυσιοκρατικής έρευνας. Αντιθέτως διαπιστώνεται ότι μετά τους Προσωκρατικούς φυσικούς φιλοσόφους, την περίοδο του 5ου αιώνα π.Χ., εμφανίζονται στοχαστές που όχι μόνο συνέχισαν τη μελέτη της φύσης συνεπείς στο δρόμο που χάραξαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, αλλά επιπλεόν επιχείρησαν να διευρύνουν τα όρια και να την εντάξουν σε ένα ευρύτερο φιλοσοφικό σύστημα που περιλάμβανε μεταφυσική, ηθική και λογική.
Μεταγενέστεροι φυσικοί φιλόσοφοι όπως ο Εμπεδοκλής, ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος συνέβαλαν με νέες έννοιες στη δομή και τη λειτουργία της ύλης. Όλοι τους τόνιζαν ότι η γνώση του κόσμου οδηγεί στην αυτογνωσία, τονίζοντας κατά κάποιο τρόπο ότι η φύση είναι αντανάκλαση μιας νοητικής αρχής. Αυτοί έβαλαν τα θεμέλια της επιστημονικής και ταυτόχρονα πνευματικής θεώρησης της φύσης.
Ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα (5ος αι. π.Χ.) διαμόρφωσε μια κοσμολογία όπου η μεταβολή δεν είναι τυχαία, αλλά προϊόν ρυθμικής εναλλαγής. Στο κέντρο της σκέψης του βρίσκονται τα τέσσερα στοιχεία —Γη, Νερό, Αέρας και Φωτιά— οι «ρίζες» των πάντων, που συντίθενται και διαχωρίζονται με την επίδραση δύο αντίρροπων δυνάμεων: του Έρωτα, που ενώνει, και της Έριδος, που χωρίζει. Θεωρούσε ότι η κοσμική πραγματικότητα είναι κυκλική, σαν ένας παλλόμενος ρυθμός μεταξύ τάξης και αταξίας. Ο άνθρωπος εμφανίζεται ως «εξόριστος θεός», που καλείται να ανακαλύψει την πνευματική του φύση και να πορευτεί προς την κατανόηση της πλήρους εικόνας του Κόσμου και την κάθαρση.
Ο Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές (5ος αι. π.Χ.) εισήγαγε μια κοσμολογία όπου η τάξη και η οργάνωση είναι κεντρικά στοιχεία του κόσμου. Τα όντα συγκροτούνται από σπερματικούς λόγους, μικρές αρχές, που εμπεριέχουν κάθε δυνατότητα, έτσι ώστε καθετί να μετέχει σε όλα. Ο Νους, μια υπέρτατη νοητική αρχή που οργανώνει το σύμπαν καθοδηγεί τα φαινομένα. Ο Αναξαγόρας εισηγείται ότι όταν συντονίζεται η ανθρώπινη ψυχή στην κοσμική αρμονία, τότε μπορεί να κατανοήσει και να μετέχει στον Νου.
Ο Λεύκιππος που μάλλον ήταν από τη Μίλητο ή και ο μαθητής του ο Δημόκριτος από τα Άβδηρα θεμελίωσαν την ατομική θεωρία: όλα όσα υπάρχουν αποτελούνται από άτομα, αόρατα και αμετάβλητα, που κινούνται στο κενό και, μέσω των συγκρούσεών τους, συγκροτούν σώματα και κόσμους. Ο Δημόκριτος υποστήριζε ότι το σύμπαν διέπεται από αναγκαιότητα και καθολικούς φυσικούς νόμους, χωρίς θεϊκή παρέμβαση, ενώ η τύχη δεν είναι παρά όνομα της άγνοιας των αιτίων. Τη γνώση διέκρινε σε δύο τάξεις: τη «σκοτεινή» γνώση των αισθήσεων και τη «γνήσια» γνώση του λόγου. Η ψυχή, και αυτή συγκροτημένη από ιδιαίτερα λεπτά και κινητικά άτομα (πυροειδή), συνδέεται με τη νοητική λειτουργία. Με αυτόν τον τρόπο, η φυσική φιλοσοφία του Δημόκριτου εκτείνεται και στο πεδίο της ανθρώπινης κατανόησης και της ηθικής στάσης απέναντι στον κόσμο.
Ο Πυθαγόρας από τη Σάμο (6ος αι. π.Χ.), με δράση στη Σάμο και την Κάτω Ιταλία, δεν ανήκει αυστηρά στους φυσικούς φιλοσόφους, καθώς η σκέψη του είναι μυστικιστική. Εισάγει την ιδέα ότι οι αριθμοί και η μουσική εκφράζουν τη μυστική αρμονία του κόσμου, του οποίου η ουσία βρίσκεται στις αριθμητικές σχέσεις και αναλογίες. Θεωρούσε ότι οι αριθμοί δεν είναι απλοί συμβολισμοί, αλλά ζωντανές δυνάμεις της κοσμικής τάξης. Ο Πυθαγόρας μετασχημάτισε τη φυσική φιλοσοφία σε μαθηματική θεολογία, όπου ταύτισε τη γνώση των αριθμών με την κατανόηση του Όλου. Αυτή θεωρούσε ότι είναι η οδός που οδηγεί σε πνευματική κάθαρση και επανασύνδεση με την κοσμική αρμονία.
Φαίνεται λοιπόν ότι καθώς η φιλοσοφική σκέψη με τα χρόνια ωριμάζει και αλλάζει μορφή. Η αναζάτηση της Αρχής, μετατοπίζεται σταδιακά από την ύλη σε όλαο και πιο αφηρημένες έννοιες όπως ο Λόγος, το Ον και ο Νους, σηματοδοτώντας μια βαθύτερης κατανόηση της πραγματικότητας που λαμβάνει υπόψη την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου. Έτσι αναζητώνται ανάλογα χαρακτηριστικά με αυτά του ανθρώπου στον Κόσμο, τα οποία βέβαια αποκτούν μια αρχετυπική φύση πολύ ανώτερη –απόλυτη. Επιπλέον η σύνδεση ύλης, Λόγου, Νου και αρμονίας δείχνει ότι η μελέτη της φύσης κατα βάθος δεν αποσκοπεί μόνο στη γνώση του κόσμου, αλλά και στην γνώση του ανθρώπου και κατ επέκταση την αυτογνωσία και την πνευματική καλιέργεια.
Το Τέλος ως Επιστροφή στην Αρχή
Οι φυσικοί φιλόσοφοι, διερευνώντας την δομή του κόσμου και αναζητώντας ενιαίες αρχές, έθεσαν επιπλέον τα θεμέλια μιας εσωτερικής θεώρησης του ανθρώπου: η κοσμολογική έρευνα της φύσης μετατράπηκε σταδιακά σε έρευνα της ψυχής και ενσωματώθηκε σε ευρύτερες φιλοσοφικές θεωρήσεις. Αυτή η εξέλιξη προοιώνισε την πλατωνική και νεοπλατωνική σύνθεση, όπου ο άνθρωπος και ο κόσμος κατανοούνται υπό το φως του Νου - Πνεύματος και της εσωτερικής τάξης του Όλου. Η φιλοσοφία δεν εγκατέλειψε το ερώτημα της φύσης, αλλά αναζητώντας βαθύτερα στις πτυχές του φυσικού, το μετέφερε σε ένα μεταφυσικό πλαίσιο.
Ο Κόσμος ως Τάξη και Σκοπός
Σε αυτή την κατεύθυνση διεύρυνσης της φυσικής φιλοσοφίας, χρησιμοποιώντας την διαλεκτική μέθοδο, εργάστηκε ο Πλάτων (427–347 π.Χ.), μαθητής του Σωκράτη και δάσκαλος του Αριστοτέλη. Ο Πλάτωνας δεν ανήκει στους φυσικούς φιλοσόφους με την κλασική έννοια, ωστόσο μετασχηματίζει τη φυσική φιλοσοφία σε ένα μεταφυσικό οικοδόμημα και αναζητά όπως οι προσωκρατικοί την πρωταρχική ουσία του Κοσμου. Έτσι, ενώ οι Ίωνες αναζητούν την αρχή της φύσης στην ύλη ή στα στοιχεία, ο Πλάτων μεταφέρει το κέντρο βάρους στις Ιδέες —αμετάβλητες μορφές που αποτελούν τα αληθινά πρότυπα της πραγματικότητας— και θεωρεί ότι ο αισθητός κόσμος δεν είναι παρά ατελής μίμησή τους.
Με τη διαλεκτική μέθοδο του Πλάτωνα η σκέψη μεταβαίνει από τα μεταβαλλόμενα πράγματα προς τις αιώνιες Ιδέες, οδηγείται σε ανώτερη κατανόηση και πνευματική κάθαρση. Με αυτόν τον τρόπο, η φυσική φιλοσοφία μετασχηματίζεται σε οδό αυτογνωσίας και οδό προς την αλήθεια, την βαθύτερη θέαση της πραγματικότητας. Το αμετάβλητο Είναι του Παρμενίδη και ο κόσμος των Ιδεών του Πλάτωνα σηματοδοτούν έναν πρώιμο ιδεαλισμό, όπου η αληθινή πραγματικότητα νοείται ως κάτι πέρα από το αισθητό και μεταβλητό.
Στον Παρμενίδη και τον Πλάτωνα γίνεται μια μετατόπιση σε σχέση με τους φυσικούς φιλοσόφους: η αναζήτηση της πρώτης αρχής παύει να εδράζεται στη φυσική ύλη και ανυψώνεται σε ένα υπερβατικό, νοητό επίπεδο. Η αληθινή γνώση προκύπτει από την ανέλιξη της ψυχής προς το ανώτερο επίπεδο των ιδεών. Ο κόσμος είναι ένας ζωντανός, αρμονικός, οργανισμός δημιούργημα του Θεϊκού Νου από την άμορφη ύλη που μορφοποιείται από το σχέδιο του Νου.
Η μετάβαση της σκέψης από κοσμολογία της ύλης, σε μεταφυσική του νοητού, δεν αποτελεί ρήξη. Αντίθετα μπορεί να ιδωθεί ως βαθύτερη συνέχεια, ως κίνηση του ίδιου νήματος που ενώνει την υλική και την πνευματική διάσταση του κόσμου. Διότι μέσα από αυτή τη διαφορά αναδύεται μια ενιαία πορεία: η φύση ως ορατό πρόσωπο του κόσμου και το νοητό ως η κρυμμένη του ρίζα, δύο εκφάνσεις της ίδιας αναζήτησης για το θεμέλιο του Είναι.
Ο Αριστοτέλης (384–322 π.Χ.), που ήταν μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κάνει τον συγκερασμό των δύο τάσεων, καθώς συστηματοποιεί τη φυσική φιλοσοφία ως μελέτη της φύσης ως τάξης, κίνησης και αιτιότητας. Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, τοποθετεί τις μορφές μέσα στα ίδια τα πράγματα. Η φύση θεωρεί ότι δεν είναι απλώς αντανάκλαση υπερβατικών προτύπων, αλλά ενεργός δύναμη που οδηγεί τα όντα στην ολοκλήρωσή τους. Κάθε φαινόμενο εξηγείται μέσω τεσσάρων αιτίων —ύλη, μορφή, κινητική αιτία και τελικός σκοπός— δίνοντας στον κόσμο οργανική συνοχή. Κάθε ον φέρει μέσα του την ἐντελέχεια, μια εσωτερική ώθηση προς έναν εξελικτικό στόχο: την πληρότητα.
Ο Αριστοτέλης βλέπει το σύμπαν ως ζωντανό οργανισμό: ο ουρανός είναι αμετάβλητος και τέλειος, ενώ ο γήινος κόσμος υπόκειται σε γένεση και φθορά. Ο άνθρωπος - μικρόκοσμος, ως αναλογία του κόσμου -μακρόκοσμου, συμμετέχει στην κοσμική τάξη. Η μελέτη της φύσης είναι ταυτόχρονα μελέτη του σκοπού και της πορείας του ανθρώπου προς την τελείωση. Η φυσική αποκτά τελεολογική δομή: κάθε κίνηση και μεταβολή υπηρετεί μια εσωτερική τάξη και συνδέεται με τον τελικό σκοπό του όντος.
Με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, η ελληνική φιλοσοφία μεταβαίνει από την κοσμολογία στην αναζήτηση ενός εξελικτικού στόχου, συνδέοντας τη φύση με τη νοητική και ηθική τάξη. Ο κόσμος πλέον δεν θεωρείται ότι είναι τυχαίο φυσικό δημιούργημα, αντίθετα είτε ως αντανάκλαση των Ιδεών είτε ως οργανική διαδικασία με έμφυτο σκοπό, η φύση γίνεται ο δρόμος προς την κατανόηση της πραγματικότητας και της ανθρώπινης ολοκλήρωσης.
Η Μυσταγωγική Φύση
Στα χρόνια της ελληνιστικής περίοδου συντελείται ένας πολυεπίπεδος συγκερασμός πολιτισμών. Η συνάντηση του ελληνικού με το ανατολικό στοιχείο, σε συνδυασμό με τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και παιδείας στην Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή και τη Μικρά Ασία, ανοίγει νέους ορίζοντες σκέψης και επικοινωνίας. Η εμπορική άνθηση ευνοεί τη δημιουργία κοσμοπολίτικων κέντρων, με κορυφαίο παράδειγμα την Αλεξάνδρεια, όπου η ελληνική παράδοση συντίθεται δημιουργικά με ανατολικές επιρροές. Σε αυτό το περιβάλλον αναπτύσσονται βιβλιοθήκες και κέντρα μάθησης, όπως η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, και καλλιεργούνται συστηματικά τα μαθηματικά και οι επιστήμες.
Παράλληλα, η τέχνη αποκτά μεγαλύτερο ρεαλισμό και πολυπλοκότητα, αντανακλώντας τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος προς τον άνθρωπο και την εμπειρία του κόσμου. Το νέο αυτό πνευματικό κλίμα ευνοεί την ανανέωση της φιλοσοφικής αναζήτησης και την ανάδυση σχολών που συνδέουν τη φυσική θεώρηση του κόσμου με τον βίο.
Οι Επικούρειοι συνεχίζουν τον ατομισμό του Δημόκριτου. Ο ιδρυτής τους, Επίκουρος (4ος–3ος αι. π.Χ.), εισάγει επιπλέον τη βασική έννοια της «παρέγκλισης» ένα στοιχείο απροσδιοριστίας στη φυσική κίνηση, καθιστώντας δυνατή τη γένεση νέων μορφών και την ανθρώπινη ελευθερία. Ακόμη και η ψυχή ερμηνεύεται υλιστικά, ενώ η γνώση της φύσης υπηρετεί έναν σαφή ηθικό σκοπό: την απελευθέρωση από τον φόβο του θανάτου και τις δεισιδαιμονίες. Στόχος του επικούρειου βίου είναι η αταραξία, η γαλήνη της ψυχής και η απουσία πόνου, καρπός φρόνησης και μετρημένης ζωής.
Οι Στωικοί (3ος αι. π.Χ.–2ος αι. μ.Χ.), με αφετηρία τον Ζήνωνα και τον Χρύσιππο, αντιλαμβάνονται το σύμπαν ως ενιαίο, έμψυχο και λογικό όλον, διαποτισμένο από τον θείο Λόγο. Όλα είναι υλικά, ακόμη και η ψυχή, καθώς συγκροτούνται από πνεῦμα, ένα θερμό και τεταμένο πυρ που συνέχει και κατευθύνει τη φύση. Η κοσμική τάξη λειτουργεί ταυτόχρονα ως πρότυπο ηθικής και δικαίου: ο άνθρωπος βρίσκει το νόημα της ζωής ζώντας «κατὰ φύσιν», εναρμονίζοντας τη λογική του με τη λογική του Όλου μέσα στους αιώνιους κύκλους γένεσης και φθοράς.
Από την Αναζήτηση των Φυσικών Αιτιών στη Συμμόρφωση στο Θεικό σχέδιο
Με το τέλος της ελληνιστικής περιόδου, το ενδιαφέρον της φιλοσοφίας στρέφεται πλέον στη σχέση της ψυχής με το Θείο. Ο νεοπλατωνιστής Πλωτίνος (3ος αι. μ.Χ.), αναδιαμορφώνει τον πλατωνικό κόσμο των Ιδεών. Σύμφωνα με τον Πλωτίνο η πραγματικότητα απορρέει από το υπερβατικό Ένα σε μια ιεραρχική θεωρία εκπόρευσης προς τον Νου, την Ψυχή και, τέλος, τον αισθητό κόσμο. Η ύλη, στο κατώτατο επίπεδο αυτής της κλίμακας, δεν αποτελεί αυθύπαρκτη πραγματικότητα αλλά στέρηση της πληρότητας του νοητού.
Στο πλαίσιο αυτό, η φυσική φιλοσοφία σταδιακά περνά στο περιθώριο. Ο άνθρωπος, ως μικρόκοσμος που αντανακλά την κοσμική ιεραρχία, καλείται να στραφεί εσωτερικά και να ακολουθήσει μια ανοδική πορεία επιστροφής προς το Ένα, ένωσης με τον Θεό.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού η φιλοσοφία εντάσσεται σταδιακά σε ένα θεολογικό πλαίσιο και λειτουργεί ως λογικό εργαλείο ερμηνείας και συστηματοποίησης της πίστης. Στοχαστές όπως ο Αυγουστίνος, ο Ανσέλμος και, αργότερα, ο Θωμάς Ακινάτης αξιοποιούν την πλατωνική και την αριστοτελική σκέψη για να δώσουν στον κόσμο το νόημα ότι είναι Θεϊκό σχέδιο και ότι τα πάντα υπακούουν στην Θέληση του Θεού.
Στον Μεσαίωνα, με την επανεισαγωγή του Αριστοτέλη στη Δύση, κατά τον 12ο και 13ο αιώνα μέσω των αραβικών σχολιαστών, η αριστοτελική-χριστιανική σύνθεση ισχυροποιείται και κυριαρχεί στο φιλοσοφικό λόγο. Ο Θεός προσλαμβάνεται ως Πρώτη Ακίνητη Αιτία και τελικός σκοπός της κοσμικής τάξης. Η φυσική φιλοσοφία σε αυτή την εκτενή περίοδο υπόκειται σε πολύ μεγάλο βαθμό σε σοβαρούς περιορισμούς. Συγκεκριμένα απαγορεύεται αυστηρά να αντιτίθεται στη θεία αποκάλυψη και οι φυσικές αιτίες αναγνωρίζονται ως δευτερεύουσες, λιγότερο σημαντικές σε σύγκριση με την ανώτερη αιτία όλων που είναι η θεία βούληση.
Στα χρόνια της μετάβασης από τον Μεσαίωνα πρός την Αναγέννηση, διαμορφώνεται μια μακροχρόνια ζύμωση ιδεών προς τη νεότερη εποχή.
Η σταδιακή ενίσχυση της εμπειρικής παρατήρησης, η αυξανόμενη σημασία των μαθηματικών και η ανάδυση μιας νέας αντίληψης για την ανθρώπινη γνώση άρχισαν να ρηγματώνουν το θεοκρατικό ιεραρχικό πρότυπο του μεσαιωνικού κόσμου.
Η φύση δεν εκλαμβάνεται πλέον ως φορέας σκοπών και νοημάτων, αλλά ως πεδίο νόμων που διέπουν τα φαινόμενα και τα περιγραφούν με ακρίβεια. Έτσι προετοιμάστηκε το έδαφος ώστε η φυσική φιλοσοφία να απελευθερωθεί από τη θεολογική δεσποτεία, να ξαναέρθει στο προσκήνιο του φιλοσοφικού στοχασμού και να ενσωματώσει στη φαρέτρα της νέα εργαλεία όπως ο μαθηματικός λογισμός, που οδήγησε σταδιακά στην αυτονόμηση της επιστημονικής γνώσης.
Κόσμος ως Μηχανή
Στην Αναγέννηση το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από τη θεολογία προς τον άνθρωπο και τον φυσικό κόσμο. Η ανακάλυψη εκ νέου των αρχαίων φιλόσοφων προχώρησε στην δημιουργική επανερμηνεία τους και απελευθέρωσε τη σκέψη.
Η φυσική φιλοσοφία έπαψε να θεωρεί τη φύση μόνο ως πεδίο επανένωσης με το Θείο αλλά ως πεδίο παρατήρησης, και πειραματισμού.
Ο Κοπερνίκος μέσα από τις παρατηρήσεις του ουρανού απέδειξε ότι η Γη δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος, και ο Γαλιλαίος καθιέρωσε τη μαθηματική περιγραφή των φαινομένων με εξαιρετική ακρίβεια, γεγονός που έδειξε στην ανθρωπότητα την δυνατότητα να προβλέψει τα ουράνια φαινόμενα χωρίς να καταφεύγει στην βούληση του Θεού.
Παράλληλα, εναλλακτικά ρεύματα, όπως ο αναγεννησιακός νεοπλατωνισμός, ο ερμητισμός και η φυσική μαγεία, διατήρησαν την εικόνα της φύσης ως ένα ζωντανό και δυναμικό όλον.
Η φιλοσοφική τόλμη στοχαστών όπως ο Μαρσίλιο Φιτσίνο και η τραγική μαρτυρία του Τζιορντάνο Μπρούνο, που οδηγήθηκε στην πυρά για τις ιδέες του, δείχνει τη σφοδρότητα της σύγκρουσης ανάμεσα στον παλαιό θεοκρατικό κόσμο και στον νέο φυσιοκρατικό που ερχόταν.
Η ρήξη ολοκληρώνεται με την επιστημονική επανάσταση. Ο Καρτέσιος θεμελίωσε τον διαχωρισμό πνεύματος και ύλης, μετατρέποντας τη φύση σε ένα αιτιοκρατικό μηχανικό σύστημα. Ο Νεύτωνας εδραίωσε ένα προβλέψιμο, μαθηματικά δομημένο σύμπαν ανοίγοντας τον δρόμο για αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως σύγχρονη επιστημονική σκέψη.
Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι ήταν εντυπωσιασμένοι από τη δύναμη της φυσικής επιστήμης η οποία με την υποστήριξη των μαθηματικών μπορούσε να προβλέψει και να εξηγήσει φαινόμενα που μέχρι τότε ανάγονταν στη θεική βούληση ή στις δυσιδαιμονίες. Οι φυσικοί νόμοι καθόριζαν ανά πάσα στιγμή την κατάσταση της και μπορούσε να προβλεφθεί κάθε τι με μαθηματική ακρίβεια. Τίποτε μαγικό δεν υπήρχε πια στον κόσμο. Η μαγεία και το μυστήριο αντικαταστάθηκαν από την προσδοκία της απόλυτης προβλεψιμότητας.
Ο Κόσμος ως Ενέργεια
Στον 18ο και 19ο αιώνα, η γερμανική φιλοσοφία της φύσης (Naturphilosophie) αναβίωσε τη θεώρηση της φύσης ως ζωντανής, ενιαίας και δημιουργικής πραγματικότητας. Φιλόσοφοι όπως ο Γκαίτε (Goethe) ο Χέγκελ (Hegel) και ο Σέλλινγκ (Schelling) άρχισαν να βλέπουν τη φύση ως εκδήλωση πνεύματος και το πνεύμα ως αόρατη φύση. Ο Σέλλινγκ αναγνωρίζει τη φύση ως ορατό πνεύμα, ενώ ο Γκαίτε περιγράφει μια κεντρική ζωτική δύναμη (zentrale Kraft) που διαπερνά κάθε μορφή και γεγονός. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, η φιλοσοφία εκλαμβάνεται ως μια πνευματική εμπειρία μέσα από την οποία ο άνθρωπος γίνεται ενεργό μέλος, συμμέτοχος της δημιουργικής διαδικασίας της φύσης κι όχι ένας απλός παρατηρητής.
Με την άνοδο της επιστήμης τον 19ο αιώνα, η μηχανιστική θεώρηση της φύσης ως μια συμπαντική καλολαδωμένη μηχανή που είναι εντελώς καθορισμένη μέσα απο τους νόμους την μηχανικής, εξελίσσεται σε φιλοσοφία ενέργειας: η θερμοδυναμική αποκαλύπτει ότι η ύλη δεν είναι στατική, αλλά μετασχηματίζεται διαρκώς και η ενέργεια ως συνδετικός ιστός του κόσμου παίζει ενεργό ρόλο στους μετασχηματισμούς. Παράλληλα η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου παρουσιάζει τη ζωή ως συνεχώς μεταβαλλόμενο δίκτυο ενέργειας και αλληλεπιδράσεων.
Έτσι το σύμπαν παύει να αντιμετωπίζεται ως μια στατική μηχανή και γίνεται ενεργειακό δίκτυο, όπου κάθε ον συμμετέχει στη δημιουργία και στους μετασχηματισμούς του. Η φύση παύει να είναι απλώς ένα αντικείμενο μέτρησης και γίνεται ενεργειακό και πνευματικό πεδίο, όπου η ζωτική αρχή συνδέει ύλη και ψυχή και ενσωματώνει τον άνθρωπο στον ενεργειακό ιστό του κόσμου.
Παράλληλα, η φυσική των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, όπως διαμορφώνεται από τον Φάραντεϊ (Faraday) και τον Μάξγουελ(Maxwell), αναδεικνύει το αόρατο ως πρωταρχική πραγματικότητα, όπου η ύλη δεν επαρκεί να περιγράψει τον κόσμο χωρίς τις ενέργειες που τη διαπερνούν και διασυνδέουν καθώς η φύση των στοιχειωδών σωματιδίων φανερώνει ότι η ύλη όπως την βιώνουμε είναι στην πραγματικότητα ένα πλέγμα άυλων ηλεκτρομαγνητικών ενεργειών. Η επιστήμη άρχισε από τότε με διστακτικά αρχικά βήματα να προσεγγίζει τη μυστική παράδοση.
Στον 20ο αιώνα, η «Βαθιά Οικολογία» του Άρνε Νες(Arne Dekke Eide Næss), —που υποστηρίζει την εγγενή αξία όλων των όντων στη φύση— και η «Φιλοσοφία της Διαδικασίας» του Γουάιτχεντ (Alfred North Whitehead) που ήταν δάσκαλος του Μπέρτραντ Ράσελ, —σύμφωνα με την οποία η πραγματικότητα είναι μια δημιουργική ροή διασυνδεδεμένων γεγονότων— ξαναφέρνουν στο προσκήνιο την ιδέα ενός έμψυχου, δυναμικού κόσμου, όπου κάθε ον διαθέτει εσωτερική εμπειρία και συμμετέχει στη ροή της δημιουργίας. Η φύση δεν είναι πλέον απλώς αντικείμενο μελέτης, αλλά εμφανίζεται ως συνεχές γίγνεσθαι, πολύτροπη και οντολογικά ισότιμη, επαναφέροντας την παράδοση της έμψυχης πραγματικότητας που βρίσκουμε ήδη στους Νεοπλατωνικούς.
Ο Μπομ (David Bohm) και η σύγχρονη ολιστική επιστημονική φιλοσοφία βλέπουν τον κόσμο ως ζωντανό, συμμετοχικό σύστημα, όπου ύλη, ενέργεια και συνείδηση διαπλέκονται σε ενότητα και νόημα. Ο άνθρωπος επανατοποθετείται ως συνδημιουργός, και η γνώση της φύσης συνδέεται με την εσωτερική εμπειρία, την κατανόηση του εαυτού και τη βαθιά, ολιστική θεώρηση του σύμπαντος, ολοκληρώνοντας έτσι έναν κύκλο όπου η ελληνική, η αναγεννησιακή και η σύγχρονη σκέψη συγκλίνουν σε μια ενιαία οπτική του κόσμου.
Η σχετικότητα του Αϊνστάιν (Albert Einstein) και η κβαντομηχανική επαναφέρουν τον παρατηρητή στο κέντρο: η αντίληψη του χώρου και του χρόνου διαμορφώνονται από τον ίδιο τον παρατηρητή, η ύλη εμφανίζεται ως πιθανότητα και κύμα, και η συνείδηση φαίνεται να επηρεάζει το γίγνεσθαι του κόσμου. Οι διάλογοι του Μπορ (Niels Henrik David Bohr), του Χάιζενμπεργκ (Werner Karl Heisenberg) και του Σρέντινγκερ (Erwin Rudolf Josef Alexander Schrödinger) με την ανατολική σκέψη αναδεικνύουν ξανά την έννοια της σχέσης, της δόνησης και του ρυθμού, θυμίζοντας τους Προσωκρατικούς και αναβιώνοντας το «αόρατο» στην γλώσσα της φυσικής. Έτσι, παρατηρούμε μια κυκλική πορεία: η σκέψη, έχοντας διανύσει τον δρόμο από τον μύθο στο λόγο, από τον έμψυχο κόσμο στη μηχανή και από εκεί στην ενέργεια και την πληροφορία, επιστρέφει στα θεμελιώδη ερωτήματα της αρχής. Αυτό μας οδηγεί αναπόφευκτα πίσω στην αέναη αναζήτηση που ξεκίνησε στη Μίλητο.
Η Αέναη Αναζήτηση της Αρχής
Στην εποχή μας βέβαια μετα από όλη την διαδρομή που έχει διανύσει η ανθρώπινη σκέψη οι απαντήσεις αναζητούνται σε ένα πεδίο θεώρησης του κόσμου όπου πνεύμα, ύλη, ενέργεια και συνείδηση συνυφαίνονται ολιστικά σε μια συνεκτική συνεχή, ζωντανή διαδικασία. Οι απαντήσεις στην εποχή μας οφείλουν να είναι συνυφασμένες με τις κατακτήσεις και τις ανακαλύψεις της επιστήμης και συνάμα να της δίνουν τη δύναμη να ατενίσει ακόμη μακρύτερα σε περιοχές που μέχρι τώρα δεν έχει τα κατάλληλα εργαλεία για να προσεγγίσει.
Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς ότι τον 19ο έως τον 21ο αιώνα, η αναζητήση που εμπνέεται από τη σύγχρονη επιστήμη αγγίζει μυστικιστικά ζητήματα. Από τη θεωρία χορδών, τα κβαντικά πεδία και η συστημική σκέψη του Ιλιά Ρομάνοβιτς Πριγκόζιν (Ilya Romanovich Prigogine) ως τα μορφογενετικά πεδία (morphogenetic fields) που πρότεινε ο βιολόγος Ρούπερτ Σέλντρεϊκ (Rupert Sheldrake), μέχρι και τη συγκλιση της επιστήμης με την ανατολική σκέψη που διερευνεί ο Φρίτζοφ Κάπρα (Fritjof Capra) όλα αυτά τα πεδία γνώσης και έρευνας εισηγούνται ένα σύμπαν αυτοοργανωμένο και εν δυνάμει συνειδητό, όπου η πραγματικότητα δεν είναι στατική ύλη αλλά δίκτυο σχέσεων, δονήσεων και πληροφοριών.
Νεότεροι φιλόσοφοι στο πλαίσιο σκέψης της «ουσιωκρατίας» μιας σύγχρονης φιλοσοφικής τάσης που υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα θεμελιώνεται σε βαθύτερες δομές και αιτίες που συσχετίζουν τις δομές[i], υπερασπίζονται ότι η επιστήμη δεν πρέπει να είναι απλώς μια συλλογή προβλέψεων ή μοντέλων, αλλά να αποκαλύπτει τις πραγματικές ουσίες και τις βαθύτερες δομές του κόσμου και των σχέσεων τους.
Θεωρούν ότι οι νόμοι της φύσης αντικατοπτρίζουν αυτές τις σχέσεις μεταξύ των στοιχείων του κόσμου και ταυτόχρονα συμπεριέχουν την ενότητα και το μυστήριο της φύσης.
Οι σύγχρονες επιστήμες έχουν διεισδύσει στο απειροστά μικρό και μας έχουν ανοίξει ένα παράθυρο θέασης προς το απείρως μεγάλο. Έχουν δει στο βαθύ παρελθόν, λίγα δισεκατομυριοστά του δευτερολέπτου μετά την αρχική εκδήλωση του Κόσμου μέσα στον οποίο πλέουμε. Η σύγχρονη φυσική διαπραγματεύεται με ζητήματα γνωσιακά και μετρώντας σε πειράματα, πασχίζει να ερμηνεύσει την συνείδηση. Παρόλη την διεισδυτική ικανότητα του τεχνικού και συγκεκριμένου νου και των εργαλείων που έχει φτιάξει ο άνθρωπος προκειμένου να μετρήσει κάθε λεπτομέρεια του κόσμου, η μυστική ουσία της φύσης, η αιτία του κόσμου, η πρώτη αρχή επιμένει να ξεγλυστρά, γεγονός που δείχνει ότι η επιστήμη δεν καταργεί το μυστήριο, αλλά το βαθαίνει.
Η φυσική του πολύ μικρού που ονομάζεται κβαντική καθορίζεται από νόμους σαν την αρχή της απροσδιοριστίας, περιλαμβάνει ανεξήγητα φαινόμενα όπως είναι αυτό των συζευγμένων σωματίων, όπου οι διαστάσεις του χώρου και του χρόνου παύουν να ισχύουν. Στο πεδίο των κβαντικών πειράματων που εξηγούν τόσο την φύση των σωματιδίων όσο και την φύση των γαλαξιών, φαίνεται ότι η συνείδηση συμμετέχει στην διαμόρφωση του παρατηρούμενου Κόσμου.
Όπως έλεγε ο Ηράκλειτος, δεν μπορείς να περάσεις το ίδιο ποτάμι δυο φορές, διότι απλά το νερό του δεν είναι ποτέ το ίδιο. Έτσι και η φυσική φιλοσοφία, όπως το νερό του ποταμού, στο πέρασμα των χρόνων δεν έχει μείνει ίδια. Ωστόσο από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, διατηρεί μια ουσία αναλοίωτη στο χρόνο όπως τελικά είναι το ίδιο το ποτάμι. Το ερώτημα, επομένως των Μιλήσιων, επιμένει ακόμη και σήμερα. Έτσι με την πεποίθηση ότι πλέουμε μέσα στο Όλον, μέσα σε μια ενότητα Λόγου, ύλης, ζωής και συνείδησης, αναζητά σταθερά και με συνέπεια τι βρίσκεται πίσω από τα πέπλα που κρύβουν την πηγή της εκδήλωσης.
Από τους πρώτους φυσικούς φιλοσόφους έως τις αφηρημένες θεωρίες της σύγχρονης επιστήμης, διατρέχει τη σκέψη ένα σταθερό υφάδι: Η αναζήτηση της ενότητας, η αναζήτηση εκείνης της αρχής που συνέχει τον κόσμο. Κάθε εποχή επαναδιατυπώνει το ίδιο θεμελιώδες ερώτημα, μετατοπίζοντάς το ολοένα και σε βαθύτερα επίπεδα, χωρίς ποτέ να το εξαντλεί. Έτσι, η γνώση δεν συσσωρεύεται απλώς ως σύνολο πληροφοριών αλλά μεταμορφώνεται σε επίγνωση των ορίων της και σε ανοιχτή στάση απέναντι στο μυστήριο. Η φύση παύει να αντιμετωπίζεται ως άθροισμα διακριτών αντικειμένων, αντίθεται αποκαλύπτεται ως ένα διασυνδεδεμένο συνεχές, όπου το ορατό και το αόρατο συνυφαίνονται σε μια ενιαία πραγματικότητα.
Μέσα σε αυτή την προοπτική, η επιστημονική και φιλοσοφική αναζήτηση αποκτά εσωτερική διάσταση. Ο άνθρωπος δεν στέκεται απέναντι στον κόσμο ως ουδέτερος - αποκομμένος παρατηρητής, αλλά ως μέρος του ίδιου του Όλου, ικανός να διαισθανθεί τους κραδασμούς του μέσω της ίδιας του της συνείδησης. Από τη Μίλητο έως τα κβαντικά εργαστήρια, η έρευνα λειτουργεί ως διάλογος με το θαύμα της ύπαρξης και όχι ως κατάκτησή του.
Το αποτύπωμα αυτής της διαδρομής δεν είναι μια τελική απάντηση για να κορεστεί η περιέργεια, αλλά ένα βίωμα, μια αίσθηση που μπορεί ο κάθένας να νιώσει: σεμνότητα απέναντι στο άγνωστο, σεβασμός προς κάθε μορφή ζωής και μια βαθύτερη, ουσιαστική συμμετοχή στην ενότητα του κόσμου.
Σημειώσεις
[i] Φιλόσοφοι όπως οι Μπράιαν Έλλις (Brian David Ellis), Νάνσυ Κάρτραϊτ (Nancy Cartwright), Ντέιβιντ Όλντενμπεργκ (David Simon Oderberg), Τζον Ντουπρέ (John A. Dupré) και Νίκολας Μάξγουελ (Nicholas Maxwell)
Βιβλιογραφία
• Weber Renee, Επιστήμονες και Άγιοι, Εκδόσεις Ιάμβλιχος, Αθήνα,1997.
• Capra Fritjof, Ταό Και Φυσική, Εκδόσεις Ωρόρα, Αθήνα, 1982.
• Ράσσελ Μπέρτραντ, Ιστορία Της Δυτικής Φιλοσοφίας
• Heisenberg Werner, Σκέψεις Για Την Εξλελιξη Των Ιδεών Στη Φυσική, Εκδόσεις Τραυλός. Αθήνα, 1997.
• Μπιτσάκης Ι. Ευτύχης, Χώρος Και Χρόνος Η Συνεχιζομενη Αναζητηση
• Snell Bruno, Η Ανακάλυψη του Πνεύματος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1981.
• Θεοδωρίδη Χαράλαμπου. Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Ι.Δ. Κολλάρου & ΣΙΑΣ Α.Ε., Αθήνα, 1982.
• Kirk G.S, Raven G.A, Scopfield M. Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2006.
Λ.Κ.


